Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2011

ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ (46) – Marie-Louise von Franz

Κεφάλαιο 11 (4ο μέρος)
Η νέα υπόθεση του Jung

Βρίσκουμε ακόμη περισσότερο τον συμβολισμό του άυλου σώματος, του φωτός και της έντασης της ενέργειας στο υλικό που αναφέρει ο Mattiesen σχετικά με τις εμφανίσεις φαντασμάτων στην επιθανάτια κλίνη(21). Έτσι, κοντά στο κρεββάτι του Horace Frankel μάρτυρες είδαν το φάντασμα του φίλου του Walt Whitman να παίρνει σχήμα σαν ένα «μικρό σύννεφο», το οποίο έγινε έπειτα η μορφή του Whitman. Όταν ένας μάρτυρας το άγγιξε, αισθάνθηκε «ένα είδος ελαφρής ηλεκτρικής δόνησης»(22). O von Guldenstuble αναφέρει μία παρόμοια εμφάνιση. Ένα βράδυ είδε «μία σκοτεινή στήλη από γκρίζο ατμό» που σταδιακά έγινε γαλάζια και έπειτα πήρε τη μορφή ενός άνδρα. Όταν το φάντασμα εξαϋλωθηκε πάλι, μετατράπηκε ξανά σε στήλη, «που το φως της έσβηνε σταδιακά, αναβοσβήνοντας για λίγο σαν ένα λυχνάρι που είναι έτοιμο να σβήσει»(23).

Τα μέντιουμ περιγράφουν τις υλοποιημένες μορφές σαν ουσίες που σχηματίζονται από ένα «χαμηλό αριθμό κραδασμών»(24). Ο Mattiesen επίσης ασχολείται με τις θεωρίες μερικών μέντιουμ, οι οποίες όμως μου φαίνονται πολύ υποθετικές. Από την άλλη μεριά, φαίνεται πράγματι πιθανός ο υπολογισμός του ότι η ψύχρα, ο κρύος άνεμος και ο καπνός που συνοδεύουν την εμφάνιση πνευμάτων παίρνουν ενέργεια από τους ζωντανούς για να γίνουν ορατά (25). Οπωσδήποτε, ο συμβολισμός που υπάρχει σε τέτοιες παραψυχολογικές αναφορές υπαινίσσεται ενεργειακές διεργασίες.

Το επόμενο εντυπωσιακό όνειρο το είδε τρεις ημέρες πριν από τον θάνατο κάποιου κυρίου C μία γυναίκα, φίλη του:
«Βρίσκομαι σε ένα πάρα πολύ ψηλό μέρος, όπου συνειδητοποιώ κάποιου είδους τρομακτική ένταση. Δεν μπορούσα να πω εάν έκανε ζέστη ή κρύο. Ήξερα ότι ο κύριος C είχε πεθάνει, και έπειτα τον είδα πάνω σε ένα μικρό λαμπερό σύννεφο μαζί με δύο άλλες μορφές ντυμένες στα λευκά, σαν υπηρετικούς αγγέλους ή Χερουβείμ».

Το μεταλλικό κουτί στο όνειρο που αναφέραμε πιο πριν, επίσης δηλώνει  μία ενέργεια που ακτινοβολεί. Η γυναίκα που είδε το όνειρο συσχέτισε την υδρία που περιείχε την στάχτη του γιου της με ένα δοχείο γεμάτο ραδιενεργή ουσία, που ακτινοβολεί σε όλο το σύμπαν. Αυτός ο υπαινιγμός του ονείρου θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν μία έκφραση της υπόθεσης του Jung για μία υπερ-φωτεινή μορφή ενέργειας ή μία μορφή ύπαρξης της μη ενσαρκωμένης ψυχής.

Μερικές από τις υποθέσεις των σύγχρονων φυσικών συμφωνούν με μία τέτοια άποψη για την ενέργεια, επειδή οι φυσικοί σήμερα γενικά τείνουν να θεωρήσουν ολόκληρο το υλικό σύμπαν σαν ένα «κοσμικό χώρο ενέργειας»(26). Ο φυσικός David Bohm πλησιάζει ιδιαίτερα την ιδέα του Jung, επειδή και αυτός κάνει συλλογισμούς επάνω στις μη αισθητές μορφές ενέργειας(27). O Bohm δέχεται, πριν από όλα, την υπόθεση για το αδιαίρετο όλων των υλικών διεργασιών, μία αρχή που αμφισβητήθηκε με το λεγόμενο "παράδοξο" των Einstein, Podolsky και Rosen(28). Για να γίνει κατανοητό αυτό το παράδοξο προτάθηκε ένα υποθετικό πείραμα, στο οποίο δύο μόρια (Α, Β) τα οποία ήταν εξαρχής συνδεδεμένα σε ένα σύστημα, του οποίου η διάλυση δεν επηρεάζει την περιστροφή κανενός από τα δύο μόρια, παρατηρούνται σαν εντελώς ξεχωριστά. Εντούτοις, μία διαταραχή της τροχιάς στο Α προκαλεί μία ανάλογη διαταραχή στο Β, εκεί όπου η αλληλοεπίδραση, ακόμη και ενός φωτεινού σήματος γίνεται αδύνατη. είναι σαν το Β να "ξέρει" τι συμβαίνει στο Α(29). Αυτό υπονοεί ότι είναι δυνατόν, στο κατώτερο επίπεδό του, το σύμπαν να είναι ένα αδιαίρετο όλο. Ο Bohm προτείνει ακόμη ότι το αισθητό υλικό σύμπαν είναι απλώς η αποκαλυμμένη ή "αναλυμένη" τάξη ύπαρξης, σαν επιφάνεια μιας υποκείμενης καλυμμένης ή "υπονοούμενης" τάξης(30). Και οι δύο τάξεις συνυπάρχουν σε μία αδιαχώριστη ολοκληρωτική κίνηση, δηλαδή σε μια "αδιαίρετη ολότητα". Τα "αναλυμένα" και τα "υπονοούμενα" σύνολα υπάρχουν συνεχώς συνδεδεμένα μαζί στην ακατανόητη ολότητα της κίνησης(31).

Ο εξωτερικός κόσμος, ο οποίος μπορεί να γίνει αντιληπτός με τις αισθήσεις, είναι ο αναλυμένος κόσμος. Είναι ο κόσμος που αντιλαμβάνεται η συνείδησή μας ή που γίνεται πραγματικός μέσω της συνειδητής παρατήρησης. «Η ύλη γενικά και η συνείδηση με έναν ειδικό τρόπο μπορούν, τουλάχιστον σύμφωνα με μια ορισμένη έννοια, να έχουν κοινή αυτήν την αναλυμένη (εξωτερική) τάξη»(32), και οι δύο όμως στηρίζονται σε μια "υπονοούμενη τάξη" υψηλότερου επιπέδου. Έτσι το άγνωστο που μας ενδιαφέρει είναι η κίνηση, η οποία παριστάνεται στην σκέψη σαν η παρουσία, την ίδια στιγμή πολλών φάσεων της "υπονοούμενης τάξης"(33).

Για τον ψυχολόγο είναι φανερό ότι στην ιδέα του για μια "υπονοούμενης τάξης" ο David Bohm έχει περιγράψει ένα προβεβλημένο πρότυπο του συλλογικού ασυνείδητου(34), έτσι ώστε στην θεωρία του έχουμε μπροστά μας μία προσπάθεια περιγραφής ενός ψυχοφυσικού μοντέλου ενότητας όλης της ύπαρξης. Το υπέδαφος αυτής της ύπαρξης, όπως το εκφράζει ο Bohm, είναι μία άπειρη δεξαμενή -μία "αχανής θάλασσα"- ενέργειας(35), η οποία βρίσκεται βαθιά πίσω και κάτω από την συνείδησή μας, η οποία εκδηλώνεται σε χώρο και χρόνο.

Αυτή η καινούργια εικόνα του φυσικού κόσμου μπορεί θαυμάσια να συσχετισθεί με την υπόθεση του Jung για μία μοναδική ενέργεια, η οποία στον φυσικό κόσμο εμφανίζεται να εκδηλώνεται σε χώρο και χρόνο, αλλά συνυπάρχει ψυχικά σαν καθαρή άχωρη και άχρονη (κρυμμένη) ένταση.


Άλλοι σύγχρονοι φυσικοί τολμούν επίσης να προτείνουν παρόμοια υποθετικά περιγράμματα μιας ενοποιημένης ψυχοφυσικής εικόνας του κόσμου. Ο Fritjof Capra έχει συγκρίνει την σύγχρονη αντίληψη για την ύλη σαν ένα «χορό ενέργειας» με ιδέες της Άπω Ανατολής σχετικά με το tao και τον χορό του Shiva(36), και ο Olivier Costa de Beauregard συμπεραίνει, με βάση τα προβλήματα της θεωρίας της πληροφορίας, «ότι το σύμπαν που ερευνήθηκε από τους φυσικούς δεν είναι το παν, αλλά μας δίνει την ιδέα για την ύπαρξη ενός άλλου ψυχικού σύμπαντος, του οποίου το υλικό σύμπαν αντιπροσωπεύει μόνον ένα παθητικό και μερικό αντίγραφο»(37). Το ψυχικό σύμπαν είναι άχρονο, είναι εξαπλωμένο μέσα σε όλο τον χώρο, και επίσης περιέχει μία διαπροσωπική γνώση, μια γνώση που ο Jung αποδίδει στο συλλογικό ασυνείδητο. Έτσι ο Jean Charon εισάγει την ιδέα μιας ψυχικής παγγνωσίας, που έχουν ορισμένα ηλεκτρόνια(38). Φυσικά, όλα αυτά είναι συλλογισμοί που ακόμη δεν μπορούν να θεωρηθούν σαν βεβαιότητες, αλλά αναγνωρίζει κανείς σε αυτούς μία τάση προς την υπόθεση ότι θα μπορούσε να υπάρχει κάτι σαν ψυχικό και υλικό υπόβαθρο, στο οποίο η κοσμική ύλη και το συλλογικό ασυνείδητο θα ήταν δύο πλευρές ενός και του αυτού κοσμικού θεμελίου(39).

Ίσως οι διάφορες σκάλες, σκαλοπάτια κλπ που εμφανίζονται τόσο συχνά στα όνειρα που αναφέραμε, δείχνουν επίσης μία μάλλον βαθμιαία σύνδεση ανάμεσα στις δύο μορφές ενέργειας (ύλη του σώματος και ψυχή). Συγχρόνως ίσως συμβαίνει στον θάνατο μία σταδιακή απελευθέρωση από τα δεσμά του χώρου και του χρόνου, και, σύμφωνα με αυτό, δεν θα ήταν εκπληκτικό το ότι στις τοποθεσίες όπου έχει συμβεί κάποιος θάνατος συγχρονικά φαινόμενα παρουσιάζονται περισσότερο συχνά. Με την υπόθεση του Jung, όλο αυτό το πλέγμα ερωτημάτων συγχωνεύεται σε μία εκπληκτική ενότητα.

H υπόθεση για μία βαθμιαία σύνδεση ανάμεσα στο φυσικό σώμα και την μη ενσαρκωμένη ψυχή δεν αναιρείται από το γεγονός ότι το «ξεκίνημα» του θανάτου παρουσιάζεται σχετικά απότομο. (Γνωρίζουμε, πάντως, ότι ιατρικά δεν είναι καθόλου εύκολο να εντοπίσουμε την ακριβή στιγμή του θανάτου). Μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι σε πολλές ενεργειακές διεργασίες υπάρχουν «φράγματα» όπου γίνονται σχετικά «αιφνίδιες» αλλαγές: για παράδειγμα, στο σημείο πήξης ή στην αρχή της εξάτμισης ενός υγρού. Στο υλικό που παρουσιάσαμε σε αυτό το βιβλίο, υπάρχουν πολυάριθμοι υπαινιγμοί για την ύπαρξη ενός τέτοιου «φράγματος» (40). Ένα παράδειγμα είναι το όνειρο που αναφέραμε πιο πριν για το κερί που σβήνει, και το οποίο έπειτα συνεχίζει να καίει λαμπερό έξω από το παράθυρο. Το φράγμα εδώ συμβολίζεται από το στέρεο γυαλί, μία ισχυρή μονωτική ουσία. Φαίνεται σαν να εξαϋλώνεται το κερί, και έπειτα να υλοποιείται πάλι στην άλλη πλευρά του παραθύρου, επειδή στην μία πλευρά είχε καεί εντελώς, αλλά από την άλλη έχει κανονικό μέγεθος πάλι και συνεχίζει να καίει. Ένα άλλο παράδειγμα είναι το δικτυωτό διάφραγμα στην εμπειρία του θανάτου που είχε ο Solov. Και αυτό επίσης φαίνεται να συμβολίζει ένα τέτοιο φράγμα. Το γεγονός ότι τέτοια φράγματα υπάρχουν στην φύση παρουσιάζεται με τον καλύτερο τρόπο από τις λεγόμενες «μαύρες τρύπες», που ανακαλύφθηκαν τελευταία στα μακρυνά μέρη του διαστήματος. Άστρα με μία ορισμένη τάξη μεγέθους γίνονται, όπως υποθέτουμε, όλο και πυκνότερα εξαιτίας της αμοιβαίας έλξης της βαρύτητας ανάμεσα στα μόριά τους· όπως είναι γνωστό, η βαρύτητα αυξάνεται γεωμετρικά όταν μειώνεται η απόσταση ανάμεσα στα μόρια (αυτό καταλήγει σε μία “απορρόφηση” βαρύτητας). Ο χωρο-χρόνος γύρω από το άστρο συσπειρώνεται όλο και περισσότερο, ώσπου τελικά ούτε το φως δεν μπορεί να διαφύγει από αυτή την περιοχή  που “ρουφάει” όλες τις φωτεινές ακτίνες που έρχονται κοντά σε αυτήν. Έτσι σχηματίζεται ένας «τεχνητός ορίζοντας» γύρω από το άστρο, μέσα στο οποίο δεν μπορεί πια να παρατηρηθεί τίποτε. Το άστρο κινείται έξω από τον δικό μας χρόνο, μπορούμε να πούμε, και εξαφανίζεται από την αντίληψή μας, αν και «βρίσκεται ακόμη εκεί»(41).

Κάτι παρόμοιο υπαινίσσεται συμβολικά το επόμενο όνειρο μιας δικής μου ασθενούς, που είχε περάσει μόνο λίγες ώρες μαζί μου. Δεν ήξερε τον Jung προσωπικά, αλλά τον τιμούσε από μακριά. Την νύχτα μετά τον θάνατό του, για τον οποίο δεν ήξερε τίποτε, ονειρεύθηκε το εξής:

Βρισκόταν σε ένα “γκάρντεν πάρτυ”, όπου πολλοί άνθρωποι στεκόταν γύρω επάνω σε ένα παρτέρι. O Jung ήταν ανάμεσά τους. Φορούσε μία παράξενη στολή: μπροστά το σακάκι και το παντελόνι του ήταν ανοιχτά πράσινα, πίσω ήταν μαύρα. Έπειτα είδε ένα μαύρο τοίχο, από τον οποίο είχε κοπεί μία τρύπα, που είχε ακριβώς το ίδιο σχήμα με την σιλουέτα του Jung. O Jung ξαφνικά μπήκε μέσα στην τρύπα και τώρα το μόνο που μπορούσε να δει κανείς ήταν μία εντελώς μαύρη επιφάνεια, παρόλο που όλοι ήξεραν ότι ήταν ακόμη εκεί. Έπειτα η ονειρευόμενη κοίταξε τον εαυτό της και ανακάλυψε ότι και αυτή φορούσε τέτοια ρούχα, πράσινα εμπρός και μαύρα πίσω.

Ξύπνησε πολύ παραξενεμένη από το όνειρο και έπειτα άκουσε στο ραδιόφωνο να αναφέρεται ότι ο Jung πέθανε. Αυτό το όνειρο μου φαίνεται πως θέλει να πει ότι ο θάνατος είναι ένα πρόβλημα διαχωριστικού φράγματος στην αντίληψη που υπάρχει ανάμεσα στους ζωντανούς και στους νεκρούς. Οι τελευταίοι εξαφανίζονται πίσω από ένα «τεχνητό ορίζοντα», ας πούμε, σαν άστρα μέσα σε μία μαύρη τρύπα, αλλά συνεχίζουν ακόμη να υπάρχουν. Πολλοί μαύροι Αφρικανοί τονίζουν με ιδιαίτερη έμφαση την ενότητα ανάμεσα στο εδώ (την ζωή) και το εκεί (την χώρα των νεκρών)(42). Μία ηλικιωμένη Ζουλού το εξήγησε αυτό με τον ακόλουθο τρόπο: Τέντωσε το χέρι της με την παλάμη στραμμένη προς τα επάνω και είπε: «Έτσι ζούμε εμείς». Έπειτα γύρισε το χέρι της με την παλάμη προς τα κάτω και είπε: «Έτσι ζουν οι πρόγονοι»(43). Δεν θα μπορούσε να εκφράσει κανείς πιο καθαρά την ιδέα ότι οι κόσμοι των νεκρών και των ζωντανών σχηματίζουν μαζί ένα σύνολο.

Με παρόμοιο τρόπο, ο Jung γράφει σε μία επιστολή του:
«Το θέαμα της γέρικης ηλικίας θα ήταν ανυπόφορο εάν δεν ξέραμε ότι η ψυχή μας φθάνει σε μία περιοχή όπου δεν κρατιέται αιχμάλωτη ούτε από την μεταβολή του χρόνου ούτε από τον περιορισμό του χρόνου. Σε αυτή την μορφή ύπαρξης η γέννησή μας είναι ένας θάνατος και ο θάνατός μας μία γέννηση. Η ζυγαριά όλου του συστήματος εξισορροπεί»(44).

Τέλος 11ου κεφαλαίου

(Συνεχίζεται)

Σημειώσεις
21. «Η προσωπική επιβίωση μετά τον θάνατο», Τόμος 1, σελ.90.
22. Σύγκρινε επίσης τις εμφανίσεις φωτός, αυτόθι, σ.93,112· Τόμος 2, σ.261· Τόμος 2, σ.313, όπου ένα τέτοιο φως εμφανίζεται κατά την διάρκεια μιας εμπειρίας ύπαρξης έξω από το σώμα.
23. Mattiesen, ο.π., Τόμος 3, σ.25.
24. Αυτόθι, σ.171.
25. Αυτόθι, σ.189.
26. Σύγκρινε: F. Capra, ο.π., σ.211.
27. «Η ολότητα και η εσωτερική τάξη».
28. Αυτόθι, σ.71.
29. Αυτόθι, σ.72.
30. Bohm: ο.π., σ.σ.147 κ.ε.
31. Αυτόθι, σ.151.
32. Αυτόθι, σ.186.
33. Αυτόθι, σ.209.
34. S. Grof: "Εμπειρίες του θανάτου", σ.σ.157 κ.ε.
35. Bohm: ο.π., ιδιαίτερα σ.210.
36. ο.π., ιδιαίτερα σ.σ 230 κ.ε.
37. "Σύνοψη μιας ειδικής σχέσης", σ.14.
38. "Το πνεύμα, αυτό το άγνωστο".
39. Σύγκρινε επίσης: W. Cazenave: "Η επιστήμη και η ψυχή του κόσμου".
40. Σύγκρινε επίσης: Μ. Sabom: "Αναμνήσεις του θανάτου",  σ.σ. 51 κ.ε.
41. Σύγκρινε: Hubert Reeves: "Υπομονή μέσα στο γαλάζιο του ουρανού", σ. 245 κ.ε.
42. Σύγκρινε: Α. Vorbichler, "Η ζωή στον ρυθμό του θανάτου και της αναγέννησης μέσα στις παραστάσεις των λαών της Κεντρικής Αφρικής": «Σε αυτή την θρησκευτική παράδοση υπάρχει επίσης ο θάνατος και ο,τιδήποτε ανήκει σε αυτόν. Ο θάνατος δεν είναι με κανένα τρόπο ένα τέλος, αλλά μόνο μία μετάβαση σε μία άλλη κατάσταση ύπαρξης μέσα στα πλαίσια της κοινότητας»(σ. 230).
43. Theo Sundermeier: "Νεκρικές τελετές και σύμβολα της ζωής στις αφρικάνικες θρησκείες", σ.256.
44. "Επιστολές", Τόμος 1, σ. 569.

Αμέθυστος

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

"ο καπνός που συνοδεύουν την εμφάνιση πνευμάτων παίρνουν ενέργεια από τους ζωντανούς για να γίνουν ορατά" λέει το κείμενο. Στο βίο Γρηγορίου Θεολόγου,το έγραψε ο Στυλιανός Παπαδόπουλος, αναφέρεται ότι ο δαίμονας φανερωνόταν στον Άγιο, μέσα στο κελί του, σαν βρομερός καπνός.Εντυπωσιακό

amethystos είπε...

Δέν κατανοούνται τα κείμενα με τους συνειρμούς. Δέ λέει πουθενά το κείμενο για βρόμικο καπνό. Με συνειρμούς γίνεται η ψυχανάλυση, διότι αποκαλύπτεται η πρόθεση. Φυσικά ο δαίμονας είναι ένας νούς και είναι βρόμικος επειδή βρίσκεται σε πτώση.
Εάν το σκεφτείς λίγο καλύτερα το θέμα και συνδυάσεις τις δύο προτάσεις μπορεί να φανεί οτι λές, ότι ο δαίμονας πήρε ενέργεια απ'τον Άγιο και άρχισε να βρομάει. Πρέπει να μάθουμε να διαβάζουμε καλύτερα.

Ανώνυμος είπε...

Δεν ήθελα να πώ κάτι τέτοιο!Μα πόσο εύκολα μπορεί να παρερμηνευτεί ένα ΓΡΑΠΤΟ κείμενο;