HANS JONAS - TECHNIK, MEDIZIN UND ETHIK - ZUR PRAXIS DES PRINZIPS VERANTWORTUNG
11. ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΑΝΑΒΟΛΗΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟ «ΔΙΚΑΙΩΜΑ» ΝΑ ΠΕΘΑΝΗΣ
Το έργο τής ιατρικής
Ένας «στοχασμός» για το «δικαίωμα στον θάνατο» (( ! )) δεν μπορεί βέβαια να ολοκληρωθή με την ιδιαίτερη εκείνη περίπτωση ενός ασθενούς σε ανεπίστροφο κώμα, που είναι άλλωστε περιθωριακή ως προς το κυρίως θέμα μας. Πρόκειται για μια σπάνια πράγματι και ακραία καθ’ εαυτήν περίπτωση, ώστε να μας χρησιμεύση ως παράδειγμα, ακόμα κι αν θεωρηθή γενικώς εδώ το να «επιτραπή ο θάνατος» ως ένα – λανθάνον έστω – «έννομο δικαίωμα» του συγκεκριμένου προσώπου. (Κάτι το οποίο και, με μιαν «αναδρομική» έννοια, αποδεχτήκαμε.) Ο πραγματικός και επίκαιρος τόπος αυτού τού δικαιώματος, καθώς και ο τόπος τών αντιπαραθέσεων και των ψυχικών αγώνων που δημιουργεί και γεννά, είναι το πολύ πιο συχνό και ολισθηρό «λυκόφως» ενός πλήρως συνειδητού ετοιμοθάνατου ασθενούς, πού αποζητά (ίσως...) τον θάνατο, αλλά δεν μπορεί και ο ίδιος να τον προκαλέση. Γιατί είναι αυτός – και όχι ένα εντελώς στερημένο από κάθε συνείδηση σώμα – , του οποίου η ανάγκη προξενεί όλα τα βασανιστικά ηθικά προβλήματα και ερωτήματα. Κοινό παραμένει ωστόσο και στις δυό περιπτώσεις το εξής: το ότι ανακαλούν, πέρα κι απ’ τον χώρο τών «δικαιωμάτων», το ερώτημα για το τελικό έργο τής ιατρικής τέχνης. Μας υποχρεώνουν δηλ. να αναρωτηθούμε, αν η απλή «καθυστέρηση» και αναστολή μπροστά στο κατώφλι τού θανάτου ανήκει πράγματι στους γνήσιους σκοπούς και τις υποχρεώσεις τής ιατρικής. Καλούμαστε ωστόσο να διαπιστώσουμε εδώ, ως προς τους εξυπηρετούμενους πράγματι σκοπούς μιας «συγκαταβατικής» τέχνης, ότι στη μιαν άκρη τού φάσματος ο τυπικά αυστηρός προσδιορισμός τών ιατρικών σκοπών και στόχων έχει εξαιρετικά «χαλαρώσει», περιλαμβάνοντας σήμερα (ιδίως από χειρουργικής αλλά και από φαρμακευτικής πλευράς) «υπηρεσίες» και «εξυπηρετήσεις», που δεν μπορούν κατά κανέναν τρόπο να χαρακτηρισθούν ως ιατρικές, όπως είναι π.χ. η αντισύλληψη, η έκτρωση, η στείρωση για μη ιατρικούς λόγους, καθώς και η αλλαγή φύλου (( ! )) , αποσιωπώντας βέβαια εδώ την αισθητική χειρουργική προς χάριν μιας κενοδοξίας ή και για να αποκτηθούν επαγγελματικά προνόμια. Η «υπηρεσία τής ζωής» έχει εδώ επεκταθή, πέρα απ’ το παραδοσιακό ιατρικό έργο τής θεραπείας και της ανακούφισης, στον ρόλο μιας γενικής «σωματικής τεχνικής» για διάφορους σκοπούς κοινωνικής ή και προσωπικής επιλογής. Αρκεί σήμερα, ακόμα κι αν δεν υπάρχουν παθολογικά δεδομένα, να ζητεί ένας πελάτης (=«ασθενής») τις εν λόγω «υπηρεσίες» από έναν γιατρό, και να τις επιτρέπη βέβαια και ο νόμος. Η γνώμη μας ωστόσο για όλα αυτά δεν είναι τού παρόντος.
Στο ανώτερο ωστόσο και κριτικά παθολογικό τέλος τού φάσματος, όπου και υφίσταται πράγματι το «δικαίωμά» μας «να πεθάνουμε», το έργο τού γιατρού υπόκειται ακόμα στις εξαιρετικές και παραδοσιακές υποχρεώσεις και δεσμεύσεις. Γι’ αυτό ακριβώς είναι σημαντικό να ορίσουμε άλλη μια φορά τη θεμελιώδη «υποχρέωση απέναντι στην ζωή», προσδιορίζοντας έτσι και το πόσο μακριά οφείλει ή και επιτρέπεται να πάη η ιατρική τέχνη στη μέριμνά της. Διατυπώσαμε ήδη λοιπόν έναν κανόνα, ότι ακόμα κι ένα μεταφυσικό χρέος ζωής απ’ την πλευρά τού ασθενούς δεν δικαιολογεί μιαν αντίστοιχη υποχρέωση απ’ την πλευρά τού γιατρού. Ο γιατρός υποχρεώνεται ωστόσο επί τού παρόντος σε κάτι τέτοιο, εν μέρει απ’ το επαγγελματικό του ήθος και εν μέρει απ’ την ισχύουσα νομοθεσία και το επικρατούν δίκαιο. Ως συνέπεια της κατά κανόνα πλέον νοσοκομειακής περίθαλψης ενός ασθενούς, και ιδίως ενός ασθενούς «στα τελευταία» του, είναι επίσης και ο γιατρός, απ’ τη στιγμή που εισήγαγε τον ασθενή στα μηχανήματα που τον κρατούν εν ζωή μέσα στο νοσοκομείο, κι αυτός κατά κάποιον τρόπο «καλωδιωμένος», και καθόλου πια ένας ανεξάρτητος, «εξωτερικός παράγοντας». Και είναι, πασίγνωστα πλέον, ευκολώτερο να εκδοθή μια (κατα)δικαστική απόφαση για καταναγκαστική θεραπεία (για τα παιδιά τών «μαρτύρων» π.χ. «τού Ιεχωβά»), από μιαν αντίστοιχη για διακοπή τής μηχανικής υποστήριξης (όπως ήταν η περίπτωση π.χ. Quinlan – Βλ. υποσημείωση). Για να υπερασπιστούμε λοιπόν το «δικαίωμα στο να πεθάνουμε», πρέπει να αναδειχθή και να υποστηριχθή εκ νέου η πραγματική κλήση ή και αρμοδιότητα του γιατρού, ώστε να ελευθερωθούν τόσο ο γιατρός όσο και ο ασθενής απ’ την παρούσα υποδούλωσή τους. Είναι το νεοφανές ακριβώς φαινόμενο μιας τελικής αδυναμίας τού ασθενούς, συνδυασμένης με την ισχύ τεχνικών καθυστέρησης του θανάτου υπό κρατική, δημόσια αιγίδα, που απαιτεί μια τέτοια καινούργια κατάφαση και υποστήριξη ...
... Μπορούμε λοιπόν να συμφωνήσουμε, όπως πιστεύω, στο ότι η εμπιστοσύνη μας στην ιατρική έχει να κάνη με την ολότητα της ζωής, ή με την επιθυμία, το λιγότερο, να ζήσουμε. Ότι το πραγματικό της δηλ. έργο είναι να κρατήση ζωντανή τη φωτιά, και όχι να αναδιφήση τη στάχτη, παρ’ όλο που οφείλει να φροντίση κι αυτό το τελευταίο. Ενώ η ανεπιθύμητη, απ’ την άλλη, τεχνητή αναβολή ενός «τέλους» δεν οδηγεί παρά στην παράλογη επιβολή βασάνων και (προσωπικής...) ταπείνωσης. Το πώς μπορεί να μεταφερθή τώρα μια τέτοια βασική ομολογία στη νόμιμη και βιώσιμη πράξη, αυτό αποτελεί ένα δύσκολο, σίγουρα, καθ’ εαυτό κεφάλαιο˙ γιατί, όσο καλά κι αν διαχειριστούμε ένα τέτοιο ζήτημα, δεν θα λείψουν οπωσδήποτε, από τη φύση τού πράγματος, εκείνες οι «ενδιάμεσες ζώνες», όπου θα πρέπη να ληφθούν στενάχωρες, κατά περίσταση, αποφάσεις (( Εφ’ όσον εμείς, δυστυχώς, «αποφασίζουμε»... )) . Αν ισχύση ωστόσο, κι αν υπάρξη μια κατ’ αρχάς κατάφαση στην ως άνω αρχή, τότε υπάρχει και η ελπίδα, ότι ο γιατρός θα ξαναγίνη ένας υπηρέτης τού ανθρώπου, και όχι ένας τυραννικός, και τυραννιζόμενος κι ο ίδιος αντίστροφα, «αφέντης» τού ασθενούς του.
Και κατανοούμε έτσι, ότι δεν μπορεί να είναι τελικά η έννοια του θανάτου, αλλά η έννοια της ζωής αυτή που θα διευθύνη και θα κατευθύνη το ερώτημά μας για το «δικαίωμα στο να πεθάνουμε». Επιστρέψαμε κατόπιν αυτού στο ξεκίνημα της όλης αναζήτησής μας, όπου και θεωρήσαμε (δικαίως...), πως πηγάζουν και ξεκινούν από το δικαίωμα στην ζωή όλα τα άλλα δικαιώματα. Συμπεριλαμβανομένου, με σωστό και πλήρη (το κατά δύναμιν...) τρόπο, και του (πρωτοφανώς ίσως διατυπωμένου εδώ και στην εποχή μας...) «δικαιώματος στο να πεθάνουμε».
( Υποσημείωση: Η «περίφημη» περίπτωση της Karen Quinlan αφορούσε σ’ ένα νεαρό, σε κωματώδη κατάσταση, κορίτσι, που διατηρείτο στην ζωή με τεχνητά μέσα αναπνοής, διατροφής κ.ά. Με αίτημα των γονέων, επέτρεψε κάποια στιγμή το δικαστήριο τη διακοπή τής τεχνητής αναπνοής. Και ενεργοποιήθηκε τότε, αυθόρμητα, η φυσική αναπνοή, χωρίς έξοδο απ’ το κώμα. Επέμεναν τότε οι γονείς στο να συνεχιστή η τεχνητή διατροφή, που για τη διακοπή της θα χρειαζόταν άλλωστε μια επιπλέον και καινούργια δικαστική απόφαση... Το κορίτσι αυτό συνέχισε να ζη, αναπνέοντας το ίδιο, με την υπόλοιπη τεχνητή υποστήριξη, σε κατάσταση κώματος, για δέκα ολόκληρα χρόνια... Απεβίωσε τον Ιούνιο του 1958 )
( Τέλος τού κυρίως κειμένου – Ακολουθεί ένα κεφάλαιο με αποσπάσματα από δημόσιες συζητήσεις γύρω απ’ το θέμα τής ευθύνης στη σύγχρονη εποχή... )
Στο ανώτερο ωστόσο και κριτικά παθολογικό τέλος τού φάσματος, όπου και υφίσταται πράγματι το «δικαίωμά» μας «να πεθάνουμε», το έργο τού γιατρού υπόκειται ακόμα στις εξαιρετικές και παραδοσιακές υποχρεώσεις και δεσμεύσεις. Γι’ αυτό ακριβώς είναι σημαντικό να ορίσουμε άλλη μια φορά τη θεμελιώδη «υποχρέωση απέναντι στην ζωή», προσδιορίζοντας έτσι και το πόσο μακριά οφείλει ή και επιτρέπεται να πάη η ιατρική τέχνη στη μέριμνά της. Διατυπώσαμε ήδη λοιπόν έναν κανόνα, ότι ακόμα κι ένα μεταφυσικό χρέος ζωής απ’ την πλευρά τού ασθενούς δεν δικαιολογεί μιαν αντίστοιχη υποχρέωση απ’ την πλευρά τού γιατρού. Ο γιατρός υποχρεώνεται ωστόσο επί τού παρόντος σε κάτι τέτοιο, εν μέρει απ’ το επαγγελματικό του ήθος και εν μέρει απ’ την ισχύουσα νομοθεσία και το επικρατούν δίκαιο. Ως συνέπεια της κατά κανόνα πλέον νοσοκομειακής περίθαλψης ενός ασθενούς, και ιδίως ενός ασθενούς «στα τελευταία» του, είναι επίσης και ο γιατρός, απ’ τη στιγμή που εισήγαγε τον ασθενή στα μηχανήματα που τον κρατούν εν ζωή μέσα στο νοσοκομείο, κι αυτός κατά κάποιον τρόπο «καλωδιωμένος», και καθόλου πια ένας ανεξάρτητος, «εξωτερικός παράγοντας». Και είναι, πασίγνωστα πλέον, ευκολώτερο να εκδοθή μια (κατα)δικαστική απόφαση για καταναγκαστική θεραπεία (για τα παιδιά τών «μαρτύρων» π.χ. «τού Ιεχωβά»), από μιαν αντίστοιχη για διακοπή τής μηχανικής υποστήριξης (όπως ήταν η περίπτωση π.χ. Quinlan – Βλ. υποσημείωση). Για να υπερασπιστούμε λοιπόν το «δικαίωμα στο να πεθάνουμε», πρέπει να αναδειχθή και να υποστηριχθή εκ νέου η πραγματική κλήση ή και αρμοδιότητα του γιατρού, ώστε να ελευθερωθούν τόσο ο γιατρός όσο και ο ασθενής απ’ την παρούσα υποδούλωσή τους. Είναι το νεοφανές ακριβώς φαινόμενο μιας τελικής αδυναμίας τού ασθενούς, συνδυασμένης με την ισχύ τεχνικών καθυστέρησης του θανάτου υπό κρατική, δημόσια αιγίδα, που απαιτεί μια τέτοια καινούργια κατάφαση και υποστήριξη ...
... Μπορούμε λοιπόν να συμφωνήσουμε, όπως πιστεύω, στο ότι η εμπιστοσύνη μας στην ιατρική έχει να κάνη με την ολότητα της ζωής, ή με την επιθυμία, το λιγότερο, να ζήσουμε. Ότι το πραγματικό της δηλ. έργο είναι να κρατήση ζωντανή τη φωτιά, και όχι να αναδιφήση τη στάχτη, παρ’ όλο που οφείλει να φροντίση κι αυτό το τελευταίο. Ενώ η ανεπιθύμητη, απ’ την άλλη, τεχνητή αναβολή ενός «τέλους» δεν οδηγεί παρά στην παράλογη επιβολή βασάνων και (προσωπικής...) ταπείνωσης. Το πώς μπορεί να μεταφερθή τώρα μια τέτοια βασική ομολογία στη νόμιμη και βιώσιμη πράξη, αυτό αποτελεί ένα δύσκολο, σίγουρα, καθ’ εαυτό κεφάλαιο˙ γιατί, όσο καλά κι αν διαχειριστούμε ένα τέτοιο ζήτημα, δεν θα λείψουν οπωσδήποτε, από τη φύση τού πράγματος, εκείνες οι «ενδιάμεσες ζώνες», όπου θα πρέπη να ληφθούν στενάχωρες, κατά περίσταση, αποφάσεις (( Εφ’ όσον εμείς, δυστυχώς, «αποφασίζουμε»... )) . Αν ισχύση ωστόσο, κι αν υπάρξη μια κατ’ αρχάς κατάφαση στην ως άνω αρχή, τότε υπάρχει και η ελπίδα, ότι ο γιατρός θα ξαναγίνη ένας υπηρέτης τού ανθρώπου, και όχι ένας τυραννικός, και τυραννιζόμενος κι ο ίδιος αντίστροφα, «αφέντης» τού ασθενούς του.
Και κατανοούμε έτσι, ότι δεν μπορεί να είναι τελικά η έννοια του θανάτου, αλλά η έννοια της ζωής αυτή που θα διευθύνη και θα κατευθύνη το ερώτημά μας για το «δικαίωμα στο να πεθάνουμε». Επιστρέψαμε κατόπιν αυτού στο ξεκίνημα της όλης αναζήτησής μας, όπου και θεωρήσαμε (δικαίως...), πως πηγάζουν και ξεκινούν από το δικαίωμα στην ζωή όλα τα άλλα δικαιώματα. Συμπεριλαμβανομένου, με σωστό και πλήρη (το κατά δύναμιν...) τρόπο, και του (πρωτοφανώς ίσως διατυπωμένου εδώ και στην εποχή μας...) «δικαιώματος στο να πεθάνουμε».
( Υποσημείωση: Η «περίφημη» περίπτωση της Karen Quinlan αφορούσε σ’ ένα νεαρό, σε κωματώδη κατάσταση, κορίτσι, που διατηρείτο στην ζωή με τεχνητά μέσα αναπνοής, διατροφής κ.ά. Με αίτημα των γονέων, επέτρεψε κάποια στιγμή το δικαστήριο τη διακοπή τής τεχνητής αναπνοής. Και ενεργοποιήθηκε τότε, αυθόρμητα, η φυσική αναπνοή, χωρίς έξοδο απ’ το κώμα. Επέμεναν τότε οι γονείς στο να συνεχιστή η τεχνητή διατροφή, που για τη διακοπή της θα χρειαζόταν άλλωστε μια επιπλέον και καινούργια δικαστική απόφαση... Το κορίτσι αυτό συνέχισε να ζη, αναπνέοντας το ίδιο, με την υπόλοιπη τεχνητή υποστήριξη, σε κατάσταση κώματος, για δέκα ολόκληρα χρόνια... Απεβίωσε τον Ιούνιο του 1958 )
( Τέλος τού κυρίως κειμένου – Ακολουθεί ένα κεφάλαιο με αποσπάσματα από δημόσιες συζητήσεις γύρω απ’ το θέμα τής ευθύνης στη σύγχρονη εποχή... )
Ένας «στοχασμός» για το «δικαίωμα στον θάνατο» (( ! ))
ΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΟΣ ΣΤΗΝ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ. ΣΚΛΑΒΩΜΕΝΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΘΡΑΣΟΣ ΤΟΥ ΥΠΑΡΞΙΣΜΟΥ ΝΑ ΔΙΕΚΔΙΚΕΙ ΤΗΝ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟΝ.
ΑΛΛΑ ΜΑΣ ΛΥΝΕΙ ΜΕ ΑΠΛΑ ΛΟΓΙΑ ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΗΣ ΜΑΖΙΚΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΣΤΟ ΚΑΨΙΜΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ.
Ότι το πραγματικό της δηλ. έργο είναι να κρατήση ζωντανή τη φωτιά, και όχι να αναδιφήση τη στάχτη, παρ’ όλο που οφείλει να φροντίση κι αυτό το τελευταίο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου