29. Και το νήπιο και
ο μεγάλος πίνουν το γάλα· το νήπιο όμως για να τραφεί, ενώ ο μεγάλος για
ευχαρίστηση. Διαβάζει και ψάλλει ο πρακτικός, το ίδιο φαίνεται να κάνει και ο
θεωρητικός. Αλλά ο πρακτικός για ενίσχυση και ασφάλεια της ψυχής του, ενώ ο
θεωρητικός για ευχαρίστηση της ψυχής και μάλιστα για να διακόψει λίγο τη γεμάτη
φωτιά και ανυψωτική προς το Θεό και δακρυρροούσα κίνηση της καρδιάς του.
Γιατί αν και τινάζεται προς τα επάνω το πνεύμα που είναι μέσα του και φαιδρύνεται καθώς ευφραίνεται από τις θείες λάμψεις και μεταμορφώνεται από δόξα σε δόξα(Β΄ Κορ. 3, 18) και αυξάνεται, αλλά η σάρκα που είναι σύνθετη και η καρδιά που είναι χωματένια ασθενούν. Κι έτσι ο πρακτικός για χάρη της γνώσεως και της από αυτήν διδασκαλίας και επιστήμης μελετά τους θείους λόγους.
Γιατί αν και τινάζεται προς τα επάνω το πνεύμα που είναι μέσα του και φαιδρύνεται καθώς ευφραίνεται από τις θείες λάμψεις και μεταμορφώνεται από δόξα σε δόξα(Β΄ Κορ. 3, 18) και αυξάνεται, αλλά η σάρκα που είναι σύνθετη και η καρδιά που είναι χωματένια ασθενούν. Κι έτσι ο πρακτικός για χάρη της γνώσεως και της από αυτήν διδασκαλίας και επιστήμης μελετά τους θείους λόγους.
Εκείνα όμως των οποίων τη γνώση ο θεωρητικός
δέχεται με σιωπή και τα διδάσκεται δίχως λόγους και τα βλέπει με τα πνευματικά
μάτια, δεν μπορεί να τα πει λόγος. «Το αυτί της ησυχίας —λέει— θ' ακούσει
εξαίσια»· είπε εξαίσια, αλλά τί είδους εξαίσια δεν μπόρεσε να πει, γι' αυτό
παρέλειψε να εξηγήσει τα ανερμήνευτα και υπέρλογα. Γι' αυτό μου έρχεται να
μακαρίζω εκείνους που μακάρισε ο θείος λόγος επειδή πίστεψαν πριν δουν(Ιω. 20,
29), εννοώ τους πρακτικούς· θεωρώ όμως υπερμακάριους τους θεωρητικούς.
Γιατί
αν ο πρακτικός, μολονότι δεν έχει δει, είναι μακάριος από μόνη την πίστη του,
τί μπορεί κανείς να σκεφτεί για το θεωρητικό; Ο οποιος εκτός του ότι βαδίζει με
την πίστη(Β΄ Κορ. 5, 7) που είναι πολύ ανώτερη από την πράξη, έχει δει
ταυτόχρονα και τα μεγάλα και εξαίσια και ζει μέσα στην καρδιά του θείες
αναβάσεις(Ψαλμ. 83, 6) και βλέπει μέρα τη μέρα περισσότερα, όπως είναι φυσικό.
30. Σε καθένα από τα δύο συστατικά του ανθρωπίνου κράματος ο Κοσμήτορας και Ποιητής του παντός έδωσε κατάλληλα την αντίστοιχη απόλαυση και, για να την ονομάσω έτσι, τη ζωή. Και για το ορατό σώμα του ανθρώπου παρήγαγε όλη την κτίση που φαίνεται, ενώ για το νοητό άνθρωπο, δηλαδή για την ψυχή, όσα νοούνται μέσα στην αισθητή κτίση. Γιατί όπως με το αισθητό μέρος του ανθρώπου έχει ενωθεί το νοητό, έτσι σε όλη την ορατή κτίση κάτω από κάθε πράγμα φαίνεται να υπάρχει η νοητή ομορφιά, και δε γίνεται κανένα από τα ορατά, ακόμα και το πιο ελάχιστο, να στερείται τη νοητή συνάφεια. Τούτο είναι φυσικό. Έπρεπε οπωσδήποτε, αφού τα πάντα έγιναν για τον άνθρωπο με το θείο Λόγο του Παντοκράτορα, να μη φαίνεται ότι έχει γίνει κανένα παράλογο, που θα γινόταν αν μαζί με το φαινόμενο δε συνυπήρχε και το νοούμενο.
Γιατί τότε θα απολάμβανε το σώμα με τη συνεργεία των ορατών, ενώ η χριστιανική ψυχή θα έμενε κενή, και θα ήταν το σώμα ανώτερο από την ψυχή, πράγμα άτοπο. Από πού αλλού θα εξασφαλίσει η ψυχή να ζει όπως της ταιριάζει; Από το Θεό; Αλλά αυτό θα είναι έξω από την τάξη που έβαλε Αυτός που έκτισε τα πάντα μέσω του Λόγου· γιατί τότε οι ασύνθετες ουσίες (οι Άγγελοι) θ' αποδειχθούν κατώτερες από τις σύνθετες (τους ανθρώπους), αν εμείς είχαμε κατά τρόπο άμεσο την ιδιότητά τους να κινούνται αφ' εαυτών προς το Θεό.
Μήπως πάλι θα έπρεπε ν' ανυψωνόμαστε από απλά (αμιγή) νοητά κι έτσι ν' αντλούμε την τρυφή της εποπτείας των θείων; Αλλά και αυτό θα μας έκανε ισάγγελους και θα ήταν αφύσικο, ν' ανυψώνονται δηλαδή προς το Αγαθό οι ένυλοι νόες εφάμιλλα με τους άυλους. Γιατί εκείνοι δεν παίρνουν τη ζωή και την ανύψωσή τους προς το πρώτο Αγαθό έξω από τον εαυτό τους, αλλά ξεκινώντας από τον εαυτό τους απολαμβάνουν τις ενοειδείς θείες λάμψεις.
Ενώ εμείς που είμαστε εκ φύσεως κατώτεροι και δεύτεροι μετά τους Αγγέλους, συναγόμαστε σταδιακά προς το Θεό και το κάλλος Του με τρόπο υποδεέστερο και, για να πω έτσι, κατώτερο του αγγελικού, χωρίς να κάνομε αρχή γι' αυτό τις ασύνθετες ουσίες ή τα αμιγή νοητά. Κάτι τέτοιο είναι των Αγγέλων, το να ξεκινούν δηλαδή από τον εαυτό τους για να ανυψωθούν στο Θεό.
Εμείς ξεκινούμε από τα σύνθετα σύμφωνα με τη λογική και, καταλήγοντας στα απλά κτιστά, περνούμε πέρα, στα άκτιστα, όπως είναι ορθό σύμφωνα με τη φύση μας, καθώς είπα. Kι έτσι συναγόμαστε, ενοειδείς, προς τον εαυτό μας και το Θεό. Για τούτο, για να έχομε τη δυνατότητα που μας ταιριάζει να απολαμβάνομε και να ζούμε νοερά και να ανυψωνόμαστε στο Θεό, σε όλα τα αισθητά είναι διάσπαρτα και συνυπάρχουν νοητά, τα οποία αντιλαμβάνεται η θεωρία.
Αυτά ο πρακτικός δεν μπορεί ή δε θέλει να τα βλέπει. Δεν μπορεί, όταν δεν έχει άνθρωπο ή Γραφή να του τα δείχνει καθαρά. Δε θέλει, όταν ενώ έχει και άνθρωπο και Γραφή, από οίηση και πονηρία δυσπιστεί στον πλησίον και πιστεύει στον εαυτό του, κι έτσι μένει άγευστος της σχετικής με αυτά διδασκαλίας, θεωρώντας το γράμμα της Γραφής ως οδηγία που του αρκεί και χρησιμοποιώντας την κτίση με στενή έννοια, μόνο για την υπηρεσία του σώματος· νομίζει ότι αυτό είναι ευσέβεια και αρκείται σ' αυτά και δε ζητεί τίποτε περισσότερο.
Ο δε θεωρητικός, επιλέγοντας από την ορατή κτίση τα αόρατα και βρίσκοντάς τα σύμφωνα με το πνεύμα της Γραφής, προχωρεί με αγαλλίαση προς τις ασύνθετες ουσίες· και αφού δει καλά την ωραιότητα και τη λαμπρότητά τους, τις προσπερνάει χαρούμενος με τη βοήθεια της χάρης και μεταβαίνει στα άκτιστα νοητά του Θεού.
Και αφού εντρυφήσει στην απειρία και τη θεωρία τους, όσο είναι δυνατό, πλησιάζει άρρητα προς την ακτίνα του θείου κάλλους με τρόπο ενοειδή και υπερφυσικό. Και όταν έκπληκτος απολαύσει όπως πρέπει την ανέκφραστη υπερκόσμια ωραιότητα και την ολόφωτη εκείνη λαμπρότητα μέσα σε μία ενοειδή και μονοειδή κατάσταση, δεν μπορεί να φανταστεί σε τί θα μεταβληθεί μέσα σ' αυτή τη χαρά και το θαυμασμό. Έτσι λοιπόν δέχεται ατελείωτο το ρεύμα της θείας ευφροσύνης, και δείχνει χωρίς φθόνο και στον πρακτικό το δρόμο που οδηγεί στην αλήθεια, με λόγια και με γραπτά.
30. Σε καθένα από τα δύο συστατικά του ανθρωπίνου κράματος ο Κοσμήτορας και Ποιητής του παντός έδωσε κατάλληλα την αντίστοιχη απόλαυση και, για να την ονομάσω έτσι, τη ζωή. Και για το ορατό σώμα του ανθρώπου παρήγαγε όλη την κτίση που φαίνεται, ενώ για το νοητό άνθρωπο, δηλαδή για την ψυχή, όσα νοούνται μέσα στην αισθητή κτίση. Γιατί όπως με το αισθητό μέρος του ανθρώπου έχει ενωθεί το νοητό, έτσι σε όλη την ορατή κτίση κάτω από κάθε πράγμα φαίνεται να υπάρχει η νοητή ομορφιά, και δε γίνεται κανένα από τα ορατά, ακόμα και το πιο ελάχιστο, να στερείται τη νοητή συνάφεια. Τούτο είναι φυσικό. Έπρεπε οπωσδήποτε, αφού τα πάντα έγιναν για τον άνθρωπο με το θείο Λόγο του Παντοκράτορα, να μη φαίνεται ότι έχει γίνει κανένα παράλογο, που θα γινόταν αν μαζί με το φαινόμενο δε συνυπήρχε και το νοούμενο.
Γιατί τότε θα απολάμβανε το σώμα με τη συνεργεία των ορατών, ενώ η χριστιανική ψυχή θα έμενε κενή, και θα ήταν το σώμα ανώτερο από την ψυχή, πράγμα άτοπο. Από πού αλλού θα εξασφαλίσει η ψυχή να ζει όπως της ταιριάζει; Από το Θεό; Αλλά αυτό θα είναι έξω από την τάξη που έβαλε Αυτός που έκτισε τα πάντα μέσω του Λόγου· γιατί τότε οι ασύνθετες ουσίες (οι Άγγελοι) θ' αποδειχθούν κατώτερες από τις σύνθετες (τους ανθρώπους), αν εμείς είχαμε κατά τρόπο άμεσο την ιδιότητά τους να κινούνται αφ' εαυτών προς το Θεό.
Μήπως πάλι θα έπρεπε ν' ανυψωνόμαστε από απλά (αμιγή) νοητά κι έτσι ν' αντλούμε την τρυφή της εποπτείας των θείων; Αλλά και αυτό θα μας έκανε ισάγγελους και θα ήταν αφύσικο, ν' ανυψώνονται δηλαδή προς το Αγαθό οι ένυλοι νόες εφάμιλλα με τους άυλους. Γιατί εκείνοι δεν παίρνουν τη ζωή και την ανύψωσή τους προς το πρώτο Αγαθό έξω από τον εαυτό τους, αλλά ξεκινώντας από τον εαυτό τους απολαμβάνουν τις ενοειδείς θείες λάμψεις.
Ενώ εμείς που είμαστε εκ φύσεως κατώτεροι και δεύτεροι μετά τους Αγγέλους, συναγόμαστε σταδιακά προς το Θεό και το κάλλος Του με τρόπο υποδεέστερο και, για να πω έτσι, κατώτερο του αγγελικού, χωρίς να κάνομε αρχή γι' αυτό τις ασύνθετες ουσίες ή τα αμιγή νοητά. Κάτι τέτοιο είναι των Αγγέλων, το να ξεκινούν δηλαδή από τον εαυτό τους για να ανυψωθούν στο Θεό.
Εμείς ξεκινούμε από τα σύνθετα σύμφωνα με τη λογική και, καταλήγοντας στα απλά κτιστά, περνούμε πέρα, στα άκτιστα, όπως είναι ορθό σύμφωνα με τη φύση μας, καθώς είπα. Kι έτσι συναγόμαστε, ενοειδείς, προς τον εαυτό μας και το Θεό. Για τούτο, για να έχομε τη δυνατότητα που μας ταιριάζει να απολαμβάνομε και να ζούμε νοερά και να ανυψωνόμαστε στο Θεό, σε όλα τα αισθητά είναι διάσπαρτα και συνυπάρχουν νοητά, τα οποία αντιλαμβάνεται η θεωρία.
Αυτά ο πρακτικός δεν μπορεί ή δε θέλει να τα βλέπει. Δεν μπορεί, όταν δεν έχει άνθρωπο ή Γραφή να του τα δείχνει καθαρά. Δε θέλει, όταν ενώ έχει και άνθρωπο και Γραφή, από οίηση και πονηρία δυσπιστεί στον πλησίον και πιστεύει στον εαυτό του, κι έτσι μένει άγευστος της σχετικής με αυτά διδασκαλίας, θεωρώντας το γράμμα της Γραφής ως οδηγία που του αρκεί και χρησιμοποιώντας την κτίση με στενή έννοια, μόνο για την υπηρεσία του σώματος· νομίζει ότι αυτό είναι ευσέβεια και αρκείται σ' αυτά και δε ζητεί τίποτε περισσότερο.
Ο δε θεωρητικός, επιλέγοντας από την ορατή κτίση τα αόρατα και βρίσκοντάς τα σύμφωνα με το πνεύμα της Γραφής, προχωρεί με αγαλλίαση προς τις ασύνθετες ουσίες· και αφού δει καλά την ωραιότητα και τη λαμπρότητά τους, τις προσπερνάει χαρούμενος με τη βοήθεια της χάρης και μεταβαίνει στα άκτιστα νοητά του Θεού.
Και αφού εντρυφήσει στην απειρία και τη θεωρία τους, όσο είναι δυνατό, πλησιάζει άρρητα προς την ακτίνα του θείου κάλλους με τρόπο ενοειδή και υπερφυσικό. Και όταν έκπληκτος απολαύσει όπως πρέπει την ανέκφραστη υπερκόσμια ωραιότητα και την ολόφωτη εκείνη λαμπρότητα μέσα σε μία ενοειδή και μονοειδή κατάσταση, δεν μπορεί να φανταστεί σε τί θα μεταβληθεί μέσα σ' αυτή τη χαρά και το θαυμασμό. Έτσι λοιπόν δέχεται ατελείωτο το ρεύμα της θείας ευφροσύνης, και δείχνει χωρίς φθόνο και στον πρακτικό το δρόμο που οδηγεί στην αλήθεια, με λόγια και με γραπτά.
31. Άραγε γνωρίζεις
τί είναι εκείνο που χύνεται μέσα στις καρδιές των πιστών και ποιό είναι το
σημάδι αυτής της εγχύσεως; Είναι βέβαια το Άγιο Πνεύμα που έρχεται από τον
Πατέρα διά μέσου του Υιού, το οποίο και γεμίζει την οικουμένη. Είναι παντού
ολόκληρο και χύνεται ολόκληρο σε κάθε πιστό. Μερίζεται χωρίς να παθαίνει τίποτε
και μετέχεται χωρίς να εμποδίζεται.
Σημάδια της μετοχής Του ή της εγχύσεώς Του μέσα μας
είναι η επιθυμία της φτώχειας με ταπείνωση, τα εύκολα και ασταμάτητα δάκρυα, η
προς το Θεό και τον πλησίον τέλεια και άδολη αγάπη, η καρδιακή χαρά, η
αγαλλίαση από τη συνάντηση του Θεού, η μακροθυμία στα συμβαίνοντα, η χρηστότητα
προς όλους και γενικά η καλωσύνη, η ένωση και η θεωρία και το φως του νου, η
αεικίνητη θερμή δύναμη της προσευχής, και μ' ένα λόγο, η αμεριμνία για τα
πρόσκαιρα με τη μνήμη των αιωνίων. Πόσο θαυμαστά είναι τα έργα Σου, Κύριε(Ψαλμ.
103, 24)! Αληθινά, ένδοξα κηρύχθηκαν για σένα, ω πόλη του Θεού(Ψαλμ. 86, 3),
πιστή δηλαδή καρδιά.
32. Αν έχεις ακούσει και εννόησες τη μεγάλη βουλή του
Θεού μας κατά την ασύλληπτη ευαρέσκεια της υπερφυσικής φιλανθρωπίας του Πατέρα,
που αγγελιοφόρος της έγινε και την έφερε ο Ιησούς(Ησ. 9, 6) από εξαιρετική,
πάνω από κάθε έννοια αγιότητας, αγαθότητα και αγάπη προς το ανθρώπινο γένος, με
την οποία βουλή συναθροίζονται όλοι οι λόγοι των ορατών σε ένα λόγο συνοπτικό,
τον οποίο υποσχέθηκε να μας δώσει ο Θεός(Ησ. 10, 23), τότε δε θα πάψεις ποτέ να
βρίσκεσαι σε έκπληξη και να έχεις διαρκή χαρά και ειρήνη.
33. Αν γνωρίσεις το σκοπό της θείας μεγαλειότητας που έχει για μας, και όσα γίνονται ανάμεσα σ' εμάς και το Θεό ως συνέπεια αυτού του σκοπού, τότε θα αντιληφθείς τι θέλει για μας ο Θεός και που καταλήγουν τα ζητήματά μας και πόσο υστερούμε από τα πρέποντα. Αυτό ασφαλώς θα γινόταν έργο λύπης θεάρεστης, ενωμένης με πλήρη και αληθινή ταπεινοφροσύνη.
33. Αν γνωρίσεις το σκοπό της θείας μεγαλειότητας που έχει για μας, και όσα γίνονται ανάμεσα σ' εμάς και το Θεό ως συνέπεια αυτού του σκοπού, τότε θα αντιληφθείς τι θέλει για μας ο Θεός και που καταλήγουν τα ζητήματά μας και πόσο υστερούμε από τα πρέποντα. Αυτό ασφαλώς θα γινόταν έργο λύπης θεάρεστης, ενωμένης με πλήρη και αληθινή ταπεινοφροσύνη.
34. Εκείνος που μελετά πλησιάζοντας με νοερές οράσεις όλα όσα
περιλαμβάνει η αγάπη του Θεού, θα βρει χωρίς αμφιβολία ν' ανατέλλουν στην ψυχή
του τα τρία εκείνα, για τα οποία όλες οι ιερές Γραφές και τα βιβλία μιλούν με
προθυμία ώστε να πείσουν τους ανθρώπους να τα αποκτήσουν με κάθε τρόπο· εννοώ
την πίστη, την ελπίδα και την αγάπη, το πέρας ή καλύτερα το θεμέλιο όλων των
πρακτικών και των θεωρητικών αρετών. Αυτή αληθινά είναι η μέσα μας ιερή τριάδα,
με την οποία ενωνόμαστε με την Αγία Τριάδα, πλησιάζοντάς Την σαν άλλοι άγγελοι
35. Τρεις τριαδικές
τάξεις μυστηρίων θεωρεί γενικά ο υγιής νους γύρω από το Θεό· προσωπική, φυσική,
και ακόλουθη της φυσικής.
Η πρώτη τριάδα φανερώνεται στο νου κυρίως από τα
ιερά γράμματα.
Η φυσική φανερώνεται και από την κατανόηση των
όντων.
Όταν ο νους εισέλθει στην πρώτη τριαδική τάξη ή
μάλλον, για να κυριολεκτήσω, όταν ατενίσει σ' αυτή, συναντά τον Απρόσιτο, αλλά
όχι έτσι απλά.
Στη δεύτερη, βρίσκει χαρά μέσα σε σοφία, ενωμένη με
έκπληξη.
Και όταν περάσει στην τρίτη τριάδα, τότε εισδύει
αληθινά στο γνόφο όπου είναι ο Θεός. Τότε έχει γίνει απλούστατος εντελώς και
άπειρος και αόριστος, σε μια κατάσταση χωρίς μορφή, χωρίς σχήμα.
Όταν, τέλος, θεωρεί με τις τρεις αυτές τριάδες, ή
μάλλον όταν βλέπει μαζί τους και μια άλλη, κατά κάποιο τρόπο δέκατη τάξη, αυτήν
όπου κατοίκησε όλο το πλήρωμα της Θεότητας σωματικά(Κολ. 2, 9), όπως λένε οι
κήρυκες της αλήθειας, τότε βλέπει στ' αλήθεια, μέσα στην τελειότητα και το
τέρμα της θεωρητικής χάρης, την ειρήνη που υπερέχει κάθε νου(Φιλιπ. 4, 7).
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, ε΄τόμος, σελ. 152-155).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου