Ηλίας Βασιλειάδης, Θεολόγος, MSC Δογματικής
Ήδη κατά τον δ΄ αιώνα η Εκκλησία βίωσε μια μεγαλοπρεπή ακμή μέσα στην παρακμή του γίγνεσθαι. Μέσα σ’ αυτό το τεταμένο κλίμα αμφισβήτησης και διάψευσης γεννήθηκε ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Από νεαρά ηλικία είχε δείξει μια φυσική τάση προς το ιερατικό σχήμα και τον ασκητικό βίο, εκδηλώνοντας έτσι μια βαθύτερη ανάγκη μιας αδιάκοπης επικοινωνίας ανάμεσα σε εκείνον και τον επουράνιο Πατέρα. Τον Χρυσόστομο τον διακατείχε μια ακόρεστη δίψα για την μελέτη και την γενικότερη εντρύφηση στα γράμματα, ο οποίος προσέλαβε στο είναι του την ελληνική κλασσική παιδεία και της προσέδωσε ένα βαθυστόχαστο χριστιανικό περιεχόμενο. Κλήθηκε να διάγει τον βίο του σε μια εποχή σκότους[1], ίντριγκας[2] και εντέλει απομάκρυνσης από τον ζωοδότη Θεό[3]. Υπήρξε σε όλη του την ζωή ένας άοκνος επαναστάτης του Χριστιανισμού και ένας πιστός υπηρέτης του Χριστού.
Ο Θεός χορήγησε στον νεαρό Χρυσόστομο το χάρισμα της ρητορικής δεινότητας, βοηθώντας τον να αποτυπώσει με σαφήνεια ένα καυστικό και δριμύ κατηγορώ απέναντι στην ηθική παρέκκλιση και κατάπτωση των συντοπιτών του. Κατά την πορεία της ζωής του έγινε και παρέμεινε ως ένας ασκητής των πόλεων, ενταγμένος μέσα στην άπαυστη αστική βουή, στην αδιάκοπη ροή των γεγονότων και στον αέναο βομβαρδισμό από τους πειρασμούς που του έθετε ο Εωσφόρος.
Ήταν ένας αεικίνητος ιερωμένος, ο οποίος αγωνιούσε για την πορεία της ανθρώπινης ύπαρξης και θα μπορούσαμε να τον χαρακτηρίσουμε ως το τελειότερο και πληρέστερο παράδειγμα αρχαίου Έλλην με χριστιανικό ένδυμα[4]. Όμως το τέλος του υπήρξε πικρό. Βίωσε την δική του προσωπική σταύρωση, αν και δεν μαρτύρησε, με την αποκοπή του από το ποίμνιο Του λόγω της εξορίας του. Μια εξορία που έγινε το μοιραίο τέλος για ένα πραγματικό αγωνιστή του Χριστού. Καθ’όλη την πορεία της ζωής του ενσάρκωσε σε όλες τις διαστάσεις του το πρότυπο του Χριστού επί γης.
Βιογραφικά
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος γεννήθηκε περίπου το 350 μ.Χ.[5]στην Αντιόχεια από μια αρκετά ευκατάστατη οικογένεια. Οι γονείς του ήταν ο διοικητής του στρατού της Ανατολής Σεκούνδος και η Ανθούσα[6], που κατά την παράδοση ήταν μια γυναίκα ενάρετη και πολύ ευσεβής και είχε μεγάλη αγάπη για τα γράμματα. Η μητέρα του νεαρού Χρυσόστομου φρόντισε ο γιος της να λάβει μια πλούσια παιδεία. Γι’ αυτό τον απέστειλε στον διδάσκαλο Λιβάνιο για να μαθητεύσει κοντά του στην ρητορική τέχνη, και αργότερα στον Ανδραγάθιο δίπλα στον οποίο εντρύφησε στην φιλοσοφία. Έτσι κατάφερε να λάβει μια ευρεία και λαμπρή παιδεία με την οποία κατέστη ρήτορας, με την κλασσική έννοια.[7]
Ο ιερός Πατήρ είχε εκδηλώσει ήδη από νεαρή ηλικία την κλίση του προς τον μοναχικό βίο, αλλά εκδηλώνοντας σεβασμό προς την μητέρα του δεν εκάρη μοναχός παρά μόνον λίγο αργότερα από τον θάνατο της. Όμως άρχισε να ζει ασκητικά μέσα στον πατρικό του οίκο. Κατά την πρώιμη αυτή ηλικία άσκησε το κοσμικό επάγγελμα του νομικού. Από το 375 και μετά τον θάνατο της μητέρας του εκάρη μοναχός σ’ ένα μοναστήρι έξω από την Αντιόχεια, όπου γνωρίστηκε και συνδέθηκε στενά με τον Θεόδωρο Μομψουεστίας και ταυτόχρονα εγκαταβίωσε στην έρημο για έξι έτη[8]. Όμως λόγω της ακραίας ασκήσεως που ακολουθούσε, προκλήθηκε ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας και έτσι αναγκάστηκε να επιστρέψει στην πόλη. Πέραν των προβλημάτων υγείας του, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, είχε αισθανθεί μέσα του μια βαθιά ανάγκη να ασκητέψει μέσα στον κόσμο και την αστική βουή. Με αυτόν τον τρόπο ήθελε ακόμη να μεταλλάξει τον αστικό κοσμικό ιστό σύμφωνα με τις επιταγές του Ευαγγελίου. Γι’ αυτό άλλωστε αποφάσισε να γίνει κληρικός και να ασκήσει χριστιανικά την ρητορική τέχνη. Έτσι με την επάνοδό του στην πόλη το 381 χειροτονήθηκε διάκονος από τον Μελέτιο Αντιοχείας και το 386 πρεσβύτερος από τον Φλαβιανό.[9]
Από εδώ και πέρα αρχίζει να εδραιώνεται η φήμη του ιερού Πατρός· αλλά και μέσα από το πολυσχιδές έργο του. Ήταν τόσο μεγάλη η απήχηση του έργου του ώστε μετά τον θάνατο του Πατριάρχου Νεκταρίου Κωνσταντινουπόλεως θεωρήθηκε ως ο αξιότερος και καταλληλότερος διάδοχός του. Έτσι το 398 παρά τις σφοδρές αντιδράσεις που προκλήθηκαν χειροτονήθηκε Πατριάρχης. Κατά την περίοδο που διετέλεσε Πατριάρχης ασχολήθηκε με τα ζητήματα της ηθικής καλλιέργειας του κλήρου και των πιστών, την ιεραποστολική δράση και την υλική στήριξη του Ποιμνίου του.[10]
Κατά την διάρκεια της ζωής του έζησε λιτά και ασκητικά, κάτι το οποίο ήθελε να το εφαρμόσουν και οι υπόλοιποι κληρικοί στον βίο τους. Αυτή η στάση ζωής και ο αγώνας, που κατέβαλλε, τον έκαναν να αποκτήσει ισχυρούς και επικίνδυνους αντιπάλους[11]. Όλη η δράση του Ιερού Χρυσοστόμου τον οδήγησε τελικά στην εξορία. Κατά την περίοδο όπου αναμένονταν η απόφαση περί της εξορίας του, κατά την παράδοση, κάποια γεγονότα οδήγησαν ωστόσο στην ανάκληση της. Τελικά όμως υπερίσχυσε η αδικία και ο Χρυσόστομος στάλθηκε με ενέργειες της αυτοκράτειρας Ευδοξίας σε έρημο τόπο προς την Ανατολή. Με την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη ανέμενε την κανονική του αποκατάσταση από την Μείζονα Σύνοδο. Όμως η περίοδος ομαλοποιήσεως ήταν σύντομη και οδηγήθηκε σε μια νέα κρίση με την εμφάνιση του σχίσματος των Ιωαννιτών. Δυστυχώς η καταδίκη και η εξορία του υπήρξαν αμετάβλητες. Έτσι το 407 εκοιμήθη στην διάρκεια του ταξιδιού του προς τον νέο τόπο της εξορίας του.[12]
Το 417 ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Αττικός αποκατέστησε το όνομα του Ιωάννου του Χρυσοστόμου στα δίπτυχα της Εκκλησίας. Στην εκκλησιαστική παράδοση καθιερώθηκε ως ένας δραστήριος και πολύπλευρος θεολόγος. Στην συνείδηση της Ανατολής έχει καθιερωθεί ως ο <<Οικουμενικός Διδάσκαλος της Ορθοδοξίας>>[13], ενώ η Δύση Τον αναγόρευσε <<διδάκτορα της Εκκλησίας>>[14]. Η Εκκλησίας μας πέραν από την ιδιαίτερη ημέρα μνήμης του στις ιγ΄ Νοεμβρίου τον συντιμά και στις λ΄ Ιανουαρίου, μαζί με τους δύο άλλους σοφούς ιεράρχες Μέγα Βασίλειο και Γρηγόριο τον Θεολόγο στην λαοφιλή ημέρα των τριών Ιεραρχών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου