Ο Θάνατος ως Ερώτημα α
Hans Georg Gadamer, 1975
Περιλαμβάνεται στον τόμο: Hans Georg Gadamer, Gesammelte Werke, Bd. 4: Neuere Philosophie II – Probleme Gestalten, Tübingen: J.C.B. Mohr (Paul Siebeck) 1987, Seiten 161-172.
Είναι ο θάνατος ένα ερώτημα;
Είναι άραγε ερώτημα το γεγονός ότι καθένας από εμάς που βρίσκεται εδώ θα πεθάνει;
Τι είδους ερώτημα μπορεί να θέσει αυτός που ωθείται στη σκέψη, μπροστά στο φαινόμενο του θανάτου;
Θα προσπαθήσω να στοχαστώ εκ νέου πάνω στις ερωτήσεις και στις απαντήσεις — ή, καλύτερα, πάνω στο ίχνος της ανθρώπινης σκέψης, όπως αυτό έχει αποτυπωθεί στην παράδοσή μας απέναντι στο φαινόμενο του θανάτου.
Και πρέπει να περιορίσω αναγκαστικά αυτή τη θεώρηση στην ελληνική-χριστιανική παράδοση, γιατί τα πρωτότυπα τεκμήρια άλλων πολιτισμών, εφόσον είναι γλωσσικά, τα γνωρίζω μόνο μέσα από μεταφράσεις.
Έτσι, είναι στην ίδια την παράδοση της δυτικής σκέψης που προσανατολίζομαι.
Όμως, το πλεονέκτημα αυτής της δικής μας παράδοσης είναι ταυτόχρονα και μεθοδολογικό βάρος: διότι στεκόμαστε μέσα σ’ αυτήν και δεν μπορούμε να την υπερβούμε, να την κοιτάξουμε «απ’ έξω».
Ίσως, ακριβώς σ’ αυτό να συνίσταται η ερμηνευτική προσπάθεια: να «γνωρίσουμε το γνωστό», όπως το διατύπωσε ο φιλόλογος Αύγουστος Μπέκ (August Boeckh).
Και αυτό είναι που καθιστά δυνατό, εν γένει, το να μιλάμε για τον θάνατο ως ερώτημα.
Ωστόσο, το «γνώση του γνωστού» είναι μια φράση με την οποία ο Μπέκ εννοούσε αρχικά απλώς την ερμηνεία των κειμένων.
Το περιεχόμενο εκείνης της γνώσης είναι «το γνωστό». Αλλά τι συμβαίνει όταν πρόκειται για τον θάνατο; Τι είναι εδώ αυτό το «γνωστό»; Μπορούμε άραγε να ονομάσουμε απαντήσεις σε ένα ερώτημα όσα μας παραδίδει η παράδοση σχετικά με τον θάνατο; Μήπως ο ίδιος ο ερχομός του θανάτου δεν είναι ακριβώς εκείνο που μας βρίσκει χωρίς απάντηση; Δεν είναι ο φυσικός, βιολογικός μηχανισμός το αίνιγμα.
Ο Ρίλκε μιλά κάποτε για το «άγιο εύρημα της φύσης» — ότι αυτή ανακάλυψε τον οικείο θάνατο. Ή λέει πως ο θάνατος είναι η άλλη πλευρά της ζωής, όπως και το φεγγάρι έχει μια σκοτεινή πλευρά που ανήκει εξίσου στην πληρότητα της ύπαρξής του, όπως ο θάνατος ανήκει στην ύπαρξη του ζωντανού. Τόσο φυσικός είναι ο θάνατος.
Αρκεί μόνο να μπορούσε κανείς να σταθεί απέναντί του με την ίδια αταραξία, με την οποία κατανοεί τα άλλα φαινόμενα της ζωής. Ο θάνατος όμως παραμένει ερώτημα.
Η ακαταληψία του θανάτου αποκαλύπτεται απέναντι σε μιαν άλλη αρχή:
φαίνεται στο ότι η βεβαιότητα της αυτοσυνείδησής μας δεν μπορεί να σταθεί σε καμία κατανοητική σχέση με το μη-είναι αυτής της ίδιας αυτοσυνείδησης.
Και πάλι με τα λόγια του Ρίλκε:
«Και εκείνο που στον θάνατο μας απομακρύνει, δεν έχει αποκαλυφθεί.»
Πού, λοιπόν, να βρίσκονται «γνώσεις» εδώ; Πού οι απαντήσεις της κατανόησης, τις οποίες θα μπορούσαμε οι ίδιοι να κατανοήσουμε; Κι όμως, φαίνεται να είναι ο ακατάπαυστος μόχθος της ανθρωπότητας να κρατά αυτό το ερώτημα ζωντανό. Δεν μπορούμε, ως ζώντες, να το παρακάμψουμε.
Αν στρέψουμε το βλέμμα στις αρχαιότερες απαντήσεις της παράδοσής μας απέναντι στην εμπειρία του Θανάτου (Thanatos) και της Αθανασίας (Athanasia), του θανάτου και της αθανασίας, της μη-θνητότητας, πάντοτε συναντούμε την ίδια μεγάλη και τρομερή απάντηση: τον νεκρικό λατρευτικό τελετουργικό, τον τάφο.
Το αληθινά χαρακτηριστικό γνώρισμα του ανθρώπου ανάμεσα σε όλα τα έμβια όντα που έχει φέρει στο φως η φύση είναι ότι ενταφιάζει τους νεκρούς του και ότι στρέφει προς τον τάφο το συναίσθημά του, τη σκέψη του, την τέχνη του.
Τι μεγαλειώδες και πάντοτε απίστευτο γεγονός είναι αυτό:
ο θησαυρός των αναθημάτων που έρχονται στο φως από τους τάφους της αρχαιότητας.
Ας σκεφτούμε, για παράδειγμα, τους τάφους των Βίκινγκ κοντά στο Όσλο:
ολόκληρα πλοία, με όλο τους το περιεχόμενο, σκεπάστηκαν με πέτρες και χώμα,
για να διατηρηθεί στον νεκρό ό,τι ήταν δικό του.
Και πόση ποικιλία μορφών παρουσιάζουν οι τάφοι, πόσες απαντήσεις κρύβονται μέσα σε αυτή τη μορφολογική πολυφωνία. Να, οι τεράστιες λίθινες πυραμίδες, χτισμένες από χιλιάδες χέρια γύρω από ένα σμικρυνόμενο, απειροελάχιστο τίποτα· να, ο διαρκώς αυξανόμενος πλούτος των ταφικών αναγλύφων της κλασικής Ελλάδας στο Εθνικό Μουσείο της Αθήνας —όποιος είδε με τα μάτια του την κίνηση του αποχαιρετισμού πάνω σε αυτές τις στήλες, που κόβει την ανάσα, δεν θα ξεχάσει ποτέ αυτήν τη ζωή του θανάτου που αποδίδει το ελληνικό πνεύμα της τέχνης.
Και στους χριστιανικούς τάφους, το σταυρό· και αργότερα, το βιβλικό ρητό — και τα δύο παραπέμπουν στην κοινότητα των αγίων, και τα δύο βεβαιώνουν ότι ο νεκρός ζει και ανήκει στους άλλους. Ή, στους τάφους του ισλαμικού κόσμου: γεωμετρικά στολίσματα, που μόλις διακρίνουν το ένα μνήμα από το άλλο· τίποτα από ατομικότητα, όνομα ή αξίωμα, βίο ή οικογένεια, δεν είναι αναγνωρίσιμο. Αυτό θυμίζει την αραβική φιλοσοφική ερμηνεία του Αριστοτέλη για τον καθολικό Νου, την καθολική Ψυχή, μέσα στην οποία εισέρχεται κάθε επιμέρους άνθρωπος. Κι όμως, οι γυναίκες του Μαρακές εμπιστεύονται σε αυτούς τους τάφους τις πιο μυστικές επιθυμίες και προσευχές τους.
Εκτός από τους τάφους των ηγεμόνων, οι ισλαμικοί τάφοι είναι γενικά χωρίς κανένα ίχνος μνήμης για ό,τι υπήρξε. Τι μας λένε όλοι αυτοί οι τάφοι;
Είναι απαντήσεις στο ερώτημα τι είναι ο θάνατος; Ή είναι απαντήσεις που θέλουν να πουν ότι ο θάνατος δεν υπάρχει ή δεν πρέπει να υπάρχει; Είναι απαντήσεις που αρνούνται να αποδεχτούν τον θάνατο;
Κι όμως, εκείνος υπάρχει. Τι είναι; Και εμείς — δεν το γνωρίζουμε; Από πού; Και γιατί; Τι σημαίνει γνώση του θανάτου;
Αναμφίβολα, ό,τι μιλά μέσα από το ίχνος που χάνεται στο λυκόφως των πρώτων εποχών, μέσα από τα νεκροταφεία της γης, είναι ένα αληθινό προνόμιο του ανθρώπου.
Το να γνωρίζει κανείς τον θάνατο φαίνεται να είναι τόσο έμφυτο στον άνθρωπο, όσο και το ότι μπορεί να σκέφτεται. Βέβαια, λέγεται πως και τα ζώα «γνωρίζουν» τον θάνατό τους, πως κρύβονται, αποσύρονται από το βλέμμα όλων, και πως αισθάνονται πότε έχει έρθει η στιγμή να το κάνουν.
Αλλά είναι άραγε αυτό που παρατηρούμε σε αυτά πραγματική γνώση, και όχι απλώς αντανάκλαση ενός ανθρώπινου ερωτήματος;
Δεν είναι περισσότερο ένα παραδειγματικό είδωλο, που το διατυπώνουμε μέσα από την ερώτηση: γνωρίζουμε κι εμείς να δεχόμαστε έτσι τον θάνατο;
Ας ρωτήσουμε, λοιπόν: πώς γεννιέται η γνώση του θανάτου; Και γεννιέται πράγματι;
Μήπως η βεβαιότητα της ζωής δεν έχει κυρίαρχη πρωτοκαθεδρία, και η βεβαιότητα του θανάτου δεν μας έρχεται πάντοτε απ’ έξω, μόνο μέσα από άμεση ή έμμεση εμπειρία, όταν ο άνθρωπος ξυπνά στη συνείδηση; Πώς αποκτάται αυτή η γνώση στο παιδί — και τι είδους γνώση είναι εκείνη, ώστε να μπορεί τελικά ο ποιητής να πει: Tu sais – ξέρεις;
Δεν το επικαλούμαι τυχαία αυτό το ποίημα του Γκότφριντ Μπεν, μάρτυρα της ύψιστης σκεπτικιστικής στάσης. Αντίθετα, ρωτώ: Το παιδί γνωρίζει τη γνώση του;
Γνωρίζει κανείς από εμάς τι είναι αυτό που γνωρίζει, όταν γνωρίζει ότι πρέπει να πεθάνει; Μήπως η ερώτησή μας για τον θάνατο είναι πάντοτε και αναγκαστικά ένα κάλυμμα αυτού που γνωρίζουμε — ένα κάλυμμα κάποιου αδιανόητου, του ίδιου του μη-είναι; Αν πάρουμε στα σοβαρά αυτή την προοπτική:
Μήπως κι ο ταφικός λατρευτικός πολιτισμός είναι ένα τέτοιο κάλυμμα, εφόσον προβάλλει μια αισθητή παρουσία — όπως εκείνο το «κόκαλο» για το οποίο, όπως λέει ο Χέγκελ, κινούνταν οι μεγάλες πομπές των Σταυροφοριών προς τον Άγιο Τάφο;
Μήπως παντού πρόκειται μόνο για το ίδιο πράγμα: να μη χρειαστεί να σκεφτούμε το μη-είναι;
Είναι άραγε και η λατρεία των προγόνων στις μεγάλες ανατολικές κουλτούρες ένα μη-άφημα-του-θανάτου-να-είναι, εφόσον ο άνθρωπος βλέπει τον εαυτό του να επιστρέφει σε μια συλλογική ύπαρξη;
Και πώς είναι, στη χριστιανική μας παράδοση, το ζήτημα της εκ νέου συνάντησης — αυτής της ακατάλυτης, σχεδόν φυσικής προσδοκίας, ότι ό,τι συνέδεε τη μητέρα και το παιδί στα πρώτα χρόνια της ζωής, δεν μπορεί να ακυρωθεί ούτε από τη βεβαιότητα ότι πρέπει να πεθάνουν;
Μήπως πρέπει να μείνει πάντα η ελπίδα της συνάντησης με εκείνους στους οποίους ανήκαμε; Ήδη ο ελληνικός Άδης φέρει χαρακτηριστικά μιας τέτοιας προσδοκίας επανασυνάντησης.
Ακόμη και ο Σωκράτης, στο τέλος της Απολογίας, μιλά με χαρά για το ότι θα πάει στον Άδη, γιατί εκεί θα τον υποδεχθούν οι μεγάλοι ήρωες της ελληνικής μυθολογίας και θα έχει την ευκαιρία να τους ρωτήσει τι είναι η αληθινή αρετή. Και, ακόμη κι αν δεν το ξέρουν — και σίγουρα δεν θα το ξέρουν — τουλάχιστον δεν θα τον καταδικάσουν πια σε θάνατο...
Και πολύ περισσότερο, η χριστιανική ιδέα του Παραδείσου, ή του Ουρανού, ως ουρανού της επανασυνάντησης. Μήπως όλα αυτά είναι, τελικά, τρόποι για να μην θέλουμε να σκεφτούμε το μη-είναι;
Αυτά είναι ερωτήματα που η φιλοσοφία πρέπει να αντιμετωπίσει με τον δικό της τρόπο. Γιατί ο δικός της προορισμός είναι να θέλει να γνωρίσει εκείνο που «γνωρίζει χωρίς να γνωρίζει».
Αυτή είναι μια ακριβής περιγραφή του τι είναι φιλοσοφία, και μια καλή διατύπωση εκείνου που πρώτος διέκρινε ο Πλάτων:
ότι η γνώση για την οποία πρόκειται εδώ είναι ἀνάμνησις — ένα ανακάλεσμα από τα βάθη, μια ανύψωση σε συνείδηση.
Ας ρωτήσουμε, λοιπόν, τι γνωρίζει κανείς χωρίς να το γνωρίζει, όταν γνωρίζει για τον θάνατο. Τι έχει να πει γι’ αυτό η φιλοσοφική παράδοση μέσα στην οποία στεκόμαστε;
Μπορεί να τεθεί και προς αυτές τις φιλοσοφικές προσπάθειες το ερώτημα:
είναι προσπάθειες να γνωρίσουν, ή είναι κι αυτές τρόποι για να μην θέλουν να γνωρίσουν αυτό που ήδη γνωρίζουν;
Υπάρχει, πρώτα, η σκιασμένη ύπαρξη των ψυχών στον Άδη της ομηρικής θρησκείας — μια πνιγηρή θλίψη. Καθώς άλλες λατρείες των ψυχών απομακρύνονται από αυτή την επική-μυθική παράδοση, αρχίζει και η σκέψη της επιστήμης και της φιλοσοφίας:
όταν — πρώτα στον Πυθαγόρα — μέσα στη διδασκαλία της μετενσάρκωσης, στη διαδοχή των ενσαρκώσεων, εμφανίζεται η έννοια της ἀναμνήσεως, της ανάκλησης στη μνήμη.
Ποιοι νοητικοί σχηματισμοί — θα μπορούσε κανείς να πει: ποιοι όροι — προετοιμάζονται εδώ; Δύο ελληνικές λέξεις μπορούν να δείξουν τον δρόμο· και οι δύο σημαίνουν «ζωή»: Ζωή (Ζωή) και Βίος (Βίος).
Και οι δύο έχουν επιβιώσει ως ξενικοί όροι και στη γερμανική γλώσσα. Συχνά σημαίνουν το ίδιο· και όμως, πρόκειται για έννοιες που αλληλοπροσελκύονται και αλληλοδιαπλέκονται, ενώ ήδη στη χρήση της γλώσσας υποδηλώνουν διαφορετικές κατευθύνσεις νοήματος.
Ζωή (Ζωή) είναι σαφώς το αντίθετο εκείνου που δεν έχει ζωή· δηλαδή, του μη-ζώντος.
Αυτό που τη χαρακτηρίζει είναι η ψυχή (ψυχή).
Στην ελληνική σκέψη, η ύπαρξη ψυχής σημαίνει ότι ένα ον ξεχωρίζει μέσω της ζωντάνιας του. Η «ζωντάνια» εδώ είναι σαν είδος πνοής, που μαρτυρείται μέσω της αυτοκίνησης. Η ζωή, με αυτήν την έννοια της ζωντάνιας, ενσαρκώνεται σε διαρκώς νέα ζωντανά όντα. Έτσι, η Ζωή είναι εκ των προτέρων ελεύθερη από εκείνο που εμείς θα ονομάζαμε ατομικότητα.
Όταν μιλούμε για ζωή υπό την έννοια της Ζωής, δεν εννοούμε το προσδιορισμένο άτομο, αλλά μόνο τη διάκρισή του από τη νεκρή φύση ή την αποζωοποιημένη αδράνεια του θανάτου. Αντίθετα, όταν πρόκειται για ένα ον στην ιδιαίτερη μορφή της ζωντάνιας του, τότε μιλάμε για Βίο. Αυτό ισχύει παντού όπου εννοούμε συγκεκριμένο τρόπο ζωής, ακόμη και για τα ζώα.
Αλλά ισχύει, σε εξαιρετικό βαθμό, για τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος είναι ένα ζωντανό ον που γνωρίζει ότι είναι ζωντανό. Έτσι, βρίσκεται σε μια εντελώς νέα σχέση προς τη δική του ζωντάνια. Σε αυτό έγκειται ότι επιλέγει και ότι — μέσω της επιλογής του, και μάλιστα πιο πολύ μέσω της ασυνείδητης επιλογής του — αποφασίζει για τη ζωή του. Ο Βίος, λοιπόν, είναι η ζωή που κανείς ζει, εκείνη που τον διακρίνει από κάθε άλλο ζωντανό, με τον τρόπο ζωής του, την προσωπική ιστορία και το μοίρα του. Εφόσον μέσα σε αυτήν την έννοια του ζωντανού ενυπάρχει κάτι νέο — το γνώρισμα του εαυτού, η αυτογνωσία — βρισκόμαστε εδώ στο ίδιο το έδαφος της ελληνικής παράδοσης της σκέψης.
Η έννοια της ψυχής, ήδη από τον Ηράκλειτο, συνδέεται με τον λόγο (λόγος) — δηλαδή με τη γνώση και τη θέληση για γνώση, με τη διάθεση για έρευνα. Το φιλοσοφικό εγχείρημα που αρχίζει εδώ τοποθετεί, πάνω από τη γενικότητα της ζωντάνιας — στην οποία ο θάνατος ίσως είναι πράγματι η «άλλη πλευρά» της —, το γνώρισμα της αυτογνωσίας: το να γνωρίζεις τη δική σου ζωή και τον δικό σου θάνατο. Και τότε προβάλλει το πρόβλημα: ότι, για μια τέτοια «γνωσμένη» ζωή, η άλλη πλευρά, το ίδιο της το μη-είναι, παραμένει απρόσιτο.
Αυτή η ιστορία θα μπορούσε να παρακολουθηθεί ως μέσα στους ίδιους τους όρους της πλατωνικής και της αριστοτελικής φιλοσοφίας.
Θα μπορούσε να δειχθεί πώς η ερμηνεία της ζωτικότητας ως αυτογνωσίας καταλήγει τελικά στη διδασκαλία της Ιδέας ή στη διδασκαλία του Νου (Νοῦς) — του πάντοτε παρόντος και ταυτόχρονα εκείνου που καθιστά παρόν.
Όπως η λαμπρότητα της ημέρας καθιστά δυνατή την ορατή μας εμπειρία του κόσμου μέσα στα χρώματά του,έτσι είναι και αυτή η εσωτερική λαμπρότητα που κάνει ώστε κάθε ον να αποκτά άρθρωση μέσα στη σκέψη που καθιστά παρόν, μέσα στη συνείδηση.
Θα έπρεπε επίσης να γίνει λόγος για τις μεταγενέστερες μορφές της αρχαίας σκέψης —
π.χ. για τη στοική στάση απέναντι στον θάνατο, που προσπαθεί ακόμη και μπροστά στην αναγκαιότητα του να πεθάνει κανείς να συμφιλιωθεί με τη φύση, ή για την επικούρεια τέχνη να υποβαθμίζει το φαινόμενο του θανάτου σε μη-είναι, να το αναιρεί λογικά.
Ωστόσο, σαν άθροισμα όλων αυτών των στοχασμών φαίνεται αυτό που ο Πλάτων λέει στον Φαίδωνα: αφού έχουν παρατεθεί πλήθος αποδείξεων για την αθανασία της ψυχής,
ο Σωκράτης αφήνει τον συνομιλητή να πει: «Μα υπάρχει μέσα στον άνθρωπο ένα παιδί, που ακόμη και μετά από όλες αυτές τις αποδείξεις δεν έχει ησυχάσει».
Και πράγματι, καμία από τις αποδείξεις της αθανασίας που βρίσκουμε στην ελληνική σκέψη δεν είναι σε θέση, ούτε από μακριά, να μας πει εκείνο που θέλουμε να μάθουμε,
όταν επιχειρούμε να σκεφτούμε τον θάνατο από τη σκοπιά αυτού που γνωρίζουμε ως δική μας ζωή.
Το παιδί μέσα στον άνθρωπο έχει δίκιο — και η ελληνική φιλοσοφία αποτυγχάνει στο ερώτημα τι είναι ο θάνατος. Αυτή είναι η μεγάλη προοπτική μέσα στην οποία εμφανίστηκε ο χριστιανισμός στον κόσμο. Ο Νοβάλις, στις Ύμνοι προς τη Νύχτα, διατύπωσε ποιητικά αυτό το νέο στοιχείο.
Αναμφίβολα, η εικόνα του ελληνικού κόσμου που σκιαγραφεί εκεί — ως γιορτή θεών και ανθρώπων, ως διαρκή φωτεινή ευθυμία της απόλαυσης της ζωής —
δεν εξαντλεί το βάθος της ελληνικής κουλτούρας. Αλλά το ότι η ελληνική σκέψη δεν κατόρθωσε να αντιμετωπίσει τον θάνατο, αυτό ο Νοβάλις το είδε σωστά — όσο κι αν οι Έλληνες ποιητές άγγιξαν όλες τις βαθιές χορδές της γνώσης του θανάτου.
Ήταν το αίτημα του χριστιανισμού, όχι τόσο να γνωρίζει την απάντηση σε αυτό το ερώτημα, αλλά να αποτελεί την υπόσχεση μιας απάντησης. Όμως ρωτάμε:
Πώς προσέλαβε η φιλοσοφία αυτήν την υπόσχεση υπέρβασης του θανάτου που περιέχεται στο χριστιανικό κήρυγμα; Πώς κατανόησε αυτήν τη μεταμόρφωση του θανάτου σε ζωή;
Μήπως δεν πρέπει να πούμε:
Κάθε προσπάθεια της φιλοσοφικής σκέψης να σκεφτεί τη μεταμόρφωση του θανάτου σε ζωή, στην πραγματικότητα δεν σκέφτεται τον ίδιο τον θάνατο;
Διαθέτουμε πλήθος μεγάλων στοχαστικών τεκμηρίων, συχνά και θρησκευτικά εμπνευσμένων: στη νεοπλατωνική μυστική θεολογία, στη θεολογία της άρνησης (ἀποφατική), στη σκέψη του μηδενός και της απογύμνωσης —
μέσω των οποίων και μόνο μπορεί να επιτευχθεί η unio mystica,
η ένωση με τον Θεό — παντού σ’ αυτά, ο μετασχηματισμός του θανάτου αποτελεί αντικείμενο σκέψης.
Το ίδιο βρίσκουμε και στην ποίηση: στον Νοβάλις, η νέα αξιολόγηση της νύχτας·
η νύχτα δεν είναι στέρηση, σκοτείνιασμα της λαμπερής, απολαυστικής ημέρας,
αλλά θεμέλιο και αρχή μιας ανώτερης και πνευματικότερης λαμπρότητας.
Βλέπουμε τον Γκαίτε να φέρνει κοντά τον έρωτα και τον θάνατο: το «έξω από τον εαυτό» του ερωτευμένου και το «έξω από τον εαυτό» του ετοιμοθάνατου, που βιώνει τον θάνατο.
«Κι όσο δεν έχεις αυτό — το πέθανε και γίνε…» (Und solang du dies nicht hast, dieses Stirb und Werde...)Αλλά μήπως, ακόμη και μέσα σε αυτή την ένωση του “πέθανε και γίνε”, δεν υποκρύπτεται μια προσπάθεια να μην πάρουμε τον θάνατο εντελώς στα σοβαρά, να τον ανακαλέσουμε στο πεδίο του κατανοητού, για το οποίο πράγματι η εμπειρία της ζωής μας προσφέρει ακατάπαυστα λαμπρές και γοητευτικές μεταφορές;
Ιδίως δύο φαινόμενα επιβάλλονται πάντοτε στη σκέψη: ο ύπνος και το όνειρο.
Ο ύπνος είναι, για τη βεβαιότητα της εγρήγορσης του συνειδητού εαυτού, τόσο απρόσιτος στην κατανόηση όσο και ο θάνατος.
Η πλήρης μεταβολή της στάσης του κοιμισμένου, η πλήρης απροσπέλαστη απόσταση που έχει αυτός από εμάς, τους ξύπνιους, φαίνεται σαν μια προεικόνιση της οριστικής απροσπελασίας, με την οποία ο νεκρός μάς προκαλεί τρόμο.
Και το όνειρο; Δεν είναι η μεταφορά του ονείρου μια εύγλωττη έκφραση του αισθήματος της ζωής μας, ώστε ο ποιητής να μπορούσε να μιλήσει για το «τυλιγμένος μέσα στο όνειρο της ζωής» (vom Lebenstraum umfangen) ; Δεν σημαίνει αυτό ότι η ζωή μας γεμίζει τόσο πολύ από τις εικόνες της φαντασίας και της κοσμικότητας, ώστε η ερώτηση για το μηδέν, η ερώτηση που υπερβαίνει τη βεβαιότητα της ίδιας της ζωής, παύει να τίθεται;
Όσα κι αν μπορεί να έχουν συλληφθεί με τις δύο μεταφορές του θανάτου, τον ύπνο και το όνειρο, και οι δύο έχουν πάντως ένα καθοριστικό κοινό στοιχείο: ότι αναφέρονται σε ένα ξύπνημα. Σε κάθε ξύπνημα ανήκει ουσιωδώς και το εκ νέου αποκοιμηθείν, το να ξανα-ονειρευτεί και το να ξανα-ξυπνήσει κανείς.
Έτσι, η εμπειρία του θανάτου, μέσα σε έναν τέτοιο τρόπο σκέψης, αναστοχάζεται μέσα στη Ζωή (Ζωή, Zoe) — μέσα στην εμπειρία της ίδιας της ζωής, η οποία, απέναντι στον θάνατο, διατηρεί τον εαυτό της στον αέναο κύκλο της αναπαραγωγής, χωρίς το επιμέρους ζωντανό ον να χρειάζεται να γνωρίζει το δικό του πεπερασμένο είναι.
Αλλά είναι αυτό υπέρβαση του θανάτου;Όλος ο στοχαστικός αυτός κόπος της φιλοσοφίας φαίνεται, τελικά, να μην είναι τίποτε άλλο παρά ένα μη-θέλημα να αναγνωρίσει τον θάνατο —ένα μη-θέλημα να τον παραδεχθεί.
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου