Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2016

ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ ΑΓΓΕΛΙΚΟΥΔΗΣ - Α ΜΕΡΟΣ-επανάληψη (8)

O Doctor Angelicus συναντά
τον Κάλλιστο Αγγελικούδη
Ο Κάλλιστος Αγγελικούδης αναλύει και σχολιάζει
το κατά των Ελλήνων βιβλίο του Θωμά Ακινάτη

296. Γιατί λέει και πάλι· « αν δεν επιτύχη κανείς μαζί με την ευδαιμονία όμοια και ακίνητα την ηρεμία, δεν είναι ακόμη ευδαίμων, αφού δεν ηρεμεί ακόμα η φυσική του επιθυμία. Όταν επιτύχη λοιπόν κανείς την ευδαιμονία, επιτυγχάνει παρόμοια και την ίδρυση και ηρεμία ». Ποιος σου τα δίδαξε αυτά, κακοδαιμονέστατε και αντίπαλε της αλήθειας, και πώς προχωράς ενάντια στις ρήσεις των αγίων, που ένα μέρος τους προαναφέραμε ; εφ’ όσον κινείται, λέει, κάτι προς την τελειότητα, δεν βρίσκεται ακόμα στο έσχατο τέλος. Θα παυθή ποτέ, αμβλύτατε στη διάνοια, αυτός που έφθασε στον Θεό, που είναι ακριβώς το έσχατο τέλος, το άπειρο και αόριστο, θα παυθή ποτέ απ’ την αγάπη, τον έρωτα, τον θαυμασμό, τη χαρά και τους άλλους τους καρπούς του Πνεύματος ; κι αν ισχύη αυτό, θα γίνη πιο αδρανής και κατ’ εξοχήν υποτιμημένος, όταν θα φθάση στο έσχατο τέλος, δηλαδή στον Θεό ;

297. Αλλ’ είναι λόγια ανόμων αυτά, ανταρσία κατά της ιεράς Εκκλησίας και της αλήθειας της, που λέει ότι, φτάνοντας στον Θεό, φλέγεται ο νους με το πυρ της αγάπης, εκπλήσσεται για τα θαύματα στον Θεό, χαίρεται χαρά ανεκλάλητη για την κοινωνία και ένωση με τον Θεό, εξίσταται για τον υπερουράνιο πλούτο, που κληρονομεί, έχει ατέλειωτη την ηδονή για την άφθαρτή του κληρονομιά και για άλλα διάφορα, όσα έχουμε προαναφέρει. Ακούτε πώς μιλά ο κενός απ’ τη χάρι Θωμάς τα ασύμφωνα προς την ορθόδοξη γνώμη, σύμφωνα δε με τους Έλληνες και τον Αριστοτέλη; « Φαίνεται ( δοκεί ) πως υπάρχει κατ’ εξοχήν η έσχατη ευδαιμονία στον παρόντα βίο στη θεωρία, με την οποία αναζητείται η γνώση της αλήθειας, όπως αποδεικνύει ( φανερώνει σαφώς ) κι ο ίδιος ο Αριστοτέλης στο Ι΄ των Ηθικών».

298. Εύγε σε σένα, για τον μάρτυρα και τη μαρτυρία, σου έχει επιρρίψει ολοφάνερα ο χορός των θεοσόφων. Γι’ αυτό και ξέχασες γρήγορα την έσχατη ευδαιμονία στον παρόντα βίο, που αναφέρουν εκείνοι, και αναφέρεις την έσχατη ευδαιμονία της ελληνικής πλάνης στον παρόντα βίο, με την οποία και ζητάται η γνώση της αλήθειας. Και πρόκειται για προτάσεις και συλλογισμούς για την ακατάληπτη αλήθεια, στην οποία δεν χωρά συλλογισμός. Δεν έχουν οι χριστιανοί έσχατη ευδαιμονία το να ζητούν τη γνώση της αλήθειας, αλλ’ είναι, όπως λέει ο ιερός Διονύσιος, « το πέρας κάθε ιεραρχίας η προς τον Θεό, όσο είναι εφικτό, αφομοίωση και ένωση » (Περί εκκλησιαστικής ιεραρχίας) στον παρόντα βίο. Και λέει κι ο Μέγας Βασίλειος˙ «Πνεύμα άγιον, επελθόν εις ανθρώπου ψυχήν, έδωκε μεν ζωήν, έδωκε δε αθανασίαν, ήγειρε κείμενον. Το δε κινηθέν κίνησιν αΐδιον υπό Πνεύματος αγίου ζώον άγιον εγένετο» (Κατά Ευνομίου Ε΄).

299. Βλέπεις, τί είναι πάντως η ευδαιμονία στον παρόντα βίο ; θεωρία, με την οποία ζητείται η γνώση της αλήθειας για την έσχατη ευδαιμονία των πιστών στο παρόν. Και λέει πάλι ο Μέγας Βασίλειος˙ « κι απέκτησε ο άνθρωπος την αξία του πνεύματος που κατοίκησε ( εισοικισθέντος ) σ’ αυτόν , πνεύμα προφήτη, αποστόλου, αγγέλου του Θεού» (ο.π.). Βλέπεις την έσχατη ευδαιμονία των ευσεβών στο παρόν; κι εκείνο που ονομάζεις εσύ έσχατη ευδαιμονία, είναι της έσχατης αφροσύνης. 

300. Γιατί η θεωρία, με την οποία ζητείται η γνώση της αλήθειας, είναι της έξω σοφίας, την οποία ζητούν οι Έλληνες, όπως λέει ο ιερός Παύλος˙ «Ιουδαίοι μεν σημεία ζητούσιν, Έλληνες δε σοφίαν» (Α΄ Κορ., α΄ 22), αλλά την έξω και των ορωμένων, που εμώρανε και απώλεσε κατά την επαγγελία ο Θεός.. Γιατί «απολώ» λέει «την σοφίαν των σοφών και την σύνεσιν των συνετών αθετήσω» (Ησ., κθ΄ 14 και Α΄ Κορ., α΄ 19). Κι ο ιερός Παύλος˙ «ουχί εμώρανεν ο Θεός την σοφίαν του αιώνος τούτου;» (Α΄ Κορ., α΄ 20). Είναι όντως μωρός και άξιος της απώλειας αυτός που νομίζει έσχατη ευδαιμονία στο παρόν τη θεωρία, με την οποία ζητείται η γνώση της αληθείας, όντας άπειρος ( απείρατος ) από δυσπιστία της εν αγίω Πνεύματι θείας ένωσης και προσχωρώντας στο ψέμμα και τις ελληνικές δόξες ( γνώμες ).. 

301. «Είναι αδύνατο να είναι το να επιθυμής έσχατο τέλος· γιατί επιθυμία υπάρχει, όταν η θέληση τείνει σε κείνο, που δεν έχει ακόμα, πράγμα αντίθετο στον ορισμό του έσχατου τέλους». Και τα λέει αυτά μεταστρεφόμενος και φρονώντας τα ελληνικά˙ κι ερχόμενος στον εαυτό του, λέει˙ «όσο πιο κοντά είναι κάτι στο τέλος, με τόσο μεγαλύτερη επιθυμία τείνει προς αυτό ˙ γι’ αυτό και βλέπουμε να επιτείνεται κατ’ εξοχήν προς το τέλος η φυσική κίνηση των σωμάτων, είναι δε πιο κοντά στη θεία γνώση οι νόες των χωριστών ουσιών απ’ ό,τι ο δικός μας νους˙ επιθυμούν λοιπόν κατ’ εξοχήν επιτεταμένα εκείνοι τη γνώση, απ’ ό,τι ακριβώς εμείς». Έχει μεγάλη αναισθησία και αφροσύνη ο Θωμάς. Γιατί αν είναι αδύνατο να είναι το να επιθυμής έσχατο τέλος, και επιθυμούν επιτεταμένα οι νόες των χωριστών ουσιών τη θεία γνώση, είναι φανερό, πως δεν βρίσκονται στο έσχατο τέλος, αλλ’ είναι ατελείς και προσδεόμενοι. Πώς λέει λοιπόν αυτός ο εμβρόντητος ( παράφρων ) Θωμάς ότι παύονται απ’ τις εφέσεις προς ( σταματούν να επιθυμούν ) τον Θεό οι άγγελοι ;

302. Γιατί έχουν σύμφωνα και μ’ αυτόν αεικίνητες τις εφέσεις, καθώς είναι ελλιπείς και καθώς επιθυμούν τη θεία γνώση, που δεν την έχουν ακόμα. Και πώς δεν ντρέπεται και για κείνο, να συλλογίζεται απ’ τα σωματικά και τα κάτω τα περί των ουρανίων δυνάμεων, και να θέλη, επειδή βλέπουμε να επιτείνεται περισσότερο η φυσική κίνηση των σωμάτων προς το τέλος, να κινούνται παρόμοια και οι χωριστές ουσίες, που είναι λογικές και νοερές και κινούνται κατά προαίρεση, και να επιθυμούν, έχοντας φθάσει πιο κοντά στον Θεό, με μεγαλύτερη ένταση τη θεία γνώση; 

303. Κι αν επιθυμούν αυτές που έχουν φθάσει πιο κοντά με μεγαλύτερη ένταση τη θεία γνώση, πώς λες πάλι ότι «αν δεν επιτύχη κανείς μαζί με την ευδαιμονία όμοια και ακίνητα την ηρεμία, δεν είναι ακόμη ευδαίμων, αφού δεν ηρεμεί ακόμη η φυσική του επιθυμία»; Δεν είναι άρα αντίφαση αυτά; Και φαίνεται πως δεν βρίσκονται σε ευδαιμονία οι θείες και ουράνιες εκείνες τάξεις, επειδή επιθυμούν και επιτεταμένα τη θεία γνώση˙ κι αν δεν έχουν ευδαιμονία, δεν έχουν ούτε απόλαυση, ούτε βέβαια μακαριότητα, και κακοδαιμονούν έτσι εκείνες οι τάξεις. Αλλ’ ας στραφή προς τη δική σου, άθλιε, κεφαλή η κακοδαιμονία, που δεν ακολουθεί πλήρως τα νοήματα της ιερής Εκκλησίας, αλλά και τους Έλληνες και τον Αριστοτέλη.

304. Κι έχοντας γίνει μισοβάρβαρος με τη θέλησή του και μιλώντας αιρετικά στα πιο πολλά και μακριά απ’ τον χορό των θεοσόφων, τόσο πολύ απομακρύνεται ο Θωμάς απ’ την αλήθεια, ώστε να κινείται ενάντια και στον ίδιο τον Θεό και να λέη αυτά που είναι αθέμιτα . Γιατί λέει˙ « παύεται ( σταματά ) λοιπόν κατ’ εξοχήν η έφεση του Θεού και είναι τελειότερη η μακαριότητά του». Αλλίμονο, σε ποιο κακό κατέβηκε, και ποια αιρετικά ξερνάει ο λάρυγγάς του! γιατί ομολογεί ολοφάνερα και χωρίς καμμιάν αμφισβήτηση τρεπτό τον Θεό και μάλιστα στα κράτιστα. Παύεται η έφεση του Θεού! από ποιαν πρόφαση παύθηκε απ’ την έφεση αυτός που παύεται ενώ την έχει και τράπηκε ολοφάνερα κατά την έφεση; κι αν κάνη τελειότερη το να παύεται η έφεση του Θεού τη μακαριότητά του, νά που είναι ολοφάνερα τρεπτός αυτός που δέχτηκε μείωση στην έφεση, και αύξηση στη μακαριότητα. Αλλ’ ας τραπούν στο κεφάλι του Θωμά όλα τα κακά, που λέει για τον Θεό αυτά που δεν τόλμησαν να πουν ούτε οι Σκύθες κι οι βάρβαροι εναντίον του. Και λογαριάζοντας τέτοια και φτάνοντας σε τέτοιον παραλογισμό, μπλέκεται σε μύρια κακά.

305. Και λέει για τους αγγέλους˙ « παύεται ( σταματά ) με τη μακαριότητα κάθε έφεση, επειδή δεν απομένει, μετά την επιτυχία της, τίποτα το επιθυμητό». Κι αυτός που τα λέει αυτά μεταβαίνει σε άλλην έννοια και τρέπεται απ’ την ασέβεια στη δυσσέβεια ο δυστυχής˙ «αυτοί που απέκτησαν την έσχατη ευδαιμονία θεωρώντας τον Θεό, δεν θα αποπέσουν ποτέ από εκείνη˙ γιατί αυτό που άλλοτε μεν υπάρχει, κι άλλοτε όχι, καταμετρείται με τον χρόνο, όπως είναι φανερό στο Δ΄ των Φυσικών. Κι η θεωρία που κάνει μακάριες τις νοερές ουσίες δεν υπάρχει στον χρόνο αλλά στην αϊδιότητα. Είναι αδύνατο άρα να την αποβάλη αυτός που έχει γίνει μιά φορά μέτοχός της». Πες μας όμως, πώς είναι αδύνατο να την αποβάλη˙ γιατί είναι φανερό ότι τα μεν φυσικά δεν κινούνται με τη θέληση, αλλά με τη φύση, τα δε λογικά και με τη νοερή θέληση και αυτεξουσιότητα ˙ είναι δε η θέληση γέννημα της αγάπης , όπως λέει κάπου κι ο Θωμάς˙ γιατί κανείς δεν θέλει αυτό ακριβώς που δεν αγαπά. 
306. Αν είναι αδύνατο λοιπόν να αποβάλη τη θεία θεωρία αυτός που έχει γίνει μιά φορά μέτοχός της, είναι φανερό πως αυτό θα συμβή με τη θέληση, όπως λέει σαφέστερα κι ο Θωμάς˙ «δεν μπορεί να μην παρίσταται η θέληση της απόλαυσης αυτής της θεωρίας στη νοερή ουσία που βλέπει τον Θεό, εφόσον κατακτά ( καταλαμβάνει ) την ευδαιμονία της με το να βρίσκεται σ’ αυτήν τη θεωρία, όπως ακριβώς δεν μπορεί να θέλη να μην είναι μακάρια, αλλ’ ούτε και θα σταματήση να βλέπη λόγω αναίρεσης του αντικειμένου˙ γιατί το αντικείμενο, που είναι ακριβώς ο Θεός, έχει πάντα τον ίδιον τρόπο. Είναι αδύνατο άρα να εγκαταλείψουν ποτέ αυτοί που τη βλέπουν τη θεωρία του Θεού που τους κάνει μακάριους».


307. Κι ακόμα˙ «είναι αδύνατο να θελήση ποτέ να στερηθή η νοερη ουσία, που βλέπει τον Θεό, αυτήν τη θεωρία». Κι αν τη θέλη πάντα, είναι φανερό, ότι και την αγαπά πάντα και την επιθυμεί ως ανώτερη περισσότερο απ’ όλα. Έχει πλανηθή άρα και βγαίνει απ’ τις ίδιες του τις φρένες, οποτεδήποτε λέει˙ «δεν φθάνει η νοερή κτίση στο έσχατο τέλος, αν δεν παύθηκε ( σταμάτησε ) η έφεσή της». Και λέει, ακολουθώντας την ίδια άνοια και παραφρονώντας ˙ « τέλος του κάθε πράγματος είναι αυτό στο οποίο τελειώνει η έφεσή του».


308. Και λέει μετά, σαν να τον άφησε ακριβώς για λίγο το σκοτάδι του δαίμονα˙ «όπως ακριβώς επιθυμεί από τη φύση της η νοερή κτίση την ευδαιμονία, έτσι επιθυμεί απ’ τη φύση της και την παντοτινή ευδαιμονία. Γιατί αφού είναι αιώνια στην ουσία της η ψυχή, αυτό που επιθυμεί γι’ αυτήν την ίδια κι όχι για κάτι άλλο, επιθυμεί να το έχη παντοτινά». Αλλίμονό σου Θωμά, και στην ταλαίπωρη και κακόδοξη ψυχή σου, αν σου συνέβαινε άρα να φθάσης στο έσχατο τέλος, στον Θεό˙ γιατί αφού θα έχει παυθή η έφεσή σου προς αυτόν και η αγάπη, όπως εσύ νομίζεις, θα σου απομείνη ένα έωλο ( ανούσιο ) πράγμα και αργό απ’ τα αγαθά. Γιατί δεν γνωρίζω, αν αυτός που παύθηκε απ’ την αγάπη και την έφεση προς τον Θεό, αν κουβαλά μαζί του κάποιο αγαθό ˙ που θεωρώντας το και συ κάποτε και κατανοώντας το μέγεθος της ατοπίας αυτών των αποφάσεων, λες μεταβαλλόμενος, όπως ακριβώς συνηθίζεις˙ « αυτό που θεωρείται με θαυμασμό κινεί την επιθυμία, και οράται πάντα με θαυμασμό η θεία ουσία απ’ τον κτιστό νου ˙ γιατί δεν την περιλαμβάνει κανένας κτιστός νους. Είναι αδύνατο άρα να ιλιγγιά η νοερή ουσία περί τη θεία θεωρία ».

309. Πώς κινεί λοιπόν, απωλείας άξιε σοφέ, αυτό που θεωρείται πάντα με θαυμασμό την επιθυμία και οράται πάντα κατ’ εσένα με θαυμασμό ο Θεός και θα παυθούν οι εφέσεις της νοεράς ουσίας, φθάνοντας η νοερά κτίση στο έσχατο τέλος, δηλαδή τον Θεό; Είναι μεγάλη ασχημοσύνη να τα νομίζης αυτά και αποφυγή της ιεράς διδασκαλίας και πίστεως και συμπόρευση και ομόνοια με την ελληνική θρησκεία. Αλλίμονό σου λοιπόν, γιατί ενώ τα γράφεις αυτά, λες ότι γράφεις κατά των Ελλήνων. Και γράφοντας φανερά ένα τόσο μεγάλο ψέμμα, επιγράφεις απ’ την αρχή του ακόμα το βιβλίο σου κατά των Ελλήνων, χωρίς ούτε τον Θεό να φοβάσαι, ούτε να ντρέπεσαι τους ανθρώπους, που πρόκειται να διαβάσουν το υπέρ των Ελλήνων βιβλίο σου! « Ο Θεός » λέει « ονομάζεται έτσι σύμφωνα με τους Έλληνες απ’ το θεάσθαι , που σημαίνει το να επισκέπτεσαι ή να οράς ».

310. Και τα ερμηνεύεις εν τάχει, κάνοντάς τα όλα ουσία, το να θεάσαι, το να επισκέπτεσαι, το να οράς, το να νοής τον Θεό, και μάρτυράς σου ο Αριστοτέλης, κι όχι κάποιος απ’ τους ιεροδιδασκάλους. Και πρόκειται ολοφάνερα για ενέργειες που προέρχονται απ’ τη δύναμη του Θεού. Αλλά καθιστάς εσύ και τις διάφορες ενέργειες με ατολμία θεία ουσία, χωρίς να ακολουθής την ιερά Εκκλησία, που λέει˙ δεν είναι ούτε η θεότητα αυτοουσία του Θεού, αλλά ιδέα ( δόξα )της ουσίας.

311. Και λέει ο μέγας Διονύσιος˙ « πώς είναι αυτός που βρίσκεται πέρα απ’ όλα πάνω κι απ’ τη θεαρχία κι απ΄την αγαθαρχία; αν εννοήσης ως θεότητα και αγαθότητα το ίδιο το πράγμα του αγαθοποιού και θεοποιού δώρου και την αμίμητη μίμηση του υπέρθεου και υπεράγαθου, που σύμφωνα μ’ αυτό θεούμαστε και αγαθυνόμαστε. Γιατί αν γίνεται αυτό αρχή της θέωσης και της αγαθοσύνης στους θεούμeνους και αγαθυνόμενους, αυτός που είναι πάνω από κάθε αρχή ως υπεράρχιος είναι πιο πέρα κι απ’ τις επονομαζόμενες θεότητα και αγαθότητα ως θεαρχία και αγαθαρχία » ( Ψευδο – Διονυσίου, Επιστολή Β΄, Γαΐω τω θεραπευτή). Αν δεν είναι λοιπόν η θεότητα κι η θεαρχία κι η αγαθαρχία ουσία του Θεού, πώς κατατολμάς να νομίζης και να διδάσκης ως άθεος κάθε θεία ενέργεια ουσία; 

312. Αλλά πρόσεχε, εσύ που νομίζεις πως είναι όλα όσα υπάρχουν στον Θεό ουσία του Θεού, μη θέσης τις θείες μετοχές στα κτίσματα, αλλ’ εννόησε, ότι έχει άκτιστες ενέργειες και αΐδιες η άκτιστη ουσία, που είναι άλλο κατά κάποιον τρόπο απ’ την ουσία και δεν είναι, μη γένοιτο, ουσία, όπως λέει η ιερά Εκκλησία˙ « όλα τα αθάνατα κι η ίδια η αθανασία και όλα όσα ζουν κι η ίδια η ζωή και όλα τα άγια κι η ίδια η αγιότης κι όλα τα ενάρετα κι η ίδια η αρετή κι όλα τα αγαθά κι η ίδια η αγαθότητα κι όλα τα όντα κι η ίδια η οντότητα συμβαίνει να είναι προφανώς έργα του Θεού. Αλλά τα μεν έχουν αρχίσει χρονικά να υπάρχουν, γιατί υπήρξε κάποτε, οπότε δεν ήταν, τα δε δεν έχουν αρχίσει χρονικά να υπάρχουν, γιατί δεν υπήρξε ποτέ, οπότε δεν ήταν η αρετή κι η αγαθότητα κι η αγιότητα κι η αθανασία. Κι αυτά που έχουν αρχίσει χρονικά, και είναι και λέγονται αυτό ακριβώς που και είναι και λέγονται, μετέχοντας σ’ αυτά που δεν έχουν αρχίσει χρονικά. Γιατί είναι δημιουργός κάθε ζωής και αθανασίας και αγιότητας και αρετής ο Θεός, καθώς έχει υπερουσίως εξαιρεθή από όλα, και αυτά που λέγονται και αυτά που νοούνται » (Μαξίμου Ομολογητού, Κεφάλαια γνωστικά, Α΄ μη΄).

313. Κι ακόμα˙ « ας αναζητούν οι σπουδαίοι, ποια πρέπει να νοούμε πως είναι τα έργα, που άρχισε να δημιουργή ο Θεός, και ποια πάλι, τα οποία δεν άρχισε. Γιατί αν κατέπαυσε από όλα τα έργα, που άρχισε να ποιή, είναι φανερό, πως δεν κατέπαυσε από εκείνα, τα οποία δεν άρχισε να ποιή. Μήπως είναι λοιπόν έργα μεν του Θεού που έχουν αρχίσει χρονικά να υπάρχουν όλα τα μετέχοντα όντα, όπως οι διάφορες ουσίες των όντων˙ γιατί έχουν αρχαιότερο απ’ το είναι τους το μη ον. Γιατί υπήρξε κάποτε, οπότε δεν ήταν τα μετέχοντα όντα, έργα δε του Θεού που δεν έχουν ίσως αρχίσει χρονικά να υπάρχουν τα μεθεκτά όντα, όπως η αγαθότητα και κάθε τι που εμπεριέχεται στον λόγο της αγαθότητας και απλώς κάθε ζωή και αθανασία και απλότητα και ατρεψία και απειρία και όσα ουσιωδώς θεωρούνται γύρο απ’ ( περί ) αυτόν, τα οποία και είναι έργα του Θεού και ( δεν ; )έχουν αρχίσει χρονικά. Γιατί δεν ήταν ποτέ αρχαιότερο απ’ την αρετή το να μην υπάρχη, ούτε από κανένα άλλο απ’ όσα έχουν αναφερθή, έστω κι αν εκείνα που μετέχουν σ’ αυτά έχουν αρχίσει τα ίδια χρονικά να υπάρχουν. Γιατί είναι άναρχη κάθε αρετή, που δεν έχει τον χρόνο αρχαιότερό της, σαν να έχη δηλαδή τον Θεό μονώτατο και αϊδίως γεννήτορα του είναι » ( ο.π. ).

314. Ακούς πώς κηρύττουν οι ιεροδιδάσκαλοι πως είναι άλλο οι θείες ενέργειες που προαποστέλλονται απ’ τη δύναμη του Θεού και είναι άκτιστες, τις οποίες και ονομάζουν μετοχές διαφορετικές στα διαφορετικά όντα, και πως είναι υπερκείμενη πάνω απ’ αυτές η ουσία του Θεού και πως αυτές μεν γνωρίζονται εκ μέρους, πως είναι δε καθολικά απερινόητη και άγνωστη σε κάθε κτιστή ουσία η ουσία του Θεού ; Αν κατείχες με όλη σου την προθυμία τις διδασκαλίες των θεοφόρων, δεν θα εξέπεφτες σε άτοπες έννοιες και σε ελληνικές φαυλότατες γνώμες, κι αυτά, ενώ αγωνίζεσαι, όπως λες, κατά των Ελλήνων. Και λες κι εσύ˙ «αυτό ακριβώς που είναι μερικώς διανεμημένο απ’ την αγαθότητα και τελειότητα στα διάφορα κτίσματα, υπάρχει ολόκληρο και καθολικά ενωμένο στον Θεό, όπως ακριβώς σε πηγή της αγαθότητας ».

315. Αν υπάρχουν λοιπόν όπως σε πηγή της όλης αγαθότητας τα μετεχόμενα του Θεού στα όντα, και δεν μετέχει κανένα απ’ τα όντα στην ουσία τού Θεού, απομένει να είναι διαφορετικό η θεία ουσία και άλλο τα μετεχόμενα στα διάφορα κτίσματα απ’ τον Θεό. Και έχει παραβληθή με πηγή μεν η θεία ουσία, αυτά δε που μετέχονται απ’ τα διάφορα κτίσματα και είναι απ’ την ουσία με κείνα ακριβώς που προέρχονται και πηγάζουν απ’ την πηγή της θείας ουσίας, όπως λέει κι ο Μέγας Βασίλειος˙ « είναι πηγή το Πνεύμα το άγιο των προαναφερθέντων αγαθών. Αλλ’ αυτό μεν που πηγάζει απ’ τον Θεό είναι ενυπόστατο, εκείνα δε που πηγάζουν απ’ αυτό είναι ενέργειές του » ( Κατά Ευνομίου Ε΄) ». 

Συνεχίζεται


ΣΧΟΛΙΟ: "Θα παυθή ποτέ, αμβλύτατε στη διάνοια, αυτός που έφθασε στον Θεό, που είναι ακριβώς το έσχατο τέλος, το άπειρο και αόριστο, θα παυθή ποτέ απ’ την αγάπη, τον έρωτα, τον θαυμασμό, τη χαρά και τους άλλους τους καρπούς του Πνεύματος ; κι αν ισχύη αυτό, θα γίνη πιο αδρανής και κατ’ εξοχήν υποτιμημένος, όταν θα φθάση στο έσχατο τέλος, δηλαδή στον Θεό ;"

Αυτό τό σημείο είναι άξιο προσοχής. Σήμερα η τήρηση τών κανόνων, όπως καί η εσχατολογική ακτίνα πού αγιάζει τήν Σύναξη γύρω από τόν επίσκοπο, νοούνται σάν τέλος καί γεννούν τήν αδράνεια, τόν τέλειο υπήκοο κάθε εξουσίας.  Καί βλέπουμε σήμερα τήν εκκλησία νά εναντιώνεται στόν ησυχασμό καί τήν αγιότητα επιλέγοντας τήν αδράνειά της καί τήν συμπόρευσή της μέ τήν λογική τού κόσμου.

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: