Συνέχεια από: Kυριακή 19 Οκτωβρίου 2025
https://www.youtube.com/watch?v=ePvk6lDas0U&list=PL5rv0LxqofNqhH5Wq4bSEzGPUnNji3gvd&index=4
Η καριέρα της αυτοσυνειδησίας: Hölderlin και Hegel
Βρισκόμαστε, λοιπόν, μπροστά σε ένα έργο που αγκαλιάζει μια μακρά χρονική περίοδο στο σύνολό της και δεν επικεντρώνεται απλώς σε μία μεμονωμένη μορφή. Και αυτό είναι καλό — είναι περισσότερο από καλό· είναι, μάλιστα, αληθινό. Διότι πράγματι είναι έτσι: η εσωτερική συνοχή, η εσωτερική πυκνότητα αυτής της σύνδεσης, αυτού του γερμανικού κινήματος, είναι κάτι το εξίσου μοναδικό στην ιστορία της σκέψης όσο και η περίφημη φιλοσοφία των Αθηνών στην εποχή του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη.
Δύσκολα μπορούμε σήμερα να φανταστούμε πόσο ομοιογενής ήταν, κατά κάποιο τρόπο, η θεματολογία τότε και πόσο μεγάλη η πυκνότητα των εξαιρετικών ταλέντων. Αυτά τα ονόματα που αναφέρουμε εδώ δεν είναι καθόλου εύκολο να διακριθούν μεταξύ τους ως προς τη συμβολή τους στη φιλοσοφία. Ήταν ο Χέγκελ που, τελικά, διαμόρφωσε την προοπτική για μια τέτοια άρθρωση της συνοχής.
Πρότεινε ένα σχήμα —και όπως κάθε σχήμα, είναι διαφωτιστικό, αλλά και παραπλανητικό. Το σχήμα αυτό λέει πως η πορεία από τον Καντ στον Χέγκελ σημαίνει: από τον υποκειμενικό ιδεαλισμό του Φίχτε, μέσω του αντικειμενικού ιδεαλισμού του Σέλλινγκ, προς τον απόλυτο ιδεαλισμό, που ολοκληρώνεται στο σύστημα του Χέγκελ. Αυτό είναι το σχήμα με βάση το οποίο έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε αυτά τα πράγματα.
Κι όμως, είναι εξαιρετικά δύσκολο να εντοπίσει κανείς ορισμένες διαφορές εδώ. Αυτό φαίνεται τώρα σε δύο κείμενα — δύο ντοκουμέντα που διαθέτουμε και τα οποία μόλις πρόσφατα ήρθαν πλήρως στο φως της δημοσιότητας και της έρευνας.
Το ένα είναι ένα δοκίμιο του Χέλντερλιν, του νεαρού ιδιοφυούς ποιητή που στέκεται ανάμεσα στον Κλασικισμό και τον Ρομαντισμό, και που μόλις στον αιώνα μας αναγνωρίστηκε ως ένας από τους μεγάλους της γερμανικής λογοτεχνίας. Είναι κι αυτό ένα κείμενο εξαιρετικής πυκνότητας — μόλις δύο σελίδες.
Αλλά ήδη από την αρχή ξεκινά, θα λέγαμε, με μια βαθυστόχαστη ματιά πάνω στη σοφία της γλώσσας. Το θέμα του ονομάζεται «Κρίση και Είναι» (Urteil und Sein). Και αυτή η κοινότοπη λέξη Urteil (κρίση) αποκτά ξαφνικά μια μυστηριώδη, φιλοσοφική ζωή.
Κατ’ αρχάς δείχνεται ότι μια κρίση είναι ένα μέρος (Ur teil, Teil σημαίνει μέρος, Ur-κάτι πρωταρχικό, πηγαίο). Μα μέρος τίνος; Μια κρίση, δηλαδή, είναι ένα κομμάτι που είναι τόσο αρχικό και ουσιώδες όσο και το ίδιο το Όλον.
Το ίδιο το Είναι αποκτά, τρόπον τινά, την πραγματική του παρουσία, δια της διαιρέσεώς του μέσα στον εαυτό του. Όχι με την καρτεσιανή έννοια —ως τρόπος της σκεπτόμενης και της εκτεταμένης ουσίας— αλλά σε μια βαθύτερη έννοια: ότι το ίδιο το Είναι διαφοροποιείται μέσα στο Εγώ. Το Εγώ.
Αυτό δεν ακούγεται και τόσο παράξενο στην αρχή, ότι δηλαδή λαμβάνει χώρα μια διάσπαση. Διότι κάθε άνθρωπος που παρατηρεί παιδιά γνωρίζει τι ενδιαφέρουσα στιγμή είναι εκείνη —ή μήπως πρόκειται για μια μυστική ιστορία της ψυχής που διαδραματίζεται μέσα σε κάθε παιδί, κρυμμένη από εμάς; Δεν τολμώ να αποφανθώ.
Εννοώ τη στιγμή που ένα παιδί λέει για πρώτη φορά «εγώ». Τι συμβαίνει τότε; Δεν είναι πια το ίδιο Εγώ, από τη στιγμή που μπορεί να πει «εγώ». Δεν μπορεί να είναι το ίδιο Εγώ, αν είναι το ειπωμένο Εγώ. Αυτή είναι η κρίση. Αυτό είναι το μυστήριο του Είναι: ότι υπάρχει κάτι όπως η αυτοσυνείδηση, που δεν έχει τον χαρακτήρα του «εδώ είναι το σκεπτόμενο εγώ και εκεί είναι αυτό για το οποίο σκέπτομαι» ως κάτι άλλο.
Αντιθέτως, εδώ το Εγώ είναι, τρόπον τινά, ταυτόσημο με τον εαυτό του· ή μάλλον —να το πούμε καλύτερα— δεν είναι απλώς ταυτόσημο, αλλά αποτελεί την ίδια την κίνηση της ζωής του Είναι, που εκδηλώνεται εδώ. Αυτή ήταν, όπως μου φαίνεται, η μεγάλη διορατικότητα από την οποία ξεκινά ο γερμανικός ιδεαλισμός τον επιβλητικό του βηματισμό.
Αρχικά με τον υποκειμενικό ιδεαλισμό του Φίχτε, ο οποίος λέει ότι στην πράξη της σκέψης, σ’ αυτή την ενεργό πράξη του να λέει κανείς «Εγώ», πραγματοποιείται το ουσιώδες βήμα για το άνοιγμα του κόσμου. Δεν μπορώ και δεν θέλω σήμερα να μπω στις λεπτομέρειες αυτού του δοκιμίου, αλλά θα αναφέρω αμέσως το συμπληρωματικό ντοκουμέντο, για το οποίο μάλιστα δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα αν δεν είναι επίσης έργο του ίδιου του Χέλντερλιν. Πρόκειται για μια ανακάλυψη που έγινε λίγο πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και είναι γνωστή με τον τίτλο Το αρχαιότερο συστηματικό πρόγραμμα του γερμανικού ιδεαλισμού.
Υπάρχει, λοιπόν, πράγματι κάτι τέτοιο. Και αυτό δεν το έχει μπορέσει κανείς να το αρνηθεί —όσο κι αν το προσπάθησε. Και αυτό είναι η ελευθερία του ανθρώπου.
Δεν είναι κάτι δεδομένο, με την έννοια μιας απτής πραγματικότητας. Δεν υπάρχει καμία ανθρώπινη απόφαση για την οποία να μπορεί κανείς να αποδείξει ότι ήταν ελεύθερη. Η ψυχανάλυση, βέβαια, δεν θα το δεχόταν αυτό, αλλά δεν χρειάζεται καν να είναι κανείς ψυχαναλυτής για να γνωρίζει πόσα ασυνείδητα κίνητρα δρουν σε όλες μας τις επιλογές και αποφάσεις.
Λοιπόν, αυτό είναι προφανώς το αληθινό μυστήριο: ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με κάτι πραγματικά ασώματο, μη αισθητό. Όχι με ένα γεγονός. Γι’ αυτό και η συζήτηση που έγινε στον αιώνα μας —ότι δήθεν η προοδευμένη φυσική έχει αποδείξει την ελευθερία του ανθρώπου, την ελευθερία της βούλησης, επειδή η αιτιότητα, τάχα, δεν ισχύει πια— είναι παιδαριώδης.
Δεν πρόκειται καθόλου για το πρόβλημα του να «αποδείξουμε» την ελευθερία. Όχι· το πρόβλημα είναι ότι η ελευθερία είναι πάντοτε ήδη αποδεδειγμένη, στον ίδιο τον τρόπο που σκεφτόμαστε.
Η ελευθερία δεν χρειάζεται απόδειξη· είναι βαθιά ριζωμένη μέσα στη δική μας ηθική, πολιτική, κοινωνική και προσωπική δομή — τόσο βαθιά, ώστε όλες οι παρορμήσεις μας, όλες οι εμπειρίες μας με τους άλλους ανθρώπους, όλες αυτές τις θεωρούμε ως δικές μας, ως πράξεις ή διαμορφώσεις της διάθεσής μας που μας ανήκουν και μας χαρακτηρίζουν.
Μπορεί αυτό ποτέ να αποδειχθεί; Όχι — είναι κάτι περισσότερο από αυτό. Και ακόμη κι αν η νευρολογία, που προοδεύει ραγδαία στις μέρες μας, οδηγηθεί σε καλύτερα αποτελέσματα, πάλι θα διαπιστώσουμε ότι η ελευθερία θέτει έναν εντελώς νέο θεμέλιο λίθο.
Το Συστηματικό Πρόγραμμα του Γερμανικού Ιδεαλισμού ξεκινά, πράγματι, με τη φράση: «Είμαστε απολύτως ελεύθερα όντα». Και τι σημαίνει αυτό; Το πρόγραμμα έχει ως σκοπό να το δείξει.
Το πρώτο ερώτημα είναι, λοιπόν: τι γίνεται με τη φύση; Είναι πράγματι εκείνος ο μηχανισμός που ο Γαλιλαίος πρώτος σχεδίασε στα βασικά του χαρακτηριστικά και που ο Νεύτων οδήγησε στην τελειοποίησή του — εκεί όπου η μηχανική των ουρανών και η μηχανική της γης συνενώθηκαν σε μια ενιαία φυσική;
Και ακόμη κι αν μιλήσουμε για τη φυσική του αιώνα μας, τη κβαντική φυσική, που γέννησε εκ νέου νέα προβλήματα ενοποίησης της φύσης, σίγουρα όχι με την έννοια ότι είναι ο κόσμος έτσι όπως τον βλέπει το απολύτως ελεύθερο ον.
Και έτσι το Σύστημα αναγγέλλει: πρέπει επιτέλους να σταματήσουμε αυτή τη διστακτική πορεία της φυσικής έρευνας και να την ολοκληρώσουμε σε μια αληθινή ενότητα γνώσης.
Αυτή είναι η φιλοσοφία της φύσης. Αυτό είναι που ο Σέλλινγκ πρώτος ανέδειξε με τον πιο σαφή τρόπο: ότι η «εγώτητα» μέσα στη φύση μπορεί να νοηθεί ως το κλειδί όλων των φυσικών φαινομένων.
Και το πρόγραμμα συνεχίζει: πρέπει επίσης να μάθουμε να κατανοούμε καλύτερα και τις ανθρώπινες θεσμίσεις. Ο μηχανισμός του κράτους δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μια πραγματική ανθρώπινη πραγματικότητα· πρέπει να γίνει ελευθερία — όχι πλέον η πλήρης εξάρτηση του μέλους, του τροχού, μέσα στη διαδικασία της ζωής ή της κοινωνικής συμπεριφοράς.
Όλα αυτά οδηγούν, τελικά, σε μια μεγάλη σύνθεση, όπου το σύνολο της γνώσης μας, μαζί με όλες μας τις διανοητικές, ηθικές και θρησκευτικές βεβαιότητες, ενώνεται σε μια συνολική ενότητα του πνεύματος. Αυτό το ονομάζουμε έκτοτε, με ιδιαίτερη έμφαση, ένα σύστημα φιλοσοφίας.
Γνωρίζουμε όλοι την παγκόσμια ιστορική επίδραση του Χέγκελ για ολόκληρο τον επόμενο αιώνα· τη σημασία που έχει ως ο εφευρέτης της φιλοσοφικής διαλεκτικής μέσα στον πολιτισμό μας· τη σημασία που απέκτησε ως πρωτοπόρος της σκέψης, ακόμη και για μεγάλους οικονομολόγους όπως ο Καρλ Μαρξ. Και ολόκληρη η θεολογία και φιλοσοφία της μεταγενέστερης εποχής —ιδίως στη Γερμανία— διαμορφώθηκε σε σημαντικό βαθμό υπό την επίδραση του Χέγκελ.
Ωστόσο, πρόκειται για έναν Χέγκελ που, φιλοσοφικά, μας έγινε πραγματικά οικείος ξανά μόλις στον αιώνα μας. Και αυτή η νέα εγγύτητα προς τον Χέγκελ σχετίζεται με την ανακάλυψη των χειρογράφων από τα νεανικά του χρόνια.
Αυτός ο νεαρός Χέγκελ υπήρξε μια τεράστια έκπληξη. Ο τίτλος Θεολογικά Νεανικά Κείμενα δεν είναι άστοχος, γιατί επρόκειτο πράγματι για τον νεαρό θεολόγο Χέγκελ, που τότε άρχισε να διαμορφώνει τις πρώτες του σκέψεις μέσα από την αντιπαράθεση —όχι με τον χριστιανισμό τον ίδιο, αλλά με τη χριστιανική θεολογία. Και θα δούμε πως αυτό αποτελεί στην πραγματικότητα μια νέα εισαγωγή σε εκείνο που ο ώριμος Χέγκελ αποκάλεσε φιλοσοφία του πνεύματος. Πώς συνδέονται τα δύο αυτά πράγματα; Η χριστιανική παράδοση και η έννοια του Πνεύματος.
Τι είναι το Πνεύμα; Τι είναι η Αγάπη; Τι είναι η ενότητα αυτών των προσώπων; Τι είδους μυστήριο είναι η Ενσάρκωση — αυτή η σαρκική εμφάνιση του Πνεύματος, αυτή η ανθρωποποίηση του Θεού; Αυτά ήταν τα ζητήματα της εποχής του Διαφωτισμού που απασχολούσαν τους νέους θεολόγους. Και δεν ήταν μόνο ο Χέγκελ· ήταν επίσης ο Σέλλινγκ, συμφοιτητής και φίλος του Χέγκελ. Και ήταν ο μεγάλος νέος ποιητής του 18ου και 19ου αιώνα, ο Φρίντριχ Χέλντερλιν, ο οποίος σε ορισμένα από τα κριτικά του γραπτά πλησιάζει πολύ εκείνο που και ο Χέγκελ σημείωσε αρχικά στη φιλοσοφία του και αργότερα ανέπτυξε.
Ας προσπαθήσουμε να σχηματίσουμε μια εικόνα για το πώς ο δρόμος από αυτή τη βασική εμπειρία του Χριστιανισμού —από την εντολή της αγάπης, αυτό το παράδοξο πράγμα, ότι η αγάπη μπορεί να διαταχθεί, να επιβληθεί ως εντολή— διαμορφώθηκε φιλοσοφικά. Ο Καντ σκανδαλίστηκε από αυτό και έτσι περιόρισε πολύ τη σημασία της εντολής της αγάπης.
Αλλά στην πραγματικότητα η εντολή της αγάπης δεν σημαίνει διαταγή· σημαίνει μια βιωμένη πραγματικότητα, που μας συνοδεύει όλους, λίγο ή πολύ, σε όλη μας τη ζωή. Ο «πλησίον» δεν είναι μια ιδιαίτερη μορφή, ένα συγκεκριμένο πρόσωπο που συναντούμε κάποτε· είναι μια σταθερή παρουσία στη ζωή μας, μια συνεχής απαίτηση να βλέπουμε και να σεβόμαστε τον άλλον ως αυτόνομο, ως φορέα δικαιωμάτων και ουσίας. Όλα αυτά περιέχονται ήδη στην χριστιανική εντολή της αγάπης· και έτσι αυτή παραμένει μια εντολή, όχι να αγαπούμε, αλλά να εκπληρώνουμε τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η αγάπη μπορεί πράγματι να γίνει αληθινή ένωση — ανάμεσα σε εμένα και σε εσένα, ανάμεσα στο «εγώ» και στο «εσύ», ανάμεσα στον πολίτη, την κοινωνία του και το κράτος του.
Το πώς όλα αυτά μπορούν να αναπτυχθούν, εξαρτάται από ορισμένες συνθήκες. Τι είναι η ζωή; Ποιο είναι το μυστήριο της ζωτικότητας; Φυσικά, μπορεί να δώσει κανείς πολλές απαντήσεις σ’ αυτό το αίνιγμα. Και το ότι η ζωή είναι ένα αίνιγμα σημαίνει ότι για τη θρησκεία είναι σχεδόν αυτονόητο να θεωρείται δώρο του Θεού και όχι ανθρώπινο κατασκεύασμα. Και πράγματι έτσι είναι· το θαύμα της γέννησης, όπως και το μυστήριο του θανάτου, δεν πλαισιώνουν απλώς τη ζωή του ανθρώπου, αλλά τη στηρίζουν στο σύνολό της, ως το θαύμα της ζωτικότητας.
Αν συνειδητοποιήσουμε ότι η ζωή είναι κάτι τόσο συνεχές, που μας φέρει από τη γέννηση έως τον θάνατο, τι συναντούμε σ’ αυτή τη διαδρομή; Πόσα ξένα, δύσκολα, οδυνηρά, επώδυνα πράγματα! Και στο τέλος, όλα αυτά έχουν γίνει δικά μας, η ίδια μας η ζωή. Κάθε άνθρωπος το ξέρει: ο πόνος που ξεπεράστηκε, οι δυστυχίες που ανήκουν στο παρελθόν — κι όμως, όλα αυτά επιτρέπουν ξανά και ξανά στη ζωή να επιστρέφει στον εαυτό της.
Αυτό είναι το μεγάλο όραμα του Χέγκελ:
Η ζωή είναι η ικανότητα να επιστρέφει στον εαυτό της.
Υπάρχει μια περίφημη ρήση του Χέγκελ που δεν μπορεί να εκτιμηθεί αρκετά:
«Το προνόμιο της ζωής, του Πνεύματος, είναι ότι οι πληγές του Πνεύματος επουλώνονται χωρίς να αφήνουν ουλές, χωρίς να αφήνουν ίχνη της πληγής.»
Ένας μεγάλος λόγος — γιατί εκφράζει πραγματικά το θαύμα της ζωής, του ζωντανού Πνεύματος. Αυτό ισχύει για ολόκληρη τη σφαίρα της πνευματικής και ανθρώπινης ζωτικότητάς μας. Και ο Χέγκελ είναι ένας τολμηρός στοχαστής, που προσπαθεί να δείξει πώς ακόμη και οι πιο βαθιές αλλοτριώσεις μπορούν να ξεπεραστούν και να ιαθούν.
Δεν είναι, λοιπόν, καθόλου υπερβολή να πούμε ότι αυτό είναι η γέννηση της εγελιανής διαλεκτικής. Ναι, αυτό ακριβώς είναι η γέννηση της διαλεκτικής του Χέγκελ. Διότι αυτή, στο βάθος, λέει το εξής: η κίνηση της σκέψης μας προκαλείται από την αντίφαση. Κάτι δεν ταιριάζει, δεν χωρά στη γραμμή της σκέψης μας· κι όμως, καθώς προσπαθούμε να σκεφτούμε το αντιφατικό μέσα στην ενότητά του, ανακαλύπτουμε νέες, μεγαλύτερες ενότητες.
Η διαλεκτική του Χέγκελ, για την οποία θα μιλήσουμε περισσότερο σε επόμενες παραδόσεις, έχει αυτό το υπόβαθρο της ζωής που ανέπτυξα. Δείχνει ότι η ίδια η σκέψη έχει τη δύναμη να υπερβαίνει πάντοτε τις αντιφάσεις της, να γίνεται πλουσιότερη, ορθότερη, πιο συγκεκριμένη, πιο αληθινή.
Αυτή είναι η εμπειρία που όλοι αποκτούμε μέσα από την πνευματική πορεία της ζωής μας — την εμπειρία του να ξεπερνάμε, να μαθαίνουμε, να συμφιλιωνόμαστε. Αυτός είναι ο πλούτος της ζωής, που ακόμη κι ένα δύσκολο, φτωχό βίο μπορεί να τον μετατρέψει σε ευλογία.
Η ζωή πάντοτε επιστρέφει στον εαυτό της, μέσα από κάθε αλλοτρίωση και κάθε εμπλοκή. Αυτή είναι η προϋπόθεση υπό την οποία ο άνθρωπος μπορεί να μην περιφέρεται άσκοπα, σπρωγμένος από εδώ κι από εκεί μέσα στη ζωή, αλλά —όπως λέει η γερμανική έκφραση— να οδηγεί τη ζωή του.
Η «καθοδήγηση, διεξαγωγή της ζωής» (Lebensführung) είναι γερμανική λέξη. Δεν σημαίνει ότι ξέρει κανείς εκ των προτέρων πού οδηγεί ο δρόμος· σημαίνει όμως ότι μέσα από όλες τις εμπειρίες του διαμορφώνεται τελικά κάτι σαν το πεπρωμένο του — οι κλίσεις του, οι αναπόδραστες ελευθερίες του, η ανοιχτότητά του προς το Αγαθό, το Αληθινό και το Ωραίο, που πάντα αναδύονται μέσα από τη μοίρα του ως νέες δυνάμεις και νέες ευκαιρίες για ένα μέλλον που μπορεί να γίνει αποδεκτό.
Αυτό είναι ένα μεγάλο μήνυμα, αν και μπορεί να έχει τα όριά του· και ίσως, στον δικό μας κόσμο, που μας δοκιμάζει με τόσες μορφές αλλοτρίωσης, να χρειάζεται να το επανεξετάσουμε.
Σκέφτομαι μόνο τη μεγαλύτερη ίσως αλλοτρίωση που βιώνει ο σύγχρονος άνθρωπος, όταν μπαίνει στις μεγάλες πόλεις — αυτόν τον θόρυβο, αυτή την ειρωνεία, αυτή την αδιάκοπη εισβολή του ξένου, του ενοχλητικού, του επιβαρυντικού.
Κι όμως, ακόμη και αυτή η αστική και βιομηχανική, μηχανοποιημένη μορφή ζωής έχει τις δικές της δυνατότητες εκπλήρωσης, χάρη σ’ εκείνη την πνευματική δωρεά που η ίδια η ζωή μάς έχει χαρίσει από την αρχή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου