Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2025

Μηδενισμός 13

 Συνέχεια από Παρασκευή 5. Δεκεμβρίου 2025

Μηδενισμός 13

Του Franco Volpi
, εκδόσεις Editori Laterza, 1996

Κεφάλαιο 8

Μηδενισμός, σχετικισμός και απομάγευση στη «κουλτούρα της κρίσης»

....Στη σύντομη διδακτορική του διατριβή (1904), όπου ενθουσιαζόταν με τη φιλοσοφία του γίγνεσθαι του Ηράκλειτου, υιοθετώντας την ιδέα του αιώνιου ρεύματος των πραγμάτων, ο Spengler έδειχνε —ακολουθώντας τα ίχνη του Nietzsche— μια έντονη ροπή προς την τραγική θέαση του κόσμου. Τα πάντα γίνονται, τα πάντα μεταβαίνουν, τα πάντα είναι σχετικά: η μέγιστη αρχή που δήλωνε ότι ακολουθούσε ήταν να θεωρεί «τον κόσμο ως ιστορία». Υιοθετώντας αυτή τη στάση, που για εκείνον σήμαινε μια κοπερνίκεια επανάσταση, ο Spengler ήθελε να είναι ο Galilei της ιστορίας, εκείνος που φιλοδοξούσε να αποκρυπτογραφήσει την ασταθή και μεταβλητή γλώσσα όσων γεννιούνται, αναπτύσσονται και χάνονται......

Στο μνημειώδες έργο του Η παρακμή της Δύσεως (Der Untergang des Abendlandes), το οποίο εκδόθηκε σε δύο μέρη στο τέλος του πολέμου (1918-22) και γνώρισε αμέσως μεγάλη απήχηση στο κοινό, παρουσίαζε μια «μορφολογία της παγκόσμιας ιστορίας», στην οποία η διαδοχή των διαφόρων πολιτισμών — καθένας θεωρημένος ως οργανισμός με μια δική του «μορφή» και κλεισμένος στον δικό του ορίζοντα — καθορίζεται όχι από ορθολογικά σχέδια και σκοπούς, αλλά από τον ζωτικό ρυθμό που τους χαρακτηρίζει και που είναι ανάλογος προς εκείνον του ατόμου: γέννηση, ανάπτυξη, παρακμή και θάνατος. Οι πολιτισμοί δεν αναπτύσσονται και δεν διαδέχονται ο ένας τον άλλον οικοδομώντας ο ένας πάνω στον άλλον, αλλά ο καθένας, χάρη στην αρχική του ορμή και ακολουθώντας τον δικό του ενεργειακό ρυθμό, φέρει μέσα του την αρχή και την ολοκλήρωση του δικού του ζωτικού κύκλου.

Αν έτσι έχουν τα πράγματα, η παγκόσμια ιστορία δεν μπορεί να έχει μια γραμμική εξέλιξη, αλλά θα έχει μάλλον έναν κυκλικό χαρακτήρα. Πίσω από αυτή την αντίληψη βρίσκεται η νιτσεϊκής προέλευσης πεποίθηση ότι στη ζωή, ως κοινό χαρακτηριστικό κάθε γίγνεσθαι, αντιπαρατίθεται το πνεύμα, δηλαδή η σταθεροποιητική αρχή της μορφής και της λογικότητας. Τώρα, σύμφωνα με την πρόγνωση του Σπέγκλερ, η ζωτική δύναμη του δυτικού πολιτισμού, πνιγμένη από τις μορφές του πολιτισμού, της εκπολιτίσεως και της τεχνικής, θα είχε εισέλθει στη φάση της παρακμής του. Όχι τυχαία, αλλά από μια αδήριτη αναγκαιότητα που είναι γραμμένη στους ζωτικούς ρυθμούς της ιστορίας. Και επειδή αυτό που είναι καρπός της αναγκαιότητας δεν επιτρέπει την ελευθερία επιλογής ή άρνησης, σε εκείνον που βρίσκεται εγκλωβισμένος στον τροχό της παγκόσμιας ιστορίας δεν απομένει παρά να αποδεχθεί αυτό το πεπρωμένο, διότι, όπως αρέσκεται να θυμίζει ο Σπέγκλερ με τον Σενέκα: ducunt fata volentem, nolentem trahunt (Η μοίρα οδηγεί αυτόν που θέλει, και σέρνει αυτόν που δεν θέλει).

Αντί για μια επιστήμη της ιστορίας, ο Σπέγκλερ είχε έτσι δώσει μορφή σε μια μεταφυσική του γίγνεσθαι με σκοτεινούς και αποκαλυπτικούς τόνους, η οποία τροφοδότησε την ατμόσφαιρα κρίσης μέσα στην οποία είχε πράγματι βυθιστεί η γερμανική κουλτούρα μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ο μηδενιστικός πεσιμισμός του Σπέγκλερ λειτούργησε, θετικά και αρνητικά, ως σημείο αναφοράς για ολόκληρη μια σειρά κριτικών του πολιτισμού και «φιλοσοφιών της κρίσης» που χαρακτήρισαν την πολιτιστική ατμόσφαιρα της Γερμανίας ανάμεσα στους δύο πολέμους. Στη γόνιμη και εκτενή βιβλιογραφία που γεννήθηκε τότε διακρίνεται, δίπλα στον Kulturpessimismus, η ανάγκη για την υπέρβασή του και τη θεραπεία από τις μηδενιστικές παθολογίες της νεωτερικότητας.

Ήδη πριν από Η παρακμή της Δύσεως είχε αναδυθεί μια διάχυτη ανησυχία, που σύντομα μετατράπηκε σε ανοιχτή αντίδραση απέναντι στον αστικό πολιτισμό της γουλιελμινικής εποχής, απέναντι στη θετικιστική αντίληψη του κόσμου και στην αισιόδοξη πίστη στην πρόοδο που χαρακτήριζε τη «Belle Époque». Αρκεί να σκεφτεί κανείς τον θολό και αδιαφανή ιρασιοναλισμό, εμπνευσμένο από τη ρομαντική φιλοσοφία του Carus, τις μυθολογικές έρευνες του Bachofen και τη τραγική σύλληψη της ζωής στον Νίτσε, η οποία εμψύχωνε τις διονυσιακές οράσεις του κύκλου των λεγόμενων «κοσμικών» του Alfred Schuler και του νεαρού Ludwig Klages στο Μόναχο των τελευταίων χρόνων του 19ου αιώνα και των πρώτων ετών του 20ού.

Ή ακόμη προς τη μορφωτική κατεύθυνση που προωθήθηκε με επιτυχία από τον Eugen Diederichs, ιδρυτή το 1896 ενός εκδοτικού οίκου που υποστήριξε μια νεο-μυστικιστική μόδα και συνεργάστηκε με συγγραφείς οι οποίοι μόνο μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, με την άνοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, θα χωρίζονταν σε στρατόπεδο της Δεξιάς και σε εκείνο της Αριστεράς, αλλά που τότε ενώνονταν στην αναζήτηση μιας εναλλακτικής απέναντι στην αστική κοινωνία του 19ου αιώνα, όπως οι Ferdinand Avenarius, Walter Benjamin, Eduard Bernstein, Lujo Brentano, Martin Buber, Hans Freyer, Hermann Hesse, Karl Korsch, Ernst Krieck, György Lukács. Για τον λόγο αυτό μπορούν εδώ να αναφερθούν μαζί αναλύσεις της παρακμής που διαφορετικά θα έπρεπε να διαχωριστούν, όπως εκείνες του Lukács στο Η ψυχή και οι μορφές (Die Seele und die Formen, 1911), του Walter Rathenau στα Για την κριτική της σύγχρονης εποχής (Zur Kritik der Zeit, 1912) και Περί των ερχομένων πραγμάτων (Von kommenden Dingen, 1917), του Rudolf Pannwitz στο Η κρίση του ευρωπαϊκού πολιτισμού (Die Krise der europäischen Kultur, 1917).

Μετά τον Spengler, άλλοι ακολουθώντας τον, άλλοι αντίθετα προς αυτόν, και άλλοι ανεξάρτητα από αυτόν, η στρατιά των «κριτικών του πολιτισμού» αυξήθηκε ως το απίστευτο: ο Theodor Lessing, φίλος και οπαδός του Klages, σκοτεινής προσωπικότητας, με τα έργα Η ιστορία ως απονομή νοήματος στο χωρίς νόημα (Geschichte als Sinngebung des Sinnlosen, 1919) και Ο καταραμένος πολιτισμός (Die verfluchte Kultur, 1921)· ο νεογνωστικός Leopold Ziegler, αργότερα οπαδός της ιδέας της παραδόσεως κατά Guénon, με το επιτυχημένο δίτομο έργο Μεταμορφώσεις των θεών (Gestaltwandel der Götter, 1920)· ο προτεσταντικός θεολόγος Albert Schweitzer με το Παρακμή και ανασυγκρότηση του πολιτισμού (Verfall und Wiederaufbau der Kultur, 1923), και από καθολικής πλευράς ο Romano Guardini με τις Επιστολές από τη Λίμνη Κόμο. Σκέψεις για την τεχνική (Briefe vom Comer See. Gedanken über Technik, 1927).

Και ακόμη ο Hermann Keyserling, ο ιδρυτής της «Σχολής της Σοφίας», με το Το φάσμα της Ευρώπης (Das Spektrum Europas, 1927)· ο Freud με το Ο πολιτισμός ως πηγή δυσφορίας (Das Unbehagen in der Kultur, 1929)· τέλος ο ψυχολόγος, μυθολόγος και γραφολόγος Ludwig Klages με το επιβλητικό έργο Το πνεύμα ως αντίπαλος της ψυχής (Der Geist als Widersacher der Seele, 1929–32), του οποίου ο τίτλος έγινε σύνθημα στα χείλη των νέων γενεών.

Σε έναν πιο αυστηρά φιλοσοφικό χώρο, διεξόδοι από την μηδενιστική κρίση προτάθηκαν από τον Ernst Bloch στο Κληρονομιά αυτού του χρόνου (Erbschaft dieser Zeit, 1918), από τον György Lukács στο Ιστορία και ταξική συνείδηση (Geschichte und Klassenbewußtsein, 1923), από τον Max Scheler στο Ο άνθρωπος στην εποχή της εξίσωσης (Der Mensch im Zeitalter des Ausgleichs, 1929), από τον Karl Jaspers στο Η πνευματική κατάσταση της εποχής μας (Die geistige Situation der Zeit, 1931), από τον Edmund Husserl στην Κρίση των ευρωπαϊκών επιστημών (Die Krisis der europäischen Wissenschaften, 1936), από τους Max Horkheimer και Theodor W. Adorno στη Διαλεκτική του Διαφωτισμού (Dialektik der Aufklärung, 1947).

Το φαινόμενο της «κριτικής του πολιτισμού» ωστόσο δεν περιορίστηκε στον γερμανόφωνο χώρο, αλλά εκδηλώθηκε σε όλη την Ευρώπη: στη Γαλλία των Paul Valéry (La Crise de l’esprit, 1919) και Julien Benda (La Trahison des clercs, 1927), αλλά και σε εκείνη των Ρώσων εμιγκρέδων Lev Šestov (La Philosophie de la tragédie, 1926) και Nikolaj Berdiaev (Un nouveau Moyen Âge, 1927), καθώς και στην εσωτερική/εσωτεριστική Γαλλία του René Guénon (La Crise du monde moderne, 1927). Στην Ισπανία του José Ortega y Gasset (La rebelión de las masas, 1930) και στην Ολλανδία του Johan Huizinga με τα έργα Στις σκιές του αύριο (In de schaduwen van morgen, 1935) και Η κατεστραμμένη οικουμένη (Geschonden wereld, 1943).

Παρά το φρενήρες αλληλοκάλυμμα προοπτικών και κινήτρων που τη χαρακτηρίζει, όλη αυτή η βιβλιογραφία συνέβαλε στο να οξύνει την αίσθηση ότι ένας ιστορικός κύκλος έφθανε στο τέλος του και ότι μαζί του εξέλιπαν τα παλαιά ευρωπαϊκά θεσμικά και αξιακά θεμέλια της θρησκείας, της μεταφυσικής και της παραδοσιακής ηθικής. Οι παγωμένοι άνεμοι της νέας κριτικής συνειδήσεως που διαμορφωνόταν — και που βρήκε την πιο διαυγή της έκφραση στον Max Weber — σάρωσαν τις ομίχλες που πυκνώνονταν πάνω από εκείνο το πολιτιστικό τοπίο.

Ήδη στο τέλος της πρώτης μεγάλης ανάλυσής του για τις διαδικασίες εξορθολογισμού που χαρακτηρίζουν την ανάπτυξη του σύγχρονου κόσμου και που έχουν στην επιστήμη, την τεχνική και τη γραφειοκρατία τους κύριους παράγοντές τους, στο περίφημο επίμετρο του Προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού (Die protestantische Ethik und der Geist des Kapitalismus, 1904–05), ο Max Weber χαιρετούσε ευνοϊκά το νέο πνεύμα της νεωτερικότητας, αλλά προειδοποιούσε ταυτόχρονα ότι το «λεπτό πέπλο του εξορθολογισμού», αρχικά στην υπηρεσία του κόσμου της ζωής, είχε γίνει μια «ατσάλινη θήκη» (stahlhartes Gehäuse), κάτω από την οποία οι γιοι της σύγχρονης δυτικής πολιτισμένης κοινωνίας κινδύνευαν να γίνουν «ειδικοί χωρίς πνεύμα και ηδονιστές χωρίς καρδιά». Και, με μια αυστηρή κρίση για τον «τελευταίο άνθρωπο», πρόσθετε: «Αυτό το Τίποτα πιστεύει ότι έχει ανυψωθεί σε ένα στάδιο ανθρωπότητας που δεν είχε ποτέ πριν επιτευχθεί» (Weber, 1965: 306).

Στο τέλος του επιστημονικού του έργου, έναν χρόνο πριν από τον θάνατό του, σε δύο περίφημες διαλέξεις που έδωσε τον Ιανουάριο του 1919 στο Μόναχο, κατά τη βαθιά κρίση που ακολούθησε τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο — Η επιστήμη ως επάγγελμα (Wissenschaft als Beruf) και Η πολιτική ως επάγγελμα (Politik als Beruf) — ο Max Weber προσέφερε μια ακόμη πιο σαφή και διαφωτιστική ανάλυση της ιστορικής προοπτικής που διαγραφόταν. Με λίγες αλλά ουσιώδεις γραμμές έδειξε πώς η επιστημονική εξορθολογίκευση είχε παραγάγει μία μη αναστρέψιμη «απομάγευση» (Entzauberung), εκκοσμικεύοντας τις παλαιές κοσμοθεωρίες μυθολογικο-θρησκευτικής προέλευσης και αντικαθιστώντας τες με μια «αντικειμενική» εικόνα του κόσμου. Και αν μέσα από την περιγραφική ουδετερότητα της διάγνωσής του διαφαινόταν — όχι και τόσο κρυμμένη — μια θέση υπέρ της νέας κατάστασης, άρα υπέρ της προόδου της επιστήμης και της λογικής, ο Weber εμφανιζόταν ταυτόχρονα συνειδητός του σκληρού πεπρωμένου που επιφυλάσσει η νεωτερικότητα. Απώλεσε την αθωότητα των απαρχών: η ανθρωπότητα που έχει φάει από το δέντρο της γνώσης δεν είναι πλέον διατεθειμένη σε sacrificium intellectus και γίνεται απρόσβλητη απέναντι σε κάθε πίστη. Πληρώνει τις κατακτήσεις της με την ανικανότητα να θεμελιώσει ορθολογικά ύστατους αξιακούς προσανατολισμούς και επιλογές ζωής.

«Είναι το πεπρωμένο της εποχής μας», έγραφε ο Weber, «με την χαρακτηριστική της εξορθολογισμό και διανοητικοποίηση, και προπάντων με την απομάγευση του κόσμου, ότι ακριβώς οι έσχατες και υψηλότερες αξίες έχουν αποσυρθεί από τη δημόσια σφαίρα για να καταφύγουν στο εξωκοσμικό βασίλειο της μυστικής ζωής ή της αδελφικότητας άμεσων σχέσεων μεταξύ των προσώπων» (Weber 1922: 612· πρβλ. 1948: 41).

Η συνέπεια της απομάγευσης είναι ο πολυθεϊσμός των αξιών, η συνύπαρξη ύστατων και μεταξύ τους συγκρουσιακών κατευθύνσεων ζωής, των οποίων η αντιπαράθεση είναι ορθολογικά μη αποφάνσιμη. Η ισοσθένεια των αξιών οδηγεί στην υποτίμηση και τελικά στην αδιαφορία απέναντι στις αξίες. Ο πολυθεϊσμός δεν είναι πλέον πολυθεϊσμός των αξιών αλλά των αποφάσεων. Ούτε η τέχνη φαίνεται ικανή να δημιουργήσει νέες κοινές αξίες· απέναντι στην πραγματικότητα της εξορθολογισμού μπορεί να είναι «διαμαρτυρία» που εύκολα μεταβάλλεται σε «φυγή», ή «ενσωμάτωση» που εύκολα μετατρέπεται σε «απολογία».

Μέσα σε αυτή την ιστορικο-πολιτισμική κατάσταση «χωρίς θεούς και προφήτες», όπου ο Weber διέβλεπε όχι «το άνθισμα του καλοκαιριού» αλλά μια «πολική νύχτα σκοταδιού και παγωμένης ακαμψίας» (Weber 1921: 559· πρβλ. 1948: 120), δεν απομένει στη λογική άλλο είδος ηρωισμού πέρα από το να αποχαιρετήσει τις νοσταλγίες για το χαμένο Όλον και τις συνολικές προσδοκίες σωτηρίας. Ο Weber διατύπωνε αυτή τη θέση τόσο εναντίον του φίλου του Ernst Troeltsch, ο οποίος στη διάλεξη Γερμανικός πολιτισμός (Deutsche Bildung, 1918) εναπόθετε τις ελπίδες του στις τρεις παραδοσιακές δυνάμεις που είχαν διαμορφώσει την Ευρώπη — τον ουμανισμό, τον χριστιανισμό και το γερμανικό πνεύμα — όσο και, κυρίως, εναντίον των αιρέσεων και των προφητών που ξεφύτρωναν παντού. Αυτό το είχε ήδη συλλάβει ο Thomas Mann στη νουβέλα του Επίσκεψη στον προφήτη (Beim Propheten, 1904), και ο ίδιος ο Weber το διαπίστωνε παρατηρώντας από κοντά στη Χαϊδελβέργη το παράδειγμα του εσωτεριστικού κύκλου που είχε σχηματιστεί γύρω από τον Stefan George. Η αντίδραση του κύκλου στις θέσεις του Weber δεν άργησε να εκδηλωθεί και ανατέθηκε στο δοκίμιο Το επάγγελμα της επιστήμης (Der Beruf der Wissenschaft, 1920) του Erich von Kahler.

Ο Weber απηύθυνε, αντίθετα, έκκληση στο αίσθημα ευθύνης του διανοουμένου και του επιστήμονα, και καλούσε να ζήσει κανείς ανδροπρεπώς, χωρίς προφήτες και χωρίς λυτρωτές, το πεπρωμένο του σχετικισμού και του μηδενισμού της εποχής μας, ακολουθώντας — μέσα στην αφοσίωση στο καθήκον της ημέρας — το δαιμόνιο που κρατά τα νήματα της ύπαρξης του καθενός. Σε όποιον δεν ήταν ικανός γι’ αυτό, δεν απέμενε παρά η θυσία του νου (sacrificium intellectus), και μαζί της η επιστροφή στις πάντοτε ευσπλαχνικά ανοιχτές αγκάλες των αδελφοτήτων και των εκκλησιών: ας επιστρέψει λοιπόν ο μαθητής στον προφήτη και ο πιστός στον λυτρωτή· αλλά για εκείνον που είχε κάνει τη λογική τον ειρμό της δικής του ύπαρξης δεν απέμενε, ως μόνη αρετή, παρά η ριζική άσκηση της ίδιας της λογικής.

Η λογική διατηρείται διαυγής μόνο αν δεν υποτάσσεται σε καμία ετερόνομη αρχή, αλλά δίνει η ίδια στον εαυτό της τον νόμο και τη μορφή της: η δύναμη του ορθού λόγου έγκειται στο ότι διαλύει κάθε ουσιαστικό υπόστρωμα και υψώνεται ως θεμέλιο του εαυτού του. Η άσκηση της λογικής είναι η αρετή μιας κοσμικής ασκητικής που αναγνωρίζει και αποδέχεται τη δημιουργικότητα αυτού του κόσμου, αλλά παραιτείται από κάθε αξία υπέρβασης και θεωρεί τη θνητότητα ως τη μόνη χρονική διάσταση μέσα στην οποία μετριέται η επιτυχία ή η αποτυχία της ύπαρξης.

Με αυτή την έννοια μπορεί να ερμηνευθεί η εγκράτεια που συνιστούσε ο Weber στο τέλος της πρώτης διάλεξής του στο Μόναχο, επαναλαμβάνοντας τα λόγια του άσματος της εδωμίτισσας σκοπιάς στο χρησμό του Ησαΐα:

«Φωνή ακούγεται από τη Σεΐρ στην Εδώμ: “Σκοπέ, πόσο ακόμη θα κρατήσει η νύχτα;”
Η σκοπιά απαντά: “Έρχεται το πρωί, αλλά ακόμη είναι νύχτα. Αν θέλετε να ρωτήσετε, γυρίστε πάλι.”»

(Weber 1922: 613· πρβλ. 1948: 42).

Τέλος Κεφαλαίου 8

Δεν υπάρχουν σχόλια: