ΤΟΥ ΑΠΟΧΡΩΝΤΟΣ ΛΟΓΟΥ
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΕΙΑ
Ναὶ μὰ τὸν ἀμετέρα ψυχᾷ παραδόντα τετρακτύν Παγὰν ἀενάου φύσεως ριζώματ᾿ ἔχουσαν.
[Ναι, μα εκείνον που εμφύτευσε στην ψυχή μας την τετράδα, πηγή και ρίζα της αέναης φύσης.]
ΟΡΚΟΣ ΤΩΝ ΠΥΘΑΓΟΡΕΙΩΝ
(Σέξτος Εμπειρικός Πρὸς μαθηματικούς 4, 2)
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Αυτή η βασική φιλοσοφική πραγματεία, η οποία εμφανίστηκε για πρώτη φορά το έτος 1813, όταν με αυτήν έλαβα τον διδακτορικό τίτλο, έγινε στη συνέχεια το υπόβαθρο ολόκληρου του φιλοσοφικού μου συστήματος. Για τον λόγο αυτό δεν θα έπρεπε να λείπει από τα βιβλιοπωλεία, κάτι που χωρίς να το γνωρίζω συμβαίνει εδώ και τέσσερα χρόνια.
Όμως να δώσω στον κόσμο πάλι μια τέτοια νεανική εργασία με όλες τις ελλείψεις και τα λάθη της, μου φαινόταν ανεύθυνο. Γιατί σκέφτομαι πως ο καιρός που δεν θα μπορώ πλέον να βελτιώσω κάτι δεν βρίσκεται πολύ μακριά, θα είναι όμως ακριβώς η εποχή της κύριας επίδρασής μου, για την οποία πιστεύω πως θα διαρκέσει πολύ, έχοντας εμπιστοσύνη στην πρόβλεψη του Σενέκα: «Etiam si omnibus tecum viventibus silentium livor indixerit, venient qui sine offensa, sine gratia iudicent». [Κι αν ο φθόνος έκλεινε το στόμα αυτών που ζούσαν στην εποχή σου, όμως θα έρ-θουν εκείνοι που θα κρίνουν χωρίς προκατάληψη και χωρίς εύνοια.] (Epistulae 79, 17). Βελτίωσα λοιπόν όσο γινόταν τη νεανική εργασία, και θα πρέπει μάλιστα να θεωρήσω τον εαυτό μου τυχερό, λαμβάνοντας υπόψη τη συντομία και την αβεβαιότητα της ζωής, που μου δόθηκε η δυνατότητα στα εξήντα μου χρόνια να διορθώσω κάτι που είχα γράψει στα είκοσι έξι μου.
Η πρόθεσή μου πάντως ήταν να φερθώ συγκρατημένα απέναντι στον νεανικό μου εαυτό και, όσο γινόταν, να τον αφήνω να μιλάει χωρίς να τον διακόπτω, Μόνο όπου έλεγε κάτι λαθεμένο ή περιττό, ή ακόμα άφηνε απέξω το σημαντικότερο, ήταν ανάγκη να επέμβω, και αυτό συνέβη αρκετά συχνά, έτσι που μπορεί κανείς να σχηματίσει την εντύπωση ότι διαβάζει κάποιος γέρος το βιβλίο ενός νεαρού και κάθε τόσο το αφήνει παράμερα για να κάνει ο ίδιος τις δικές του σκέψεις σχετικά με το θέμα.
Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς πως ένα τέτοιο έργο, διορθωμένο μετά από τόσο πολύ καιρό, δεν θα μπορούσε πλέον να αποκτήσει την ενότητα και τη συνέχεια που έχουν μόνο τα έργα που γράφονται χωρίς διακοπή. Ακόμα και στο στυλ και στην παρουσίαση ο προικισμένος με την αίσθηση του ρυθμού αναγνώστης δεν θα παραγνωρίσει τις μεγάλες διαφορές και δεν θα αμφιβάλλει σε κανένα σημείο αν ακούει τον γέρο ή τον νέο. Γιατί βέβαια υπάρχει μια μεγάλη απόσταση ανάμεσα στον ήπιο, μετριοπαθή τόνο του νεαρού άντρα, ο οποίος παρουσιάζει το θέμα του γεμάτος εμπιστοσύνη, και είναι ακόμα αρκετά αφελής για να νομίζει στα σοβαρά ότι όλοι όσοι ασχολούνται με τη φιλοσοφία δεν έχουν άλλο σκοπό από την αναζήτηση της αλήθειας, και ότι επομένως όποιος την προωθεί θα τους είναι ευπρόσδεκτος – και της σταθερής, καμιά φορά όμως και κάπως τραχιάς φωνής του γέρου, ο οποίος ωστόσο τελικά κατάλαβε σε τι εκλεκτή συντροφιά από εμπόρους και υποτελείς κόλακες έχει πέσει και ποιες είναι κυρίως οι επιδιώξεις τους. Κι αν καμιά φορά τώρα η οργή βγαίνει από όλους του τους πόρους, ο καλοπροαίρετος αναγνώστης δεν θα τον παρεξηγήσει. Γιατί ακριβώς η επιτυχία έχει διδάξει τι ακολουθεί, αν αναζητώντας την αλήθεια έχεις τα μάτια σου στραμμένα πάντα μόνο στους σκοπούς των ύψιστων προϊσταμένων, και επίσης αν η ρήση «από κάθε ξύλο μπορείς να σκαλίσεις έναν θεό» βρίσκει εφαρμογή και στους μεγάλους φιλοσόφους, και επομένως σαν τέτοιος θεωρηθεί και ένας χονδροειδής τσαρλατάνος όπως ο Χέγκελ. Η γερμανική φιλοσοφία στέκει δηλαδή εδώ περιφρονημένη, χλευαζόμενη από τις άλλες χώρες, παραγκωνισμένη από τις έντιμες επιστήμες σαν μια πόρνη που για τη σχετική αμοιβή δινόταν χτες σε εκείνον, σήμερα σε τούτον. Και τα μυαλά της σύγχρονης γενιάς των λογίων έχουν αποδιοργανωθεί μέσα από τις ανοησίες του Χέγκελ: ανίκανοι να σκεφτούν, χοντροκομμένοι και υπνωτισμένοι, γίνονται 60-ρά του ρηχού ματεριαλισμού που τους ρίχτηκε σαν αρπαχτικό ζώο. Καλή τύχη! Επιστρέφω στο θέμα μου.
Η ανομοιογένεια του τόνου, λοιπόν, δεν ήταν δυνατόν να αποφευχθεί: γιατί εδώ δεν μπορούσα να προσθέσω τις κατοπινές προσθήκες ξεχωριστά, όπως είχα κάνει στο κύριο έργο μου. Αλλά δεν έχει σημασία να ξέρει κανείς τι έγραψα στα είκοσι έξι και τι στα εξήντα, πιο πολύ σημασία έχει το ότι αυτοί που αναζητούν προσανατολισμό, βάσεις και σαφήνεια στις θεμελιώδεις έννοιες κάθε φιλοσοφικής σκέψης, επίσης και με τούτες τις λίγες σελίδες έχουν ένα βιβλιαράκι από το οποίο μπορούν να διδαχτούν κάτι χρήσιμο, σταθερό και αληθινό: κι αυτό ελπίζω πως θα συμβεί. Μάλιστα, με την τωρινή επεξεργασία μερικών κομματιών το δοκίμιο έγινε μια συνοπτική θεωρία γενικά της δυνατότητας απόκτησης γνώσης και αντίληψης των πραγμάτων, μια θεωρία η οποία με το να ακολουθεί πάντα την αρχή του αποχρώντος λόγου (επαρκούς αιτίας) παρουσιάζει το θέμα από μια νέα και ιδιαίτερη πλευρά. Συμπληρώνεται όμως με το πρώτο βιβλίο του κύριου έργου μου Ο κόσμος ως βούληση και παράσταση και τα κεφάλαια του δεύτερου τόμου που ανήκουν στο θέμα, όπως και με την Κριτική της φιλοσοφίας του Καντ.
Φρανκφούρτη. Σεπτέμβριος 1847.
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
§1
Η μέθοδος
Ο θεϊκός Πλάτων και ο εκπληκτικός Καντ ενώνουν τις επίμονες φωνές τους στη σύσταση ενός κανόνα σχετικά με τη μέθοδο την οποία θα πρέπει να ακολουθεί κάθε φιλοσοφική σκέψη, αλλά επίσης και κάθε προσπάθεια για την απόκτηση γνώσης γενικά (Πλάτων: Φίληβος 219-223- Πολιτεία 62, 63· Φαίδρος 361-363 (έκδ. Bipontini). Καντ: Κριτική του καθαρού λόγου. Συμπλήρωμα για την υπερβατική διαλεκτική.). Πρέπει, λένε, να ακολουθεί κανείς δυο νόμους, αυτόν της ομοιογένειας και αυτόν της ιδιαιτερότητας, με τον ίδιο τρόπο, όχι όμως τον ένα σε βάρος του άλλου. Ο νόμος της ομοιογένειας μας επιβάλει, προσέχοντας τις ομοιότητες και τις συμφωνίες των πραγμάτων, να τα ενώσουμε σε επιμέρους είδη, αυτά σε υπερκείμενα είδη και αυτά πάλι σε γένη, μέχρι στο τέλος να φτάσουμε στην υψηλότερη έννοια που τα συμπεριλαμβάνει όλα. Επειδή αυτός ο νόμος είναι υπερβατικός, προϋποθέτει την εναρμόνιση με τη φύση, προϋπόθεση που εκφράζεται με τον παλιό κανόνα: «Δεν επιτρέπεται να αυξήσει κανείς χωρίς λόγο τον αριθμό των υπαρχουσών οντοτήτων».
Τον νόμο της ιδιαιτερότητας, αντίθετα, διατυπώνει ο Καντ έτσι: «Δεν επιτρέπεται να μειώσει κανείς χωρίς λόγο τις διαφορετικότητες των υπαρχουσών οντοτήτων». Επιβάλλεται δηλαδή να διακρίνουμε τα υπερκείμενα είδη που περιλαμβάνει μια ευρεία έννοια τους γένους, όπως επίσης και τα κάτω από αυτά επιμέρους ανώτερα και κατώτερα είδη, προσέχοντας να μην κάνουμε οποιοδήποτε άλμα ή μάλιστα να κατατάξουμε τα κατώτερα είδη ή και πιο πολύ τα άτομα άμεσα κάτω από την έννοια του γένους. Γιατί κάθε έννοια μπορεί ακόμα να διαιρεθεί σε κατώτερες, και καμία δεν σταματάει στο επίπεδο μόνο της απλής παρατήρησης. Ο Καντ διδάσκει πως και οι δυο νόμοι είναι υπερβατικές, a priori αρχές του λόγου, και υποδηλώνουν συνταύτιση των πραγμάτων με τον εαυτό τους. Και ο Πλάτων φαίνεται να εκφράζει με τον τρόπο του το ίδιο όταν λέει ότι αυτοί οι κανόνες, στους οποίους χρωστάνε τη γέννησή τους όλες οι επιστήμες, έπεσαν σε εμάς μαζί με τη φωτιά του Προμηθέα από τον θρόνο των θεών.
§2
Η χρησιμοποίησή της στην περίπτωση που εξετάζουμε
Ο δεύτερος αυτών των νόμων, παρά το μεγάλο κύρος των δυο φιλοσόφων, κατά τη γνώμη μου, έχει χρησιμοποιηθεί πολύ λίγο σε μια βασική αρχή κάθε γνώσης, στην αρχή του αποχρώντος λόγου. Παρόλο δηλαδή που έχει διατυπωθεί από πολύ καιρό και συχνά, όμως οι πολύ διαφορετικές του εφαρμογές, κατά τις οποίες λαμβάνει και μια διαφορετική σημασία, και οι οποίες υποδηλώνουν την προέλευσή του από διάφορες πλευρές της αντίληψης, έχουν σε μεγάλο βαθμό παραμεληθεί. Το ότι όμως, αν λάβουμε υπόψη μας τις πνευματικές μας δυνάμεις, η χρήση της αρχής της ομοιογένειας, με την παραμέληση της αντίθετης, έχει δημιουργήσει πολλές και μακροχρόνιες πλάνες, και αντίθετα, η χρήση του νόμου της ιδιαιτερότητας τις πιο μεγάλες και σημαντικές προόδους – αυτό το διδάσκει η σύγκριση της φιλοσοφίας του Καντ με όλες τις προηγούμενες. Ας μου επιτραπεί για τον λόγο αυτό να παραθέσω ένα χωρίο στο οποίο ο Καντ βλέπει στη χρήση του νόμου της ιδιαιτερότητας τις πηγές της απόκτησης γνώσης, στηρίζοντας έτσι και την παρούσα προσπάθειά μου. «Είναι ιδιαίτερα σημαντικό, γνώ-σεις οι οποίες σε σχέση με το είδος τους και την προέλευσή τους διαφέρουν από άλλες, να απομονώνονται και να φυλάσσονται με φροντίδα, έτσι που να μην ανακατώνονται σε ένα μείγμα με άλλες με τις οποίες συνδέονται συνήθως κατά τη χρήση τους. Ό,τι κάνουν οι χημικοί κατά τον διαχωρισμό των στοιχείων, ό,τι κάνουν οι μαθηματικοί στη θεωρία των μεγεθών, το ίδιο πρέπει να κάνει πολύ περισσότερο ο φιλόσοφος, για να μπορέσει να προσδιορίσει με σιγουριά το μερίδιο που έχει στη συνηθισμένη χρήση της νόησης ένα ιδιαίτερο είδος γνώσης» (Κριτική του καθαρού λόγου).
§3
Οφέλη της έρευνας
Αν κατορθώσω να δείξω ότι η αρχή η οποία αποτελεί το αντικείμενο αυτής της έρευνας δεν απορρέει άμεσα από μία αλλά κατ' αρχήν από διάφορες βασικές γνώσεις του πνεύματός μας, το επακόλουθο θα είναι ότι και η αναγκαιότητα η οποία, σαν a priori αρχή, τη διακρίνει, επίσης δεν είναι μία και παντού η ίδια, παρά το ίδιο πολλαπλή όπως οι πηγές της ίδιας της αρχής. Τότε όμως καθένας που θα στηρίζει στην αρχή ένα συμπέρασμα θα πρέπει να νιώθει την υποχρέωση να προσδιορίσει ακριβώς σε ποιες από τις αναγκαιότητες που βρίσκονται στη βάση της αρχής στηρίζεται, και αυτές να τις χαρακτηρίσει με μια ιδιαίτερη ονομασία (όπως αυτές που θα προτείνω). Ελπίζω πως με τον τρόπο αυτό θα προκύψουν κάποια κέρδη σε σχέση με τη σαφήνεια και τη σταθερότητα της φιλοσοφικής σκέψης, και θεωρώ τη μεγαλύτερη δυνατή κατανόηση που πηγάζει από τον ακριβή προσδιορισμό της σημασίας κάθε έκφρασης σαν μια εντελώς απαραίτητη απαίτηση για τη φιλοσοφία, για να υπάρχει προστασία από λάθη και ηθελημένη παραπλάνηση, και κάθε αποκτημένη γνώση στον χώρο της φιλοσοφίας να αποτελεί μια σταθερή ιδιοκτησία και όχι κάποια που θα τη χάσουμε πάλι εξαιτίας παρεξήγησης που θα αποκαλυφθεί αργότερα ή διφορούμενης σημασίας. Γενικά ο γνήσιος φιλόσοφος θα επιδιώξει παντού φωτεινότητα και σαφήνεια, και θα προσπαθεί πάντα να μη μοιάζει με ένα χείμαρρο θολό απ' τα νερά της βροχής, παρά πιο πολύ με μια βαθιά ελβετική λίμνη, τα ήρεμα νερά της οποίας δημιουργούν μεγάλη καθαρότητα που αφήνει να φαίνεται το βάθος. «Η σαφήνεια είναι η συστατική επιστολή του φιλοσόφου», έχει πει ο Βωβενάργε (Vauvenargues). Ο μη γνήσιος, αντίθετα, δεν θα κρύψει βέβαια, ακολουθώντας την αρχή του Ταλλεϋράνδου, με τις λέξεις τις σκέψεις του, παρά πιο πολύ την ανικανότητά του, και την ακατανοησία της φιλοσοφίας του, που θα προκύπτει από τη δική του ασάφεια της σκέψης, θα τη χρεώνει στον αναγνώστη. Από αυτά εξηγείται γιατί σε μερικά κείμενα, π.χ. του Σέλλινγκ (Schelling), ο διδακτικός τόνος μεταβάλλεται τόσο συχνά σε υποτιμητικό, και μάλιστα μέμφεται εκ των προτέρων τους αναγνώστες για ανικανότητα.
§4
Η σπουδαιότητα της αρχής του αποχρώντος λόγου
Αυτή είναι πολύ μεγάλη, αφού την αρχή του αποχρώντος λόγου μπορεί να την ονομάσει κανείς θεμέλιο κάθε επιστήμης. Επιστήμη σημαίνει ένα σύστημα γνώσεων, δηλαδή ένα όλον συνδεμένων μεταξύ τους γνώσεων, σε αντίθεση με έναν ασύνδετο σωρό γνώσεων. Τι άλλο όμως συνδέει τα μέρη ενός συστήματος αν όχι η αρχή του αποχρώντος λόγου; Αυτό διακρίνει κάθε επιστήμη από τον απλό σωρό των γνώσεων, το ότι δηλαδή οι γνώσεις της ακολουθούν η καθεμία την άλλη σαν την αιτία της. Γι' αυτό λέει ο Πλάτων: Καὶ γὰρ αἱ δόξαι αἱ ἀληθεῖς οὐ πολλοῦ ἄξιαί εἰσιν, ἕως ἄν τις αὐτὰς δήσῃ αἰτίας λογισμῷ. [Γιατί και οι σωστές γνώμες δεν έχουν μεγάλη αξία μέχρι να τις συνδέσει κανείς μεταξύ τους μέσα από αιτιολογημένη σκέψη.] (Μένων 97e-98a).
Επίσης, σχεδόν όλες οι επιστήμες περιέχουν γνώ σεις των αιτίων από τις οποίες προσδιορίζονται τα αποτελέσματα και επίσης άλλες γνώσεις αναγκαιοτή των που απορρέουν από τα αποτελέσματα των αιτίων, κάτι που θα φανεί κατά τη διάρκεια της έρευνάς μας, και που ο Αριστοτέλης εκφράζει με τις λέξεις: Πᾶσα ἐπιστήμη διανοητικὴ ἢ καὶ μετέχουσά τι τῆς διανοίας περὶ αἰτίας καὶ ἀρχὰς ἐστι. [Κάθε γνώση που είναι θεωρητικού είδους ή κατά κάποιο τρόπο συνδέεται με το θεωρητικό, έχει να κάνει με αιτίες και αρχές. (Μετὰ τὰ Φυσικά 5, 1). Επειδή λοιπόν η προϋπόθεση που θέσαμε πάντα a priori είναι το ότι όλα έχουν μια αιτία, έχουμε το δικαίωμα να ρωτάμε παντού «γιατί». Έτσι το «γιατί» μπορεί να το ονομάσει κανείς μητέρα όλων των επιστημών.
§5
Η ίδια η αρχή
Επίσης θα φανεί στη συνέχεια ότι η αρχή του αποχρώντος λόγου είναι μια περιεκτική έκφραση πολλών γνώσεων που υπάρχουν a priori. Προσωρινά πρέπει όμως να διατυπωθεί με κάποιον τύπο. Επιλέγω αυτόν του Βολφ (Wolf) σαν τον πιο γενικό: «Τίποτα δεν υπάρχει χωρίς αιτία γιατί υπάρχει και όχι πιο πολύ δεν υπάρχει».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου