Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2025

Περί της ουσίας τής ανθρώπινης ελευθερίας ι(12)

[Παρουσιάζουμε μιά εκδοχή τής προηγούμενης αναρτήσεως χωρίς τίς γερμανικές λέξεις οι οποίες δυσκολεύουν κάπως τήν ανάγνωση.]

Συνέχεια από 11. Ιουνίου 2025  


Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2025

Περί της ουσίας της ανθρώπινης ελευθερίας ι-β

Του Friedrich Schelling


Αφού μία φορά στη δημιουργία, μέσω της αντίδρασης του βάθους προς την αποκάλυψη, το Κακό διεγέρθηκε καθολικά, ο άνθρωπος έχει από την αιωνιότητα συλληφθεί μέσα στην ιδιομορφία και την ιδιοτέλεια, και όλοι όσοι γεννιούνται, γεννιούνται με την προσκολλημένη σκοτεινή αρχή του κακού, αν και αυτό το Κακό ανυψώνεται στην αυτοσυνείδησή του μόνον μέσω της εισόδου της αντίθεσης. Μόνο από αυτή τη σκοτεινή αρχή μπορεί, όπως είναι τώρα ο άνθρωπος, μέσω της θείας μεταστοιχείωσης, το Αγαθό να αναπτυχθεί ως το φως. Αυτό το αρχέγονο Κακό στον άνθρωπο, το οποίο μόνο εκείνος μπορεί να αρνηθεί που γνώρισε τον άνθρωπο μέσα του και έξω του μόνον επιφανειακά, είναι, παρότι σε σχέση με την παρούσα εμπειρική ζωή εντελώς ανεξάρτητο από την ελευθερία, εντούτοις στην προέλευσή του ίδια πράξη, και γι’ αυτό μόνο πρωταρχική αμαρτία, κάτι που δεν μπορεί να ειπωθεί για εκείνη την επίσης αναμφισβήτητη, μετά την επελθούσα αποδιοργάνωση ως μόλυσμα μεταδιδομένη, αταξία των δυνάμεων. Διότι δεν είναι τα πάθη καθαυτά το Κακό, ούτε αγωνιζόμαστε μόνο με σάρκα και αίμα, αλλά με ένα Κακό μέσα μας και έξω μας, που είναι πνεύμα. Μόνον εκείνο το μέσω ίδιας πράξης, αλλά εκ γενετής προσληφθέν, Κακό μπορεί γι’ αυτό να ονομαστεί ριζικό Κακό, και αξιοσημείωτο είναι πώς ο Kant, ο οποίος στη θεωρία δεν είχε υψωθεί σε μια υπερβατική πράξη καθορίζουσα όλο το ανθρώπινο Είναι, οδηγήθηκε μέσω απλής πιστής παρατήρησης των φαινομένων της ηθικής κρίσης σε μεταγενέστερες έρευνες στην αναγνώριση μιας —όπως εκφράζεται— υποκειμενικής, πάσης στην αίσθηση εμπίπτουσας πράξης προϋπάρχουσας βάσης των ανθρώπινων πράξεων, η οποία όμως θα έπρεπε και η ίδια εκ νέου να είναι μια πράξη της ελευθερίας· ενώ ο Fichte, που είχε συλλάβει στην υποθετική (spekulativ) σκέψη την έννοια μιας τέτοιας πράξης, στην Ηθική υποχώρησε ξανά στον κυρίαρχο φιλανθρωπισμό και θέλησε να βρει εκείνο το, προηγούμενο όλων των εμπειρικών πράξεων κακό, μόνο στην οκνηρία της ανθρώπινης φύσης.

Φαίνεται να υπάρχει μόνο ένας λόγος που θα μπορούσε να προβληθεί εναντίον αυτής της άποψης: ότι αυτή, τουλάχιστον για τη ζωή αυτή, αποκλείει κάθε μεταστροφή του ανθρώπου από το Κακό στο Αγαθό, και αντιστρόφως. Μόνον όμως, είτε ανθρώπινη είτε θεϊκή βοήθεια — (βοήθειας έχει πάντοτε ανάγκη ο άνθρωπος) — τον προσδιορίσει προς τη μεταστροφή στο Αγαθό, έγκειται ωστόσο και αυτό, ότι επιτρέπει στον αγαθό πνεύμα εκείνη την ενέργεια, ότι δεν κλείνεται θετικά απέναντί της, επίσης ήδη σε εκείνη την αρχική πράξη, μέσω της οποίας είναι αυτός και όχι άλλος. Γι’ αυτό, στον άνθρωπο στον οποίο εκείνη η μεταστοιχείωση δεν έχει ακόμη συντελεστεί, αλλά ούτε η αγαθή αρχή έχει απονεκρωθεί τελείως, η εσωτερική φωνή της δικής του, σε σχέση με αυτόν όπως είναι τώρα, καλύτερης ουσίας δεν παύει ποτέ να τον καλεί προς αυτήν· όπως και μόνον μέσω της πραγματικής και αποφασιστικής μεταστροφής βρίσκει την ειρήνη στο ίδιο του το εσωτερικό, και, σαν να είχε τώρα μόλις ικανοποιηθεί η αρχική Ιδέα, βρίσκει τον εαυτό του συμφιλιωμένο με το προστατευτικό του πνεύμα. Είναι με την αυστηρότερη έννοια αληθές ότι, όπως είναι εν γένει καμωμένος ο άνθρωπος, όχι ο ίδιος, αλλά είτε το αγαθό είτε το κακό πνεύμα ενεργεί μέσα του· και όμως αυτό δεν θίγει την ελευθερία. Διότι ακριβώς το να αφήνει να ενεργεί εντός του το αγαθό ή η κακή αρχή είναι το αποτέλεσμα της νοητής πράξης, μέσω της οποίας έχει καθοριστεί η ουσία και η ζωή του.

Αφού λοιπόν εκθέσαμε την αρχή και τη γένεση του κακού μέχρι την πραγματοποίησή του στον μεμονωμένο άνθρωπο, δεν φαίνεται να απομένει τίποτε άλλο παρά να περιγράψουμε την εμφάνισή του στον άνθρωπο.

Η γενική δυνατότητα του Κακού συνίσταται, όπως δείχθηκε, στο ότι ο άνθρωπος μπορεί να επιδιώξει να υψώσει την ιδιο-εαυτότητά του, αντί να τη θέσει ως βάση, ως όργανο, σε κυρίαρχη και σε καθολική θέληση, και αντίθετα να καταστήσει το πνευματικό μέσα του μέσο. Αν στον άνθρωπο η σκοτεινή αρχή της αυτοϊδιοκτησίας και του ιδίου θελήματος έχει διαποτιστεί πλήρως από το φως και έχει γίνει ένα με αυτό, τότε ο Θεός, ως η αιώνια αγάπη, ή ως πραγματικά υπάρχων, είναι ο σύνδεσμος των δυνάμεων μέσα του. Αν όμως οι δύο αρχές βρίσκονται σε διχόνοια, τότε αναλαμβάνει τη θέση όπου θα έπρεπε να βρίσκεται ο Θεός ένα άλλο πνεύμα· ο αναστραμμένος Θεός, δηλαδή εκείνο το από την αποκάλυψη του Θεού στην ενεργοποίηση διεγερθέν ον, το οποίο ποτέ δεν μπορεί να περάσει από τη δύναμη στην ενέργεια, που βέβαια ποτέ δεν είναι, αλλά πάντοτε θέλει να είναι, και γι’ αυτό, όπως η ύλη των αρχαίων, μπορεί να συλληφθεί (να «καταστεί ενεργή», aktualisiert) όχι με τον τέλειο νου, αλλά μόνο μέσω νόθου λογισμού (logismô nothô) — που είναι ακριβώς η αμαρτία — ως πραγματικό· γι’ αυτό μέσω κατοπτρικών παραστάσεων, καθότι, μη υπαρκτό το ίδιο, δανείζεται την όψη του αληθινού Είναι, όπως το φίδι τα χρώματα από το φως, επιδιώκει να φέρει τον άνθρωπο στην παραφροσύνη, στην οποία μόνο μπορεί να γίνει δεκτό και κατανοητό από αυτόν. Γι’ αυτό δικαίως παρουσιάζεται όχι μόνον ως εχθρός κάθε κτίσματος (διότι αυτό υπάρχει μόνο μέσω του δεσμού της αγάπης) και μάλιστα ιδιαιτέρως του ανθρώπου, αλλά και ως πειραστής του, που τον δελεάζει προς την ψευδή ηδονή και την πρόσληψη του μη-όντος στη φαντασία του, πράγμα στο οποίο υποστηρίζεται από την ίδια την κακή ροπή του ανθρώπου, του οποίου το μάτι, ανίκανο να αντέξει το βλέμμα προς τη λάμψη του Θείου και της αλήθειας, κοιτάζει πάντοτε προς το μη-ον. Έτσι λοιπόν η αρχή της αμαρτίας είναι ότι ο άνθρωπος περνά από το ίδιο το Είναι στο μη-είναι, από την αλήθεια στο ψεύδος, από το φως στο σκότος, για να γίνει αυτοδημιουργός λόγος, και με τη δύναμη του κέντρου που έχει μέσα του, να εξουσιάσει όλα τα πράγματα. Διότι ακόμη και εκείνος που έχει απομακρυνθεί από το κέντρο, διατηρεί πάντοτε το αίσθημα ότι υπήρξε όλα τα πράγματα, δηλαδή μέσα και με τον Θεό· γι’ αυτό τείνει και πάλι εκεί, αλλά για τον εαυτό του, όχι εκεί όπου θα μπορούσε να είναι, δηλαδή μέσα στον Θεό. Από τούτο προκύπτει η πείνα της ιδιοτέλειας, η οποία, στον βαθμό που αποσπάται από το Όλο και από την Ενότητα, γίνεται όλο και πιο πτωχή, πιο άδεια, αλλά ακριβώς γι’ αυτό πιο επιθυμητική, πιο πεινασμένη, πιο δηλητηριώδης. Στο Κακό υπάρχει η αυτοκαταστρεπτική και πάντοτε αφανιστική αντίφαση, ότι επιδιώκει να γίνει κτιστό, ακριβώς τη στιγμή που καταστρέφει τον δεσμό της κτιστότητας, και από υπεροψία, θέλοντας να είναι τα πάντα, πέφτει στο μη-είναι. Εξάλλου, η φανερή αμαρτία δεν γεμίζει, όπως η απλή αδυναμία και ανικανότητα, με λύπη, αλλά με τρόμο και φρίκη, ένα συναίσθημα που εξηγείται μόνο από το ότι αποβλέπει να σπάσει τον Λόγο, να αγγίξει τον θεμέλιο της δημιουργίας και να βεβηλώσει το Μυστήριο. Αλλά και αυτό έπρεπε να φανερωθεί, διότι μόνον στην αντίθεση της αμαρτίας αποκαλύπτεται εκείνος ο ενδότατος δεσμός της εξάρτησης των πραγμάτων και η ουσία του Θεού, η οποία, θα έλεγε κανείς, πριν από κάθε ύπαρξη (ακόμη όχι κατευνασμένη από αυτήν) είναι γι’ αυτό φοβερή. Διότι ο ίδιος ο Θεός ενδύει αυτή την αρχή στο κτίσμα και το καλύπτει με αγάπη, κάνοντάς το βάση και τρόπον τινά φορέα των όντων. Όποιος τώρα, μέσω κατάχρησης της στο ίδιο-είναι υψωμένης ιδίας βουλήσεως, το εξάπτει, γι’ αυτόν και εναντίον αυτού γίνεται ενεργό. Διότι, επειδή ο Θεός στην ύπαρξή του δεν μπορεί ούτε να ταραχθεί ούτε πολύ περισσότερο να καταργηθεί, έτσι, σύμφωνα με την αναγκαία αντιστοιχία που υφίσταται ανάμεσα στον Θεό και στη βάση του, ακριβώς εκείνο το στη βάθη του σκότους και σε κάθε μεμονωμένο άνθρωπο διαλάμπον βλέμμα ζωής ανάπτεται για τον αμαρτωλό σε πυρ καταναλίσκον, όπως στο ζωντανό οργανισμό το μεμονωμένο μέλος ή σύστημα, μόλις έχει παρεκκλίνει από το όλο, αισθάνεται την ίδια την ενότητα και σύμπνοια, στην οποία αντιτάχθηκε, ως πυρ (= πυρετό) και ανάβει από εσωτερική θέρμη.

Είδαμε πώς, μέσω ψευδούς φαντασίας και γνώσης που κατευθύνεται προς το μη-ον, το πνεύμα του ανθρώπου ανοίγεται στο πνεύμα του ψεύδους και της αναλήθειας, και γρήγορα, γοητευμένο από αυτό, χάνει την αρχική του ελευθερία. Από τούτο προκύπτει ότι, αντιστρόφως, το αληθινό Αγαθό μπορεί να παραχθεί μόνο μέσω μιας θεϊκής μαγείας, δηλαδή μέσω της άμεσης παρουσίας του Όντος στη συνείδηση και στη γνώση. Ένα αυθαίρετο Αγαθό είναι τόσο αδύνατο όσο ένα αυθαίρετο Κακό. Η αληθινή ελευθερία είναι σε αρμονία με μια ιερή αναγκαιότητα, τέτοια που αισθανόμαστε στην ουσιαστική γνώση, όπου πνεύμα και καρδιά, δεσμευμένα μόνον από τον δικό τους νόμο, ελεύθερα εγκρίνουν ό,τι είναι αναγκαίο.

Αν το Κακό συνίσταται σε μια διχόνοια των δύο αρχών, τότε το Αγαθό μπορεί να συνίσταται μόνον στην τέλεια συμφωνία τους, και ο δεσμός που τις ενώνει πρέπει να είναι θεϊκός, επειδή δεν είναι ενωμένες κατά τρόπο υπό όρους, αλλά κατά τρόπο τέλειο και άνευ όρων. Η σχέση των δύο δεν μπορεί λοιπόν να φανταστεί ως ηθικότητα που προκύπτει κατά βούληση ή από αυτοκαθορισμό. Η τελευταία αυτή έννοια θα προϋπέθετε ότι δεν είναι από μόνα τους ένα· πώς όμως να γίνουν ένα, αν δεν είναι; επιπλέον οδηγεί στο παράλογο σύστημα της ισορροπίας της αυθαιρεσίας. Η σχέση των δύο αρχών είναι δεσμός της σκοτεινής αρχής (της αυτοεαυτότητας) προς το φως. Ας μας επιτραπεί να το εκφράσουμε αυτό, κατά την αρχική σημασία της λέξης, με τον όρο θρησκευτικότητα. Δεν εννοούμε με αυτό ό,τι ονομάζει έτσι μια νοσηρή εποχή: αργόσχολη επώαση, ευσεβοφανές προαίσθημα ή θέλημα-να-αισθανθεί-το-Θείο. Διότι ο Θεός είναι μέσα μας η σαφής γνώση, ή το ίδιο το πνευματικό φως, στο οποίο μόνον όλα τα άλλα γίνονται σαφή, μακριά από το να είναι το ίδιο ασαφές· και όποιος έχει αυτή τη γνώση, δεν τον αφήνει βέβαια αργό ή άπραγο. Όπου υπάρχει, είναι κάτι πολύ ουσιαστικότερο απ’ ό,τι νομίζουν οι φιλόσοφοι της αίσθησης. Εννοούμε τη θρησκευτικότητα στη θεμελιώδη, πρακτική σημασία της λέξης. Είναι η συνειδητότητα του καθήκοντος, ή το να ενεργεί κανείς όπως γνωρίζει, και να μην αντιφάσκει στο φως της γνώσης με την πράξη του. Έναν άνθρωπο στον οποίο αυτό είναι αδύνατο όχι κατά ανθρώπινο, φυσικό ή ψυχολογικό τρόπο, αλλά κατά θεϊκό τρόπο, τον ονομάζει κανείς θρησκευτικό, συνειδητό με την ύψιστη σημασία της λέξης. Δεν είναι συνειδητός εκείνος που, στην περίσταση που παρουσιάζεται, πρέπει ακόμη να υπενθυμίσει στον εαυτό του την επιταγή του καθήκοντος για να αποφασίσει, από σεβασμό προς αυτήν, να πράξει το σωστό. Ήδη η σημασία της λέξης αποκλείει κάθε επιλογή ανάμεσα σε αντιθέσεις, κάθε aequilibrium arbitrii (ισορροπία της βούλησης / της αυθαιρεσίας) (την πανούκλα κάθε ηθικής), παρά μόνον τη μέγιστη αποφασιστικότητα υπέρ του ορθού, δίχως καμιά επιλογή.

Η συνειδητότητα του καθήκοντος δεν εμφανίζεται αναγκαίως και πάντοτε ως ενθουσιασμός ή ως εξαιρετική ανύψωση πάνω από τον εαυτό, κάτι στο οποίο — όταν ο εγωισμός μιας αυθαίρετης ηθικότητας έχει καταβληθεί — θα ήθελε πολύ ευχαρίστως και ένας άλλος, ακόμη πολύ χειρότερος δαίμονας υπερηφάνειας να την μεταβάλει. Μπορεί να εμφανιστεί τελείως τυπικά, σε αυστηρή εκπλήρωση καθήκοντος, όπου αναμιγνύεται σε αυτήν ακόμη και ο χαρακτήρας της σκληρότητας και της τραχύτητας, όπως στην ψυχή του M. Cato, στον οποίο ένας παλαιός αποδίδει εκείνη την εσωτερική και σχεδόν θεϊκή αναγκαιότητα της πράξης, λέγοντας πως ήταν ο πιο όμοιος προς την αρετή, επειδή ποτέ δεν ενήργησε το ορθό για να ενεργήσει έτσι (από σεβασμό προς την επιταγή), αλλά επειδή δεν μπορούσε καθόλου να ενεργήσει διαφορετικά. Αυτή η αυστηρότητα της διάθεσης είναι, όπως και η αυστηρότητα της ζωής στη φύση, ο σπόρος από τον οποίο αναφύεται πρώτα η αληθινή χάρη και η θειότητα ως άνθος· όμως η δήθεν ευγενέστερη ηθικότητα, η οποία νομίζει ότι μπορεί να περιφρονήσει αυτόν τον πυρήνα, μοιάζει με άκαρπο άνθος που δεν παράγει κανέναν καρπό. Το ύψιστο, ακριβώς επειδή είναι το ύψιστο, δεν είναι πάντοτε το καθολικώς ισχύον· και όποιος έχει γνωρίσει το γένος των πνευματικών ηδονιστών, στους οποίους το ύψιστο της γνώσης όπως και του αισθήματος πρέπει να υπηρετεί ως το ξέφρενο όργανο της πνευματικής ακολασίας και ανύψωσης πάνω από τη λεγόμενη κοινή κανονικότητα του καθήκοντος, θα το σκεφθεί πολύ προτού το ονομάσει έτσι. Ήδη μπορεί να προβλεφθεί ότι, στον δρόμο όπου ο καθένας θέλει να είναι μάλλον μια «όμορφη ψυχή» παρά μια λογική ψυχή, και να λέγεται μάλλον «ευγενής» παρά «δίκαιος», η ηθική θα αναχθεί και πάλι στην καθολική έννοια του γούστου, σύμφωνα με την οποία τότε η κακία θα συνίσταται μόνο σε έναν κακό ή διεφθαρμένο γούστο.

Όταν στη σοβαρή διάθεση διαπερνά ως τέτοια η θεϊκή αρχή της, τότε η αρετή εμφανίζεται ως ενθουσιασμός· ως ηρωισμός (στον αγώνα κατά του Κακού), ως το όμορφο, ελεύθερο θάρρος του ανθρώπου να πράττει όπως τον διδάσκει ο Θεός, και να μην αποστατεί στην πράξη από εκείνο που έχει αναγνωρίσει στη γνώση· ως πίστη, όχι με την έννοια μιας πεποίθησης που θεωρείται μάλιστα αξιέπαινη, ή στην οποία λείπει κάτι για να γίνει βεβαιότητα — μια σημασία που προσκολλήθηκε στη λέξη μέσω της χρήσης της σε κοινά πράγματα — αλλά στην αρχική της σημασία ως εμπιστοσύνη, βεβαία πεποίθηση στο θείο, η οποία αποκλείει κάθε επιλογή. Όταν τέλος μέσα στην απαραβίαστη σοβαρότητα της διάθεσης, η οποία ωστόσο πάντοτε προϋποτίθεται, κατέρχεται μία ακτίνα θεϊκής αγάπης, τότε αναφαίνεται η ύψιστη μεταμόρφωση του ηθικού βίου σε χάρη και θεϊκή ομορφιά.

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: