Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2011

Βασίλειον ιεράτευμα, Μελέτη επί του προβλήματος του λαϊκού στοιχείου

Πηγή : Θεολογία και ζωή

Παναγιώτου Νέλλα , Σύναξη 83,
Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2002, σελ. 48-60


Μετάφραση από τα γαλλικά:
Γιώργος Γκότσης Επιμέλεια: Ι. Κ. Παπαδόπουλος


Ένα από τα σπουδαιότερα έργα της σύγχρονης δυτικής θεολογίας είναι να αποκαταστήσει την αληθινή έννοια του λαϊκού στοιχείου, να επαναφέρει τον αποφασιστικό ρόλο του λαϊκού στην εκκλησιαστική ζωή.
Το έργο αυτό δεν είναι εύκολο, εξ αιτίας των μεγάλων παραμορφώσεων που η αντίληψη για τον λαϊκό έχει υποστεί στους περασμένους αιώνες. Η σχεδόν απόλυτη κυριαρχία των κληρικών στον ρωμαιοκαθολικισμό και αυτή των λαϊκών στον προτεσταντισμό έχει δημιουργήσει χάσμα ανάμεσα στις δύο αντιλήψεις, που καθορίζονται, εδώ και αρκετό καιρό, όχι σε σχέση με την Εκκλησία-λαό του Θεού και τον Χριστό-Κεφαλή του λαού, αλλά η μία εν σχέσει με την άλλη, και μάλιστα ως χωριστές ή ακόμη και αντιτιθέμενες.

Το παρόν άρθρο, προσεγγίζοντας το πρόβλημα από ορθόδοξη άποψη, θα ήθελε να αποτελέσει συνεισφορά στη διελεύκανση μερικών δύσκολων σημείων και ως εκ τούτου να βοηθήσει στην άρση κάποιων αναπόφευκτων αδιεξόδων στην δυτική προοπτική (1). Εξ άλλου, ένα πραγματικό πρόβλημα περί του λαϊκού στοιχείου τίθεται τον τελευταίο καιρό και στην ορθόδοξη Εκκλησία, τουλάχιστον στην πρακτική της ζωής της και της οργάνωσης της. Ο θεολογικός στοχασμός θα μπορούσε ίσως να βοηθήσει στην υπέρβαση του.

Η δυτική θεολογία, η οποία καταγίνεται μ' αυτό το θέμα, εστιάζει την μελέτη της στην εξέταση του πραγματικού περιεχομένου του όρου «λαϊκός». Πράγματι προκύπτει σοβαρό πρόβλημα, εάν θεωρήσουμε τους όρους λαϊκός-κληρικός παράλληλα. Όμως στην ορθόδοξη προοπτική οι δύο όροι δεν είναι καθόλου παράλληλοι, είναι ομόκεντροι.

Χρειάζεται να αναλύσουμε αυτό το σημείο.

Ο όρος «λαϊκός» προέρχεται από τη λέξη λαός. Λαϊκοί είναι λοιπόν εκείνοι πού ανήκουν στον λαό, εκείνοι που τον σχηματίζουν. Οι όροι «λαϊκός» και «λαός» συμπίπτουν απολύτως, έτσι ώστε εάν χρειαστεί να καθορίσουμε το νόημα τής λέξης «λαϊκός», θα πρέπει εντελώς απλά να μιλήσουμε για τον χριστιανό, να εξαγάγουμε το νόημα και τις συνέπειες των δύο μυστηρίων τής χριστιανικής μύησης, του βαπτίσματος και του χρίσματος. Πράγματι, λαϊκός είναι κάθε χριστιανός, κάθε βαπτισμένος, κάθε μέλος τής Εκκλησίας. Η εκκλησιαστική κοινότητα, ο Λαός-Σώμα Χριστού, αποτελεί την θεμελιώδη πραγματικότητα, το έδαφος όπου κάθε εκκλησιαστικό λειτούργημα φυτρώνει. Εάν λοιπόν η Σάρκωση και η Ανάσταση από το ένα μέρος, η Πεντηκοστή δε από το άλλο έχουν θεμελιώσει την Εκκλησία, τα μυστήρια του βαπτίσματος και του Χρίσματος την σχηματίζουν αδιάλειπτα μέσα στο χρόνο. Το μυστήριο της ιερωσύνης εξ άλλου την οργανώνει. Τα δύο πρώτα βρίσκονται, θα λέγαμε, στο όριο της Εκκλησίας, το τρίτο τοποθετείται, όπως θα δούμε σαφέστερα σε λίγο, εντός της Εκκλησίας. Οι κληρικοί λοιπόν είναι επίσης μέλη του Λαού-Σώματος, είναι στην πλήρη σημασία της λέξης, και αυτοί πρωτίστως λαϊκοί.

Έτσι, δεν θα μπορούσαμε να δώσουμε το μυστήριο της ιερωσύνης σε κάποιον που δεν θα έχει προηγουμένως λάβει την χριστιανική μύηση. Και εάν αποδειχθεί ότι αυτή η μύηση δεν έχει γίνει, αυτός ο άνθρωπος δεν θα ήταν δυνατό να θεωρηθεί ως χειροτονημένος. Είναι εξ άλλου γνωστό ότι ο ιερεύς, και ιδίως ο επίσκοπος, κατά την προετοιμασία του για την τέλεση τής Ευχαριστίας, το πρώτο ιερατικό ένδυμα πού φοράει είναι ο λευκός χιτών, σημείον του βαπτίσματος του, του ότι ανήκει στον ιερατικό λαό.

Η παραμόρφωση της έννοιας του λαϊκού οφείλεται στο γεγονός ότι αυτή προσδιορίστηκε όχι σε σχέση με τον «λαό», αλλά με τον κλήρο. Έχοντας καταστεί ο κλήρος μέσα στην Ρωμαιοκαθολική εκκλησία η πηγή-κέντρο της οργάνωσης της, οι λαϊκοί υποβαθμίστηκαν σε ένα είδος «πελατείας του ιερατείου», όπως λέει ο Yves Congar. Απ' εδώ δεν μένει παρά ένα μόνο βήμα για να φθάσουμε στο φαινόμενο της αντίθεσης μεταξύ κληρικαλισμού και λαϊκισμού, που έχει προσλάβει για την Δύση εξαιρετική σημασία από άποψη θρησκευτική και κοινωνιολογική: Τότε, ο όρος λαϊκός κατέληξε συνώνυμος του άθεος.

Καθώς όλα τα μέλη της Εκκλησίας είναι λαϊκοί, όλοι είναι εξ ίσου και ιε ρείς, γιατί όλοι είναι ενσωματωμένοι και ζουν στον Μεγάλο και Μοναδικό Ιερέα, τον Χριστό. Η βιβλική επιστήμη έχει δείξει ότι στη Βίβλο υπάρχουν δύο λέξεις για την ιερωσύνη: Ιερεύς, λέξη ελληνική, που χρησιμοποιείται τόσο για την εβραϊκή ιερωσύνη της Παλαιάς Διαθήκης όσο και την ιερωσύνη των εθνικών, που και οι δύο αποτελούν ουσιαστικής μορφής ιερωσύνη με κέντρο τον βωμό - καθώς και η λέξη πρεσβύτερος, πού χρησιμοποιείται από την Καινή Διαθήκη για να σημαίνει εκείνους που έχουν επιλέγει από το 'Aγιο Πνεύμα, και προταθεί να είναι ποιμένες των τοπικών εκκλησιών και προεστώτες της θείας Ευχαριστίας.

Η πρώτη ιερωσύνη αντιπροσωπευόταν από την ιδιαίτερη τάξη των ιερέων και ο Χριστός την κατήργησε ή μάλλον την κράτησε εξ ολοκλήρου για τον Εαυτό του. Κατά την προς Εβραίους επιστολή, ο Χριστός είναι ο μόνος ιερεύς ή καλύτερα Αρχιερεύς και αυτό όχι κατά την τάξη του Ααρών, αλλά κατά την τάξη Μελχισεδέκ, δηλαδή ένας ιερέας που αντλεί την ιερωσύνη του κατευθείαν από τον Θεό (2).

Επίσης δια της συνενώσεως με την ιερωσύνη του Χριστού, στο σώμα του που είναι η Εκκλησία, η Καινή Διαθήκη μας λέει ότι ολόκληρος ο λαός του Θεού έγινε λαός πραγματικά ιερατικός. «Ὑμεῖς δέ γένος ἐκλεκτόν, Βασίλειον ἱεράτευμα, ἔθνος ἅγιον» (3). Και η Αποκάλυψη καθορίζει ότι έχουμε γίνει όλοι «βασιλεία, ἱερεῖς τῷ Θεῷ» (4). Έτσι οό χαρακτηρισμός ιερεύς περνά στην Καινή Διαθήκη δια μέσου του Χριστού σε όλους τους πιστούς, με τρόπο ώστε θα μπορούσαμε να πούμε ότι μόνο ο Χριστός είναι ιερέας, όλοι είναι ιερείς κατά συμμετοχή, αλλά μερικοί είναι επίσκοποι ή πρεσβύτεροι (5).

Εξ άλλου πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, μιλώντας για τους λειτουργούς του Χριστού στην Εκκλησία, η Καινή Διαθήκη δεν τους αποδίδει ποτέ τον τίτλο ιερεύς. Τους αποκαλεί ως επί το πλείστον πρεσβυτέρους, σ' ορισμένες δε περιπτώσεις επιβλέποντες, δηλαδή επισκόπους. Πρόκειται για ορισμένα μέλη της εκκλησιαστικής κοινότητας, τα περισσότερο ενάρετα και σεβάσμια, που ο Θεός εκλέγει και τα οποία, «δι' ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν λαμβάνουν τά δῶρα πού ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τούς παραχωρεῖ» (6), καθίστανται δε έτσι επίσκοποι και ιε ρείς των συγκεκριμένων κοινοτήτων.

Φθάνουμε έτσι στο μυστήριο της ιερωσύνης και εδώ έχει σημασία να δούμε αυτό που το μυστήριο τούτο αντιπροσωπεύει. Γιατί, εάν η παραμόρφωση της έννοιας του λαϊκού οφείλεται σ' εκείνη της έννοιας του κληρικού, είναι φυσικό να αποπειραθούμε να αποκαταστήσουμε αυτή την τελευταία, ώστε η θέση του λαϊκού στην Εκκλησία να πάρει όλη τη σημασία της. Μία σύντομη παράλληλη μελέτη των δύο μυστηρίων, του βαπτίσματος και της ιερωσύνης θα μας βοηθήσει να το καταλάβουμε.

Το μυστήριο του Βαπτίσματος αλλάζει ριζικά το ανθρώπινο ον, αποτελεί πραγματικά για τον άνθρωπο μία καινούργια γέννηση, δημιουργεί σ' αυτόν καινούργια αισθητήρια, τον γεμίζει με μία νέα ζωή, τον κάνει μέλος ενός καινούργιου Σώματος και μιας καινούργιας Πολιτείας. Το μυστήριο της ιερωσύνης δεν αλλάζει τον άνθρωπο στην ουσία του. Του δίνει την εξουσία να υπηρετεί τους άλλους πιστούς και ταυτόχρονα τη δυνατότητα να τούς μεταβιβάζει δια των μυστηρίων και δια του λόγου την Χάρη. Όμως, ενώ τον προικίζει μ' αυτές τις καινούργιες δυνατότητες, καθόλου δεν του προσδίδει -από άποψη ανθρωπολογική- καινούργιες διαστάσεις (7). Ή χάρη που λαμβάνει δεν αποτελεί τόσο ένα προνόμιο, αλλά πιο πολύ μία ευθύνη. Πρόκειται κατ' ουσίαν για ένα λειτούργημα.

Από την άλλη πλευρά, πρέπει να επισημάνουμε πως, ενώ το μυστήριο του Βαπτίσματος βρίσκεται στο σύνορο, στη διαχωριστική γραμμή μεταξύ χριστιανών και μη χριστιανών, και δημιουργεί μέσα στην ανθρώπινη κοινωνία μια καινούργια κοινότητα ουσιωδώς διαφορετική, το μυστήριο της ιερωσύνης τοποθετείται εντός τής Εκκλησίας. Αυτό που υπάρχει στη βάση ως πρωταρχική πραγματικότητα είναι ο Λαός του Θεού: η Εκκλησία που συγκροτείται δια του Βαπτίσματος, ζωοποιείται δια του χρίσματος, τρέφεται δια της Ευχαριστίας. Για να μπορεί όμως αυτή η Εκκλησία να ζει εν χρόνω, να φυλάττει την ορθή κατεύθυνση, να οδοιπορεί ακριβώς προς τους Ουρανούς, έχει ανάγκη από μία συγκεκριμένη οργάνωση και μία ιεραρχία. Αυτή δε η οργάνωση της Εκκλησίας δεν είναι ένα εξωτερικό πράγμα, απλά και μόνο ανθρώπινο. Κάτι τέτοιο θα ήταν ανεπαρκές και καθόλου δεν θα διέκρινε την Εκκλησία από άλλες κοινωνικές ομαδοποιήσεις. Ο Χριστός δεν εμπιστεύεται στον άνθρωπο την οργάνωση της Εκκλησίας, την φυλάσσει για τον εαυτό του. Καλεί λοιπόν συγκεκριμένα μέλη του λαού του και με το μυστήριο της ιερωσύνης τους κάνει να ενσωματωθούν στην ιερωσύνη του, όχι με εντονώτερο τρόπο σε σχέση με τους άλλους πιστούς, αλλά περισσότερο ενεργητικό και οικείο. Έτσι δια μέσου αυτών ή μαζί μ' αυτούς είναι Εκείνος που ενεργεί σ' όλες τις λεπτομέρειες της ζωής της Εκκλησίας και τοιουτοτρόπως εγγυάται την διαρκή και αποτελεσματική παρουσία του μέσα στο λαό του. Εξ άλλου, ενωμένος με τα ανθρώπινα πρόσωπα και ενεργώντας δια των δικών τους θελήσεων, δεν διακινδυνεύει να απορριφθεί από την ανθρώπινη ελευθερία. Η «αποστολική διαδοχή» εκδηλώνεται έτσι ως ο τόπος όπου έχουμε τη βεβαιότητα ότι ο Θεός είναι πιστός και όπου ανταποκρίνεται στις επικλήσεις μας.

Ευρισκόμενο εντός της Εκκλησίας το μυστήριο της ιερωσύνης έχει ως συνέπεια ότι και οι κληρικοί ευρίσκονται επίσης πλήρως μέσα στην εκκλησιαστική κοινότητα. Δεν κατέχουν μία θέση μεταξύ του λαού και του Χριστού.

Αυτό καθίσταται σαφές με το γεγονός της Επίκλησης. Τη στιγμή της καθαγίασης των τιμίων δώρων δεν είναι ο ιερεύς ως τέτοιος που ενεργεί. Η λειτουργία του είναι διαφορετική: Εκφωνώντας τους λόγους της συστάσεως του μυστηρίου προσεύχεται στο όνομα των πιστών -απαραιτήτως βέβαια επιδοκιμαζόμενος απ' αυτούς δια του Αμήν- προς τον Θεό Πατέρα να καταπέμψει το 'Aγιο Πνεύμα του, το οποίο Αυτό μόνον μπορεί να συντελέσει, εν τω Χριστώ, την ευχαριστηριακή μετατροπή. «Παρακαλοῦμέν Σέ καί δεόμεθα καί ἱκετεύομεν, καταπέμψον το Πνεῦμά Σου τό Ἅγιον ἐφ' ἡμᾶς καί ἐπί τά προκείμενα δώρα ταῦτα». Εξηγεί ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ότι δεν είναι ένας άνθρωπος που μπορεί να διενεργήσει τη μετατροπή των προσφερομένων σε Σώμα και Αίμα Χρίστου, αλλά μόνον ο Χριστός, σταυρωθείς υπέρ ημών (8).

Το ίδιο συμβαίνει και στο μυστήριο της εξομολόγησης. Εκεί επίσης διαπιστώνουμε ότι ο πιστός έχει άμεση πρόσβαση στον Θεό. Κατά την ορθόδοξη αντίληψη ο ιερέας δεν είναι δικαστής. Δεν υπάρχει κάποιο δικαστήριο στο όποιο ο αμαρτωλός προσέρχεται περιμένοντας την απόφαση του ιερέα. Αυτό εκφράζεται πολύ φυσικά: ο πιστός δεν γονατίζει καθόλου, στέκεται όρθιος, ενώ ο ιερέας αποσύρεται διακριτικά στη γωνία και λέγει στον μετανοούντα: «Να, παιδί μου, ο Χριστός παρίσταται αοράτως μπροστά σου, έτοιμος να ακούσει την εξομολόγηση σου, να σου προσφέρει συγγνώμη για τα λάθη σου, δεν είμαι εδώ παρά ένας μάρτυρας» (9). Μάρτυρας της θεϊκής συγγνώμης και του φαρμάκου των ψυχών, όχι ένας διαμεσολαβητής. «Ο Κύριος στον πλούτο και την αφθονία του Ελέους του να σε συγχωρέσει».

Αλλ' εάν δεν ταυτίζονται με τον Χριστό, οι πρεσβύτεροι δεν είναι τίποτε περισσότερο από απλοί εντεταλμένοι της κοινότητας. Οι επίσκοποι και, κατ' ακολουθίαν, οι πρεσβύτεροι, ευρίσκονται εκεί «εἰς τύπον Χριστοῦ», και ενεργούν πάντοτε ως τέτοιοι. Δι' αυτών, και συχνά παρά τη θέληση τους, είναι ο Χριστός που καθίσταται πάντα πραγματικά παρών και είναι εκείνος ο ενεργών.

Οφείλει λοιπόν κανείς να προσπαθήσει να κατανοήσει τον πρεσβύτερο και τον επίσκοπο ως προβαλλόμενο από την κοινότητα, ως κάποιον που εκείνη τον προσφέρει στον Χριστό προσευχομένη σ' Αυτόν να τον δεχθεί και να τον καταστήσει μάρτυρα της αποστολικότητας της Εκκλησίας, σημείο της αποτελεσματικής και αδιάλειπτης παρουσίας του μέσα στην Εκκλησία, και τον οποίο ο Χριστός αποδέχεται πραγματικά, τον ενσωματώνει στην ιερωσύνη του και ο ίδιος ως Μέγας Αρχιερεύς κατοικεί στο πρόσωπο του ιερέως, ούτως ώστε κάθε τι που αυτός ο άνθρωπος θα κάνει στο εξής ως ιερέας, ο Χριστός υπόσχεται να το πραγματοποιεί πάντοτε Αυτός ο ίδιος. Να γιατί τα μυστήρια ενεργούν ανεξάρτητα από την ηθική ποιότητα των Ιερέων. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει παρά μόνο ένας και μοναδικός Ιερέας και κατά συνέπεια μία και μόνη ιερωσύνη. Αλλ' αυτή η τελευταία, διεισδύουσα στην ανθρωπότητα, παίρνει δύο μορφές ή δύο διαστάσεις: καθίσταται βασιλική ιερωσύνη και λειτουργική ( ministeriel ) ιερωσύνη. Αλλά αυτές οι δύο όψεις δεν μπορούν να διακριθούν ριζικά, γιατί η ρίζα τους είναι η ίδια. «Δεν αρμόζει εξ άλλου να αντιπαρατίθεται με ένα κατηγορηματικό τρόπο η καθολική ιερωσύνη των βαπτισθέντων και η διακονούσα και ευχαριστηριακή ιερωσύνη των ιερέων», γράφει ο πατήρ Congar πάλι, «ή δεύτερη ολοκληρώνει την πρώτη» (9 α ).

Εφ' όσον ο Χριστός την ημέρα της Ανάστασης εμφύσησε μόνον στους Αγίους Αποστόλους το 'Aγιο Πνεύμα, λέγοντας τους «λάβετε Πνεῦμα ἅγιον ἄν τίνων ἀφῆτε τάς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς», τους έδωσε αυτό που ονομάζουμε σήμερα ιερωσύνη λειτουργική (μυστηριακή) αποκτώμενη στο μυστήριο της ιερωσύνης. Και εφόσον απέστειλε το ίδιο 'Aγιο Πνεύμα σ' ό λους τους μαθητές συνηγμένους ομοθυμαδόν την ημέρα της Πεντηκοστής, τους έδωσε αυτό που ο απόστολος Πέτρος ονομάζει Βασιλική ιερωσύνη («βασίλειον ἱεράτευμα»), την οποία οι πιστοί λαμβάνουν καθημερινώς στο μυστήριο του χρίσματος. Μυστηριακή λοιπόν η βασιλική ιερωσύνη, ιερωσύνη του κλήρου η ιερωσύνη των λαϊκών, διαφοροποίηση χαρισμάτων και διαφοροποίηση λειτουργημάτων, πρόκειται πάντα για το ίδιο Πνεύμα που ενεργεί σε κάθε μέλος, με τρόπο που το σύνολο του σώματος, δηλαδή η Εκκλησία, ασκεί την μοναδική ιερωσύνη του Χριστού (10). Καθίσταται λοιπόν προφανές ότι όσον αφορά τη ρίζα, την οντολογιακή ουσία, δεν υπάρχει καμμία διάκριση μεταξύ κληρικών και λαϊκών. Η διάκριση υπάρχει πραγματικά, όμως εντοπίζεται στο επίπεδο των λειτουργημάτων, την τάξη της διακονίας.

Όπως ο μέγας Αρχιερεύς είναι ένας και μοναδικός, μοναδική είναι και η ιερωσύνη της Εκκλησίας του και ως τέτοια διαπερνά όλα τα μέλη. Αυτά, ό ντας διαφορετικά, έχουν και διαφοροποιημένες λειτουργίες. «Διαιρέσεις δέ χαρισμάτων εἰσί», γράφει ο 'Aγιος Παύλος προς Κορινθίους, «καί διαιρέσεις διακονιῶν εἰσί... τό σῶμα οὐκ ἐστιν ἕν μέλος, ἀ λλά πολλά... εἰ ὅλον τό σῶμα ὀ φθαλμός, ποῦ ἡ ἀκοή; Εἰ ὅλον ἀκοή, ποῦ ἡ ὄσφρησις;» (11). Και συγκεκριμενοποιεί στην προς Ρωμαίους Επιστολή: «καθάπερ γάρ ἐν ἑνί σώματι μέλη πολλά ἔχομεν, τά δέ μέλη πάντα οὐ τήν αὐτήν ἔχει πρᾶξιν, οὕτως οἱ πολλοί ἕν σῶμα ἐσμέν ἐν Χριστῷ... ἔχοντες χαρίσματα κατά τήν χάριν τήν δοθεῖσαν ἡμῖν διάφορα» (12).

Έτσι λοιπόν κάθε μέλος τής Εκκλησίας έχει το δικό του διακόνημα, το χάρισμα του, το ειδικό λειτούργημα του. Τό 'Aγιο Πνεύμα μας αναγεννά στο βάπτισμα, μας κάνει ναούς του, μας θεώνει, μας τελειοποιεί. Πολλαπλασιάζεται στις γλώσσες του πυρός και πολλαπλασιάζει τα χαρίσματα, δημιουργεί τους κήρυκες, τούς αποστόλους, τους προφήτες, τους ποιμένες, τούς διδασκάλους. Όλα τα μέλη είναι λαϊκοί ή ιερείς -οι όροι είναι ισοδύναμοι- αλλά τα διακονήματά τους είναι διαφορετικά. Ο ένας είναι επίσκοπος, ο άλλος πρεσβύτερος, ο τρίτος διάκονος ή διακόνισσα, ένας άλλος διδάσκαλος, προφήτης, κοσμικός ή μοναχός, έγγαμος ή άγαμος, απόστολος ή κήρυκας, θεολόγος, α πλούστατα άνθρωπος προσευχόμενος. Αυτές οι λειτουργίες είναι διαφορετικές, αλλά όλες είναι κατ' ουσίαν ιερατικές, απαραίτητες οι μεν στις δε. Όπως στην πραγματικότητα μία εκκλησία χωρίς επίσκοπο (ευρισκομένη εκτός της αποστολικής διαδοχής) δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί Εκκλησία, μία άλλη Εκκλησία εντός της οποίας τα χαρίσματα δεν λειτουργούν, δηλαδή μία Εκκλησία στην οποία το Πνεύμα θα είχε σβησθεί, δεν θα μπορούσε κι αυτή να διεκδικήσει την εκκλησιαστική πληρότητα. Γιατί, μόνο όταν όλα τα μέλη εκ τελούν τις λειτουργίες τους, το Σώμα παραμένει εν υγεία, η Εκκλησία μπορεί να εκδηλώνεται με πληρότητα και να εκτελεί πραγματικά το έργο της.

Φθάνουμε λοιπόν στην ιδέα κλειδί του θέματος μας, εκείνη των χαρισμάτων, για την οποία ο απόστολος Παύλος μιλά τόσο χαρακτηριστικά. Η θεολογία των χαρισμάτων δεν έχει ακόμη επαρκώς αναπτυχθεί, αλλά περικλείει για την ορθοδοξία κεφαλαιώδη σημασία. Και αυτό όχι μόνο εξ αιτίας του γεγονότος ότι τα χαρίσματα είναι οι εκδηλώσεις του Αγίου Πνεύματος, που ενεργεί ακατάπαυστα στους κόλπους της, αλλ' επίσης γιατί αποδεικνύουν τις πολυάριθμες μεταμορφώσεις της ανθρώπινης φύσης, και συνεισφέρουν αποφασιστικά στην οικοδόμηση και την φανέρωση του οικοδομήματος της Εκκλησίας.

Μια τέτοια θεολογία θα είχε να παρουσιάσει πώς τα διάφορα χαρίσματα, συγκεντρωμένα γύρω από το κεντρικό χάρισμα του επισκόπου και οργανωμένα απ' αυτόν, αλλά προκαλούμενα εντός της Εκκλησίας από το ίδιο το 'Aγιο Πνεύμα, συνεισφέρουν στην ίδια την οικοδόμηση τής Εκκλησίας. Και πως αυτοί οι «ζῶντες λίθοι», οι πιστοί, για τους οποίους μιλά ο απόστολος Πέτρος, εισέρχεται ο καθένας με το δικό του χάρισμα στο χτίσιμο του πνευματικού οίκου στον οποίο θα υπηρετούν ως ιερατείο άγιο, «ἀνενέγκαι πνευματικάς θυσίας, εὐπρόσδεκτους τῷ θεῷ διά Ἰησοῦ Χριστοῦ» (13).

Θα ήταν πράγματι ουσιαστικό να δείξουμε πως χωρίς ιερέα προφανώς δεν υπάρχει Εκκλησία, αλλά και πως μία Εκκλησία δεν υπάρχει στην ολότητα της χωρίς τον προφήτη της, τον κατηχητή της, χωρίς το διοικητικό συμβούλιο τής ενορίας, χωρίς τον άνδρα που προσεύχεται ή τη γυναίκα που ασχολείται με την ελεημοσύνη. Γιατί δεν πρόκειται εδώ για ένα σύνολο πραγμάτων που τοποθετούνται στο επίπεδο της πρακτικής ή της απλής οργάνωσης. «Η διοίκηση και η εκκλησιαστική εξουσία συγχωνεύονται στην ποιμαντική πράξη της συν-οικοδόμησης όλων των μελών μαζί», γράφει ό Νίκος Νησιώτης. Και συνεχίζει: «Το ποιμαντικό και διοικητικό στοιχείο έχει τις ρίζες του ακόμα πιο βαθιά, συνεχίζεται στην Αγιότητα της χάρης του Χριστού προσωποποιημένης στην Κοινωνία των αγίων, που αποτελεί την εξουσία αγάπης και υπερβαίνει κάθε ιδρυματισμό» (14). Τα χαρίσματα κατέχουν θέση οντολογική στην Εκκλησία, διεισδύουν έως την ουσία της, ξεχύνονται απ' αυτήν και αποτελούν την φανέρωση της.

Μία θεολογία των χαρισμάτων θα όφειλε να δείξει ποια είναι η οντολογική θέση καθενός εξ αυτών μέσα στην Εκκλησία, πως αυτές οι διακριτές αλλ' αδιαίρετες λειτουργίες, ξεχωριστές αλλ' ενωμένες στην πληρότητα τής χάρης συμμετέχουν στην οικοδόμηση της Εκκλησίας, με ποιο τρόπο κάθε χάρισμα γεννιέται και ανθεί και ποια είναι η θέση του καθώς και η μυστηριακή του σημασία. Αλλά καθώς δεν μάς είναι δυνατό να αναπτύξουμε στα πλαίσια αυτού του άρθρου την ανάλογη θεολογία, προσεγγίζουμε το θέμα με ένα διαφορετικό τρόπο, αυτόν πού μελετά τις τρεις θεμελιώδεις ιδιότητες των βαπτισμένων, δηλαδή τις ιδιότητες τους ως ιερέων, βασιλέων και προφητών. Πράγματι, αυτές συνιστούν το πραγματικό περιεχόμενο των χαρισμάτων, καθώς και τις κεντρικές διαστάσεις του λαϊκού στην ορθόδοξη κατανόηση του.

Ως ιερέας , ο πιστός συναθροίζεται με τους αδελφούς του γύρω από το θυσιαστήριο, προσκομίζοντας τον ευχαριστιακό άρτο και οίνο, σημείο της προσφοράς ολόκληρης της ζωής. Προσέρχεται εκεί όχι ως απλός παρακολουθών, αλλ' ως συμμετέχων. Διότι η λειτουργία, όρος ελληνικός, προερχόμενος ε κ των λέξεων Λαός και έργον, είναι ακριβώς το έργο του Λαού. Κατ' αυτήν την έννοια ο πιστός είναι συν-λειτουργός. Εάν ο ιερέας είναι λειτουργός με την πιστοποίηση, εκείνος είναι με την επίκληση. Και ο ένας και ο άλλος είναι εξ ίσου απαραίτητοι, διότι εάν χωρίς ιερέα δεν τελείται ευχαριστία, χωρίς την κοινότητα επίσης δεν είναι δυνατόν να τελεσθεί. Ο ιερέας είναι ο αποστολικός μάρτυς της έλευσης του Πνεύματος και της πραγματικής μεταποίησης των δώρων, αλλ' αυτή η μετβολή δεν πραγματοποιείται παρά μόνον ενώπιον συνάξεως. Έτσι ο πιστός κατέχει ένα άμεσο λειτούργημα στην ευχαριστηριακή τελετουργία, υπό την έννοια ότι ο ιερέας δεν παρεμβάλλεται μεταξύ πιστού και Χριστού. Κατά την διάρκεια όλης της λειτουργίας ο ιερέας λέγει εμείς και όχι εγώ, εκτό ς εάν ζητά την άφεση των αμαρτιών του, είναι ο ομιλών στο όνομα της συνηγμένης κοινότητας πιστών, όντας προφανώς ταυτόχρονα ο «απόστολος», εκείνος που ο Χριστός αποστέλλει στην κοινότητα. Στη θεολογία της ιερωσύνης πρέπει να τηρείται απολύτως η ισορροπία και να υπογραμμίζονται ταυτοχρόνως οι δύο όψεις του λειτουργήματος του ιερέα. Ο ιερέας είναι αντιπρόσωπος της κοινότητας και ταυτόχρονα αποτελεί πραγματικό σημείο της παρουσίας του Χριστού.

Εξ άλλου είναι οι πιστοί που, διασκορπισμένοι κατά την διάρκεια της εβδομάδας σ' ό λους τους τομείς της κοινωνικής ζωής, μαζεύονται την Κυριακή και προσφέρουν στον Θεό όλες τις μέριμνες τους, όλα τα

προβλήματα και όλες τις αγωνίες τής Κοινωνίας. Έτσι η Ευχαριστία καθίσταται για τον πιστό όχι καθήκον προς εκπλήρωση αλλά το κέντρο όλης της ζωής, ο άξονας του ανθρώπου ως ατομικού και κοινωνικού όντος, το σταθερό σημείο όπου συναθροίζονται η προσευχή και η διασκορπισμένη επίκληση ανθρώπων και φύσης, η ενιαία προσφορά ως λατρεία και δοξολογία προς τον Ζωντανό Θεό. Και προσφέροντας τούτα στο Θεό, δίνεται στον πιστό εκ νέου αληθής προσανατολισμός, το χαμένο κέντρο του. Πράγματι, αν μετά την πτώση η γη διατήρησε τον άξονα της, ή ιστορία και ο πολιτισμός τον έχασαν. Χωρίς, μετά απ' αυτό, οι προσπάθειες των διαφόρων Σισύφων να είναι σε θέση να επιτύ χουν κάτι άλλο από το να κραυγάζουν το παράλογο αυτού του τραγικού κενού. Σ' αυτό το κενό η Ευχαριστία δίνει ακριβώς καινούργιο νόημα και περιεχόμενο.

Και όλα δεν σταματούν εκεί. Οι πιστοί καλούνται να προεκτείνουν, ας πούμε, την ευχαριστία, ώστε όλη η ζωή τους να διαποτισθεί απ' αυτήν. Γιατί αποτελεί γεγονός το ότι η επανάσταση της πτώσης έχει οδηγήσει σε πλήθος καθημερινών εξεγέρσεων. Η ζωή του ανθρώπου και ολόκληρης τής κοινωνίας παρουσιάζεται συχνά σαν μία εξέγερση. Κανείς δεν γνωρίζει επαρκώς ενάντια σε ποιόν αυτή κατευθύνεται. Αλλά εν τέλει είναι βέβαιο ότι επιστρέφει ενάντια στον ίδιο τον άνθρωπο. Έτσι η ζωή αποδιοργανώνεται, χάνει την αναφορά στην αρχή της και το τέλος της, και κατατεμαχίζεται. Χωρίς υπερβατικό κέντρο, μένει στερημένη νοήματος. Λοιπόν η ευχαριστία δεν τερματίζεται στο Θυσιαστήριο. Προετοιμάζεται μέσα στη ζωή, αποκορυφούται πραγματοποιούμενη πλήρως επί του Θυσιαστηρίου, για να διαχυθεί κατόπιν εκ νέου στην ζωή, ώστε να μεταμορφώσει κάθε κοινωνικό γεγονός, κάθε ανθρώπινη πράξη. Και αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο από τους πιστούς, οι οποίοι ως αλη θινοί ιερείς, οφείλουν να εξορκίσουν τον διάβολο από κάθε ανθρώπινη πράξη στην οποία συμμετέχουν, καθαρίζοντας την από το κακό. Γκρεμίζοντας εν τω Χριστώ, που είναι ο Μέγας Αρχιερέας, το «μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ» (15) και προσφέροντας έτσι κάθε κοινωνικό γεγονός στον Θεό οφείλουν να επανοικοδομούν «ἐν εἰρήνῃ» στη σωστή θέση και κατεύθυνση. Παρ' όλο ότι αυτό φαίνεται κάπως ουτοπικό, ένα «καθαρό παραλήρημα», για τους πιστούς αποτελεί την πλέον αληθή πραγματικότητα. Γιατί με αυτόν τον τρόπο οι άγιες ψυχές φυλάττουν τον κόσμο από την πλήρη διάλυση του και μέσω αυτών των μικρών μεν, αλλά καθημερινών συνεχών «ευχαριστιών» τον κατευθύνουν προς τον τελικό σκοπό του.

Ως Βασιλεύς, ο βαπτισμένος παίρνει στα χέρια του υπεράνω όλων την ευθύνη του ίδιου του του εαυτού, βασιλεύει στα πάθη του, βάζει τάξη στη ζωή του, κυριαρχώντας κατ' αυτό τον τρόπο ολότελα στις πράξεις του. Έτσι φθάνει να γίνει ένα πραγματικό «βασιλικό δημιούργημα». Αλλά παίρνει εξ ίσου στα χέρια του την πλήρη ευθύνη για την οργάνωση και την ιστορική ύπαρξη της ενορίας του και ολόκληρης της Εκκλησίας-ευρισκόμενος πάντως συνεχώς μέσα στο τριαδικό μυστήριο της κοινωνίας των προσώπων, την συνοδικότητα της Εκκλησίας, διότι ο λαϊκός δεν φιλοξενείται στην Εκκλησία. Η Εκκλησία είναι το σπίτι του. Ακόμη περισσότερο, είναι το σώμα του. Ο λαϊκός λοιπόν είναι η Εκκλησία. Διατηρεί λοιπόν ολόκληρη την ευθύνη.

Ο άγιος Ιωάννης ό Χρυσόστομος έχει σοβαρά επιμείνει προτρέπων τους μη κληρικούς αδελφούς του να συμμετέχουν ενεργητικά στη διοίκηση της Εκκλησίας και έχει πει επ' αυτού τα έξης υπέροχα λόγια: «Τα έχω πει όλα αυτά ώστε κάθε λαϊκός να θελήσει να αντιληφθεί ότι όλοι αποτελούμε ένα και μοναδικό σώμα, γιατί ανάμεσα μας δεν υπάρχει παρά η διαφορά που υφίσταται μεταξύ ενός μέλους του σώματος σε σχέση με τα άλλα μέλη του ιδίου σώματος. Γι' αυτό δεν μπορούμε να τα αφήνουμε όλα στους ιερείς, α λλ' οφείλουμε εμείς οι ίδιοι να επιμεληθούμε ολόκληρης τής Εκκλησίας, που αποτελεί το κοινό μας σώμα». Και πιο κάτω επισημαίνει ότι οι άγιοι Απόστολοι δεν ενήργησαν ποτέ κατά την δική τους μόνο γνώμη, αλλ' έψαχναν πάντα να γνωρίσουν αυτό που όλη η κοινότητα σκεπτόταν. «Έτσι, πριν α πό την χειροτονία των επτά διακόνων, οι απόστολοι», τονίζει, «πήραν την συγκατάθεση του λαού. Όταν εξ άλλου ο απόστολος Πέτρος χειροτονούσε τον Ματθία, όλοι οι παρόντες, άνδρες και γυναίκες, ήταν σύμφωνοι... Δεδομένου ότι δεν υπάρχει παρά ένα μόνο βάπτισμα, μία μόνη τράπεζα, μία μοναδική πηγή, μία μοναδική δημιουργία και ένας μόνο Πατέρας, πρέπει να αισθανόμαστε όλοι ως ένα σώμα» (16).

Μέσα στην ιστορία οι ορθόδοξοι λαϊκοί έχουν διαρκώς ένα σημαντικό ρόλο στην διακυβέρνηση της Εκκλησίας. Δεν είναι απαραίτητο να υπενθυμίσουμε εδώ τον ιστορικό ρόλο των πιστών στην εκλογή των επισκόπων, ρόλος πού άλλωστε υφίσταται ακόμη σήμερα κατ' εξοχήν στο Πατριαρχείο Αντιοχείας και την Κύπρο. Ο ίδιος τρόπος εκλογής έχει εξ ίσου επανακαθιερωθεί στην ρωσική Εκκλησία με την σύνοδο του 1917-18. Εξ άλλου, όπως έχει ευκρινώς γράψει ο καθηγητής Καρμίρης, «είναι επιτακτικό καθήκον για την Εκκλησία της Ελλάδος να αποκαταστήσει το αρχαίο της καθεστώς για την εκλογή των επισκόπων».

Εξ άλλου οι επισκοπές για τα διοικητικά ζητήματα έχουν συμβούλια. Στο ποιμαντικό του χάρισμα, ο επίσκοπος έχει κυρίως τον ρόλο του πνευματικού προσώπου, του λειτουργικού διακονήματος. Το ίδιο και στην Ενορία, ο ρόλος του ενοριακού συμβουλίου, αποτελουμένου από εκλεγμένους λαϊκούς, είναι πολύ ουσιώδης. Εάν λοιπόν στην Εκκλησία ο πρεσβύτερος και ο επίσκοπος έχουν ειδικές διοικητικές αρμοδιότητες, αυτό δεν συμβαίνει για να εμποδιστούν οι άλλοι πιστοί στην άσκηση της βασιλικής τους ιδιότητας. Γίνεται αυτό ώστε οι καλά συντονισμένες προσπάθειες όλων να είναι δυνατόν να φανερώνουν την Εκκλησία ως το αληθινό Βασίλειο.

Το νόημα εν τούτοις της βασιλικής ιδιότητας του πιστού είναι ακόμη πολύ βαθύτερο. Στον Χριστό Βασιλέα του Σύμπαντος, ο Χριστιανός ανακαλύπτει τον Κύριο, αυτόν που είναι η Αλήθεια, ο βράχος, ο ακρογωνιαίος λίθος, το μοναδικό σταθερό θεμέλιο στο οποίο μπορεί να κτισθεί το οικοδόμημα της ζωής κάθε άνθρωπου και τής ανθρωπότητας ολόκληρης. Ο Χριστιανός λοιπόν, εισερχόμενος οργανικά στο Οικοδόμημα τής Εκκλησίας, γίνεται ό ίδιος πέτρα και προσφέρεται ως τέτοια στον κόσμο. Ένα από τα μεγαλύτερα χαρακτηριστικά τής ανθρώπινης τραγωδίας μετά την πτώση είναι το γεγονός ότι γίνεται συχνά σκλάβος των δημιουργημάτων του. Δεν μπορεί να κατευθύνει την ιστορία που δημιουργεί. Βρίσκεται στο έλεος της τεχνικής, χωρίς να υπάρχει γι' αυτόν άλλη διέξοδος από τούτο τον φαύλο κύκλο από το να ξαναγίνει κύριος τής ύπαρξης του, να ξανακερδίσει εν Ιησού Χριστώ την κυριότητα που είχε στον Παράδεισο εφ' όλης της δημιουργίας. Ασκώντας την βασιλική τους εξουσία οι λαϊκοί, αυτοί οι Χριστιανοί ιερείς, θέτουν σαν σκοπό να αποκαταστήσουν την ευταξία στο σύμπαν και τον πολιτισμό, να επανιδρύσουν την κυριαρχία του ανθρώπου στην ιστορία, να ξαναοδηγήσουν όλους και όλα στον Χριστό που αποτελεί το «διευθύνον κέντρο γύρω από το οποίο στρέφεται όλος ο κόσμος και που θεμελιώνει την γη», καθώς θα έλεγε ο Δάντης.

Ως προφήτης ο βαπτισμένος είναι εκείνος που διαθέτει την ικανότητα να διακρίνει μέσα στα εξωτερικά γεγονότα, το βάθος των ενεργειών του Θεού, να διαβλέπει στην ιστορία το σχέδιο που ο Θεός έχει μυστικά σχεδιάσει για την σωτηρία των ανθρώπων, να αποκρυπτογραφεί και να φωτίζει από μέσα τα ιστορικά γεγονότα που συχνά είναι σκοτεινά και αδιέξοδα.

Κατ' αυτόν τον τρόπο, στην Εκκλησία που ζει την συνοδικότητα, όλοι οι βαπτισμένοι είναι υπεύθυνοι όχι μόνο για τη διοίκηση, αλλά και για την πίστη τής Εκκλησίας. Ασκούν κατ' αρχήν το υπούργημα της προάσπισης της πίστης, γιατί το σύνολο Σώμα του Χριστού αποτελεί την υπέρτατη αρχή ως προς την δογματική παράδοση. Αυτή η αντίληψη έχει σαφώς διατυπωθεί στο γράμμα των Ορθοδόξων πατριαρχείων που συντάχθηκε το 1848, ως απάντηση στην εγκύκλιο του Πίου του 9ου. «Παρ' ἡμῖν», διαβάζουμε εκεί, «...ὁ ὑ περασπιστής τῆς θρησκείας ἐστίν αὐτό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτός ὁ λαός... τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, τ.έ. ὁ λαός αὐτός φύλαξ καί φρουρός Ὀρθοδοξίας» (17). Η ελληνική λέξη που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει «υπεράσπιση» είναι αρκετά ενδεικτική, υπαινίσσεται την ιδέα κάποιου που φέρει μια ασπίδα. Εντούτοις, το κείμενο δεν αποφαίνεται ότι οι λαϊκοί είναι οι κριτές της πίστης, αλλά οι υπερασπιστές της. Κριτές είναι πράγματι οι επίσκοποι δια της διαρκούς συνοδικότητάς τους. Όμως αυτή η επισκοπική συνοδικότητα οφείλει απαραιτήτως να ευρίσκεται εν συνεργεία με την συνοδικότητα όλων των προσωπικών συνειδήσεων φωτισμένων από το 'Aγιο Πνεύμα, στον βαθμό που αυτές δεν θα αποτελούν ατομικές συνειδήσεις αλλά προσωπικές, κοινωνούσες, ριζωμένες στα «άγια πράγματα» και την κοινωνία των αγίων. Βέβαια οι Ορθόδοξοι αναγνωρίζουν τις οικουμενικές συνόδους ως τα ορατά όργανα της δογματικής παράδοσης. Εντούτοις μία σύνοδος δεν καθίσταται πραγματικά σύνοδος και δεν επιβάλλεται ως τέτοια στη συνείδηση των πιστών, παρά μόνον όταν αυτοί αναγνωρίζουν και αφομοιώνουν με μία ελεύθερη αποδοχή τα συμπεράσματα της. Το υπέρτατο όργανο του αλάθητου είναι λοιπόν αυτό ακριβώς το σύνολο σώμα του Χριστού. Ολόκληρος ο λαός που αναγνωρίζει ως δικές του τις συνοδικές διακηρύξεις. Έτσι διαπιστώνουμε στην ιστορία τής Εκκλησίας περιπτώσεις όπου ο λαός, μη αναγνωρίζοντας σε ορισμένες διατυπώσεις την πίστη του, έχει αποδοκιμάσει ολόκληρες συνόδους ως μη ορθόδοξες. Αυτή είναι για παράδειγμα η περίπτωση της ληστρικής συνόδου τής Εφέσου (449), των εικονοκλαστικών συνόδων (754 και 815) ή εκείνης της Φλωρεντίας (1438). Όλα τότε εξαρτώνται ενίοτε από ένα μεμονωμένο μάρτυρα, αληθινό προφήτη, έναν άγιο Αθανάσιο, για παράδειγμα, την εποχή της αρειανικής κρίσης, ή έναν άγιο Μάξιμο Ομολογητή την εποχή της μονοθελητικής αίρεσης.

Αλλ' εκτός από το λειτούργημα της υπεράσπισης, όλοι οι βαπτισμένοι συμμετέχουν επίσης στην διδασκαλία της πίστης. Η θέση των λαϊκών θεολόγων, όπως για παράδειγμα ο Ωριγένης, ο Καβάσιλας ή ο Χομιακώφ, ήταν και συνεχίζει να είναι στην Ορθόδοξη Εκκλησία εξαιρετικά σημαντική. Το μεγαλύτερο μέρος των θρησκευτικών στοχαστών του 20 ου αιώνα, όπως και το μεγαλύτερο μέρος των καθηγητών των θεολογικών σχολών είναι λαϊκοί. Διάκονος λοιπόν στην υπεράσπιση και τη διδασκαλία της πίστης ο λαϊκός. Η θέση του αυτή μάς οδηγεί στο να πούμε ότι αυτός είναι επί πλέον διάκονος της διατύπωσης της πίστης, με την έννοια ό τι η θεολογική εργασία προετοιμάζει, όσον αφορά την ανθρώπινη συμμετοχή («ἔδοξε τῷ πνεύματι τῷ Ἁγίῳ καί ἡμῖν» (18) τις διατυπώσεις που έγιναν με την αρωγή τού Αγίου Πνεύματος, από τους συνοδικούς Πατέρες.

Ακόμη βαθύτερα, η ιδιότητα του προφήτη προικίζει ορισμένα μέλη της Εκκλησίας προχωρημένα στην αγιότητα, και εδώ δεν υπάρχει καμμία απολύτως διάκριση μεταξύ κληρικών και λαϊκών, με το δώρο της διάκρισης των πνευμάτων. Είναι οι σοφοί της ζωής, οι «γέροντες», που, έχοντας αναδειχθεί σε αποστολικούς άνδρες, φθάνουν στην πραγματική πνευματική πατρότητα. Σ' εκείνους τότε ο λαός προστρέχει και αυτοί απολαμβάνουν εντός της Εκκλησίας εξαιρετικού κύρους. Στην ενοποιημένη τους ύπαρξη κορυφώνεται τόσο το δώρο της προφητείας όσο και τα δώρα της βασιλικής ιδιότητας και της ιερωσύνης. Είναι οι καθαρές ψυχές, τα ζωντανά σημεία της παρουσίας του Χριστού στην Εκκλησία του.

Η ιεραρχία, καθώς και η αντικειμενική δράση των μυστηρίων, υπάρχει στην Εκκλησία για να δηλώσει την πιστότητα του Χριστού προς αυτήν. Ο λαός, καθώς και οι κληρικοί ως μέλη αυτού του λαού, έχει ως σκοπό να ανταποκριθεί σ' αυτό το δώρο του Χριστού.

Ο Πατήρ προσφέρει στην ανθρωπότητα ταυτόχρονα τον Υιό του και το Πνεύμα του. Ο Χριστός αυτοπροσφέρεται, γίνεται σάρκα, δημιουργεί την Εκκλησία. Το Πνεύμα, που μας δίνει το θάρρος να κράζουμε προς τον Θεό «Ἀββᾶ ὁ Πατήρ» (19) , ζωοποιεί την Εκκλησία, την κάνει να ανθίζει. Τα χαρίσματα, σημείο, για το βιβλίο των Πράξεων, ότι κάποιος έχει λάβει το πραγματικό βάπτισμα, αποτελούν εξ ίσου και το σημείο και την απόδειξη ότι η Εκκλησία είναι σε κάθε στιγμή ζωντανή. Αποκαλύπτουν και τελειοποιούν την ομορφιά της. Διαβιβάζουν την ζωή της και δι' αυτής τρέφουν όλον τον κόσμο.

Η αγιότητα των μυστηρίων μας μιλά για την αγάπη του Χριστού προς την Εκκλησία του. Η αγιότητα του λαού, τέλος και καρπός της πρώτης, αποτελεί, υπό την πνοή του Πνεύματος, την αγαπητική απάντηση της Νύμφης στον Χριστό της.

Το Πνεύμα θέλει να αναπαύεται πάντοτε μετά του Υιού εν τω Πατρί, και εκεί ακριβώς επικεντρώνεται όλο το μυστήριο της σωτηρίας μας. Γιατί, μετά την σάρκωση και μέσα στην Εκκλησία, όλη η ανθρωπότητα έχει εισέλθει σ' αυτήν την αιώνια κίνηση της θείας αγάπης. Το Πνεύμα θέλει τα πάντα να εισέλθουν εντός του Χριστού. Και ο Χριστός, εν τη ανόδω του προς τον Πατέρα, θέλει να μας ανυψώσει όλους και να μας κάνει να αναπαυθούμε στην αγκαλιά του Πατέρα.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

(1) Οι μελέτες τις οποίες κατά κύριο λόγο έχω χρησιμοποιήσει για την σύνταξη του παρόντος δοκιμίου είναι: Yves Congar , Sacerdoce et laics dans l ' Eglise , Paris , 1947. Π. Τρεμπέλα, Βασίλειον Ἰεράτευμα, Αθήναι 1953. Κ. Μουρατίδου, Ἡ οὐσία καί τό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας κατά τόν Ἅγιον Ἰωάννη τόν Χρυσόστομον, Αθήναι 1953. Ιωάννου Καρμίρη, Ἡ ἐηκκλησιολογία τῶν Τριῶν Ἰεραρχῶν, Αθήναι 1962. P. Evdokimov , L ' orthodoxie , Nauch â tel , 1965. N. Nissiotis, " Le sacerdoce charismatique, le laicat et l'autorité pastorale" , Verbum Caro, XIV, 55, Olivier Clément, « Les laics dans la tradition orthodoxe » , I.C.I., No 297 (1967).
(2) Εβρ., 5, 5, επ.
(3) Α΄ Πετρ. 2,9.
(4) Αποκ. 1,6.
(5) P. Evdokimov, L' Orthodoxie , Neuchatel, 1965, σ. 165.
(6) Προσευχή στην χειροτονία κατά το Ορθόδοξο τυπικό.
(7) Για μία πιο εμπεριστατωμένη ανάλυση αυτής της θέσης βλ. Παναγιώτης Νέλλας , « La Collégialité episcopale, un problem nouveau», Le Messager Orthodoxe, 24-25 (1964), 12-21.
(8) PG 49, 380.
(9) Σ.« Σ »: « Ἀδελφέ · δι ' ὅ ἧ λθες πρός τόν θεόν καί πρός ἐμέ , μή αἰσχυνθῇς · οὐ γάρ ἐμοί ἀναγγέλλεις , ἀλλά τῷ Θεῷ , ἐν ὦ ἵστασαι » Ἀκολουθία ἐξ ολογουμένων : Μικρόν Εὐχολόγιον , ε κδ. Αποστολικής Διακονίας, 1981, σ. 135.
(9 α ) Yves Congar, " Sacerdoce et laicat dans l'Eglise" , Paris 1947, σ. 21.
(10) Cyrille Argentis, «Le mystere de 1' Eglise», Le Messager Orthodox e, No 33-34, σ. 10.
(11) Α ' Κορ. 12,4-17.
(12) Ρωμ. 12,4-6.
(13 ) Α ' Πετρ. 2,4-5.
(14) Ν. Nissiotis, «Le sacerdoce charismatique, le laicat et l'autorit é pastoral». Verbum Cam, XVI, 55, 1966, σ. 234.
(15) Εφεσ . 2,14.
(16) PG 61, 527.
(17) Mansi, XL (1909), 407-8.
(18) Πράξ. 15,28.
(19) Ρωμ . 8,15.

Δεν υπάρχουν σχόλια: