Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΒΑΘΟΥΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΝΕΑ ΗΘΙΚΗ (4)
του ERICH NEUMANN
Η ΠΑΛΙΑ ΗΘΙΚΗ
Το φάσμα αυτού που περιγράφουμε σαν «παλιά ηθική» είναι στην πραγματικότητα πολύ ευρύ. Περιλαμβάνει τα πιο ποικίλα ανθρώπινα ιδανικά, και αποτελεί μια ολόκληρη διαβάθμιση από στάδια τελειότητας. Αλλά σε κάθε περίπτωση συνεπάγεται μια διακήρυξη του απόλυτου χαρακτήρα ορισμένων αξιών, οι οποίες σε αυτή την παλιά ηθική έχουν την μορφή ηθικών εντολών.
Η παλιά ηθική του Δυτικού κόσμου έχει πολλές πηγές, ανάμεσα στις οποίες την ισχυρότερη επίδραση έχουν το Ιουδαιο-χριστιανικό και το Ελληνικό στοιχείο. Δεν είναι δουλειά μας εδώ να απαριθμήσουμε την προέλευση και τους ποικίλους συνδυασμούς και διακυμάνσεις της παλιάς ηθικής, ή να ανιχνεύσουμε την πορεία της ανάπτυξής της. Το ιδεώδες πρότυπο στο κέντρο της παλιάς ηθικής μπορεί να είναι η μορφή του Αγίου ή του Σοφού, του Ευγενούς ή του Καλού, του Ευσεβούς ή του Ορθόδοξου τηρητή του νόμου, του Ήρωα ή του Ανθρώπου που έχει αυτοέλεγχο. Αλλά είτε ο «καλός κ’ αγαθός» (Σ. τ. Μ.: Ελληνικά στο κείμενο) των Ελλήνων, είτε το ιδανικό του «τζέντλεμαν» των Άγγλων, η ευσέβεια ενός Αγίου Φραγκίσκου ή η πιστότητα του Φαρισαίου στον νόμο εμφανίζεται σαν το κυρίαρχο σύμβολο, σε κάθε περίπτωση, ένα καλό που μπορεί να γίνη γνωστό αντιπροσωπεύεται σαν μια απόλυτη αξία. Αυτή η αξία μπορεί να θεωρηθή σαν ένας νόμος που μπορεί να είναι αποκεκαλυμμένος ή έμφυτος, η σαν μια διαισθητική ιδέα ή σαν ένα πρόσταγμα της λογικής, αλλά είναι πάντοτε μια αξία που μπορεί να κωδικοποιηθή και να μεταδοθή, και η οποία κυβερνάει την ανθρώπινη συμπεριφορά με έναν «καθολικό» τρόπο. Η άποψη που έχει επικρατήσει είναι ότι το ιδανικό της τελειότητας μπορεί και πρέπει να υλοποιηθή με την εξάλειψη των ιδιοτήτων που είναι ασυμβίβαστες με αυτήν την τελειότητα. Η «άρνηση του αρνητικού», ο έντονος και συστηματικός αποκλεισμός του, είναι ένα βασικό χαρακτηριστικό αυτής της ηθικής. Όσο και αν ποικίλουν τα κύρια σύμβολά της, η ηθική διαμόρφωση της προσωπικότητας γίνεται σε κάθε περίπτωση δυνατή μόνο με μια συνειδητή τάση προς την μονομέρεια, και από την εμμονή στον απόλυτο χαρακτήρα της ηθικής αξίας. Αυτό αποκλείει χωρίς εξαίρεση όλες εκείνες τις ομάδες από ιδιότητες, οι οποίες είναι ασυμβίβαστες με αυτήν την αξία. Δεν είναι έργο μας εδώ να ερευνήσουμε το κύρος των αξιών (η σχετικοποίησή τους υπήρξε ένα από τα αποτελέσματα της ανάπτυξης του Δυτικού ανθρώπου) ή να τις κατατάξουμε κατά σειρά προτεραιότητας. ‘Έργο μας είναι μάλλον να μελετήσουμε τις ψυχολογικές συνέπειες αυτής της παλιάς ηθικής επάνω στον Δυτικό άνθρωπο. Θα γίνη τότε φανερό ότι υπάρχουν δύο βασικές αρχές – δύο βασικές μέθοδοι, στην ουσία – οι οποίες έχουν κάνει δυνατή την εφαρμογή της παλιάς ηθικής. Αυτές οι βασικές μέθοδοι είναι η καταπίεση «suppression) και η απώθηση (repression).
Ακριβώς στην κ α τ α π ί ε σ η, δηλαδή στην ηθελημένη εξάλειψη από την εγωική συνείδηση όλων εκείνων των χαρακτηριστικών και των τάσεων μέσα στην προσωπικότητα που βρίσκονται σε δυσαρμονία με την ηθική αξία, φαίνεται περισσότερο καθαρά η «άρνηση του αρνητικού» σαν κυρίαρχη αρχή της παλιάς ηθικής. Η πειθαρχία και ο ασκητισμός είναι οι γνωστότερες μορφές που πήρε αυτή η τεχνική της καταπίεσης, η οποία χρησιμοποιείται από τον Ιουδαίο, τον Χριστιανό, τον Ινδό ή τον Μουσουλμάνο άγιο, προκειμένου να αρνηθή την ικανοποίηση των αναγκών του σώματος και της σεξουαλικότητας, από τον πιστό τηρητή του Νόμου, προκειμένου να αποκλείση όλες τις τάσεις που αντιτίθενται σε αυτόν τον νόμο, και από τον ευγενή προκειμένου να αρνηθή την αποδοχή όλων εκείνων των ανθρώπινων χαρακτηριστικών που είναι ασυμβίβαστα με το ηθικό του ιδεώδες.
Η καταπίεση είναι ένα συνειδητό κατόρθωμα του εγώ, και συνήθως ασκείται και καλλιεργείται με συστηματικό τρόπο. Είναι σημαντικό να προσέξουμε ότι στην καταπίεση γίνεται μια θυσία, που οδηγεί στον πόνο. Αυτός ο πόνος είναι αποδεκτός, και γι’ αυτόν τον λόγο τα απωθημένα περιεχόμενα και συστατικά της προσωπικότητας διατηρούν ακόμη την σύνδεσή τους με το εγώ.
Είναι αλήθεια ότι ένα ηθικό veto που απαιτεί την καταπίεση ενός δεδομένου τύπου ενστικτώδους αντίδρασης αρνείται την ικανοποίηση σε αυτό το ένστικτο· συγχρόνως, όμως, η καταπιεσμένη ενστικτώδης αντίδραση συνεχίζει ακόμη να παίζει έναν σπουδαίο ρόλο στην άποψη για την ζωή της εγωικής συνείδησης που την καταπιέζει. Θα εξετάσουμε την ψυχική οικονομία της καταπίεσης όταν αναλύσουμε την ψυχική επίδραση της παλιάς ηθικής.
Σε αντίθεση με την καταπίεση, η α π ώ θ η σ η μπορεί να θεωρηθή σαν το όργανο που χρησιμοποιείται πιο συχνά από την παλιά ηθική για να εξασφαλίση την επιβολή των αξιών της. Στην απώθηση, τα αποκλεισμένα περιεχόμενα και συστατικά της προσωπικότητας που βρίσκονται σε αντίθεση με την κυρίαρχη ηθική αξία, χάνουν την σύνδεσή τους με το συνειδητό σύστημα και γίνονται ασυνείδητα ή ξεχνιούνται – δηλαδή, το εγώ έχει τέλεια άγνοια της ύπαρξής τους. Τα απωθημένα περιεχόμενα, αντίθετα με τα καταπιεσμένα, ξεφεύγουν από τον έλεγχο της συνείδησης και λειτουργούν ανεξάρτητα από αυτήν· στην πραγματικότητα, όπως έχει δείξει η ψυχολογία του βάθους, ζουν μια δραστήρια υπόγεια δικής τους ζωή, με καταστρεπτικά αποτελέσματα και για το άτομο και για το σύνολο.
Αυτό που η μελέτη των νευρώσεων έχει δείξει στην περίπτωση του ατόμου, θα δείξουμε τώρα ότι ισχύει και σε σχέση με το σύνολο: τα συμπλέγματα του ασυνειδήτου που έχουν αποκλεισθεί από το φως με την απώθηση, υπονομεύουν και καταστρέφουν τον κόσμο της συνείδησης. Η ασάφεια και το συγκεχυμένο σκοτάδι που προκαλείται σαν αποτέλεσμα της απώθησης έχει επιδράσεις που είναι πραγματικά πολύ πιο επικίνδυνες από αυτές του ασκητισμού, με την καθαρή συνειδητή του στάση της καταπίεσης.
Η αυθεντία με την βοήθεια της οποίας η παλιά ηθική επέβαλε τις προσταγές της πάνω στο άτομο ήταν η «συνείδηση», και αυτή η αυθεντία της συνείδησης, όπως είχε ήδη παρατηρήσει ο Spitteler στον «Προμηθέα και Επιμηθέα» του, βρίσκεται σε αντιθετική σχέση με την «Φωνή», που είναι η ατομική έκφραση της ψυχικής αλήθειας. Είναι αλήθεια ότι ο Freud τροποποίησε αργότερα την προγενέστερη δήλωσή του, που έλεγε ότι η συνείδηση ήταν αρχικά «κοινωνική ανησυχία» και «τίποτε άλλο». (Sigmund Freud: «Για τις εποχές του πολέμου και του θανάτου» και στο «Ο πολιτισμός και τα μειονεκτήματά του»)· εάν, παρ’ όλα αυτά, πάρουμε την διαφορά ανάμεσα στην συνείδηση και την εσωτερική φωνή σαν σημείο εκκίνησής μας, η δήλωσή του μπορεί να θεωρηθή σαν δικαιολογημένη.
Ως ένα αρκετά μεγάλο βαθμό, η ηθική αυθεντία μέσα στον άνθρωπο καθορίζεται από το περιβάλλον του, από την κοινωνία και από την εποχή στην οποία ζη. Εάν συμφωνεί με το σύστημα αξιών που κυριαρχεί στην κοινότητα, και το οποίο συνιστά το «πολιτιστικό υπέρ-εγώ», θα θεωρηθή ότι έχει «καλή συνείδηση». Μια διαφωνία με τον γενικό κανόνα, από την άλλη μεριά, θα προκαλέση το στίγμα την «κακής συνείδησης». Η συνείδηση είναι ο αντιπρόσωπος του συλλογικού προτύπου, και αλλάζει καθώς αυτό το πρότυπο μεταβάλλει τα περιεχόμενα και τις απαιτήσεις του. Τον Μεσαίωνα, αυτή η συλλογική αυθεντία απαιτούσε απόλυτη συμφωνία με το κοσμοείδωλο της Παλαιάς Διαθήκης, και καταδίκαζε και καταπίεζε την επιστημονική προσέγγιση σαν «αιρετική»· τον δέκατο ένατο αιώνα, η ίδια αυθεντία απαιτούσε απόλυτη συμφωνία με την επιστημονική εικόνα του κόσμου, και καταδίκαζε και καταπίεζε τις θρησκευτικές τάσεις σαν «απάτες των παπάδων». Η ίδια συνείδηση απαγορεύει τις ειρηνιστικές τάσεις στην φιλοπόλεμο κοινωνική τάξη, και το ένστικτο της επίθεσης σε μια ειρηνόφιλη ομάδα.
Η συνείδηση του ατόμου αρχικά αναπτύσσεται με την βοήθεια του συνόλου και των θεσμών του, και παίρνει από αυτό τις «τρέχουσες αξίες». Το εγώ, επομένως, σαν το κέντρο αυτής της συνείδησης, κανονικά γίνεται ο φορέας και ο αντιπρόσωπος των συλλογικών αξιών που ισχύουν σε κάθε δεδομένη εποχή. Το εγώ είναι στην πραγματικότητα η αυθεντία, η οποία, λίγο-πολύ σε ολοκληρωτική ταύτιση με αυτές τις αξίες, αντιπροσωπεύει τις απαιτήσεις του συνόλου στο ατομικό επίπεδο, και απορρίπτει οποιεσδήποτε αντίθετες τάσεις μπορεί να είναι παρούσες.
Ο στόχος του συνόλου είναι πάντοτε να επιτύχη έναν τρόπο ζωής και συμβίωσης των μελών του, που θα ταράσσεται στον μικρότερο δυνατόν βαθμό από τις δυνάμεις που ενεργούν μέσα στο άτομο, ανεξάρτητα από το αν αυτές οι δυνάμεις είναι ανώτερης ή κατώτερης αξίας από μόνες τους. Ο,τιδήποτε αντιτίθεται στην ισορροπία του συνόλου γίνεται ταμπού, και η ανάπτυξή του μέσα στο άτομο απαγορεύεται. Παρ’ όλα αυτά, είναι αδύνατον να καθορισθή το περιεχόμενο των αξιών, οι οποίες διαμορφώνουν αυτήν την ισορροπία. Αυτό που αποτελεί μια αξία για μια κοινωνία, περίοδο ή κοινότητα, μπορεί να αντιπροσωπεύση μια απαξία για ένα άλλο περιβάλλον.
Η συμφωνία με τις αξίες του συνόλου είναι το ηθικό καθοδηγητικό σχοινί που ρίχνεται στα άτομα-μέλη της ομάδας· η συνείδηση είναι η ενδοψυχική αυθεντία, που προσπαθεί με την αντίδρασή της να επιτύχη αυτήν την συμφωνία. Η ερμηνεία του Freud για το υπέρ-εγώ ότι είναι μια εξωτερική αυθεντία σε ενδοβολή είναι σε αυτό το σημείο δικαιολογημένη. Εντούτοις, η απόλυτη συμφωνία με τις συλλογικές αξίες σε οποιαδήποτε δεδομένη εποχή είναι στην πραγματικότητα αδύνατη. Καθώς οι αξίες της παλιάς ηθικής είναι «απόλυτες» (δηλαδή, δεν είναι προσαρμοσμένες στην πραγματικότητα του ατομικού ανθρώπινου πλάσματος), η συμμόρφωση με αυτές τις αξίες είναι ένα από τα πιο δύσκολα έργα στην ζωή του κάθε ατόμου. Είναι ένα ουσιαστικό μέρος της προσαρμογής του στο σύνολο.
Είδαμε ότι η καταπίεση και η απώθηση είναι οι δύο κύριες μέθοδοι που χρησιμοποιεί το άτομο στην προσπάθειά του να επιτύχη την προσαρμογή προς το ηθικό ιδεώδες. Το φυσικό αποτέλεσμα αυτής την προσπάθειας είναι η διαμόρφωση δύο ψυχικών συστημάτων μέσα στην προσωπικότητα, το ένα από τα οποία συνήθως παραμένει εντελώς ασυνείδητο, ενώ το άλλο εξελίσσεται σε ένα ουσιώδες όργανο της ψυχής, με την ενεργό υποστήριξη του εγώ και του συνειδητού νου. Το σύστημα το οποίο γενικά παραμένει ασυνείδητο είναι η σκιά· το άλλο σύστημα είναι η «φαινόμενη προσωπικότητα» (façade, personality) ή persona (C.G. Jung: ‘Οι σχέσεις ανάμεσα στο εγώ και το ασυνείδητο», Άπαντα, Τόμος 7).
Ο σχηματισμός της φαινόμενης προσωπικότητας αντιπροσωπεύει ένα αξιόλογο επίτευγμα εκ μέρους της συνείδησης. Χωρίς την βοήθειά της, η ηθική και οι συμβάσεις, η κοινωνική ζωή της κοινότητας και η ηθική διάταξη της κοινωνίας δεν θα είχαν γίνει ποτέ δυνατά. Ο σχηματισμός της persona είναι, στην πραγματικότητα, τόσο απαραίτητος όσο είναι καθολικός. Η persona, η μάσκα, αυτό για το οποίο κάποιος περνάει και το οποίο εμφανίζεται να είναι, σε αντίθεση με την πραγματική ατομική φύση του, αντιστοιχεί στην προσαρμογή κάποιου στις απαιτήσεις της εποχής του, του προσωπικού του περιβάλλοντος και της κοινότητας. Η persona είναι ο μανδύας και το όστρακο, η πανοπλία και η στολή, πίσω από την οποία και μέσα στην οποία το άτομο κρύβεται από τον εαυτό του, αρκετά συχνά, όπως και από τον κόσμο. Είναι ο αυτοέλεγχος που κρύβει αυτό που είναι ασυγκράτητο και αχαλίνωτο, η αποδεκτή πρόσοψη, πίσω από την οποία η σκοτεινή και παράξενη, εκκεντρική, κρυφή και αλλόκοτη πλευρά της φύσης μας παραμένει αόρατη.
Ένα μεγάλο μέρος της εκπαίδευσης θα είναι πάντα αφιερωμένο στην διαμόρφωση της persona, που θα κάνη το άτομο να έχη ένα «καθαρό σπίτι», και θα του διδάξη όχι τί είναι, αλλά τί μπορεί να θεωρηθή σαν πραγματικό· όλες οι ανθρώπινες κοινωνίες σε κάθε καιρό ενδιαφέρονται πολύ περισσότερο στο να διδάσκουν στα μέλη τους τις τεχνικές του να μην βλέπουν, να παραβλέπουν και να κοιτάζουν αλλού, από το να οξύνουν την παρατήρησή τους, να αυξήσουν την επαγρύπνησή τους και να καλλιεργήσουν την αγάπη της αλήθειας.
Κάθε είδους περιορισμός μπορεί να επιβληθή εκ μέρους του συνόλου. Αλλά είτε πρόκειται για ένα ταμπού σε μια πρωτόγονη φυλή, είτε για μια κοινωνική σύμβαση ή ηθική απαγόρευση, είτε πρόκειται για την μη αναφορά ορισμένων θεμάτων ή την μη παραδοχή ορισμένων γεγονότων της συμπεριφοράς, σαν μερικές ανύπαρκτες οντότητες να υπήρχαν στην πραγματικότητα, ή του να λέει κανείς πράγματα που δεν τα πιστεύει ή να μην λέει πράγματα που στ’ αλήθεια πιστεύει – κάθε φορά που το σύνολο εκφράζει μια από αυτές τις απαιτήσεις, οδηγείται από ορισμένες αρχές που είναι ζωτικές για την ανάπτυξή του και την ανάπτυξη της συνειδητότητας. Χωρίς αυτές τις αξίες το σύνολο δεν θα μπορούσε να υπάρξη – ή τουλάχιστον αυτή είναι η σταθερή πεποίθησή του.
Το εγώ θα πάρη την αμοιβή της ηθικής αναγνώρισης από το σύνολο στον βαθμό ακριβώς που κατορθώνει να ταυτισθή με την persona, την συλλογικοποιημένη φαινόμενη προσωπικότητα – για τον απλό λόγο ότι αυτή η φαινόμενη προσωπικότητα είναι το ορατό σημάδι συμφωνίας με τις αξίες του συνόλου.
Η διαδικασία του σχηματισμού της persona μπορεί να γίνει σε διαφορετικά επίπεδα, ανάλογα με την ικανότητα και τον τύπο του ατόμου, και της εποχής στην οποία ζη. Από αυτήν την άποψη, δεν έχει σημασία το εάν η persona– προσωπικότητα, μέσω τις οποίας το εγώ ταυτίζεται με τις απαιτήσεις και τις αξίες της κοινωνίας, της τάξης ή της φυλής ανήκει σε ένα γιατρό ή ένα δικηγόρο, ένα φύλαρχο ή ένα πολιτευτή, ένα βασιλιά ή ένα καλλιτέχνη. Είναι εξ ίσου άσχετο το εάν η κοινωνία που επιβάλλει αυτήν την κοινωνική μάσκα στο άτομο είναι πρωτόγονη ή πολιτισμένη, δημοκρατική ή φασιστική.
Η αντίθεση ανάμεσα στην «συνείδηση» και την «εσωτερική φωνή» (με την οποία θα ασχοληθούμε λεπτομερώς αργότερα) επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό μας για την σχέση ανάμεσα στην ηθική και τον σχηματισμό της persona. Αυτή η αντίθεση φαίνεται πιο καθαρά στους ιδρυτές νέων θρησκειών ή ηθικών κινημάτων· αυτοί ήταν όλοι ανεξαίρετα «εγκληματίες», και ήταν αναπόφευκτο να τους μεταχειρισθούν σαν τέτοιους. Ο Αβραάμ (που καθαίρεσε τα είδωλα του πατέρα του), οι προφήτες, ο Ιησούς και ο Λούθηρος (ο οποίος αντιπάλεψε πρώτα τον στενό θρησκευτικό εθνικισμό του Ιουδαϊκού λαού, τον παλιό Νόμο, και ύστερα τον καθολικισμό) – όλοι αυτοί θεωρήθηκαν εγκληματίες, παρόμοια με τον Σωκράτη, που εισήγαγε «καινά δαιμόνια», τον Μαρξ και τον Λένιν, που ξεκίνησαν με τον σκοπό να καταστρέψουν την καθιερωμένη τάξη της κοινωνίας.
Ο επαναστάτης (οποιουδήποτε τύπου και αν είναι αυτός) παίρνει πάντα θέση στο πλευρό της εσωτερικής φωνής και ενάντια στην συνείδηση του καιρού του, η οποία είναι πάντοτε μια έκφραση των παλιών κυρίαρχων αξιών· και η εκτέλεση αυτών των επαναστατών γίνεται πάντα για καλούς και «ηθικούς» λόγους. Αρκετά συχνά – αν και με κανένα τρόπο πάντοτε, όπως μπορεί να μας διδάξη η ιστορία των αιρέσεων – η ιστορία στην πορεία της τελικά αναγνωρίζει αυτούς τους «εγκληματίες» με την εσωτερική φωνή σαν τους προδρόμους μιας νέας ηθικής. Αλλά αυτό δεν αλλάζει καθόλου το γεγονός ότι η συνείδηση της καινούργιας εποχής – αν και η ίδια είναι κατά ένα μέρος διαμορφωμένη από την επίδραση πολλών επαναστατών της εσωτερικής φωνής – χωρίς εξαίρεση επανακαθιερώνει έναν κανόνα κυριάρχων αξιών και απαιτεί από το άτομο να προσαρμοσθή με την σειρά του σε αυτόν τον κανόνα, με τον σχηματισμό μιας φαινόμενης προσωπικότητας.
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου