Του Arthur Schopenhauer
Εκδόσεις Κάκτος, Μετάφραση Ξενοφών Αρμύρος
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Σημείωμα του μεταφραστή
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΤΕΤΡΑΠΛΗΣ ΡΙΖΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΧΡΩΝΤΟΣ ДОГОΥ - ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΕΙΑ
Πρόλογος
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ, ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1. Η μέθοδος
2. Η χρησιμοποίησή της στην περίπτωση, που εξετάζουμε
3. Οφέλη της έρευνας
4: Η σπουδαιότητα της αρχής του αποχρώντος λόγου
5. Η ίδια η αρχή
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΩΝ ΚΥΡΙΟΤΕ ΡΩΝ ΘΕΩΡΙΩΝ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΔΙΑΤΥΠΩΘΕΙ ΜΕΧΡΙ ΤΩΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΟΧΡΩΝΤΟΣ ΛΟΓΟΥ
6. Πρώτη παρουσίαση της αρχής και διάκριση δύο σημασιών της
7. Καρτέσιος
8. Σπινόζα
9: Λάιμπνιτς
10: Βολφ
11. Φιλόσοφοι ανάμεσα στον Βόλφ και τον Καντ
12: Χιουμ. (Hume)
13: Ο Καντ και η σχολή του
14: Οι αποδείξεις της αρχής του αποχρώντος λόγου
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΜΕΧΡΙ ΤΩΡΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΚΑΙ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΜΙΑΣ ΝΕΑΣ
15: Περιπτώσεις που δεν συμπεριλαμβάνονται στις σημασίες της αρχής του αποχρώντος λόγου που παρουσιάστηκαν μέχρι τώρα
16: Οι ρίζες της αρχής του αποχρώντος λόγου
ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: Η ΠΡΩΤΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΩΝ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ Η ΜΟΡΦΗ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΟΥ ΑΠΟΧΡΩΝΤΟΣ ΛΟΓΟΥ ΠΟΥ ΚΥΡΙΑΡΧΕΙ ΣΕ ΑΥΤΗΝ
17: Γενική εξήγηση αυτής της κατηγορίας των αντικειμένων
18: Περίγραμμα μιας υπερβατικής ανάλυσης της εμπειρικής πραγματικότητας
19. Άμεσο παρόν των παραστάσεων
20: Η αρχή του αποχρώντος λόγου του γίγνεσθαι
21: Το a priori του νόμου της αιτιότητας. Η διανοητικότητα της εμπειρικής παρατήρησης.
Ο νους.
22: Το άμεσο αντικείμενο
23: Αμφισβήτηση της απόδειξης που διατύπωσε ο Καντ σχετικά με το a priori του νόμου της αιτιότητας
24: Η κακή χρήση του νόμου της αιτιότητας
25: Ο χρόνος της μεταβολής
ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ. Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΩΝ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ Η ΜΟΡΦΗ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΟΥ ΑΠΟΧΡΩΝΤΟΣ ΛΟΓΟΥΠΟΥ ΚΥΡΙΑΡΧΕΙ ΣΕ ΑΥΤΗΝ
26: Εξήγηση αυτής της κατηγορίας των αντικειμένων
27: Η χρησιμότητα των εννοιών
28: Εκπροσωπήσεις των εννοιών. Η ικανότητα κρίσης
29: Η αρχή του αποχρώντος λόγου της γνώσης
30: Λογική αλήθεια
31: Εμπειρική αλήθεια
32: Υπερβατική αλήθεια
33: Μεταλογική αλήθεια
34: Η λογική
ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: Η ΤΡΙΤΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΩΝ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ Η ΜΟΡΦΗ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΟΥ ΑΠΟΧΡΩΝΤΟΣ ΛΟΓΟΥ ΠΟΥ ΚΥΡΙΑΡΧΕΙ ΣΕ ΑΥΤΗΝ
35: Εξήγηση αυτής της κατηγορίας των αντικειμένων
36: Η αρχή του αποχρώντος λόγου του είναι
37: Ο αποχρών λόγος του είναι στον χώρο
38: Ο αποχρών λόγος του είναι στον χρόνο. Αριθμητική
39: Γεωμετρία
ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: Η ΤΕΤΑΡΤΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΩΝ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ Η ΜΟΡΦΗ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΟΥ ΑΠΟΧΡΩΝΤΟΣ ΛΟΓΟΥ ΠΟΥ ΚΥΡΙΑΡΧΕΙ ΣΕ ΑΥΤΗΝ
40: Γενική εξήγηση ...
41: Υποκείμενο της αντίληψης και αντικείμενο
§42: Υποκείμενο της βούλησης.
43: Η βούληση. Νόμος του κινήτρου
44: Επίδραση της βούλησης στην αντίληψη
45: Η μνήμη ......
ΟΓΔΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ
46: Η συστηματική σειρά
47: Η σχέση του χρόνου μεταξύ αιτίας και συνέπειας
48: Αλληλεξάρτηση των αιτιών
49: Η αναγκαιότητα
50: Σειρές των αιτιών και συνεπειών
51: Κάθε επιστήμη έχει σαν οδηγό μια από τις μορφές του αποχρώντος λόγου πριν από τις άλλες...
52: Δυο κύρια αποτελέσματα
ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ
Ο ΑΡΘΟΥΡ ΣΟΠΕΝΧΑΟΥΕΡ (ARTHUR SCHOPENHAU-ER) γεννήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου 1788 στο Ντά ντσιχ. Ο πατέρας του Χάινριχ Φλόρις Σοπενχάουερ (Heinrich Floris Schopenhauer) ήταν πλούσιος έμπορος. Το 1793, όταν το Ντάντσιχ προσαρτήθηκε στην Πρωσία, λόγω των φιλελευθέρων αρχών του εγκατέλειψε μαζί με την οικογένειά του την πατρίδα του, χάνοντας έτσι μεγάλο μέρος της περιουσίας του, και εγκαταστάθηκε στη Φρανκφούρτη. Ο Άρθουρ, μετά τη φοίτηση σε ιδιωτική σχολή, το 1803 ξεκίνησε ένα πολύχρονο μορφωτικό ταξίδι που τον έφερε σε Ολλανδία, Αγγλία, Γαλλία, Ελβετία και Αυστρία. Το 1805 επέστρεψε στη Φρανκφούρτη όπου, ακολουθώντας τη θέληση του πατέρα του, πήγε σαν μαθητευόμενος σε μια εμπορική επιχείρηση. Τον ίδιο χρόνο πέθανε ο πατέρας του – όπως φημολογείται, έδωσε ο ίδιος τέλος στη ζωή του -, και στον γιο έμεινε μόνος κηδεμόνας η μητέρα του, ο χαρακτήρας και η συμπεριφορά της οποίας του δημιουργούσαν προβλήματα. Όταν ενηλικιώθηκε, έλαβε το σημαντικό μερίδιό του από την πατρική περιουσία και, οικονομικά ανεξάρτητος πλέον, άρχισε το 1809 στο Πανεπιστήμιο Γοττίγγης (Göttingen) τις σπουδές του στην ιατρική, τις οποίες όμως σύντομα εγκατέλειψε για χάρη της φιλο σοφίας. Το 1813 έλαβε από το Πανεπιστήμιο της Ιένας (Jena) τον διδακτορικό τίτλο στη φιλοσοφία. Η μητέρα του, εγκατεστημένη μαζί με την κόρη της, Άντελε, στη Βαϊμάρη, διατηρούσε φιλολογικό σαλόνι στο οποίο σύχναζε και ο Γκαίτε. Ο Γκαίτε πρόσεξε εκεί τον νεαρό Σοπενχάουερ, για τον οποίο προέβλεπε λαμπρό μέλλον. Ο Άρθουρ από την πλευρά του θαύμαζε απεριόριστα τον Γκαίτε. Τον επόμενο χρόνο ήρθε σε ρήξη με τη μητέρα του και έφυγε για τη Δρέσδη. Εκεί σύχναζε σε λογοτεχνικούς κύκλους και ασχολήθηκε με μελέτες στην πλούσια βιβλιοθήκη της πόλης. Το 1818 τυπώθηκε μια πρώτη εκδοχή του κύριου έργου του «Ο κόσμος ως βούληση και παράσταση». Μετά από ταξίδια σε διάφορες πόλεις της Ιταλίας και την πτώχευση της τράπεζας στην οποία είχε τοποθετήσει τα λεφτά του, κυρίως για να αντεπεξέλθει οικο-νομικά, υπέβαλε υποψηφιότητα για μια έδρα φιλοσοφίας στο νέο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου που είχε ιδρυθεί λίγα χρόνια πριν με πρωτοβουλία του Βίλχελμ φον Χούμπολτ (Wilhelm von Humboldt), την οποία και κατέλαβε. Παρόλο που ο αναγνωρισμένος συγγραφέας Ζαν Πωλ είχε εκφραστεί με ενθουσιασμό για το έργο του Σοπενχάουερ, οι ιδέες του δεν έβρισκαν ακόμα απήχηση. Το 1831, εξαιτίας της επιδημίας χολέρας, εγκατέλειψε το Βερολίνο και εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Φρανκφούρτη. Το 1844 αλκκλήρωσε το δεύτερο μέρος του έργου του Ο κόσμος ως βούληση και παρά σταση, το οποίο συμπληρωμένο και επεξεργασμένο και κλοφόρησεσε δεύτερη έκδοση. Τα «Πάρεργα και παραλειπόμενα», απόσταγμα κατά κάποιο τρόπο των προηγούμενων έργων του, κομμάτι των οποίων είναι Το ιδανικό και το πραγματικό και Ο άνθρωπος και το πεπρωμένο, ήταν το τελευταίο έργο του φιλοσόφου, γραμμένο το 1851.
Γενικά για τη φιλοσοφία του γράφει ο ίδιος στα «Πάρεργα και παραλειπόμενα»: «Δύσκολα μπορεί να συναντήσει κανείς ένα τόσο απλό και από τόσο λίγα στοιχεία συντεθειμένο φιλοσοφικό σύστημα όπως είναι το δικό μου. Γι' αυτό και μπορεί να επισκοπηθεί και να συνοψιστεί εύκολα με μια ματιά. Η απλότητά του τελικά απορρέει από την πλήρη ενότητα και συμφωνία των βασικών του σκέψεων και αποτελεί εξάλλου και ένα ευνοϊκό σημάδι για την αλήθεια του, η οποία είναι συγγενής της απλότητας: ᾿Απλοῦς ὁ τῆς ἀληθείας λόγος ἔφυ (Είναι απλός ο λόγος της αλήθειας - Ευριπίδης, Φοίνισσες). Το σύστημά μου θα μπορούσε να το χαρακτηρίσει κανείς σαν εμπειρικό δογματισμό γιατί οι αρχές του είναι μεν δογματικές, δεν υπερβαίνουν όμως τον κόσμο που είναι δεδομένος στην εμπειρία, παρά απλώς εξηγούν το είναι αυτός, δείχνοντάς τον μέχρι τα τελευταία του συστατικά. Ο παλαιός δογματισμός, δηλαδή, που αποδυναμώθηκε από τον Καντ. είναι υπερβατικός, γιατί υπερβαίνει τον κόσμο για να τον εξηγήσει μέσα από κάτι άλλο: τον παρουσιάζει σαν συνέπεια μιας αιτίας την οποία εξάγει από την ύπαρξη του κόσμου. Η φιλοσοφία μου, αντίθετα, άρχισε με την αρχή ότι αιτίες και συνέπειες υπάρχουν μόνο μέσα στον κόσμο και με την προϋπόθεση της ὑπαρξής του, και το θεώρημα για την αιτία στις τέσσερις εμφανίσεις της δίνει μόνο τη γενική μορφή της νόησης, η οποία όμως και μόνο είναι ο αληθινός τόπος στον οποίο υπάρχει ο αντικειμενικός κόσμος».
Στο κύριο έργο του Ο κόσμος ως βούληση και παράσταση εκθέτει την άποψη ότι εξωτερικός κόσμος ανεξάρτητος από την αντίληψη δεν υπάρχει. Ο κόσμος των φαινομένων υπάρχει μόνο στο μέτρο που γίνεται αντιληπτός και βρίσκεται στην ανθρώπινη συνείδηση, δηλαδή σαν παράσταση. Στο κείμενο Το ιδανικό και το πραγματικό επανέρχεται αναλυτικά στο θέμα. Σε αντίθεση με τον Καντ, που θεωρούσε ότι το «πράγμα καθαυτό» βρίσκεται πέρα από κάθε εμπειρία και γι' αυτό δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό, είχε την άποψη ότι το πράγμα καθαυτό δεν μπορεί μεν να γίνει αντιληπτό, μπορεί όμως να βιωθεί. Μέσα από αυτοπαρατήρηση μπορούμε να δούμε και να βιώσουμε το τι είμαστε τελικά. Μέσα μας αναγνωρίζουμε τη βούλησης, η οποία είναι το «πράγμα καθαυτό» (Στο κείμενό του Μερικές παρατηρήσεις για τη φιλοσοφία μου, αναφέρεται στην έννοια της βούλησης στον θεϊσμό και τον πανθεϊσμό. «Κατά τον θεϊσμό ο κόσμος προήλθε από μία βούληση η οποία έθεσε σε τροχιά τους πλανήτες και ... Μόνο που ενώ δημιούργησε στην επιφάνειά τους τη φύση. κατά παιδιάστικο τρόπο ο θεϊσμός μετέθεσε αυτή τη βούληση προς τα έξω, έτσι που να μπορεί μόνο έμμεσα να αναγνωρισθεί, μέσα από την ενέργειά της επί των πραγμάτων ... σε εμένα η βούληση ενεργεί μέσα στα πράγματα, τα οποία δεν είναι τελικά τίποτε άλλο από εμφανίσεις αυτής της βούλησης, η ίδια η βούληση μορφοποιημένη.... Ο πανθεϊσμός ονομάζει τη βούληση που ενεργεί στα πράγματα Θεό, κάτι με το οποίο έχω ασχοληθεί επανειλημμένα και έχω επικρίνει. ... Εγώ την ονομάζω βούληση για ζωή, γιατί αυτό εκφράζει το τελικά προσιτό στην αντίληψη».). Αυτή δεν αποτελεί μόνο την κινητήρια δύναμη για κάθε ενέργεια και πράξη του ανθρώπου και του ζώου, παρά είναι η ίδια η χωρίς λόγο και σκοπό αιτία που βρίσκεται πίσω από τους φυσικούς νόμους. Ο κόσμος τελικά είναι τυφλή, άλογη βούληση. Όμως ο κόσμος δεν είναι μόνο βούληση, παρά μέσα από την εξατομίκευση της μιας βούλησης εμφανίζεται στον καθένα και ως παράσταση. «Ο κόσμος είναι η παράστασή μου» είναι η κύρια θέση της φιλοσοφίας του. Αυτό που εμφανίζεται σ' εμάς ως κόσμος υπάρχει δηλαδή μόνο για εμάς, όχι καθαυτό. Για τον Σοπενχάουερ δεν υπάρχει αντικείμενο χωρίς υποκείμενο. Ο κόσμος ιδωμένος ως παράσταση αποτελείται από υποκείμενα και αντικείμενα, τα οποία, αν και σε αμοιβαία σχέση, είναι τελείως διαφορετικά, και τελικά και τα δύο δεν είναι παρά εμφανίσεις της μίας βούλησης. Στη βάση του κόσμου των παραστάσεων βρίσκεται η βούληση σαν τυφλή, χωρίς αιτία και σκοπό, ώθηση, ορμή. Η βούληση δεν βρίσκεται μόνο πίσω από τις ενέργειες των ανθρώπων, αλλά περιλαμβάνει ολόκληρη την πραγματικότητα, την οργανική και την ανόργανη φύση. Στον κόσμο των φαινομένων εμφανίζεται με τη μορφή της βούλησης για ζωή και αναπαραγωγή.
Για τον Σοπενχάουερ η ελευθερία της βούλησης είναι περιορισμένη: «Ο άνθρωπος μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, αλλά δεν μπορεί να θέλει ό,τι θέλει», γιατί το τι θέλει εξαρτάται από τον προκαθορισμένο χαρακτήρα του. Στα πειραματικά ευρήματα των ερευνητών της λειτουργίας του εγκεφάλου, τα οποία τα τελευταία χρόνια συζητιούνται πολύ αλλά και αμφισβητούνται, θα μπορούσε ίσως να δει κανείς κάποιες ομοιότητες με ορισμένα σημεία των απόψεων του Σοπενχάουερ για τη βούληση και το προκαθορισμένο και αμετάβλητο του χαρακτήρα. Σύμφωνα με αυτά, για παράδειγμα, η βούληση δεν προηγείται, αλλά έπεται μιας ενέργειας. Πρώτα δηλαδή τίθεται στον εγκέφαλο σε κίνηση η διαδικασία για την εκτέλεση μιας πράξης, και κατόπιν, σε δέκατα του δευτερολέπτου, δημιουργείται η συνείδηση της βούλησης σχετικά με αυτή την πράξη.
Για τον Σοπενχάουερ ο κόσμος σαν προϊόν της τυφλής, άλογης βούλησης είναι κακός. Κάτι που δεν θα έπρεπε να υπάρχει, ένα φταίξιμο. Ένας πιο κακός κόσμος δεν θα μπορούσε καν να υπάρχει. «Αυτός ο κόσμος είναι, λοιπόν, έτσι φτιαγμένος, όπως θα έπρεπε να είναι για να μπορεί ίσα-ίσα να υπάρχει. Αν όμως ήταν ακόμα λίγο χειρότερος, δεν θα μπορούσε να υπάρχει.». Η αδιάκοπα ορμητική βούληση δεν ικανοποιείται οριστικά με τίποτα. Κάθε ικανοποίηση είναι η αρχή για μια νέα ώθηση, ένα νέο πάσχισμα, που εν μποδίζεται, που αγωνίζεται και δημιουργεί πόνο. Στον άνθρωπο όμως, σαν την ύψιστη μορφή της εμφάνισης της βούλησης στον κόσμο των φαινομένων, έχει δοθεί η δυνατότητα να καταργεί για τον εαυτό του τη βούληση και τον πόνο, κι έτσι να έρχεται σε μια κατάσταση ατομικής υπέρβασης, ένα είδος νιρβάνα. Στην απόλαυση της τέχνης, και ιδιαίτερα της μουσικής, ο άνθρωπος δεν «θέλει» πλέον, παρά είναι σε μια κατάσταση καθαρής ενατένισης.
Στο έργο Περί της τετραπλής ρίζας του αποχρώντος λόγου, το οποίο στην αρχική του μορφή υπήρξε η διδακτορική του διατριβή (1813) και κατόπιν έτυχε πληρέστερης επεξεργασίας από τον ίδιο (1847), ο Σοπενχάουερ εξετάζει τις διάφορες μορφές του αποχρώντος λόγου (επαρκούς αιτίας) στις τέσσερις κατηγορίες στις οποίες διαιρεί τα αντικείμενα.
Η ηθική που εκπροσωπεί ο Σοπενχάουερ είναι η ηθική της «συμπόνιας», της συναίσθησης του πόνου του άλλου. Συνώνυμο της συμπόνιας είναι η «αγάπη». Ο μόνος λόγος για να μην είναι κανείς ιδιοτελής είναι η αναγνώριση του εαυτού του στον άλλον. Έτσι, ο σπρωγμένος από την τυφλή βούληση άνθρωπος δια-πιστώνει ότι και σε όλα τα άλλα ζωντανά πλάσματα κατοικεί η ίδια τυφλή βούληση που τους δημιουργεί πόνο. Μέσα από τη συμπόνια ξεπερνιέται ο εγωισμός. Από αυτά προκύπτει μια διαφορετική ηθική «προστακτική» από εκείνη του Καντ. Στον Σοπενχάουερ η αρχή κάθε ηθικής είναι: «Μην πληγώσεις κανέναν, πιο πολύ βοήθησε όλους στο μέτρο που μπορείς».
Η ηθική του Σοπενχάουερ περιλαμβάνει και την προστασία των ζώων: «Η συμπόνια προς τα ζώα βρίσκεται σε τέτοια σχέση με την καλοσύνη του χαρακτήρα, που μπορεί κανείς να ισχυριστεί με βεβαιότητα ότι όποιος είναι βάναυσος απέναντι στα ζώα δεν μπορεί να είναι ένας καλός άνθρωπος»
Ο Νίτσε είχε επηρεαστεί αρχικά από τον Σοπενχάουερ, αργότερα όμως διαφοροποιήθηκε, κυρίως μεταστρέφοντας τον πεσιμισμό του Σοπενχάουερ σε μια ζωική αισιοδοξία. Ανάμεσα στους θαυμαστές του ήταν οι Ρίχαρντ Βάγκνερ, Λέο Τολστόι, Σάμουελ Μπέκετ, Άλμπερτ Αϊνστάιν, Τόμας Μαν, Χέρμαν Έσσε και Βίλχελμ. Μπους. Μαζί με τον Γκαίτε ανήκει στους ανανεωτές της γερμανικής γλώσσας.
Στα τέλη Αυγούστου του 1869 ο Τολστόι γράφει: «Ξέρετε τι σήμαινε για μένα αυτό το καλοκαίρι; Αδιάκοπο ενθουσιασμό για τον Σοπενχάουερ και μια σειρά πνευματικών απολαύσεων που δεν τις είχα ζήσει μέχρι τότε. ... Δεν ξέρω αν κάποτε θ' αλλάξω γνώμη, τώρα πάντως είμαι πεπεισμένος ότι ο Σοπενχάουερ είναι ο πιο μεγαλοφυής απ' όλους τους ανθρώπους. ... Όταν τον διαβάζω, δεν μπορώ να καταλάβω πώς μπόρεσε το όνομά του να μείνει άγνωστο. Το πολύ-πολύ μία εξήγηση υπάρχει, εκείνη ακριβώς που τόσο συχνά επαναλαμβάνει ο ίδιος, ότι δηλαδή σ' αυτόν τον κόσμο σχεδόν μόνο ηλίθιοι υπάρχουν».
Κάποτε είχε πει: «Εγώ θα φτάσω τα ενενήντα. Μου το λένε ο καλός μου ύπνος και το γερό μυϊκό σύστημα. Ο θάνατος στα ογδόντα έχει ακόμα κάτι βίαιο, στα ενενήντα είναι ήπιος». Τον Σεπτέμβριο του 1860 προσβλήθηκε από πνευμονία και πέθανε εβδομήντα δύο χρονών στη Φρανκφούρτη. Η «τυφλή βούληση» που διέπει τον κόσμο δεν έλαβε, βέβαια, υπόψη της τις προθέσεις και τις επιθυμίες του.
Ξ. Α.
Ο ΑΡΘΟΥΡ ΣΟΠΕΝΧΑΟΥΕΡ (ARTHUR SCHOPENHAU-ER) γεννήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου 1788 στο Ντά ντσιχ. Ο πατέρας του Χάινριχ Φλόρις Σοπενχάουερ (Heinrich Floris Schopenhauer) ήταν πλούσιος έμπορος. Το 1793, όταν το Ντάντσιχ προσαρτήθηκε στην Πρωσία, λόγω των φιλελευθέρων αρχών του εγκατέλειψε μαζί με την οικογένειά του την πατρίδα του, χάνοντας έτσι μεγάλο μέρος της περιουσίας του, και εγκαταστάθηκε στη Φρανκφούρτη. Ο Άρθουρ, μετά τη φοίτηση σε ιδιωτική σχολή, το 1803 ξεκίνησε ένα πολύχρονο μορφωτικό ταξίδι που τον έφερε σε Ολλανδία, Αγγλία, Γαλλία, Ελβετία και Αυστρία. Το 1805 επέστρεψε στη Φρανκφούρτη όπου, ακολουθώντας τη θέληση του πατέρα του, πήγε σαν μαθητευόμενος σε μια εμπορική επιχείρηση. Τον ίδιο χρόνο πέθανε ο πατέρας του – όπως φημολογείται, έδωσε ο ίδιος τέλος στη ζωή του -, και στον γιο έμεινε μόνος κηδεμόνας η μητέρα του, ο χαρακτήρας και η συμπεριφορά της οποίας του δημιουργούσαν προβλήματα. Όταν ενηλικιώθηκε, έλαβε το σημαντικό μερίδιό του από την πατρική περιουσία και, οικονομικά ανεξάρτητος πλέον, άρχισε το 1809 στο Πανεπιστήμιο Γοττίγγης (Göttingen) τις σπουδές του στην ιατρική, τις οποίες όμως σύντομα εγκατέλειψε για χάρη της φιλο σοφίας. Το 1813 έλαβε από το Πανεπιστήμιο της Ιένας (Jena) τον διδακτορικό τίτλο στη φιλοσοφία. Η μητέρα του, εγκατεστημένη μαζί με την κόρη της, Άντελε, στη Βαϊμάρη, διατηρούσε φιλολογικό σαλόνι στο οποίο σύχναζε και ο Γκαίτε. Ο Γκαίτε πρόσεξε εκεί τον νεαρό Σοπενχάουερ, για τον οποίο προέβλεπε λαμπρό μέλλον. Ο Άρθουρ από την πλευρά του θαύμαζε απεριόριστα τον Γκαίτε. Τον επόμενο χρόνο ήρθε σε ρήξη με τη μητέρα του και έφυγε για τη Δρέσδη. Εκεί σύχναζε σε λογοτεχνικούς κύκλους και ασχολήθηκε με μελέτες στην πλούσια βιβλιοθήκη της πόλης. Το 1818 τυπώθηκε μια πρώτη εκδοχή του κύριου έργου του «Ο κόσμος ως βούληση και παράσταση». Μετά από ταξίδια σε διάφορες πόλεις της Ιταλίας και την πτώχευση της τράπεζας στην οποία είχε τοποθετήσει τα λεφτά του, κυρίως για να αντεπεξέλθει οικο-νομικά, υπέβαλε υποψηφιότητα για μια έδρα φιλοσοφίας στο νέο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου που είχε ιδρυθεί λίγα χρόνια πριν με πρωτοβουλία του Βίλχελμ φον Χούμπολτ (Wilhelm von Humboldt), την οποία και κατέλαβε. Παρόλο που ο αναγνωρισμένος συγγραφέας Ζαν Πωλ είχε εκφραστεί με ενθουσιασμό για το έργο του Σοπενχάουερ, οι ιδέες του δεν έβρισκαν ακόμα απήχηση. Το 1831, εξαιτίας της επιδημίας χολέρας, εγκατέλειψε το Βερολίνο και εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Φρανκφούρτη. Το 1844 αλκκλήρωσε το δεύτερο μέρος του έργου του Ο κόσμος ως βούληση και παρά σταση, το οποίο συμπληρωμένο και επεξεργασμένο και κλοφόρησεσε δεύτερη έκδοση. Τα «Πάρεργα και παραλειπόμενα», απόσταγμα κατά κάποιο τρόπο των προηγούμενων έργων του, κομμάτι των οποίων είναι Το ιδανικό και το πραγματικό και Ο άνθρωπος και το πεπρωμένο, ήταν το τελευταίο έργο του φιλοσόφου, γραμμένο το 1851.
Γενικά για τη φιλοσοφία του γράφει ο ίδιος στα «Πάρεργα και παραλειπόμενα»: «Δύσκολα μπορεί να συναντήσει κανείς ένα τόσο απλό και από τόσο λίγα στοιχεία συντεθειμένο φιλοσοφικό σύστημα όπως είναι το δικό μου. Γι' αυτό και μπορεί να επισκοπηθεί και να συνοψιστεί εύκολα με μια ματιά. Η απλότητά του τελικά απορρέει από την πλήρη ενότητα και συμφωνία των βασικών του σκέψεων και αποτελεί εξάλλου και ένα ευνοϊκό σημάδι για την αλήθεια του, η οποία είναι συγγενής της απλότητας: ᾿Απλοῦς ὁ τῆς ἀληθείας λόγος ἔφυ (Είναι απλός ο λόγος της αλήθειας - Ευριπίδης, Φοίνισσες). Το σύστημά μου θα μπορούσε να το χαρακτηρίσει κανείς σαν εμπειρικό δογματισμό γιατί οι αρχές του είναι μεν δογματικές, δεν υπερβαίνουν όμως τον κόσμο που είναι δεδομένος στην εμπειρία, παρά απλώς εξηγούν το είναι αυτός, δείχνοντάς τον μέχρι τα τελευταία του συστατικά. Ο παλαιός δογματισμός, δηλαδή, που αποδυναμώθηκε από τον Καντ. είναι υπερβατικός, γιατί υπερβαίνει τον κόσμο για να τον εξηγήσει μέσα από κάτι άλλο: τον παρουσιάζει σαν συνέπεια μιας αιτίας την οποία εξάγει από την ύπαρξη του κόσμου. Η φιλοσοφία μου, αντίθετα, άρχισε με την αρχή ότι αιτίες και συνέπειες υπάρχουν μόνο μέσα στον κόσμο και με την προϋπόθεση της ὑπαρξής του, και το θεώρημα για την αιτία στις τέσσερις εμφανίσεις της δίνει μόνο τη γενική μορφή της νόησης, η οποία όμως και μόνο είναι ο αληθινός τόπος στον οποίο υπάρχει ο αντικειμενικός κόσμος».
Στο κύριο έργο του Ο κόσμος ως βούληση και παράσταση εκθέτει την άποψη ότι εξωτερικός κόσμος ανεξάρτητος από την αντίληψη δεν υπάρχει. Ο κόσμος των φαινομένων υπάρχει μόνο στο μέτρο που γίνεται αντιληπτός και βρίσκεται στην ανθρώπινη συνείδηση, δηλαδή σαν παράσταση. Στο κείμενο Το ιδανικό και το πραγματικό επανέρχεται αναλυτικά στο θέμα. Σε αντίθεση με τον Καντ, που θεωρούσε ότι το «πράγμα καθαυτό» βρίσκεται πέρα από κάθε εμπειρία και γι' αυτό δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό, είχε την άποψη ότι το πράγμα καθαυτό δεν μπορεί μεν να γίνει αντιληπτό, μπορεί όμως να βιωθεί. Μέσα από αυτοπαρατήρηση μπορούμε να δούμε και να βιώσουμε το τι είμαστε τελικά. Μέσα μας αναγνωρίζουμε τη βούλησης, η οποία είναι το «πράγμα καθαυτό» (Στο κείμενό του Μερικές παρατηρήσεις για τη φιλοσοφία μου, αναφέρεται στην έννοια της βούλησης στον θεϊσμό και τον πανθεϊσμό. «Κατά τον θεϊσμό ο κόσμος προήλθε από μία βούληση η οποία έθεσε σε τροχιά τους πλανήτες και ... Μόνο που ενώ δημιούργησε στην επιφάνειά τους τη φύση. κατά παιδιάστικο τρόπο ο θεϊσμός μετέθεσε αυτή τη βούληση προς τα έξω, έτσι που να μπορεί μόνο έμμεσα να αναγνωρισθεί, μέσα από την ενέργειά της επί των πραγμάτων ... σε εμένα η βούληση ενεργεί μέσα στα πράγματα, τα οποία δεν είναι τελικά τίποτε άλλο από εμφανίσεις αυτής της βούλησης, η ίδια η βούληση μορφοποιημένη.... Ο πανθεϊσμός ονομάζει τη βούληση που ενεργεί στα πράγματα Θεό, κάτι με το οποίο έχω ασχοληθεί επανειλημμένα και έχω επικρίνει. ... Εγώ την ονομάζω βούληση για ζωή, γιατί αυτό εκφράζει το τελικά προσιτό στην αντίληψη».). Αυτή δεν αποτελεί μόνο την κινητήρια δύναμη για κάθε ενέργεια και πράξη του ανθρώπου και του ζώου, παρά είναι η ίδια η χωρίς λόγο και σκοπό αιτία που βρίσκεται πίσω από τους φυσικούς νόμους. Ο κόσμος τελικά είναι τυφλή, άλογη βούληση. Όμως ο κόσμος δεν είναι μόνο βούληση, παρά μέσα από την εξατομίκευση της μιας βούλησης εμφανίζεται στον καθένα και ως παράσταση. «Ο κόσμος είναι η παράστασή μου» είναι η κύρια θέση της φιλοσοφίας του. Αυτό που εμφανίζεται σ' εμάς ως κόσμος υπάρχει δηλαδή μόνο για εμάς, όχι καθαυτό. Για τον Σοπενχάουερ δεν υπάρχει αντικείμενο χωρίς υποκείμενο. Ο κόσμος ιδωμένος ως παράσταση αποτελείται από υποκείμενα και αντικείμενα, τα οποία, αν και σε αμοιβαία σχέση, είναι τελείως διαφορετικά, και τελικά και τα δύο δεν είναι παρά εμφανίσεις της μίας βούλησης. Στη βάση του κόσμου των παραστάσεων βρίσκεται η βούληση σαν τυφλή, χωρίς αιτία και σκοπό, ώθηση, ορμή. Η βούληση δεν βρίσκεται μόνο πίσω από τις ενέργειες των ανθρώπων, αλλά περιλαμβάνει ολόκληρη την πραγματικότητα, την οργανική και την ανόργανη φύση. Στον κόσμο των φαινομένων εμφανίζεται με τη μορφή της βούλησης για ζωή και αναπαραγωγή.
Για τον Σοπενχάουερ η ελευθερία της βούλησης είναι περιορισμένη: «Ο άνθρωπος μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, αλλά δεν μπορεί να θέλει ό,τι θέλει», γιατί το τι θέλει εξαρτάται από τον προκαθορισμένο χαρακτήρα του. Στα πειραματικά ευρήματα των ερευνητών της λειτουργίας του εγκεφάλου, τα οποία τα τελευταία χρόνια συζητιούνται πολύ αλλά και αμφισβητούνται, θα μπορούσε ίσως να δει κανείς κάποιες ομοιότητες με ορισμένα σημεία των απόψεων του Σοπενχάουερ για τη βούληση και το προκαθορισμένο και αμετάβλητο του χαρακτήρα. Σύμφωνα με αυτά, για παράδειγμα, η βούληση δεν προηγείται, αλλά έπεται μιας ενέργειας. Πρώτα δηλαδή τίθεται στον εγκέφαλο σε κίνηση η διαδικασία για την εκτέλεση μιας πράξης, και κατόπιν, σε δέκατα του δευτερολέπτου, δημιουργείται η συνείδηση της βούλησης σχετικά με αυτή την πράξη.
Για τον Σοπενχάουερ ο κόσμος σαν προϊόν της τυφλής, άλογης βούλησης είναι κακός. Κάτι που δεν θα έπρεπε να υπάρχει, ένα φταίξιμο. Ένας πιο κακός κόσμος δεν θα μπορούσε καν να υπάρχει. «Αυτός ο κόσμος είναι, λοιπόν, έτσι φτιαγμένος, όπως θα έπρεπε να είναι για να μπορεί ίσα-ίσα να υπάρχει. Αν όμως ήταν ακόμα λίγο χειρότερος, δεν θα μπορούσε να υπάρχει.». Η αδιάκοπα ορμητική βούληση δεν ικανοποιείται οριστικά με τίποτα. Κάθε ικανοποίηση είναι η αρχή για μια νέα ώθηση, ένα νέο πάσχισμα, που εν μποδίζεται, που αγωνίζεται και δημιουργεί πόνο. Στον άνθρωπο όμως, σαν την ύψιστη μορφή της εμφάνισης της βούλησης στον κόσμο των φαινομένων, έχει δοθεί η δυνατότητα να καταργεί για τον εαυτό του τη βούληση και τον πόνο, κι έτσι να έρχεται σε μια κατάσταση ατομικής υπέρβασης, ένα είδος νιρβάνα. Στην απόλαυση της τέχνης, και ιδιαίτερα της μουσικής, ο άνθρωπος δεν «θέλει» πλέον, παρά είναι σε μια κατάσταση καθαρής ενατένισης.
Στο έργο Περί της τετραπλής ρίζας του αποχρώντος λόγου, το οποίο στην αρχική του μορφή υπήρξε η διδακτορική του διατριβή (1813) και κατόπιν έτυχε πληρέστερης επεξεργασίας από τον ίδιο (1847), ο Σοπενχάουερ εξετάζει τις διάφορες μορφές του αποχρώντος λόγου (επαρκούς αιτίας) στις τέσσερις κατηγορίες στις οποίες διαιρεί τα αντικείμενα.
Η ηθική που εκπροσωπεί ο Σοπενχάουερ είναι η ηθική της «συμπόνιας», της συναίσθησης του πόνου του άλλου. Συνώνυμο της συμπόνιας είναι η «αγάπη». Ο μόνος λόγος για να μην είναι κανείς ιδιοτελής είναι η αναγνώριση του εαυτού του στον άλλον. Έτσι, ο σπρωγμένος από την τυφλή βούληση άνθρωπος δια-πιστώνει ότι και σε όλα τα άλλα ζωντανά πλάσματα κατοικεί η ίδια τυφλή βούληση που τους δημιουργεί πόνο. Μέσα από τη συμπόνια ξεπερνιέται ο εγωισμός. Από αυτά προκύπτει μια διαφορετική ηθική «προστακτική» από εκείνη του Καντ. Στον Σοπενχάουερ η αρχή κάθε ηθικής είναι: «Μην πληγώσεις κανέναν, πιο πολύ βοήθησε όλους στο μέτρο που μπορείς».
Η ηθική του Σοπενχάουερ περιλαμβάνει και την προστασία των ζώων: «Η συμπόνια προς τα ζώα βρίσκεται σε τέτοια σχέση με την καλοσύνη του χαρακτήρα, που μπορεί κανείς να ισχυριστεί με βεβαιότητα ότι όποιος είναι βάναυσος απέναντι στα ζώα δεν μπορεί να είναι ένας καλός άνθρωπος»
Ο Νίτσε είχε επηρεαστεί αρχικά από τον Σοπενχάουερ, αργότερα όμως διαφοροποιήθηκε, κυρίως μεταστρέφοντας τον πεσιμισμό του Σοπενχάουερ σε μια ζωική αισιοδοξία. Ανάμεσα στους θαυμαστές του ήταν οι Ρίχαρντ Βάγκνερ, Λέο Τολστόι, Σάμουελ Μπέκετ, Άλμπερτ Αϊνστάιν, Τόμας Μαν, Χέρμαν Έσσε και Βίλχελμ. Μπους. Μαζί με τον Γκαίτε ανήκει στους ανανεωτές της γερμανικής γλώσσας.
Στα τέλη Αυγούστου του 1869 ο Τολστόι γράφει: «Ξέρετε τι σήμαινε για μένα αυτό το καλοκαίρι; Αδιάκοπο ενθουσιασμό για τον Σοπενχάουερ και μια σειρά πνευματικών απολαύσεων που δεν τις είχα ζήσει μέχρι τότε. ... Δεν ξέρω αν κάποτε θ' αλλάξω γνώμη, τώρα πάντως είμαι πεπεισμένος ότι ο Σοπενχάουερ είναι ο πιο μεγαλοφυής απ' όλους τους ανθρώπους. ... Όταν τον διαβάζω, δεν μπορώ να καταλάβω πώς μπόρεσε το όνομά του να μείνει άγνωστο. Το πολύ-πολύ μία εξήγηση υπάρχει, εκείνη ακριβώς που τόσο συχνά επαναλαμβάνει ο ίδιος, ότι δηλαδή σ' αυτόν τον κόσμο σχεδόν μόνο ηλίθιοι υπάρχουν».
Κάποτε είχε πει: «Εγώ θα φτάσω τα ενενήντα. Μου το λένε ο καλός μου ύπνος και το γερό μυϊκό σύστημα. Ο θάνατος στα ογδόντα έχει ακόμα κάτι βίαιο, στα ενενήντα είναι ήπιος». Τον Σεπτέμβριο του 1860 προσβλήθηκε από πνευμονία και πέθανε εβδομήντα δύο χρονών στη Φρανκφούρτη. Η «τυφλή βούληση» που διέπει τον κόσμο δεν έλαβε, βέβαια, υπόψη της τις προθέσεις και τις επιθυμίες του.
Ξ. Α.
ΘΑ ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΟΥΜΕ ΝΑ ΔΙΑΓΡΑΨΟΥΜΕ ΤΟ ΚΑΤΑ ΔΥΝΑΜΙΝ ΤΗΝ ΚΑΡΙΕΡΑ ΤΟΥ Α-ΛΟΓΟΥ ΠΟΥ ΜΑΣ ΕΧΕΙ ΚΑΤΑΚΛΥΣΕΙ ΚΑΙ ΕΧΕΙ ΑΚΥΡΩΣΕΙ ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΑΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΚΑΘΙΣΤΩΝΤΑΣ ΑΔΥΝΑΤΗ ΣΧΕΔΟΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΜΑΣ ΣΤΟΝ ΕΝΣΑΡΚΩΜΕΝΟ ΘΕΟ ΛΟΓΟ ΣΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου