Ιστορία της ελληνικής και ρωμαϊκής φιλοσοφίας 1
Όγδοος τόμοςΟ Πλωτίνος και ο παγανιστικός Νεοπλατωνισμός
Του Giovanni Reale, Εκδόσεις Bompiani

Ο Αμμώνιος και η σχολή του στην Αλεξάνδρεια
Ο Αμμώνιος, δάσκαλος του Πλωτίνου, έλεγε ότι οι νοητές πραγματικότητες έχουν μια φύση τέτοια ώστε να μπορούν να ενωθούν με τα πράγματα που είναι ικανά να τις δεχθούν, όπως τα πράγματα που υπόκεινται στη φθορά· αλλά, παρόλο που ενώνονται με αυτά, παραμένουν καθαρές και άφθαρτες, υφιστάμενες δίπλα τους χωρίς να χάνουν τη δική τους φύση.
Νεμέσιος, Περί φύσεως ανθρώπου, 3
ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΟΥ ΑΜΜΩΝΙΟΥ ΣΑΚΚΑ
Το άλυτο πρόβλημα της σημασίας του «Σάκκας»
Αν, από ορισμένες απόψεις, με τον Νουμήνιο φτάνουμε στα πρόθυρα του Νεοπλατωνισμού, με τον Αμμώνιο Σάκκα, που έζησε στις αρχές του 3ου αιώνα μ.Χ. (1), περνούμε αναμφίβολα πέρα από αυτά τα πρόθυρα.
Με άλλα λόγια, ο Αμμώνιος δεν είναι πλέον απλώς ένας πρόδρομος, αλλά ο πραγματικός ιδρυτής του Νεοπλατωνισμού.
Δυστυχώς, όμως, ο Αμμώνιος, όπως και ο Σωκράτης, δεν έγραψε τίποτα· και όσα οι αρχαιότερες πηγές μας λένε γι’ αυτόν, αν και μας επιτρέπουν να το διαπιστώσουμε με βεβαιότητα, δεν μας επιτρέπουν να καθορίσουμε σε ποιο βαθμό ανάπτυξης οδήγησε τη νεοπλατωνική διδασκαλία.
Ας εξετάσουμε τα σημαντικότερα έγγραφα που αφορούν τον εν λόγω φιλόσοφο.
Κατ’ αρχάς, δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα γιατί ο Αμμώνιος ονομαζόταν «Σάκκας». Η ερμηνεία «φορέας σάκκων» (δηλαδή «σακκοφόρος»), που αναφέρεται για πρώτη φορά από τον επίσκοπο Θεοδώρητο —ο οποίος υποστήριξε ότι ο Αμμώνιος ασκούσε το ταπεινό επάγγελμα του «φορέα σάκκων» πριν αφοσιωθεί στη φιλοσοφία— δεν είναι ασφαλής (2).
Αλλά και ορισμένες σύγχρονες υποθέσεις φαίνονται λίγο πειστικές. Κάποιοι, πράγματι, θεωρούν ότι το «Σάκκας» δήλωνε την καταγωγή του Αμμωνίου από την ινδική φυλή των «Σάκερ», ή ότι ο φιλόσοφός μας υπήρξε ένας «Σάκκα-Μούνι»3, δηλαδή βουδιστής μοναχός.
Από τον Πορφύριο γνωρίζουμε, αντίθετα, ότι ο Αμμώνιος γεννήθηκε και ανατράφηκε σε χριστιανική οικογένεια και ότι, όταν αφοσιώθηκε στη φιλοσοφία, λέγεται πως επέστρεψε στην ειδωλολατρική θρησκεία.
Ο Ευσέβιος αμφισβητεί αυτή την πληροφορία, κατηγορώντας τον Πορφύριο ότι είπε ψέματα, και προβάλλοντας ως απόδειξη ένα έργο του Αμμωνίου με τίτλο Περί των συμφωνιών μεταξύ Μωυσέως και Ιησού.
Αλλά ο Αμμώνιος δεν έγραψε τίποτα· και ο Ευσέβιος έπεσε θύμα συγχύσεως προσώπων, εξαιτίας όχι μόνο της συνωνυμίας, αλλά και του γεγονότος ότι ο χριστιανός Ωριγένης, που υπήρξε ένας από τους μαθητές του Αμμωνίου Σάκκα, ήταν ίσως επίσης μαθητής του Αμμωνίου του Χριστιανού.
Άλλωστε, και η σκέψη του Πλωτίνου, η οποία —όπως θα δούμε— συνδέεται στενά με εκείνη του δασκάλου του, οδηγεί στο να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο ότι ο Αμμώνιος παρέμεινε χριστιανός έως το τέλος της ζωής του. Συνεπώς, είναι αναμφίβολα εκτός πορείας οι μελετητές που υιοθετούν τη θέση του Ευσέβιου — χωρίς να υπολογίσουμε, φυσικά, την πραγματικά μυθιστορηματική υπόθεση εκείνων που πίστεψαν ότι στον Αμμώνιο πρέπει να αποδοθεί η συγγραφή των έργων που αποδίδονται στον ψευδο-Διονύσιο.
Η εξαιρετική πνευματική μορφή του προσώπου
Ο Αμμώνιος δεν ανήκε στις αναγνωρισμένες διασημότητες της εποχής του. Δηλαδή, δεν φαίνεται να επεδίωξε ούτε τιμές, ούτε δόξα, ούτε μεγάλο αριθμό μαθητών· αντιθέτως, πρέπει να έζησε μια ζωή σεμνή και αποτραβηγμένη από τον θόρυβο του κόσμου, καλλιεργώντας τη φιλοσοφία όχι μόνο ως άσκηση της νόησης, αλλά και κυρίως ως άσκηση ζωής και ως πνευματική άνοδο, συνδεδεμένη με την ασκητική πειθαρχία.
Το ακόλουθο χωρίο του Πορφυρίου, παρμένο από τη Βίον Πλωτίνου, είναι ιδιαίτερα εύγλωττο:
Στην ηλικία των είκοσι οκτώ ετών, ο Πλωτίνος ένιωσε να ωθείται προς τη φιλοσοφία και παρουσιάστηκε στους πιο γνωστούς δασκάλους που τότε δίδασκαν στην Αλεξάνδρεια· όμως, κάθε φορά που επέστρεφε από τα μαθήματά τους, ήταν γεμάτος λύπη και απογοήτευση, ώσπου, εμπιστευόμενος τα αισθήματά του σε έναν από τους φίλους του, εκείνος κατάλαβε τον πόθο της ψυχής του και τον οδήγησε στον Αμμώνιο, τον οποίο δεν είχε γνωρίσει ποτέ πριν. Μόλις μπήκε και τον άκουσε, είπε στον φίλο του: «Αυτόν ζητούσα». Και από εκείνη την ημέρα παρακολουθούσε με συνέπεια τον Αμμώνιο και ασκήθηκε τόσο πολύ στη φιλοσοφία, ώστε θέλησε να γνωρίσει άμεσα εκείνη που ασκείται από τους Πέρσες και εκείνη που κυριαρχεί ανάμεσα στους Ινδούς. (7)
Δεν είναι λιγότερο εύγλωττα και τα έντεκα χρόνια που ο Πλωτίνος πέρασε στη Σχολή του Αμμωνίου.
Είναι, επομένως, θεμιτό να συμπεράνουμε ότι ο Αμμώνιος πρέπει να υπήρξε άνθρωπος εξαιρετικής πνευματικής εμβέλειας —όχι μόνο όσον αφορά την πνευματική του προσωπικότητα, αλλά και τη διδασκαλία του αυτή καθαυτή— αφού ένας άνδρας του διαμετρήματος του Πλωτίνου, που είχε απογοητευθεί τόσο γρήγορα από τις διασημότητες της εποχής του, συνέχισε να παρακολουθεί τον λόγο του Αμμωνίου επί τόσα χρόνια.
Άλλωστε, ότι το χρέος του Πλωτίνου προς τον Αμμώνιο είναι σημαντικό —τόσο ως προς τη μέθοδο όσο και ως προς το περιεχόμενο— μας το επιβεβαιώνει ξανά ο Πορφύριος:
«[...] Ήταν πρωτότυπος και δημιουργικός στη θεωρητική έρευνα, εισάγοντας στις αναζητήσεις του τη νοημοσύνη του Αμμωνίου. Ολοκλήρωνε γρήγορα την ανάγνωση και έπειτα, εξηγώντας με λίγα λόγια το νόημα μιας βαθιάς σκέψης, σηκωνόταν όρθιος. [...] Όταν κάποτε ο Ωριγένης παρουσιάστηκε σε ένα μάθημά του, ο Πλωτίνος κοκκίνισε και θέλησε να αποχωρήσει· και, αν και ο Ωριγένης τον παρακαλούσε να μιλήσει, εκείνος απάντησε ότι η ένταση εξασθενεί όταν αυτός που μιλά γνωρίζει ότι πρέπει να πει πράγματα που οι ακροατές του ήδη γνωρίζουν· έτσι έφυγε, αφού συζήτησε για λίγο.» (9)
Ορισμένοι μαθητές του Αμμωνίου παρέβησαν νωρίς το σύμφωνο να μη γράψουν τίποτα
Ο Αμμώνιος, όπως ήδη είπαμε, δεν θέλησε να γράψει τίποτα, αναθέτοντας στη ζωντανή προφορική διδασκαλία και στον πνευματικό δεσμό που γεννιέται από την εσωτερική συμφωνία ανάμεσα στον δάσκαλο και τον μαθητή τη μετάδοση του μηνύματός του.
Κατά συνέπεια, οι τρεις πιο προικισμένοι μαθητές του —ο Πλωτίνος, ο Ωριγένης (που δεν πρέπει να συγχέεται, όπως θα διευκρινίσουμε παρακάτω, με τον χριστιανό Ωριγένη) και ο Ερέννιος—, από σεβασμό προς τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο ο δάσκαλος είχε διαμορφώσει τη διδασκαλία του, συνήψαν έναν σαφή όρκο να μην αποκαλύψουν τις διδασκαλίες που είχαν αντλήσει από τα μαθήματα.
Ύστερα, όμως, από κάποιο διάστημα, ο Ερέννιος ήταν ο πρώτος που έσπασε το σύμφωνο. (10)
Ο Ωριγένης ακολούθησε σύντομα το παράδειγμά του, δημοσιεύοντας δύο έργα.
Ο Πλωτίνος, αντίθετα, συνέχισε για πολύ καιρό να ακολουθεί το παράδειγμα του Αμμωνίου, ακόμη και αφού ίδρυσε δική του Σχολή στη Ρώμη, και μόνο ύστερα από δέκα χρόνια άρχισε να καταγράφει ορισμένα ζητήματα.
Από τα έργα του Ερεννίου δεν έχει διασωθεί τίποτα· από τον Ωριγένη γνωρίζουμε μόνο τους τίτλους των έργων του, έτσι ώστε να μας έχουν απομείνει μόνον οι Εννεάδες του Πλωτίνου ως άμεσο πνευματικό καρπό της σχολής του Αμμωνίου.
Αλλά από αυτές δεν μπορεί κανείς να συναγάγει με βεβαιότητα την αρχική διδασκαλία του Αμμωνίου. Θα ήταν σαν να είχαν σωθεί μόνο τα συγγράμματα του Πλάτωνα και να προσπαθούσαμε από αυτά να ανασυνθέσουμε την αρχική σκέψη του Σωκράτη.
Ακόμη πιο προβληματική είναι η προσπάθεια να συναχθούν από τον χριστιανό Ωριγένη έγκυρα στοιχεία για την ανασυγκρότηση της φιλοσοφίας του Αμμωνίου. (12) Η σκέψη του Αμμωνίου είναι, λοιπόν, καταδικασμένη να παραμείνει, για εμάς, μόνο ένα αίνιγμα;
Οι μαρτυρίες του Ιεροκλή και του Νεμεσίου για τη σκέψη του Αμμωνίου
Η αρχαιότητα μάς έχει πράγματι παραδώσει ορισμένες μαρτυρίες σχετικά με τη σκέψη του Αμμωνίου, οι οποίες, ωστόσο, ανάγονται στον 5ο αιώνα μ.Χ. Αυτές διασώθηκαν από τον νεοπλατωνικό Ιεροκλή τον Αλεξανδρέα και από τον Νεμέσιο, επίσκοπο της Έμεσας.
Πολλοί μελετητές δεν είναι, επομένως, διατεθειμένοι να τις δεχθούν ως αξιόπιστες, δεδομένου ότι είναι δύσκολο να κατανοηθεί πώς αυτοί οι συγγραφείς θα μπορούσαν να έχουν στη διάθεσή τους πληροφορίες που αγνοούσαν οι άλλοι Νεοπλατωνικοί.
Ωστόσο, είναι φανερό ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί κατηγορηματικά το ενδεχόμενο να είχαν φτάσει στα χέρια του Ιεροκλή και του Νεμεσίου ορισμένες σημειώσεις, γραμμένες από κάποιον ακροατή του Αμμωνίου, οι οποίες, αν και δεν είχαν δημοσιευθεί, διατηρήθηκαν.
Σε κάθε περίπτωση —αφήνοντας ανοιχτό το ζήτημα της αξιοπιστίας αυτών των πηγών, που, με βάση τις μέχρι τώρα έρευνες, δεν μπορεί να λυθεί με ακρίβεια— θεωρούμε σκόπιμο να απομονώσουμε τις βασικές διδασκαλίες που αυτές αποδίδουν στον Αμμώνιο. (15)
Κατ’ αρχάς, ο Αμμώνιος παρουσιάζεται ως ο φιλόσοφος που πρώτος, τοποθετούμενος υπεράνω των αντιπαραθέσεων και των πολεμικών διαμαχών των αντίπαλων σχολών, κατόρθωσε να συμφιλιώσει τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη και να μεταδώσει στους μαθητές του —ιδίως στον Πλωτίνο και στον Ωριγένη— μια φιλοσοφία απαλλαγμένη από το πνεύμα της έριδας.
Ο Αμμώνιος επέτυχε αυτή την ειρήνευση «κατ’ έμπνευσιν Θεού», δηλαδή «επειδή είχε διδαχθεί από τον Θεό» (θεοδίδακτος), και «με θεία ώθηση προς ό,τι υπάρχει αληθινό στη φιλοσοφία». (16)
Όλα αυτά μπορούν να επιβεβαιωθούν από όσα γνωρίζουμε χάρη στον Πορφύριο, και επομένως είναι απολύτως αξιόπιστα.
Οι μεταφυσικές θέσεις του Αμμωνίου
Ιδιαίτερα σημαντικές είναι, έπειτα, οι μεταφυσικές θέσεις του Αμμώνιου που αντλούνται από τον Ιεροκλή.
Ο φιλόσοφός μας φέρεται να υποστήριξε ότι όλη η πραγματικότητα προέρχεται από τον Θεό, ερμηνεύοντας τη διδασκαλία του Πλάτωνα με μια έννοια «δημιουργιστική».
Να το χαρακτηριστικότερο χωρίο:
«Ο Πλάτων [...] προϋποθέτει έναν Θεό δημιουργό, ο οποίος κυβερνά ολόκληρη τη διάρθρωση του ορατού και του αοράτου σύμπαντος, χωρίς να έχει παραχθεί από κάποιο άλλο προϋπάρχον υπόστρωμα. Πράγματι, αρκεί η Θέλησή Του για να παραγάγει την ύπαρξη των όντων. Ενώνοντας τη φυσική φύση με την άυλη πραγματικότητα, δημιούργησε ένα άριστο σύμπαν, διττό —αισθητό και υπεραισθητό— και συγχρόνως Ενιαίο.» (17)
Στο σύμπαν αυτό διακρίνονται τρία επίπεδα:
το επίπεδο των υπέρτατων πραγματικοτήτων, δηλαδή: «του Θεού Δημιουργού», «των ουρανίων πραγματικοτήτων» και «των Θεών»·
το επίπεδο των «ενδιάμεσων πραγματικοτήτων», που αποτελούνται από τις αιθέριες (ή εναέριες) φύσεις και από τους αγαθούς Δαίμονες, οι οποίοι είναι ερμηνευτές και αγγελιαφόροι (άγγελοι) προς τους ανθρώπους·
το επίπεδο των «κατωτάτων πραγματικοτήτων», δηλαδή οι ανθρώπινες ψυχές και οι άνθρωποι, καθώς και τα επίγεια ζώα.
Επιπλέον, διευκρινίζεται το εξής:
«Οι πραγματικότητες που βρίσκονται ανώτερα κυβερνούν εκείνες που βρίσκονται κατώτερα, και επάνω σε όλες βασιλεύει ο Θεός που τις δημιούργησε και που είναι Πατέρας. Και αυτή η κυριαρχία και πατρική εξουσία Του είναι η Πρόνοια, η οποία καθορίζει ό,τι αρμόζει σε κάθε γένος. Η δικαιοσύνη που απορρέει από αυτήν ονομάζεται Ειμαρμένη.» (18)
Εξίσου σημαντικές είναι και οι θέσεις που ο Νεμέσιος αποδίδει στον Αμμώνιο — όχι τόσο η απόδειξη της ἀσωματότητας της ψυχής, στην οποία ο φιλόσοφός μας συνδέεται με τον Νουμήνιο και φαίνεται να υποστηρίζει ήδη παραδεδεγμένες θέσεις, όσο η ερμηνεία των σχέσεων ανάμεσα σε ψυχή και σώμα, άυλο και υλικό, που αποτελεί, αντιθέτως, ένα πραγματικά καινούργιο στοιχείο.
«Ο Αμμώνιος, δάσκαλος του Πλωτίνου, έλεγε ότι οι νοητές πραγματικότητες έχουν τέτοια φύση ώστε να μπορούν να ενωθούν με τα πράγματα που είναι ικανά να τις δεχθούν, όπως με τα πράγματα που υπόκεινται στη φθορά· αλλά, παρόλο που ενώνονται με αυτά, παραμένουν καθαρές και άφθαρτες, υφιστάμενες δίπλα τους χωρίς να χάνουν τη δική τους φύση.
Πράγματι, στα σώματα η ένωση προκαλεί πλήρη μεταβολή των πραγμάτων που ενώνονται, αφού πραγματοποιείται μια μετατροπή σε άλλα σώματα· έτσι τα στοιχεία μεταβάλλονται στα σύνθετα, η τροφή σε αίμα, το αίμα σε σάρκα και στα άλλα μέρη του σώματος.
Αντίθετα, στην περίπτωση των νοητών πραγματικοτήτων, η ένωση πραγματοποιείται χωρίς να επακολουθεί καμία μεταβολή. Διότι, εκ φύσεως, το νοητό δεν μπορεί να αλλάξει ουσία· ή υπάρχει, ή παύει να υπάρχει· το νοητό όμως ούτε δέχεται μεταβολή ούτε οδηγείται στο μηδέν· διαφορετικά δεν θα ήταν άφθαρτο, και η ψυχή, που είναι ζωή, αν μεταβαλλόταν όταν ενώνεται με το σώμα, θα γινόταν κάτι άλλο και δεν θα ήταν πλέον ζωή. Και τι άλλο θα μπορούσε να προσδώσει στο σώμα, αν όχι τη ζωή;
Επομένως, η ψυχή μέσα στο σώμα δεν μεταβάλλεται.» (19)
Και ο Νεμέσιος συνεχίζει λέγοντας ότι, ακριβώς επειδή είναι ἀσώματη, η ψυχή, κατά τον Αμμώνιο, δεν βρίσκεται μέσα στο σώμα όπως σε ένα δοχείο, και, γενικότερα, δεν είναι στο σώμα όπως σε ένα τόπο, αλλά έχει μια οντολογική σχέση εντελώς διαφορετικής φύσης από εκείνη που χαρακτηρίζει τα σώματα.
Η ψυχή βρίσκεται μέσα στο σώμα με τον ίδιο τρόπο που λέμε ότι “ο Θεός είναι μέσα μας”, δηλαδή όπως η αρχή βρίσκεται μέσα σε εκείνο που προέρχεται από αυτήν· με την έννοια, δηλαδή, ότι η αρχή παράγει και κυβερνά αυτό που έχει προέλθει από αυτήν.
Γι’ αυτό, δεν πρέπει να λέμε «η ψυχή είναι εδώ», αλλά «η ψυχή ενεργεί εδώ».
Μέσα στο σώμα βρίσκεται η ενέργεια της ψυχής ως αρχής που το ζωοποιεί και το κυβερνά. (20)
Η καινοτομία που θα μπορούσε να χαρακτηρίζει ειδικά τη σκέψη του Αμμωνίου
Αν αυτές οι μαρτυρίες είναι αξιόπιστες, τότε μπορούμε να συμπεράνουμε τα εξής.
Η πρωτοτυπία του Αμμωνίου θα συνίστατο κυρίως —σε σύγκριση με τον Μεσοπλατωνισμό— στην προσπάθεια ενοποίησης των διαφορετικών επιπέδων του Είναι.
Το σύμπαν είναι «διπλό» και ταυτόχρονα «ενιαίο»· κάθε επίπεδο της ιεραρχίας του πραγματικού είναι αιτία του επόμενου, και η πρώτη αρχή είναι αιτία όλων.
Με αυτόν τον τρόπο εξαλείφεται ο προϋποτιθέμενος όρος της “αιώνιας ύλης”.
Σε σχέση με τον Νεοπυθαγορισμό, η καινοτομία θα συνίστατο στο ότι ο Αμμώνιος αντίκρισε τη διαδικασία της προέλευσης όλης της πραγματικότητας ως δημιουργία, προσδιορίζοντας έτσι με σαφήνεια εκείνη τη «διαδοχή όλων των όντων από το Ένα», που οι Νεοπυθαγόρειοι άφηναν αόριστη.
Φυσικά, μπορεί να υποτεθεί ότι ο Νεμέσιος έδωσε έναν χριστιανικό χρωματισμό στη διδασκαλία του Αμμωνίου.
Ωστόσο, ότι ο Αμμώνιος όχι μόνο μπορούσε, αλλά και έπρεπε να γνωρίζει τη διδασκαλία της δημιουργίας, είναι αναμφίβολο, αφού γεννήθηκε και ανατράφηκε σε χριστιανική οικογένεια, και δεδομένου ότι στην Αλεξάνδρεια, ήδη από την εποχή του Φίλωνος, η διδασκαλία αυτή είχε μεγάλη απήχηση.
Από την άλλη πλευρά, όπως παρατήρησαν ορισμένοι, ο Αμμώνιος που παρουσιάζει ο Νεμέσιος είναι σαφώς Έλληνας και ειδωλολάτρης, αφού ομολογεί με σαφήνεια τον πολυθεϊσμό. (21)
Συμπεράσματα σχετικά με τη σκέψη του Αμμωνίου
Η διδασκαλία που αποδίδεται στον Αμμώνιο είναι, επομένως, απολύτως εύλογη στο στόμα ενός ανθρώπου που γεννήθηκε και ανατράφηκε ως χριστιανός, αλλά αργότερα έγινε ειδωλολάτρης.
Επιπλέον, η αντίληψη των σχέσεων ανάμεσα στην ψυχή και το σώμα, δηλαδή ανάμεσα στο άυλο και το υλικό, αποκαλύπτει ότι ο Αμμώνιος είχε ήδη κατακτήσει ορισμένες από τις αρχές που θα βρούμε στη βάση της κοσμοθεωρίας των Εννεάδων — για τις οποίες θα μιλήσουμε εκτενώς.
Γενικότερα, η διδασκαλία περί «εσωτερικής ένωσης» (henosis) ανάμεσα στο «άυλο» και το «υλικό», ανάμεσα στον Θεό και τον κόσμο, θα μπορούσε να αποτελέσει μια στέρεη βάση για μια νέα αντίληψη του ανθρώπου και του σκοπού του, υπό την έννοια ότι η ένωση του ανθρώπου με το θείο δεν θα ήταν παρά η ηθικο-θρησκευτική έκφανση του καθολικού νόμου που διέπει ολόκληρη την πραγματικότητα.
Κατά συνέπεια, και η βαθιά θρησκευτική διάσταση της στοχαστικής θεώρησης του Αμμωνίου θα αποδεικνυόταν πλήρως θεμελιωμένη.
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε οι σχέσεις ανάμεσα στην ύστερη ειδωλολατρική φιλοσοφία και τη σκέψη του ιουδαιοχριστιανικού κόσμου θα έπρεπε να επαναξιολογηθούν.
Πράγματι, η βάση πάνω στην οποία στηρίζεται το τελευταίο μεγάλο φιλοσοφικό σύστημα των Ελλήνων —το οποίο, όπως θα δούμε, ενώνει σε μια ισχυρή σύνθεση το σύνολο της πραγματικότητας, κάνοντας να απορρέουν από την πρώτη αρχή όλες οι υποστάσεις και ακόμη και το ίδιο το υλικό υπόστρωμα, συνδέοντας το άυλο με το υλικό μέσα από τη δυναμική έννοια της «ενέργειας» και της «δράσης»— φαίνεται ότι γεννήθηκε στον Αμμώνιο, ύστερα από παρότρυνση του βιβλικού δόγματος της δημιουργίας.
Αργότερα, η σκέψη του Αμμωνίου συγκρατήθηκε και συστηματοποιήθηκε από τον Πλωτίνο μέσα σε αμιγώς ελληνικές κατηγορίες, που ανάγονται στη θεωρία της «προόδου» (processio), η οποία, ωστόσο, αποκτά το πλήρες νόημά της μόνο μέσα σε αυτή την προοπτική.
Σε κάθε περίπτωση, οι πηγές που αναφέραμε δεν αποδίδουν στον Αμμώνιο ούτε τη διδασκαλία του Ενός, ούτε την πολύπλοκη και μεγαλοπρεπή θεωρία του Νου ως σύνθεση του Είναι και της Νόησης, που θα συναντήσουμε στον Πλωτίνο.
Οι μαθητές του Αμμωνίου
Για τους μαθητές του Αμμωνίου έχουμε ήδη αναφερθεί εν μέρει.
Για τη σκέψη του Ερεννίου, του πρώτου που παρέβη το σύμφωνο να κρατηθούν μυστικές οι διδασκαλίες του Αμμωνίου, δεν γνωρίζουμε απολύτως τίποτα.
Για τον Ωριγένη τον Εθνικό (όχι τον χριστιανό), γνωρίζουμε ότι δημοσίευσε, εκτός από ένα έργο Περί Δαιμόνων, και μια πραγματεία με τον χαρακτηριστικό τίτλο Ο μόνος δημιουργός είναι ο υπέρτατος Θεός.
Στον τίτλο αυτό δεν μπορούμε να μην αναγνωρίσουμε αντίλαλο των δογμάτων που ο Ιεροκλής αποδίδει στον Αμμώνιο (ακόμη και με λεκτικές συμπτώσεις): το έργο πρέπει να στρεφόταν εναντίον εκείνων που διέκριναν τον “Ύψιστο Θεό” από τον “Δημιουργό Θεό”.
Αλλά και ο πρώτος τίτλος (Περί Δαιμόνων) αποκαλύπτει θέσεις χαρακτηριστικές της Σχολής, σε πλήρη αρμονία με όσα οι παραπάνω πηγές μας μεταδίδουν σχετικά με τον Αμμώνιο. (22)
Στον κύκλο του φιλοσόφου μας ανήκε επίσης ο Λογγίνος, ο οποίος όμως είχε κυρίως φιλολογικά ενδιαφέροντα και επαινέθηκε, ως φιλόλογος, τόσο από τον Πλωτίνο όσο και από τον Πορφύριο.
Από τις φιλοσοφικές του αντιλήψεις γνωρίζουμε μόνο μία, αλλά αρκετά σημαντική:
πίστευε ότι οι «Ιδέες» δεν είναι “σκέψεις του Θεού”, αλλά ότι υπάρχουν χωριστά από τον Νου (Νοῦς). Πρόκειται για μια άποψη που διατηρήθηκε για κάποιο διάστημα και από τον Πορφύριο (και ίσως ακόμη και από τον ίδιο τον Αμμώνιο). (24)
Η Πραγματεία περί Ύψους (Περὶ Ὕψους), που μας έχει σωθεί με το όνομα του Λογγίνου, είναι, από πολλές απόψεις, ενδιαφέρουσα, αλλά η πλειονότητα των μελετητών τη θεωρεί μη γνήσια, και επομένως δεν μας χρησιμεύει για την ανασύνθεση της σκέψης του συγγραφέα.
Ο Ωριγένης ο Χριστιανός δεν ανήκε στην ομάδα των προαναφερθέντων φιλοσόφων και μάλλον δεν συνάντησε ποτέ τον Πλωτίνο στην Αλεξάνδρεια.
Οι μελετητές θεωρούν ότι πιθανόν παρακολούθησε τον Αμμώνιο (που ήταν περίπου δέκα χρόνια μεγαλύτερός του) γύρω στα 205/210 μ.Χ.· το 231 φαίνεται πως εγκατέλειψε την Αλεξάνδρεια. (26)
Ο Πλωτίνος, αντίθετα, έφτασε στην Αλεξάνδρεια το 232.
Η συνάντησή του με τον Αμμώνιο υπήρξε καθοριστική όχι μόνο γι’ αυτόν, όπως είδαμε στο χωρίο του Πορφυρίου, αλλά και για την ιστορία των ιδεών της Δύσης — σχεδόν όπως η συνάντηση του Πλάτωνα με τον Σωκράτη στην Αθήνα.
Οι ισχυρές πνευματικές δυνάμεις που ο Αμμώνιος κατάφερε να διεγείρει στους μαθητές του —και που διαφορετικά θα είχαν χαθεί μέσα σε λίγο καιρό— με τον Πλωτίνο έγιναν κτήμα αιώνιο.
Τέλος Κεφαλαίου
«Οι πραγματικότητες που βρίσκονται ανώτερα κυβερνούν εκείνες που βρίσκονται κατώτερα, και επάνω σε όλες βασιλεύει ο Θεός που τις δημιούργησε και που είναι Πατέρας. Και αυτή η κυριαρχία και πατρική εξουσία Του είναι η Πρόνοια, η οποία καθορίζει ό,τι αρμόζει σε κάθε γένος. Η δικαιοσύνη που απορρέει από αυτήν ονομάζεται Ειμαρμένη.» (18)
Εξίσου σημαντικές είναι και οι θέσεις που ο Νεμέσιος αποδίδει στον Αμμώνιο — όχι τόσο η απόδειξη της ἀσωματότητας της ψυχής, στην οποία ο φιλόσοφός μας συνδέεται με τον Νουμήνιο και φαίνεται να υποστηρίζει ήδη παραδεδεγμένες θέσεις, όσο η ερμηνεία των σχέσεων ανάμεσα σε ψυχή και σώμα, άυλο και υλικό, που αποτελεί, αντιθέτως, ένα πραγματικά καινούργιο στοιχείο.
«Ο Αμμώνιος, δάσκαλος του Πλωτίνου, έλεγε ότι οι νοητές πραγματικότητες έχουν τέτοια φύση ώστε να μπορούν να ενωθούν με τα πράγματα που είναι ικανά να τις δεχθούν, όπως με τα πράγματα που υπόκεινται στη φθορά· αλλά, παρόλο που ενώνονται με αυτά, παραμένουν καθαρές και άφθαρτες, υφιστάμενες δίπλα τους χωρίς να χάνουν τη δική τους φύση.
Πράγματι, στα σώματα η ένωση προκαλεί πλήρη μεταβολή των πραγμάτων που ενώνονται, αφού πραγματοποιείται μια μετατροπή σε άλλα σώματα· έτσι τα στοιχεία μεταβάλλονται στα σύνθετα, η τροφή σε αίμα, το αίμα σε σάρκα και στα άλλα μέρη του σώματος.
Αντίθετα, στην περίπτωση των νοητών πραγματικοτήτων, η ένωση πραγματοποιείται χωρίς να επακολουθεί καμία μεταβολή. Διότι, εκ φύσεως, το νοητό δεν μπορεί να αλλάξει ουσία· ή υπάρχει, ή παύει να υπάρχει· το νοητό όμως ούτε δέχεται μεταβολή ούτε οδηγείται στο μηδέν· διαφορετικά δεν θα ήταν άφθαρτο, και η ψυχή, που είναι ζωή, αν μεταβαλλόταν όταν ενώνεται με το σώμα, θα γινόταν κάτι άλλο και δεν θα ήταν πλέον ζωή. Και τι άλλο θα μπορούσε να προσδώσει στο σώμα, αν όχι τη ζωή;
Επομένως, η ψυχή μέσα στο σώμα δεν μεταβάλλεται.» (19)
Και ο Νεμέσιος συνεχίζει λέγοντας ότι, ακριβώς επειδή είναι ἀσώματη, η ψυχή, κατά τον Αμμώνιο, δεν βρίσκεται μέσα στο σώμα όπως σε ένα δοχείο, και, γενικότερα, δεν είναι στο σώμα όπως σε ένα τόπο, αλλά έχει μια οντολογική σχέση εντελώς διαφορετικής φύσης από εκείνη που χαρακτηρίζει τα σώματα.
Η ψυχή βρίσκεται μέσα στο σώμα με τον ίδιο τρόπο που λέμε ότι “ο Θεός είναι μέσα μας”, δηλαδή όπως η αρχή βρίσκεται μέσα σε εκείνο που προέρχεται από αυτήν· με την έννοια, δηλαδή, ότι η αρχή παράγει και κυβερνά αυτό που έχει προέλθει από αυτήν.
Γι’ αυτό, δεν πρέπει να λέμε «η ψυχή είναι εδώ», αλλά «η ψυχή ενεργεί εδώ».
Μέσα στο σώμα βρίσκεται η ενέργεια της ψυχής ως αρχής που το ζωοποιεί και το κυβερνά. (20)
Η καινοτομία που θα μπορούσε να χαρακτηρίζει ειδικά τη σκέψη του Αμμωνίου
Αν αυτές οι μαρτυρίες είναι αξιόπιστες, τότε μπορούμε να συμπεράνουμε τα εξής.
Η πρωτοτυπία του Αμμωνίου θα συνίστατο κυρίως —σε σύγκριση με τον Μεσοπλατωνισμό— στην προσπάθεια ενοποίησης των διαφορετικών επιπέδων του Είναι.
Το σύμπαν είναι «διπλό» και ταυτόχρονα «ενιαίο»· κάθε επίπεδο της ιεραρχίας του πραγματικού είναι αιτία του επόμενου, και η πρώτη αρχή είναι αιτία όλων.
Με αυτόν τον τρόπο εξαλείφεται ο προϋποτιθέμενος όρος της “αιώνιας ύλης”.
Σε σχέση με τον Νεοπυθαγορισμό, η καινοτομία θα συνίστατο στο ότι ο Αμμώνιος αντίκρισε τη διαδικασία της προέλευσης όλης της πραγματικότητας ως δημιουργία, προσδιορίζοντας έτσι με σαφήνεια εκείνη τη «διαδοχή όλων των όντων από το Ένα», που οι Νεοπυθαγόρειοι άφηναν αόριστη.
Φυσικά, μπορεί να υποτεθεί ότι ο Νεμέσιος έδωσε έναν χριστιανικό χρωματισμό στη διδασκαλία του Αμμωνίου.
Ωστόσο, ότι ο Αμμώνιος όχι μόνο μπορούσε, αλλά και έπρεπε να γνωρίζει τη διδασκαλία της δημιουργίας, είναι αναμφίβολο, αφού γεννήθηκε και ανατράφηκε σε χριστιανική οικογένεια, και δεδομένου ότι στην Αλεξάνδρεια, ήδη από την εποχή του Φίλωνος, η διδασκαλία αυτή είχε μεγάλη απήχηση.
Από την άλλη πλευρά, όπως παρατήρησαν ορισμένοι, ο Αμμώνιος που παρουσιάζει ο Νεμέσιος είναι σαφώς Έλληνας και ειδωλολάτρης, αφού ομολογεί με σαφήνεια τον πολυθεϊσμό. (21)
Συμπεράσματα σχετικά με τη σκέψη του Αμμωνίου
Η διδασκαλία που αποδίδεται στον Αμμώνιο είναι, επομένως, απολύτως εύλογη στο στόμα ενός ανθρώπου που γεννήθηκε και ανατράφηκε ως χριστιανός, αλλά αργότερα έγινε ειδωλολάτρης.
Επιπλέον, η αντίληψη των σχέσεων ανάμεσα στην ψυχή και το σώμα, δηλαδή ανάμεσα στο άυλο και το υλικό, αποκαλύπτει ότι ο Αμμώνιος είχε ήδη κατακτήσει ορισμένες από τις αρχές που θα βρούμε στη βάση της κοσμοθεωρίας των Εννεάδων — για τις οποίες θα μιλήσουμε εκτενώς.
Γενικότερα, η διδασκαλία περί «εσωτερικής ένωσης» (henosis) ανάμεσα στο «άυλο» και το «υλικό», ανάμεσα στον Θεό και τον κόσμο, θα μπορούσε να αποτελέσει μια στέρεη βάση για μια νέα αντίληψη του ανθρώπου και του σκοπού του, υπό την έννοια ότι η ένωση του ανθρώπου με το θείο δεν θα ήταν παρά η ηθικο-θρησκευτική έκφανση του καθολικού νόμου που διέπει ολόκληρη την πραγματικότητα.
Κατά συνέπεια, και η βαθιά θρησκευτική διάσταση της στοχαστικής θεώρησης του Αμμωνίου θα αποδεικνυόταν πλήρως θεμελιωμένη.
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε οι σχέσεις ανάμεσα στην ύστερη ειδωλολατρική φιλοσοφία και τη σκέψη του ιουδαιοχριστιανικού κόσμου θα έπρεπε να επαναξιολογηθούν.
Πράγματι, η βάση πάνω στην οποία στηρίζεται το τελευταίο μεγάλο φιλοσοφικό σύστημα των Ελλήνων —το οποίο, όπως θα δούμε, ενώνει σε μια ισχυρή σύνθεση το σύνολο της πραγματικότητας, κάνοντας να απορρέουν από την πρώτη αρχή όλες οι υποστάσεις και ακόμη και το ίδιο το υλικό υπόστρωμα, συνδέοντας το άυλο με το υλικό μέσα από τη δυναμική έννοια της «ενέργειας» και της «δράσης»— φαίνεται ότι γεννήθηκε στον Αμμώνιο, ύστερα από παρότρυνση του βιβλικού δόγματος της δημιουργίας.
Αργότερα, η σκέψη του Αμμωνίου συγκρατήθηκε και συστηματοποιήθηκε από τον Πλωτίνο μέσα σε αμιγώς ελληνικές κατηγορίες, που ανάγονται στη θεωρία της «προόδου» (processio), η οποία, ωστόσο, αποκτά το πλήρες νόημά της μόνο μέσα σε αυτή την προοπτική.
Σε κάθε περίπτωση, οι πηγές που αναφέραμε δεν αποδίδουν στον Αμμώνιο ούτε τη διδασκαλία του Ενός, ούτε την πολύπλοκη και μεγαλοπρεπή θεωρία του Νου ως σύνθεση του Είναι και της Νόησης, που θα συναντήσουμε στον Πλωτίνο.
Οι μαθητές του Αμμωνίου
Για τους μαθητές του Αμμωνίου έχουμε ήδη αναφερθεί εν μέρει.
Για τη σκέψη του Ερεννίου, του πρώτου που παρέβη το σύμφωνο να κρατηθούν μυστικές οι διδασκαλίες του Αμμωνίου, δεν γνωρίζουμε απολύτως τίποτα.
Για τον Ωριγένη τον Εθνικό (όχι τον χριστιανό), γνωρίζουμε ότι δημοσίευσε, εκτός από ένα έργο Περί Δαιμόνων, και μια πραγματεία με τον χαρακτηριστικό τίτλο Ο μόνος δημιουργός είναι ο υπέρτατος Θεός.
Στον τίτλο αυτό δεν μπορούμε να μην αναγνωρίσουμε αντίλαλο των δογμάτων που ο Ιεροκλής αποδίδει στον Αμμώνιο (ακόμη και με λεκτικές συμπτώσεις): το έργο πρέπει να στρεφόταν εναντίον εκείνων που διέκριναν τον “Ύψιστο Θεό” από τον “Δημιουργό Θεό”.
Αλλά και ο πρώτος τίτλος (Περί Δαιμόνων) αποκαλύπτει θέσεις χαρακτηριστικές της Σχολής, σε πλήρη αρμονία με όσα οι παραπάνω πηγές μας μεταδίδουν σχετικά με τον Αμμώνιο. (22)
Στον κύκλο του φιλοσόφου μας ανήκε επίσης ο Λογγίνος, ο οποίος όμως είχε κυρίως φιλολογικά ενδιαφέροντα και επαινέθηκε, ως φιλόλογος, τόσο από τον Πλωτίνο όσο και από τον Πορφύριο.
Από τις φιλοσοφικές του αντιλήψεις γνωρίζουμε μόνο μία, αλλά αρκετά σημαντική:
πίστευε ότι οι «Ιδέες» δεν είναι “σκέψεις του Θεού”, αλλά ότι υπάρχουν χωριστά από τον Νου (Νοῦς). Πρόκειται για μια άποψη που διατηρήθηκε για κάποιο διάστημα και από τον Πορφύριο (και ίσως ακόμη και από τον ίδιο τον Αμμώνιο). (24)
Η Πραγματεία περί Ύψους (Περὶ Ὕψους), που μας έχει σωθεί με το όνομα του Λογγίνου, είναι, από πολλές απόψεις, ενδιαφέρουσα, αλλά η πλειονότητα των μελετητών τη θεωρεί μη γνήσια, και επομένως δεν μας χρησιμεύει για την ανασύνθεση της σκέψης του συγγραφέα.
Ο Ωριγένης ο Χριστιανός δεν ανήκε στην ομάδα των προαναφερθέντων φιλοσόφων και μάλλον δεν συνάντησε ποτέ τον Πλωτίνο στην Αλεξάνδρεια.
Οι μελετητές θεωρούν ότι πιθανόν παρακολούθησε τον Αμμώνιο (που ήταν περίπου δέκα χρόνια μεγαλύτερός του) γύρω στα 205/210 μ.Χ.· το 231 φαίνεται πως εγκατέλειψε την Αλεξάνδρεια. (26)
Ο Πλωτίνος, αντίθετα, έφτασε στην Αλεξάνδρεια το 232.
Η συνάντησή του με τον Αμμώνιο υπήρξε καθοριστική όχι μόνο γι’ αυτόν, όπως είδαμε στο χωρίο του Πορφυρίου, αλλά και για την ιστορία των ιδεών της Δύσης — σχεδόν όπως η συνάντηση του Πλάτωνα με τον Σωκράτη στην Αθήνα.
Οι ισχυρές πνευματικές δυνάμεις που ο Αμμώνιος κατάφερε να διεγείρει στους μαθητές του —και που διαφορετικά θα είχαν χαθεί μέσα σε λίγο καιρό— με τον Πλωτίνο έγιναν κτήμα αιώνιο.
Τέλος Κεφαλαίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου