Antonio Aguirre
Ξεκινάμε με μια ματιά στο κεντρικό θέμα του όψιμου έργου του Husserl “Die Krisis der europäischen Wissenschaften und die transzendentale Phänomenologie” – «Η κρίση των ευρωπαϊκών επιστημών και η μεταφυσική-υπερβατική φαινομενολογία». Ο Husserl αφιερώνει πολλά σημεία του κεντρικού του κειμένου, καθώς και των πραγματειών και συμπληρωμάτων που περιέχονται στον ίδιον τόμο, στην αντίθεση ή αντιπαραβολή μεταξύ ενός πράγματος και των ιδιοτήτων του, όπως το χρώμα, ο ήχος κι η μυρωδιά, στη συγκεκριμένη, υποκειμενική και σχετική καθημερινότητά τους, και του αντικειμενοποιημένου απ’ την άλλη και μη σχετικοποιημένου ιδίου πράγματος ως επιστημονικού αντικειμένου. Όπου και πρόκειται, αντί για τον ήχο ή τον θόρυβο που ακούμε ή το χρώμα που βλέπουμε, για ταλαντώσεις, ντεσιμπέλ και μήκη κύματος. Στον «κόσμο της ζωής» ή «ζωντανό κόσμο» (“Lebenswelt”) αντιπαρατίθεται ο αντικειμενικά επιστημονικός και επιζητών την ακρίβεια κόσμος. Πραγματεύεται λοιπόν εδώ ο Husserl και τις δυό αυτές υπαρξιακές και γνωστικές σφαίρες, στην ανταγωνιστική τους αντίθεση αλλά και στην ειλικρινή τους αλληλοδιείσδυση.
Η «Κρίση…» είναι μεν ένα συστηματικό έργο, οι σκέψεις και τα θέματα όμως που αποτελούν αυτό το σύστημα έχουν συχνά τη μορφή μιας ιστορικής παρουσίασης. Και λαμβάνουν, ανάλογα με τον χρόνο ή την εποχή, όπου τα παρατηρεί να γεννιούνται και να επιδρούν ο Husserl, διαφορετικά σχήματα. Το πιο σαφές παράδειγμα γι’ αυτό είναι η 9η Παράγραφος, όπου και επιχειρεί ο Husserl μια διεξοδική ανάλυση της αναφερθείσας αντιπαράθεσης μεταξύ ενός πράγματος, το οποίο θεωρούμε ή αντιλαμβανόμαστε (ενός «ζωντανού» δηλ. πράγματος…), και ενός «επιστημονικού» πράγματος. Στόχος της κριτικής του είναι ο Γαλιλαίος. Ο Husserl κατηγορεί τον Γαλιλαίο, ότι επιχείρησε να «μαθηματικοποιήση τη φύση», περικαλύπτοντας έτσι κάθε συγκεκριμένο και ορατό Δεδομένο με ένα «ιδεατό ένδυμα αντικειμενικών και επιστημονικών αληθειών». Τα ίδια τα μαθηματικά είναι κατά τον Husserl μια εξιδανίκευση, που ξεκινά όμως ιστορικά από πραγματικά σώματα και περιστατικά ή συμβάντα. Οι έννοιες, τα θεωρήματα και οι μορφές της μαθηματικής επιστήμης είναι Ιδέες. Κι αυτή η (ιδεατή…) φύση τους τούς παρέχει τη δυνατότητα, να έχουν έναν χαρακτήρα ακρίβειας. Γενικοποιώντας λοιπόν την αναφορά στον Γαλιλαίο μπορούμε να πούμε, πως εκφράζει ο Husserl στην «Κρίση…» τη θέση, ότι η εφαρμογή, με τη φυσική επιστήμη, εκείνων των ιδεατών επιστημών είναι και η αιτία της αντικειμενοποίησης των θεωρουμένων πραγμάτων μαζί με τις ιδιότητές τους, έτσι ώστε να προσεγγίζουν οι επιστημονικές περί αυτών απόψεις τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια.
Αυτό το βασικό θέμα συνδέεται στην «Κρίση…» και μ’ ένα άλλο θέμα, που θα έχη κεντρική για εμάς σημασία: ο Husserl ταυτίζει τον κόσμο της ζωής (ή: ζωντανό κόσμο…) με τη δόξα. Μεταφερόμαστε έτσι πίσω, σ’ ένα προηγούμενο επιστημονικο-φιλοσοφικό «σκηνικό», σε κεντρικές δηλ. έννοιες της φιλοσοφίας του Πλάτωνα: τη δόξα, την επιστήμη και την ιδέα, στις οποίες και παραπέμπει συχνά-πυκνά ο Husserl και τις οποίες ολοκληρώνει εν μέρει στη συλλογιστική συνάφεια της «Κρίσης…», χωρίς να τις καθιστά εντούτοις και αντικείμενο μιας ερμηνείας. Τις χρησιμοποιεί ως επί το πλείστον σε ανορθόδοξη μορφή, χωρίς να αναφέρεται ευθέως στα αμφισβητούμενα κείμενα και σημεία, με την αυτονόητη προϋπόθεση πως γνωρίζει τη διδασκαλία του Πλάτωνα, του προπάτορα κάθε εξιδανίκευσης. Ως επιστήμη (Episteme) χαρακτηρίζει ο Husserl όχι μόνον την αρχαία ελληνική επιστήμη – και σε πρώτη γραμμή τα μαθηματικά -, αλλά και την επιστήμη της σύγχρονης εποχής, και προπάντων τη φυσική. Εξαιρετικά σημαντική για τις παρατηρήσεις μας είναι και η σημασία της δόξας στην «Κρίση…». Σε πολλά σημεία αναφέρεται ο Husserl στην ταύτισή της με τον ζωντανό κόσμο, λέγοντας μάλιστα πως αντιμετωπίστηκε και με μιαν περιφρόνηση: «Ο ζωντανός κόσμος δεν είναι τίποτα άλλο παρά ο κόσμος της απλής, και παραδοσιακά τόσο περιφρονημένης δόξας». Η επιστήμη του ζωντανού κόσμου, την οποίαν και θέλει να αναπτύξη στην «Κρίση…» ο Husserl, είναι κατ’ αυτόν μια επιστήμη «της περιφρονημένης δόξας…». Κι όταν μιλά για την «υποκειμενικο-σχετική απλώς θεώρηση της προ-επιστημονικής ζωής», προσθέτει πως αυτό το «απλώς» δεν είναι παρά «η παλιά κληρονομιά του περιφρονητικού χρωματισμού της δόξας». «Η φιλοσοφία ήθελε να είναι, στην αρχαία της καταγωγή, επιστήμη, … όχι αόριστη και σχετική γνώση της καθημερινότητας – δόξα - , αλλά ορθολογική γνώση: επιστήμη» (( … Ο Husserl γράφει σχεδόν πάντοτε αυτές τις δυό έννοιες στα ελληνικά. Η δόξα μεταφράζεται συνήθως ως γνώμη (Meinung – όπου mein σημαίνει ‘δικό μου’! – σημ. τ. μετ.) στα γερμανικά. Ο Husserl χρησιμοποιεί όμως συχνά τη λέξη ‘Meinung’, ‘Meinen’ με τη σημασία τού «κατευθυνόμενου προς κάποιον σκοπό». Και μ’ αυτήν τη σημασία «νομίζει» και μια επιστημονική πρόταση κάτι. Γι’ αυτό και διατηρεί ίσως ο Husserl την ελληνική γραφή… )) . Όπως μάς δείχνουν λοιπόν αυτά τα αποσπάσματα, περιέρχεται και η δόξα σε μιαν αντιπαράθεση προς τη μαθηματική ακρίβεια – και μάλιστα ως θύμα της.
Σ’ αυτόν τον ανταγωνισμό μεταξύ δόξας και επιστήμης επιθυμούσε να δείξη ο Husserl, ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να περιφρονηθή η δόξα και να προτιμηθή ταυτόχρονα η επιστήμη. Επιθυμούσε να αποκαταστήση μάλλον τη δόξα, και μάλιστα να τη «δικαιώση», όπως γράφει στο «Εμπειρία και κρίση» (( Πρβλ. E. Husserl, Erfahrung und Urteil. Untersuchungen zur Genealogie der Logik. Hamburg 1971, σ. 44 )). Γι’ αυτό και αφοσιώνεται σ’ αυτό το έργο, όπως και προπάντων στην «Κρίση…», σε διεξοδικές αναλύσεις, που θέλουν να δείξουν ότι κάθε μορφή επιστήμης προϋποθέτει ένα προ-υποκειμενικό εμπειρικό στρώμα ή εμπειρική μορφή, η οποία και πρέπει να εκτιμηθή, ως το γνωσιο-κριτικό αλλά και οντολογικό θεμέλιο της επιστήμης, υψηλότερα κι απ’ αυτήν. Απ’ την άποψη όμως αυτής της εκτίμησης, αναποδογυρίζει εδώ το πλατωνικό πρότυπο. Θα πρέπη όμως να παρατηρήσουμε, ότι ο Husserl αντιπαραθέτει σ’ όλες αυτές τις αναλύσεις τον κόσμο της ζωής ή τον ζωντανό κόσμο με την επιστήμη, κι όχι την ίδιαν τη δόξα και την επιστήμη, όπως τις ορίζει, προπάντων στην Πολιτεία, ο Πλάτων.
Αυτό το σύμπλεγμα της ταυτίσεως ζωντανού κόσμου και δόξας, αλλά και η επιδιωκόμενη απ’ τον Husserl δικαίωση, κυρίως, της δόξας, θα είναι και το κεντρικό θέμα των παρατηρήσεών μας. Ξεκινούμε λοιπόν με μια σκέψη για τον ρόλο, που παίζει η εξιδανίκευση σ΄αυτό το σύμπλεγμα. Τη συναντήσαμε ήδη αυτήν τη σκέψη μιλώντας για τη μαθηματικοποίηση των θεωρουμένων πραγμάτων, και λέγοντας πως είναι τα αξιώματα, τα θεωρήματα και τα γεωμετρικά αντικείμενα των μαθηματικών, Ιδέες. Η μαθηματικοποίηση υπερβαίνει (; - überrolt) τον ζωντανό κόσμο και άρα και τη δόξα (=η αρχαία γνώμη…). Κι αυτός είναι κι ο λόγος, που θέλουμε να ασχοληθούμε εγγύτερα, για να αποσαφηνίσουμε εκείνην τη δικαίωση, με τον βασικό χαρακτήρα της εξιδανίκευσης. Πρέπει όμως, για να το καταφέρουμε αυτό, να κατανοήσουμε κάποιες απόψεις της φιλοσοφίας του Καντ.
Ο Καντ χαρακτηρίζει λοιπόν, στο δεύτερο μέρος της «Κριτικής του καθαρού λόγου» και στο κεφάλαιο περί «Μεταφυσικής διαλεκτικής», τις έννοιες του καθαρού λόγου, με τις οποίες και θα εργασθή σ’ αυτήν τη Διαλεκτική (Dialektik), ως «Ιδέες», και επαναφέρει τη σημασία τους στη χρήση που είχαν αυτές και στον Πλάτωνα. Η έννοια ωστόσο της Ιδέας στην «Κριτική…» δεν είναι πια η πλατωνική (( !!! )) . Ο Καντ την έχει, σ’ ένα ουσιαστικό σημείο, αλλάξει. Ο Husserl χαρακτηρίζει λοιπόν, στις «Ιδέες Ι», τα μαθηματικά αντικείμενα ως Ιδέες «με την καντιανήν έννοια». Συναντάμε όμως και στην αρχή του Εμπειρικού Οδηγού, στο πράγμα και τις ιδιότητές του, το ίδιο: είναι και ένα πράγμα, εννοημένο στην ολότητα των οριζοντίων εμφανίσεών του, στην επαρκή του δηλ. και πλήρη πραγματικότητα, μια «Ιδέα με την καντιανήν έννοια». Κι αυτό μας φέρνει μπροστά σε μια δεύτερη μορφή της εξιδανίκευσης, που δεν προέρχεται απ’ την αρχικώς περιγραφείσα αντιπαραβολή (ζωντανού δηλ. κόσμου και επιστήμης…), και που αφορά στο σύνολο της Φαινομενολογίας. Το πώς συσχετίζεται συστηματικά αυτή εδώ τώρα η εξιδανίκευση των πραγμάτων με εκείνην, που οδηγεί στη μαθηματική ακρίβεια, θα αποτελέση αργότερα, όταν θα αναζητήσουμε την αιτία καθώς και την έννοια που δικαιώνεται η δόξα, ένα αποφασιστικό αντικείμενο των σκέψεών μας. Ας μείνουμε κατ’ αρχάς στον ζωντανό κόσμο και τη δόξα ως τον αντίθετο πόλο της εξιδανίκευσης της ακρίβειας, κι ας εξετάσουμε μερικά απ’ τα ουσιαστικά χαρακτηριστικά τους. Και ξεκινάμε με τον ζωντανό κόσμο (ή: τον κόσμο της ζωής – Lebenswelt).
Συνεχίζεται
ΣΧΟΛΙΟ: Τί ντροπή μας μετά τήν Ελληνική φιλοσοφία, μετά τόν χριστιανισμό νά επιστρέφουμε στήν γνώμη, στό θεμέλιο τού εγώ, στό εργαλείο τού θανάτου.
Τό εγώ στούς ζωντανούς επεξεργάζεται τόν θάνατο, είναι μιά προετοιμασία γιά τόν θάνατο, ως εξής : όπως ακριβώς μετά τόν θάνατο αγαπημένου μας προσώπου μένει στήν θύμησή μας η καλοσύνη του καί μόνον (φυσικά, εφόσον τό κακό είναι ανύπαρκτο καί μείς μαζί πού τό υπηρετούμε) καί διαγράφονται όλες οι κακές στιγμές τής κοινής μας ζωής, έτσι ακριβώς εργάζεται τό εγώ στήν μνήμη μας, όσον αφορά τίς πράξεις μας. Λειτουργεί επιλεκτικά, δηλ. δέν καταγράφει τίς αμαρτίες μας. Λειτουργεί σάν νά έχουμε πεθάνει. Αυτόν τόν θάνατο συνήθως ονομάζουμε ζωή. Μόνον ο νεκρός μαθαίνει τίς αμαρτίες του, κατά τό πέρασμά του, κατά τόν χωρισμό τής ψυχής, διότι η ψυχή ελεύθερη από τό σώμα, δηλ. από τό εγώ καί από την μνήμη βλέπει τίς αμαρτίες της, τά λάθη της. Γι' αυτό η πνευματική ζωή επιβάλλει τόν θάνατό μας πρίν πεθάνουμε, μέ τήν αποκοπή τού γνωμικού θελήματος.
1 σχόλιο:
Ωραίο το σχόλιό σου Αμέθυστε! Το κακό είναι ότι ακόμα η στραβωμάρα με χαρακτηρίζει!
Δημοσίευση σχολίου