XV
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ
ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ
ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ
ΠΟΥ ΣΗΜΕΡΑ ΑΝΑΔΥΟΝΤΑΙ
ΣΤΟ ΠΡΟΣΚΗΝΙΟ
Προφητικές προεικονίσεις
ορισμένων εννοιών της ερμηνευτικής,
όπως εκφράζονται ιδίως στον Φαίδρο
Τα δύο διαφορετικά γλωσσικά επίπεδα με τα οποία ο Πλάτων συνέθεσε τα έργα του
ΒΑΣΕΙ ΤΩΝ ΑΝΩΤΕΡΩ, είναι δυνατόν να τεθεί και να επιλυθεί οριστικά το πρόβλημα, το οποίο με διάφορους τρόπους έχω θέσει και αναπτύξει καθ’ όλη τη διάρκεια του παρόντος βιβλίου και του οποίου έως τώρα έχω παρουσιάσει τη λύση μόνο αποσπασματικά: μπορούμε πράγματι να ισχυριστούμε ότι ο Πλάτων δεν έγραψε απολύτως τίποτε για εκείνα τα ζητήματα που τον απασχολούσαν περισσότερο και που του ήταν περισσότερο ουσιώδη, ή πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι, κατά κάποιον τρόπο, και για αυτά παρείχε ορισμένα μηνύματα και γραπτώς;Για να απαντήσω καταλλήλως στο πρόβλημα, ξεκινώ από ένα κείμενο του Χέγκελ, στραμμένο εναντίον της «εσωτερικής» ερμηνείας του Πλάτωνα που είχε προτείνει ο Tennemann (W.G. Tennemann, Σύστημα της πλατωνικής φιλοσοφίας, Λειψία 1792-1795), σε ένα έργο που έχουμε ήδη μνημονεύσει παραπάνω. Ας πούμε όμως αμέσως ότι τότε οι πλατωνικές «άγραφες διδασκαλίες» νοούνταν με εσφαλμένο τρόπο, δηλαδή ως μηνύματα που όφειλαν να παραμένουν καλυμμένα από «μυστικότητα», ως ένα είδος μεταφιλοσοφίας για μυημένους (Οι «άγραφες διδασκαλίες» του Πλάτωνα προορίζονταν για τη διαλεκτική προφορική παράδοση, δηλαδή για τα μαθήματά του στην Ακαδημία: αποτελούσαν, επομένως, αντικείμενο της διδασκαλίας του, με την έννοια που εξηγεί στην αυτοβιογραφία του Φαίδρου, την οποία σχολίασα παραπάνω).
Εναντίον αυτής της ερμηνείας ο Χέγκελ γράφει:
«Μια δυσκολία θα προέκυπτε από τη διάκριση που συνηθίζεται να γίνεται ανάμεσα σε εξωτερική και εσωτερική φιλοσοφία. Ο Tennemann ισχυρίζεται: “Ο Πλάτων έκανε χρήση του δικαιώματος που ανήκει σε κάθε στοχαστή, να κοινοποιεί μόνο εκείνο το μέρος των ανακαλύψεών του που θεωρούσε πρόσφορο, και να το κοινοποιεί μόνο σε εκείνους που πίστευε ικανούς να το δεχθούν. Και ο Αριστοτέλης είχε μια εσωτερική και μια εξωτερική φιλοσοφία, με τη διαφορά όμως ότι σε εκείνον η διάκριση αφορούσε μόνο τη μορφή, ενώ στον Πλάτωνα το περιεχόμενο”. Ανοησίες! Θα έμοιαζε σχεδόν σαν ο φιλόσοφος να κατέχει τις σκέψεις του όπως τα εξωτερικά πράγματα· όμως η φιλοσοφική ιδέα είναι κάτι εντελώς διαφορετικό: είναι αυτή που κατέχει τον άνθρωπο. Όταν οι φιλόσοφοι μιλούν για φιλοσοφικά ζητήματα, οφείλουν να εκφράζονται σύμφωνα με τις ιδέες τους και δεν μπορούν να τις κρατούν κρυφές και κλεισμένες στην τσέπη τους. Ακόμη κι αν με ορισμένους εκφράζονται με εξωτερικό τρόπο, ωστόσο στους λόγους τους εμπεριέχεται πάντοτε η ιδέα, εφόσον το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος έχει κάποιο περιεχόμενο. Για να παραδώσει κανείς ένα εξωτερικό αντικείμενο δεν απαιτείται ιδιαίτερη ικανότητα, αλλά για να επικοινωνήσει ιδέες απαιτείται ικανότητα, και αυτή παραμένει πάντοτε κάτι το εσωτερικό, έτσι ώστε ποτέ δεν έχουμε την καθαρά εξωτερική πλευρά των φιλοσόφων»[Hegel, Διαλέξεις για την ιστορία της φιλοσοφίας, II, σ. 163-164. Το απόσπασμα του Tennemann που παραθέτει ο Hegel προέρχεται από το έργο Geschichte der Philosophie/ Ιστορία της φιλοσοφίας, τόμος II, Λειψία 1799, σ. 220, στο οποίο ο Tennemann συνοψίζει τις θέσεις που περιέχονται στο έργο του System der platonischen Philosophie/ Σύστημα της πλατωνικής φιλοσοφίας, (1792-1795), το οποίο έχει ήδη αναφερθεί στο κεφάλαιο VII].
Ο Χέγκελ έχει απολύτως δίκιο και αγγίζει τον πυρήνα του προβλήματος, παρότι απείχε πολύ από το να έχει επίγνωση της απολύτως εξαιρετικής ιστορικής συγκυρίας εκείνης της εποχής. Ο Πλάτων έκανε ακριβώς αυτό που περιγράφει ο Χέγκελ στο απόσπασμα αυτό: σε όλους τους λόγους του εμπεριέχεται πάντοτε η κεντρική ιδέα, όσο μικρό κι αν είναι το θέμα που πραγματεύεται, ακριβώς επειδή όχι μόνο κατείχε αυτή την ιδέα, αλλά ήταν και ο ίδιος κατεχόμενος από αυτήν. Πράγματι, ένας καλλιτέχνης εξαιρετικού μεγέθους όπως ο Πλάτων διέθετε εργαλεία που του επέτρεπαν να χρησιμοποιεί, πέρα από τα συνήθη κριτήρια επικοινωνίας, και ορισμένα απολύτως ειδικά κριτήρια, με μια ολόκληρη κλίμακα γλωσσικών αποχρώσεων που του καθιστούσαν δυνατό να λέει-και-να-μην-λέει, δηλαδή να απευθύνεται μόνο ή κυρίως σε εκείνους που ήταν σε θέση να κατανοήσουν, βάσει γνώσεων που είχαν αποκτήσει από άλλη οδό, όπως είδαμε.
Κατά συνέπεια, ο Πλάτων στα γραπτά του κάνει χρήση δύο διαφορετικών γλωσσικών τρόπων:
α) ενός ρητού και σαφούς, για όλα εκείνα τα πράγματα που μπορούσαν να κοινοποιηθούν και στους πολλούς·
β) και ενός υπαινικτικού, με ευρεία αξιοποίηση του ειρωνικού παιχνιδιού, ο οποίος άφηνε να εννοηθούν τα πράγματα μόνο μέσω νύξεων και απευθυνόταν στους μαθητές του που γνώριζαν τις «άγραφες διδασκαλίες» του.
Και ο υπαινιγμός είναι ίδιον ενός λόγου που στοχεύει με ακρίβεια σε κάτι άλλο· και είναι ακριβώς αυτό το «άλλο» που μας λέγεται με έναν ιδιαίτερο γλωσσικό τρόπο, τον οποίο κατανοούμε μόνο υπό το φως των έμμεσων μαρτυριών.
Εκείνα τα «χωρία παράλειψης», για τα οποία μιλήσαμε παραπάνω, αποτελούν τις καίριες στιγμές και τα βασικά σημείααυτού του υπαινικτικού λόγου.
Πέρα από όλα όσα έχουμε ήδη ανακαλέσει στα προηγούμενα κεφάλαια [με κορυφαίο παράδειγμα το παιγνίδι που κάνει ο Πλάτων στην Πολιτεία, όπου δεν «εξοφλεί τον λογαριασμό» με τον ορισμό του Αγαθού, αλλά μόνο τους «τόκους», δηλαδή με την παρουσίαση του «υιού» αντί του «πατρός»(Πολιτεία, VI 506 D-507 A)], ας αναφέρουμε εδώ και ορισμένα ακόμη εμβληματικά παραδείγματα.
Στον Πρωταγόρα ο Πλάτων καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η αρετή είναι μια ικανότητα του «μέτρου», για την αποφυγή της υπερβολής και της έλλειψης, και ότι αυτή η ικανότητα του μέτρου πρέπει να είναι μια «επιστήμη». Τι ακριβώς όμως συνιστά αυτή η επιστήμη του Μέτρου δεν το λέει, αλλά το αναβάλλει για άλλη φορά, γράφοντας:«Ποια επιστήμη και ποια τέχνη είναι αυτή, θα το δούμε άλλη φορά» (Πρωταγόρας, 357 B).
Το ίδιο πρόβλημα επανεμφανίζεται στον Πολιτικό· αλλά και εδώ η οριστική διατύπωση της υπέρτατου Μέτρου αναβάλλεται για άλλη φορά, και «όσον αφορά τα ζητήματα που μας απασχολούν τώρα»(Πολιτικός, 284 D, βλ. Reale, Για μια νέα ερμηνεία του Πλάτωνα..., σ. 411 κ.ε.) δηλώνεται επαρκής η παρουσίαση του «ορθού μέσου» σε αναλογική σχέση με τις τέχνες (Βλ. Πολιτικός, 248 Α-Ε).
Και στον Φίληβο είδαμε πώς το «Μέτρο» παρουσιάζεται στην κορυφή του πίνακα των αξιών, μέσω ενός εξαιρετικά επιδέξιου ειρωνικού παιγνίου αποκάλυψης διά της απόκρυψης (Βλ. Reale, Για μια νέα ερμηνεία του Πλάτωνα..., ειδικά σ. 445-453).
Είδαμε όμως επίσης ότι ακριβώς αυτή η κεντρική θεματική αφορά τον ορισμό του Αγαθού, το οποίο είναι το Ένα ως υπέρτατο Μέτρο όλων των όντων· ορισμός που έπρεπε να διαφυλαχθεί ρητώς στη διαλεκτική προφορικότητα, αλλά κοινοποιούνταν στους μαθητές και μέσω ενός πυκνού δικτύου σημαντικών διασταυρούμενων αναφορών που περιέχονται στα γραπτά.
Τέλος, ας θυμηθούμε ότι ο Πλάτων είχε προτείνει μια τριλογία με πρωταγωνιστή τον Ξένο από την Ελέα: τον Σοφιστή, τον Πολιτικό και τον Φιλόσοφο.
Γιατί άραγε —αναρωτιέται κανείς— δεν τήρησε τελικά την υπόσχεσή του και έγραψε μόνο τους δύο πρώτους διαλόγους;
Η απάντηση, κατά τη γνώμη μου, είναι πλέον σαφής: ο Φιλόσοφος είναι ένας τίτλος παράλειψης που αντιστοιχεί ακριβώς στη λειτουργία των χωρίων παράλειψης, δηλαδή αποτελεί μια παραπομπή και μια αναφορά στη διάσταση της προφορικότητας.
Στην πραγματικότητα, η τριλογία που υποσχέθηκε ο Πλάτων έχει πραγματοποιηθεί: ο Σοφιστής και ο Πολιτικός γράφτηκαν σε παπύρους· ο Φιλόσοφος είναι εκείνος που ο Πλάτων έγραψε όχι σε κυλίνδρους παπύρου, αλλά στις ψυχές των ανθρώπων, σύμφωνα με το κριτήριο που εξηγείται στην αυτομαρτυρία του τέλους του Φαίδρου: αυτό που χαρακτηρίζει τον φιλόσοφο είναι ακριβώς το να γράφει στις ψυχές, και ο ορισμός της φύσης του φιλοσόφου δεν μπορεί να «γραφτεί» παρά μόνο στη διάσταση της διαλεκτικής προφορικότητας. Το να γράψει σε παπύρους τον διάλογο περί του φιλοσόφου —ο οποίος φιλόσοφος δεν πρέπει να γράφει σε παπύρους όσα για τον ίδιο έχουν τη μέγιστη αξία— θα ήταν προφανώς παράλογο.
Την παρούσα ερμηνεία μου την έχω τεκμηριώσει διεξοδικά σε άλλο έργο, στο οποίο παραπέμπω τον ενδιαφερόμενο αναγνώστη (Βλ. Reale, Για μια νέα ερμηνεία του Πλάτωνα..., ειδικά σ. 416-434).
Πέρα από όλα όσα έχουμε ήδη ανακαλέσει στα προηγούμενα κεφάλαια [με κορυφαίο παράδειγμα το παιγνίδι που κάνει ο Πλάτων στην Πολιτεία, όπου δεν «εξοφλεί τον λογαριασμό» με τον ορισμό του Αγαθού, αλλά μόνο τους «τόκους», δηλαδή με την παρουσίαση του «υιού» αντί του «πατρός»(Πολιτεία, VI 506 D-507 A)], ας αναφέρουμε εδώ και ορισμένα ακόμη εμβληματικά παραδείγματα.
Στον Πρωταγόρα ο Πλάτων καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η αρετή είναι μια ικανότητα του «μέτρου», για την αποφυγή της υπερβολής και της έλλειψης, και ότι αυτή η ικανότητα του μέτρου πρέπει να είναι μια «επιστήμη». Τι ακριβώς όμως συνιστά αυτή η επιστήμη του Μέτρου δεν το λέει, αλλά το αναβάλλει για άλλη φορά, γράφοντας:«Ποια επιστήμη και ποια τέχνη είναι αυτή, θα το δούμε άλλη φορά» (Πρωταγόρας, 357 B).
Το ίδιο πρόβλημα επανεμφανίζεται στον Πολιτικό· αλλά και εδώ η οριστική διατύπωση της υπέρτατου Μέτρου αναβάλλεται για άλλη φορά, και «όσον αφορά τα ζητήματα που μας απασχολούν τώρα»(Πολιτικός, 284 D, βλ. Reale, Για μια νέα ερμηνεία του Πλάτωνα..., σ. 411 κ.ε.) δηλώνεται επαρκής η παρουσίαση του «ορθού μέσου» σε αναλογική σχέση με τις τέχνες (Βλ. Πολιτικός, 248 Α-Ε).
Και στον Φίληβο είδαμε πώς το «Μέτρο» παρουσιάζεται στην κορυφή του πίνακα των αξιών, μέσω ενός εξαιρετικά επιδέξιου ειρωνικού παιγνίου αποκάλυψης διά της απόκρυψης (Βλ. Reale, Για μια νέα ερμηνεία του Πλάτωνα..., ειδικά σ. 445-453).
Είδαμε όμως επίσης ότι ακριβώς αυτή η κεντρική θεματική αφορά τον ορισμό του Αγαθού, το οποίο είναι το Ένα ως υπέρτατο Μέτρο όλων των όντων· ορισμός που έπρεπε να διαφυλαχθεί ρητώς στη διαλεκτική προφορικότητα, αλλά κοινοποιούνταν στους μαθητές και μέσω ενός πυκνού δικτύου σημαντικών διασταυρούμενων αναφορών που περιέχονται στα γραπτά.
Τέλος, ας θυμηθούμε ότι ο Πλάτων είχε προτείνει μια τριλογία με πρωταγωνιστή τον Ξένο από την Ελέα: τον Σοφιστή, τον Πολιτικό και τον Φιλόσοφο.
Γιατί άραγε —αναρωτιέται κανείς— δεν τήρησε τελικά την υπόσχεσή του και έγραψε μόνο τους δύο πρώτους διαλόγους;
Η απάντηση, κατά τη γνώμη μου, είναι πλέον σαφής: ο Φιλόσοφος είναι ένας τίτλος παράλειψης που αντιστοιχεί ακριβώς στη λειτουργία των χωρίων παράλειψης, δηλαδή αποτελεί μια παραπομπή και μια αναφορά στη διάσταση της προφορικότητας.
Στην πραγματικότητα, η τριλογία που υποσχέθηκε ο Πλάτων έχει πραγματοποιηθεί: ο Σοφιστής και ο Πολιτικός γράφτηκαν σε παπύρους· ο Φιλόσοφος είναι εκείνος που ο Πλάτων έγραψε όχι σε κυλίνδρους παπύρου, αλλά στις ψυχές των ανθρώπων, σύμφωνα με το κριτήριο που εξηγείται στην αυτομαρτυρία του τέλους του Φαίδρου: αυτό που χαρακτηρίζει τον φιλόσοφο είναι ακριβώς το να γράφει στις ψυχές, και ο ορισμός της φύσης του φιλοσόφου δεν μπορεί να «γραφτεί» παρά μόνο στη διάσταση της διαλεκτικής προφορικότητας. Το να γράψει σε παπύρους τον διάλογο περί του φιλοσόφου —ο οποίος φιλόσοφος δεν πρέπει να γράφει σε παπύρους όσα για τον ίδιο έχουν τη μέγιστη αξία— θα ήταν προφανώς παράλογο.
Την παρούσα ερμηνεία μου την έχω τεκμηριώσει διεξοδικά σε άλλο έργο, στο οποίο παραπέμπω τον ενδιαφερόμενο αναγνώστη (Βλ. Reale, Για μια νέα ερμηνεία του Πλάτωνα..., ειδικά σ. 416-434).

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου