Συμπόσιον χαριστήριον εις τον καθηγητήν Παναγ. Κ. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1967, σ. 123-140
Η περί χαρισμάτων διδασκαλία της Κ. Διαθήκης είναι λίαν στενώς και αναποσπάστως συνδεδεμένη μετά της βιβλικής εκκλησιολογίας, αποτελεί μάλιστα την εσωτερικωτέραν πτυχήν αυτής1. Κατά την αναλογίαν της πίστεως δίδονται εις έκαστον πιστόν παρά του Θεού εν ή πλείονα χαρίσματα, τα οποία αποτελούν «φανέρωσιν» του Πνεύματος και υπηρετούν «προς το συμφέρον» και «εις οικοδομήν του σώματος του Χρίστου». Άπαντες οί πιστοί ως χαρισματούχοι κατέχουν θεόθεν ωρισμένην θέσιν εν τω σώματι του Χρίστου ως μέλη αυτού. Εκ της συνεπείας και της πιστότητος αυτών εις τα ληφθέντα χαρίσματα οικοδομείται και καταρτίζεται η κοινότης εν αγάπη εις σωτηρίαν.
Προκαλεί όθεν οδυνηράν έκπληξιν η διαπίστωσις ότι, ενώ η ορθόδοξος Εκκλησία ουδέποτε έπαυσε να είναι χαρισματική υπό την ως άνω έννοιαν, εν τούτοις το θέμα των χαρισμάτων δεν έτυχε της δεούσης προσοχής και συστηματικής εξετάσεως εις τα νεώτερα δογματικά μας συγγράμματα, εις τον ελληνικόν τουλάχιστον χώρον. Εκ της ορθοδόξου εκκλησιολογίας, εν αντιθέσει προς την δυτικήν, απουσιάζουν τα χαρίσματα2.
Είναι επιτακτική η ανάγκη να παρακολουθήση η σύγχρονος ορθόδοξος θεολογική σκέψη το χαρισματικόν στοιχείον εις την εκκλησιαστικήν της παράδοσιν προς πληρεστέραν και ανανεωμένην εκκλησιολογικήν σύνθεσιν.
Εν τη παρούση εργασία εκτίθεται το χαρισματικόν στοιχείον, ως έχει παρά Μ. Βασιλείω, ως συμβολή εις την πατερικήν χαρισματολογίαν. Πλην των άλλων ωθεί προς τούτο και η ετέρα διαπίστωσις, ότι εκ της μέχρι τούδε γενομένης ερεύνης περί την εκκλησιολογίαν του Μ. Βασιλείου3 το μνημονευθέν στοιχείον απουσιάζει, εξ όσων γνωρίζομεν, κατά κανόνα παντελώς.
Α. Η ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ Η ΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΧΑΡΙΣΜΑΤΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΝ ΣΚΕΨΙΝ ΤΟΥ Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Εν πρώτοις δέον να τονισθή ότι o Μ. Βασίλειος δεν εθεολόγησεν ιδιαιτέρως περί χαρισμάτων, όπως και γενικώτερον περί Εκκλησίας4, μη λαβών προς τούτο αφορμήν. Φυσικώς και ανεπιτηδεύτως είπεν ή κατέγραψε περί αυτών όσα εκ της αδιαλείπτου επικοινωνίας του μετά των Γραφών και της ζώσης παραδόσεως των μέχρι της εποχής του άγιων ανδρών της Εκκλησίας, ως και διά της προσωπικής του εμπειρίας εγνώρισε και εβίωσε. Πρόκειται δηλ. περί σποραδικών βιωματικών μαρτυριών και όχι περί ανεπτυγμένων θεολογικών θέσεων.
Εις το υπ’ όψιν σχετικόν υλικόν δεν υπάρχει ορισμός περί χαρίσματος. Παρίσταται όθεν η ανάγκη να αναζητηθή ή κατά το μάλλον και ήττον ακριβής περί αυτού έννοια διά συντόμου αναδρομής εις μερικάς ανθρωπολογικάς και σωτηριολογικάς του απόψεις εν συναφεία πάντοτε προς την πνευματολογίαν και εκκλησιολογίαν του.
Ο Θεός, η «αληθινή ζωή», εδημιούργησε τον άνθρωπον «κατ' εικόνα και ομοίωσιν» Αυτού. Τούτο αποτελεί «την εξ αρχής χάριν», είναι «χάρισμα», ήτοι δωρεά του Θεού προς τον άνθρωπον, του οποίου η εν κοινωνία μετ’ Αυτού ζωή χαρακτηρίζεται ως «μακαρία». Η αμαρτία ηχρείωσε το «κάλλος της εικόνος» εν τω ανθρώπω, ο οποίος απολέσας «την προς τον Θεόν ομοιότητα» συναπώλεσε και την «προς την ζωήν οικειότητα»5.
Η επαναφορά του ανθρώπου εις την τάξιν της δημιουργίας χαρακτηρίζεται μ.ά. ως «ανάκλησις» εις την «εξ αρχής χάριν», καθίσταται δε δυνατή διά της του Υιού «οικονομίας»· «η του Θεού και Σωτήρος ημών περί τον άνθρωπον οικονομία ανάκλησις έστιν από της εκπτώσεως και επάνοδος εις οικείωσιν Θεού από της διά την παρακοήν γενομένης αλλοτριώσεως», αι πράξεις δε της θείας προς τούτο αγάπης είναι «η μετά σαρκός επιδημία Χριστού, αι των ευαγγελικών πολιτευμάτων υποτυπώσεις, τα πάθη, ο σταυρός, η ταφή, η ανάστασις»6. Η νέα ζωή είναι χάρις· «το όλον χάριτι ζώντες και δωρεά Θεού»7· αποτελεί δε εν σχέσει προς την μέλλουσαν πληρότητά της «αρραβώνα» μόνον και «γεύμα (=γεύσιν) χάριτος»8.
Βεβαίως «η χάρις δίδεται διά του Υιού και ενεργείται προς ημάς παρ’ αυτού»9, το όλον όμως έργον της θείας οικονομίας και η εξ αυτού νέα ζωή είναι κοινόν της Αγ. Τριάδος· «η ζωή ημών από Θεού διά Χρίστου εν Αγιώ Πνεύματι»10. Το έργον τούτο ενεργεί και τελειοί κατ’ εξοχήν το Πνεύμα το άγιον, το «τελειωτικόν» του εν γένει έργου της Τριάδος11.
Το Αγ. Πνεύμα «συμπάρεστι» κατά την δημιουργίαν του κόσμου και καθ' όλας τας φάσεις του έργου της οικονομίας του Υιού12. Δι’ αυτού δε πραγματοποιείται «η εις παράδεισον αποκατάστασις· η εις βασιλείαν ουρανών άνοδος· η είς υιοθεσίαν επάνοδος· η παρρησία του καλείν εαυτών Πατέρα τόν Θεόν, κοινωνόν γενέσθαι της χάριτος του Χριστού, τέκνον φωτός χρηματίζειν, δόξης αϊδίου μετέχειν, και απαξαπλώς εν παντί πληρώματι ευλογίας γενέσθαι εν τε τω αιώνι τούτω και εν τω μέλλοντι»13. Τούτο οδηγεί «εις πάσαν την αλήθειαν», στηρίζει «προς τε γνώσιν ασφαλή και ομολογίαν ακριβή και λατρείαν ευσεβή και προσκύνησιν πνευματικήν και αληθή» του εν Τριάδι Θεού14.
Διά των τελευταίων τούτων ευρισκόμεθα εις την περιοχήν της Εκκλησίας. Θεμελιώδης διδασκαλία του ιερού Πατρός τυγχάνει, ότι η Εκκλησία είναι σώμα Χριστού15. Την Εκκλησίαν ταύτην «αρχιτεκτονεί» το Πνεύμα το άγιον16, παρέχον εις αυτήν «εγκαινισμόν»17 και ««διακόσμησιν» δια ποικίλων χαρισμάτων, αποτελούντων «δωρεάς εκ τού Πνεύματος»18.
Χαρίσματα λοιπόν κατά τα ανωτέρω είναι ειδικαί δωρεαί της γενικής χάριτος του εν Τριάδι Θεού, αι οποίαι παρέχονται διά του Αγ. Πνεύματος εις τα μέλη της Εκκλησίας ως σώματος Χριστού. Προσδιορίζων τούτο ακριβέστερον ο Μ. Βασίλειος διατυπώνει ως εξής· «και ώσπερ διαιρείν τα ενεργήματα εις τους αξίους των ενεργημάτων ο Πατήρ λέγεται, και διαιρείν τας διακονίας ο Υιός εν τοις της διακονίας αξιώμασιν· ούτω διαιρείν και τα χαρίσματα το Πνεύμα το άγιον εις τους άξιους της των χαρισμάτων υποδοχής μαρτυρείται» (πρβλ. Α' Κορ. 12, 4-6)19. Ως δε αλλαχού παρατηρεί «ου λειτουργικώς διακονεί τας δωρεάς, αλλ’ αυθεντικώς διαιρεί τα χαρίσματα (πρβλ. αυτόθι 12, 11). Αποστέλλεται μεν οικονομικώς, ενεργεί δε αυτεξουσίως»20. «Μερίζειν» ή «διαιρείν» ή «διανέμειν» και «ενεργείν» είναι τα ρήματα, τα οποία γενικώς εκφράζουν το έργον του Αγ. Πνεύματος εν σχέσει προς τα χαρίσματα21.
Ποια όμως είναι ακριβέστερον η φύσις και ο ρόλος ή σκοπός των χαρισμάτων εν τη Εκκλησία; Ποιοι οι όροι και τα όρια της υπάρξεως και ενεργείας αυτών εν αυτή;
(Συνεχίζεται)
Σημειώσεις
1. Βλ. κυρίως Α’ Κορ., κεφ. 12-14. Ρωμ. 12, 1-8. 16, 1. Εφεσ. 4, 1-16.
2. Βλ. ενδεικτικής Κ. Rahner, Das Charismatische in der Kirche, εν «Das Dynamische in der Kirche», 2α έκδ., Freiburg i. Br. 1958, σ. 38-73. G. Eichholz, Was heisst charismatische Gemeinde? München 1960 (Theol. Existenz Heute, Nr. 77).—«Kirche und Charisma». Die Gaben des Heiligen Geistes im N. Testament, in der Kirchengeschichte und in der Gegenwart. Εκδ. υπό R. F. Edel, Marburg 1966.
3. Εκ των κυριωτέρων L. Fischer, Basilius der Grosse. Untersuchungen zu einem Kirchenvater des vierten Jahrhunderts, Basel 1953, σ. 47-50, 52-72 (πλήν του χαρισματικού στοιχείου απουσιάζει και η έκθεσις της περί Εκκλησίας ως σώματος Χριστού θεμελιώδης διδασκαλία του Μ. Βασιλείου). Ι. Καρμίρη, Η εκκλησιολογία του Μ. Βασιλείου, εν Επιστ. Επετηρ. Θεολ. Σχ. Παν/μ. Αθηνών, Αθήναι 1958. σ. 103-139· πρβλ. και του αυτού, Η εκκλησιολογία των Τριών Ιεραρχών, Αθήναι 1962 (θεώρησις κατά το σύνηθες δογματικόν σχήμα)· (η μελέτη του P. Batiffol, L’ ecclesiologie de St. Basile, εν Echos d’ Orient 125/1922, σ.9-30. αναφέρεται εις την εκκλ. δράσιν και όχι την εκκλησιολογίαν του Μ. Βασιλείου). Εξαίρεσιν αποτελεί ο Dom David Amand, L’ ascèse monastique de St. Basile de Césarée, Maredsous 1948, o οποίος εις τάς σ. 138-144 ποιείται μερικώς λόγον περί χαρισμάτων, εν άναφορά όμως μόνον προς τον μοναστικόν βίον.
4. Ορθώς παρετηρήθη ότι προκειμένου περί του Μ. Βασιλείου είναι ακριβέστερον να ομιλώμεν περί «εκκλησιαστικής συνειδήσεως» παρά περί εκκλησιολογίας. Βλ. L. Fischer, μν. έργ., σ. 52· πρβλ. I. Καρμίρη, Η εκκλησιολογία του Μ. Βασιλείου, σ. 103.
5. Βλ. Λόγος ασκητικός 1,1. PG 31, 869D. Όροι κατά πλάτος, ερώτ. 55, 1. PG 31, 1045D.
6. Περί Αγ. Πνεύματος, κεφάλ. 15, 35. PG 32. 128CD.
7. Ομιλ. 20 Περί ταπεινοφροσύνης 3. PG 31, 532Α. Περί χάριτος βλ. ολόκληρον την στήλην 532· βλ. και Ε. Scholl, Die Lehre des hl. Basilius von der Gnade, Freiburg i. Br. 1881 (λίαν σχολαστικίζουσα· πρβλ. A. Heising, Der HI. Geist und die Heiligung der Engel in der Pneumatologie des Basilius von Casarea», εν Zeitschr. f. Kath. Theologie 87/1965, σ. 257, σημ. 2).
8. Oμιλ. εις 33 Ψαλμόν 6. PG 29, 365Α.
9. Περί Aγ. Πνεύματος, κεφ. 8, 17. PG 32, 96Β.
10. Κατά Ευνομίου 3, 4. PG 29, 664C. 665 Α.
11. Περί Αγ. Πνεύματος, κεφ. 9, 22. PG 32, 108Β· κεφ. 16, 38. 136ABC· κεφ. 26, 61. 180Β· Κατά Ευνομίου 3, 4. PG 29. 661C· πρβλ. Ομιλ. εις 32 Ψαλμόν 4. PG 29, 333A-D.
12. Περί Αγ. Πνεύματος, κεφ. 19, 49. PG 32, 157ABC· κεφ. 16, 39. 140BCD.
13. Αυτόθι, κεφ. 15, 36. 132Β· πρβλ. και κεφ. 24, 55. 172ΑΒ.
14. Περί πίστεως 4. PG 31, 685C.
15. Βλ. παρά I. Καρμίρη, μν. έργ., σ. 109-114.
16. Υπόμν. εις προφ. Ησαίαν 107. Εκδ. P. Trevisan (Torino 1939), τόμ. I, σ. 303. Του έργου τούτου στασιάζεται ή γνησιότης. Οι παρά διαφόρων προβληθέντες κατ' αυτής λόγοι (φιλολογικοί κυρίως) ουδέποτε εξησθένησαν σοβαρώς την βαρύτητα των υπέρ αυτής επιχειρημάτων του J. Wittig, Des Basilius des Grossen geistliche Ubungen auf der Bischofskonferenz von Dazimon 374/5 im Anschluss an Jes. I-XVI, Breslau 1922. Διά τούτο χρησιμοποιούμεν υλικόν εκ του ως άνω υπομνήματος, με την επιβαλλομένην πάντως επιφύλαξιν.
17. «Εγκαινισμόν δε της Εκκλησίας υποληπτέον την ανακαίνωσιν του νοός, την δια του Αγ. Πνεύματος γινομένην τοις καθ’ ένα των συμπληρούντων το σώμα της Εκκλησίας του Χριστού». Ομιλία εις 29 Ψαλμόν 1. PG 29, 308Α.
18. Βλ. Περί Αγ. Πνεύματος, κεφ. 16, 39. PG 141 Α.
19. Κατά Ευνομίου 3, 4. PG 29, 664ΑΒ· πρβλ. Περί Αγ. Πνεύματος, κεφ. 16, 37 και 38. PG 32, 133C. 137C.
20. Ομιλία 15 Περί πίστεως 3. PG 31, 472Α.
21. Βλ. Περί κρίματος Θεού 4. PG 31. 660BC. ένθα μ. α. λέγεται1 «και του Πνεύματος του αγίου του διαιρούντος μεν τα μεγάλα και θαυμαστά χαρίσματα, ενεργούντος δε τα πάντα εν πάσι». Πρβλ. και Ομιλίαν 15 Περί πίστεως 4. PG 31, 685C· Περί Αγ. Πνεύματος, κεφ. 9, 23. PG 32, 109C.
Συνεχίζεται
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου