Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2025

Η ζωή του Ιησού (6) Του G. W. F Hegel

 Συνέχεια από  Σάββατο 6. Δεκεμβρίου 2025

                                                     Ο ταπεινός Hegel ή  ΕΓΕΛΟΣ Ο ΑΓΕΛΟΣ
Η ζωή του Ιησού 6


Του G. W. F Hegel, περιλαμβάνεται στη συλλογή: Τα νεανικά θεολογικά κείμενα

Διηγήθηκαν στον Ιησού ένα γεγονός που είχε συμβεί εκείνον τον καιρό. Ο Πιλάτος, ο ανθύπατος της Ιουδαίας, είχε δηλαδή —κανείς δεν γνωρίζει για ποιον λόγο— διατάξει να θανατωθούν μερικοί Γαλιλαίοι την ώρα που τελούσαν θυσίες. Γνωρίζοντας τον τρόπο σκέψης των μαθητών του, οι οποίοι και άλλη φορά, όταν είχαν συναντήσει έναν εκ γενετής τυφλό, είχαν βγάλει βιαστικά το συμπέρασμα ότι είτε ο ίδιος ο τυφλός είτε οι γονείς του θα πρέπει να ήταν μεγάλοι εγκληματίες, ο Ιησούς βρήκε αφορμή να τους υπενθυμίσει τα εξής:

«Μήπως σκέφτεστε ότι αυτοί οι Γαλιλαίοι ήταν οι χειρότεροι από τον λαό τους, επειδή τους βρήκε αυτό το πεπρωμένο; Ή εκείνοι οι οκτώ ή δέκα που πρόσφατα σκοτώθηκαν από την πτώση του πύργου στη Σιλωάμ ήταν τάχα οι πιο διεφθαρμένοι ανάμεσα στους κατοίκους της Ιερουσαλήμ; Όχι· το να κρίνετε άκαρδα ανθρώπους στους οποίους συνέβη μια τέτοια συμφορά δεν είναι ο σωστός τρόπος να βλέπετε τέτοια γεγονότα. Αντίθετα, ταραγμένοι από την ασφάλεια με την οποία παραδίνεστε στην αυτάρεσκή σας ηρεμία, πρέπει να στραφείτε μέσα σας και να αναρωτηθείτε ειλικρινά αν δεν αξίζετε κι εσείς ένα τέτοιο πεπρωμένο.

Ακούστε την ακόλουθη ιστορία: Ο ιδιοκτήτης ενός αμπελώνα είχε φυτέψει μέσα σ’ αυτόν και μια συκιά· όσες φορές κι αν ερχόταν για να κόψει καρπούς, δεν έβρισκε κανέναν. Γι’ αυτό είπε στον κηπουρό: “Τρία χρόνια τώρα έρχομαι μάταια σ’ αυτό το δέντρο· κόψ’ το, για να χρησιμοποιηθεί καλύτερα ο τόπος που πιάνει.” Ο κηπουρός του απάντησε: “Άφησέ το ακόμη· θα σκαλίσω το χώμα γύρω του και θα του βάλω λίπασμα· ίσως έτσι καταφέρω να του αποσπάσω καρπούς· αν όχι, τότε θα το κόψω.” Έτσι συχνά το άξιο πεπρωμένο καθυστερεί, δίνοντας στον ένοχο χρόνο να μετανοήσει, και στον απρόσεκτο να γνωρίσει ανώτερους σκοπούς. Αν αδιάφορα αφήσει να περάσει αυτή η προθεσμία, τότε τον προφταίνει το πεπρωμένο του και τον βρίσκει η τιμωρητική ανταπόδοση.

Εν τω μεταξύ ο Ιησούς συνέχισε την πορεία του προς την Ιερουσαλήμ, προχωρώντας ολοένα και περισσότερο, και σταματούσε εδώ κι εκεί, όπου έβρισκε ευκαιρία να διδάξει στους ανθρώπους καλές διδαχές. Κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού του τέθηκε και το ερώτημα αν είναι λίγοι εκείνοι που φτάνουν στη σωτηρία. Ο Ιησούς απάντησε: “Ας αγωνίζεται ο καθένας για τον εαυτό του να βρει τον στενό δρόμο του καλού βίου· πολλοί προσπαθούν, αλλά τον χάνουν. Όταν ο οικοδεσπότης κλείσει κάποτε την πόρτα του σπιτιού του κι εσείς σταθείτε απ’ έξω, χτυπώντας και φωνάζοντας να σας ανοίξει, εκείνος θα σας απαντήσει: ‘Δεν σας γνωρίζω.’ Κι αν τότε του πείτε ότι κάποτε φάγατε και ήπιατε μαζί του και ήσασταν ακροατές του, θα σας επαναλάβει: ‘Ναι, φάγατε και ήπιατε μαζί μου και με ακούσατε να διδάσκω· αλλά γίνατε άνθρωποι της κακίας· δεν σας αναγνωρίζω ως φίλους μου — φύγετε από εδώ.’ Έτσι πολλοί από την ανατολή και τη δύση, από το μεσημέρι και τα μεσάνυχτα, που λάτρευαν τον Δία ή τον Βράχμα ή τον Βόδαν, θα βρουν έλεος μπροστά στον κριτή του κόσμου, ενώ από εκείνους που, υπερήφανοι για τη γνώση του Θεού, ατίμασαν αυτήν τη γνώση με τη ζωή τους και φαντάστηκαν ότι είναι οι πρώτοι, πολλοί θα απορριφθούν —»

Μερικοί Φαρισαίοι προειδοποίησαν τον Ιησού —αν από καλή ή από κάποια άλλη πρόθεση, δεν είναι γνωστό— να εγκαταλείψει την περιοχή του Ηρώδη, επειδή εκείνος επιβουλευόταν τη ζωή του. Η απάντηση του Ιησού ήταν ότι οι πράξεις του ήταν τέτοιας φύσεως ώστε δεν μπορούσαν σε καμία περίπτωση να προκαλέσουν ανησυχία στον Ηρώδη· και επιπλέον, θα ήταν ενάντια σε κάθε κανόνα αν η Ιερουσαλήμ —ο συνήθης τόπος του θανάτου τόσων διδασκάλων, που προσπάθησαν να θεραπεύσουν τον ιουδαϊκό λαό από την πείσμονη προσκόλλησή του στις προκαταλήψεις του και από την τύφλωση με την οποία, χάριν αυτών, παραμέριζε κάθε κανόνα ηθικής και φρόνησης— δεν ήταν και ο τόπος όπου θα τον έβρισκε ένα τέτοιο πεπρωμένο.

Έφαγε πάλι σε σπίτι Φαρισαίου· εκεί παρατήρησε σε μερικούς μια επιμέλεια να διαλέγουν τις ανώτερες θέσεις, τις οποίες πίστευαν ότι όφειλαν να καταλάβουν σύμφωνα με την κοινωνική τους τάξη, και έκανε τη σκέψη ότι το να σπρώχνεται κανείς προς τις υψηλές θέσεις μπορεί συχνά να γίνει αιτία αμηχανίας· διότι αν έρθει κάποιος ακόμη πιο επιφανής, τότε θα πρέπει, με ντροπή, να δεχθεί να παραχωρήσει τη θέση του και να την ανταλλάξει με μια κατώτερη· αντίθετα, εκείνος που κάθισε χαμηλά και καλείται από τον οικοδεσπότη να προχωρήσει πιο μπροστά, αποκομίζει μεγαλύτερη τιμή. Γενικά, όποιος υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί, ενώ ο ταπεινός θα υψωθεί.

Προς τον οικοδεσπότη παρατήρησε ότι, εκτός από τη φιλοξενία που συνίσταται στο να προσκαλεί κανείς συγγενείς ή φίλους ή πλούσιους γείτονες σε γεύμα —μια απόδειξη φιλίας που συνήθως ανταποδίδεται με αντίστοιχες προσκλήσεις— υπάρχει και μια άλλη, ευγενέστερη γενναιοδωρία: να τρέφει κανείς φτωχούς, αρρώστους ή άλλους δυστυχείς, που δεν μπορούν να ανταποδώσουν την ευεργεσία παρά μόνο με τις ανυπόκριτες εκδηλώσεις της ευγνωμοσύνης τους και με το αίσθημα της ανακούφισης της λύπης τους, καθώς και με τη συνείδηση που σου δίνουν τέτοιες πράξεις, ότι έριξες βάλσαμο στις πληγές του δυστυχισμένου και έπραξες καλό στην αθλιότητα.


«Μακάριος», αναφώνησε ένας από τους συνδαιτυμόνες, «όποιος ανήκει σε αυτόν τον αριθμό, όποιος είναι πολίτης της βασιλείας του Θεού!»
Ο Ιησούς διευκρίνισε αυτήν την έννοια της βασιλείας του Θεού με την εικόνα ενός άρχοντα, που θέλησε να γιορτάσει τον γάμο του γιου του με ένα μεγάλο συμπόσιο και προσκάλεσε πολλούς καλεσμένους. Την ημέρα της γιορτής έστειλε τους δούλους του στους προσκεκλημένους για να τους παρακαλέσουν να έρθουν, γιατί το γεύμα τους περίμενε. Ο ένας όμως ζήτησε να δικαιολογηθεί λέγοντας ότι δεν μπορούσε να έρθει, επειδή είχε αγοράσει χωράφια που έπρεπε να επιθεωρήσει· ο δεύτερος, επειδή είχε αγοράσει πέντε ζεύγη βοδιών και έπρεπε να τα εξετάσει· ένας τρίτος δικαιολόγησε την απουσία του με τον πρόσφατο γάμο του. Άλλοι μάλιστα μεταχειρίστηκαν τους δούλους με περιφρόνηση, έτσι ώστε από τους προσκεκλημένους να μη φανεί κανείς.

Ο άρχοντας, αγανακτισμένος γι’ αυτό, διέταξε τους δούλους του, αφού το συμπόσιο ήταν ήδη έτοιμο, να πάνε στους δρόμους και στις πλατείες της πόλης και να καλέσουν τους φτωχούς, τους τυφλούς, τους χωλούς και κάθε είδους αναπήρους. Οι δούλοι το έκαναν· αλλά επειδή υπήρχε ακόμη χώρος, ο κύριος έστειλε ξανά τους δούλους να αναζητήσουν στους επαρχιακούς δρόμους και στα φράγματα και να φέρουν όποιους έβρισκαν, ώστε να γεμίσει το σπίτι.

Έτσι συμβαίνει και με τη βασιλεία του Θεού: για πολλούς, μικρότεροι σκοποί είναι σημαντικότεροι από τον ανώτερο προορισμό τους· πολλοί, τοποθετημένοι από τη φύση ή από την τύχη σε ευρύτερο κύκλο δράσης, παραμελούν ανεύθυνα την ευκαιρία να επιτελέσουν πολύ καλό· και συχνά η εντιμότητα εξορίζεται σε ταπεινές καλύβες ή αφήνεται σε περιορισμένα χαρίσματα. Η ικανότητα της αυτοθυσίας είναι κύρια ιδιότητα ενός πολίτη της βασιλείας του αγαθού· όποιος, ως γιος ή ως αδελφός, ως σύζυγος ή ως πατέρας, θεωρεί την ευδαιμονία και τη ζωή του πολυτιμότερες από την αρετή, δεν είναι κατάλληλος γι’ αυτήν: ούτε για να εργαστεί ο ίδιος προς την τελείωση, ούτε για να οδηγήσει άλλους προς αυτήν.


Ιδίως όποιος θέλει να εργαστεί για τους άλλους, ας εξετάσει πρώτα καλά τις δυνάμεις του, αν είναι σε θέση να φέρει το έργο εις πέρας· όπως ένας άνθρωπος που αρχίζει να χτίζει ένα σπίτι αλλά αναγκάζεται να το αφήσει ημιτελές, επειδή δεν υπολόγισε εκ των προτέρων το συνολικό κόστος και γίνεται περίγελως των ανθρώπων· ή όπως ένας άρχοντας που εξετάζει πρώτα τη δύναμή του πριν εμπλακεί με έναν άλλον που τον απειλεί με πόλεμο και, αν διαπιστώσει ότι δεν του είναι ισόπαλος, επιδιώκει ειρήνη· έτσι ας εξετάζει τον εαυτό του καθένας που θέλει να αφιερωθεί στη βελτίωση του ανθρώπου, αν θα είναι ικανός, σε αυτόν τον αγώνα, να απαρνηθεί όλα όσα άλλοτε του ασκούσαν γοητεία.

Και εδώ πάλι οι Φαρισαίοι σκανδαλίστηκαν, όταν είδαν ότι ανάμεσα στους ακροατές του Ιησού βρίσκονταν τελώνες και άνθρωποι κακής φήμης, και ότι εκείνος δεν τους απομάκρυνε από κοντά του. Ο Ιησούς είπε σχετικά:

«Αν ένα πρόβατο από το κοπάδι ενός ποιμένα χαθεί, δεν είναι χαρά γι’ αυτόν όταν το ξαναβρεί; Ή αν μια γυναίκα χάσει ένα νόμισμα, δεν το αναζητεί με φροντίδα, και όταν το βρει, δεν είναι η χαρά της για το νόμισμα που βρέθηκε μεγαλύτερη απ’ ό,τι για εκείνα που δεν χάθηκαν; Δεν είναι άραγε κι αυτό μια χαρά για τους αγαθούς ανθρώπους, να βλέπουν έναν πλανημένο να επιστρέφει στην αρετή;

Θέλω να σας διηγηθώ μια ιστορία: Ένας άνθρωπος είχε δύο γιους. Ύστερα από την παράκληση του νεότερου να του δώσει το μερίδιό του από την κληρονομιά, ο πατέρας μοίρασε την περιουσία του ανάμεσα στους γιους. Ο νεότερος, μετά από λίγες ημέρες, μάζεψε τα πράγματά του και, για να μπορεί να τα απολαύσει ανεμπόδιστα σύμφωνα με το γούστο του, ταξίδεψε σε μια μακρινή χώρα και εκεί κατασπατάλησε όλη του την περιουσία σε έκλυτη ζωή. Ήδη είχε περιέλθει σε ένδεια, όταν αυτή επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο από έναν μεγάλο λιμό, και έτσι η ανάγκη του έφτασε στο έσχατο σημείο. Τελικά βρήκε καταφύγιο κοντά σε έναν άνθρωπο, που τον έστειλε στα χωράφια να βόσκει χοίρους, και έπρεπε να μοιράζεται μαζί τους τους βελανιδόκαρπους.

Η θλιβερή του μοίρα τού θύμισε ξανά το σπίτι του πατέρα του. “Πόσο καλύτερα”, είπε μέσα του, “ζουν οι ημερομίσθιοι του πατέρα μου, που ποτέ δεν στερούνται ψωμί, απ’ ό,τι εγώ εδώ, που με κατατρώει η πείνα! Θα επιστρέψω στον πατέρα μου και θα του ομολογήσω: Αχ, πατέρα! αμάρτησα στον ουρανό και σε σένα· δεν είμαι πια άξιος να ονομάζομαι γιος σου· δέξου με μόνο ως έναν από τους ημερομίσθιούς σου.” Πραγματοποίησε αυτή τη σκέψη· ο πατέρας του τον είδε από μακριά να έρχεται, έτρεξε προς το μέρος του, έπεσε στον λαιμό του και τον φίλησε. “Αχ, τα σφάλματά μου”, είπε ο άτυχος μετανοημένος, “με καθιστούν ανάξιο, πατέρα μου, να ονομάζομαι ακόμη γιος σου.” Ο πατέρας όμως διέταξε τους δούλους του να φέρουν το καλύτερο ένδυμα και να του φορέσουν υποδήματα· και: “Σφάξτε το παχυνμένο μοσχάρι· ας χαρούμε όλοι, γιατί ο γιος μου, που για μένα ήταν νεκρός, επέστρεψε στη ζωή· ήταν χαμένος και βρέθηκε ξανά.”

Στο μεταξύ ο μεγαλύτερος γιος γύριζε από το χωράφι· καθώς πλησίαζε στο σπίτι, άκουσε τη δυνατή χαρά και ρώτησε τι συνέβαινε. Όταν ένας δούλος τού το εξήγησε, αγανάκτησε και δεν ήθελε να μπει στο σπίτι. Ο πατέρας βγήκε έξω και προσπάθησε να τον μεταπείσει· ο γιος όμως δεν ήθελε να ακούσει τίποτε: “Τόσα χρόνια είμαι κοντά σου, εργάζομαι για σένα, υπακούω σε όλα στο θέλημά σου, και ποτέ δεν μου πρόσφερες την ευκαιρία να χαρώ με τους φίλους μου· κι αυτός ο γιος, που σπατάλησε την περιουσία του με άσωτες γυναίκες, έρχεται, και του κάνεις γιορτές!”

“Γιε μου”, είπε ο πατέρας, “εσύ είσαι πάντοτε μαζί μου και δεν σου λείπει τίποτε· όλα όσα είναι δικά μου είναι και δικά σου. Έπρεπε όμως να χαρείς και να ευφρανθείς, γιατί ο αδελφός σου, που ήταν χαμένος, ξαναβρήκε τον εαυτό του· εκείνος που τον είχαμε εγκαταλείψει, ανέκαμψε ξανά.”

Με κάποια άλλη αφορμή —η οποία όμως μας είναι άγνωστη— ο Ιησούς διηγήθηκε στους φίλους του την ακόλουθη ιστορία:

Ένας πλούσιος άνθρωπος είχε έναν διαχειριστή. Αυτός κατηγορήθηκε ενώπιόν του ως σπάταλος της περιουσίας που του είχε εμπιστευθεί· ο κύριος τον κάλεσε και του είπε: «Τι ακούω για σένα; Δώσε μου λογαριασμό της διαχείρισής σου, γιατί δεν μπορείς πλέον να κρατήσεις το αξίωμά σου». Εκείνος σκέφτηκε τότε τι να κάνει· το αξίωμά του το χάνει, για χειρωνακτική εργασία δεν έχει τη δύναμη, και να ζητιανέψει ντρέπεται. Τελικά του ήρθε στο νου ένα μέσο για να βγει από τη δύσκολη θέση: να κάνει φίλους τους οφειλέτες του κυρίου του, ώστε, αν χρειαστεί να εγκαταλείψει τη θέση του, να τον δεχθούν στα σπίτια τους. Κάλεσε λοιπόν τον έναν μετά τον άλλον· στον πρώτο, που όφειλε εκατό τόνους λαδιού, έβαλε να γραφτεί νέο χρεόγραφο, στο οποίο το χρέος αναφερόταν μόνο σε πενήντα τόνους· σε άλλον μείωσε το χρέος από εκατό μόδια σιταριού σε ογδόντα· και το ίδιο έκανε και με τους υπόλοιπους.

Ο κύριος, όταν το έμαθε αργότερα, αναγκάστηκε τουλάχιστον να δώσει στον άπιστο διαχειριστή τη μαρτυρία της φρόνησης, στην οποία οι κακοί άνθρωποι συνήθως υπερέχουν των αγαθών, αφού η φρόνηση των πρώτων δεν έχει συνείδηση να θυσιάζει την εντιμότητα.

Από αυτή την ιστορία παίρνω για εσάς τη συμβουλή ότι η φρόνησή σας στη χρήση των χρημάτων που τυχόν έχετε πρέπει να συνίσταται στο να αποκτάτε με αυτά φίλους ανάμεσα στους ανθρώπους, ιδίως ανάμεσα στους δυστυχείς — όχι όμως, όπως εκείνος ο διαχειριστής, σε βάρος της δικαιοσύνης. Διότι όποιος είναι άπιστος στα μικρά, θα είναι ακόμη περισσότερο και στα μεγάλα· κι αν δεν μπορείτε να είστε τίμιοι σε χρηματικές υποθέσεις, πώς θα είστε δεκτικοί στα ανώτερα συμφέροντα της ανθρωπότητας; Αν προσκολλάστε τόσο σε κάτι που θα έπρεπε να το θεωρείτε ξένο προς εσάς, ώστε για χάρη του να λησμονείτε την αρετή, τι μεγάλο θα μπορούσε ακόμη να αναμένει κανείς από εσάς; Το να θέτει κανείς ως ύψιστο σκοπό της ζωής του είτε το ίδιον συμφέρον είτε την υπηρεσία της αρετής είναι δύο πράγματα ασυμβίβαστα.

Μερικοί Φαρισαίοι, που τα άκουγαν αυτά και αγαπούσαν πολύ το χρήμα, χλεύασαν το γεγονός ότι ο Ιησούς υποτιμούσε τόσο πολύ την αξία του πλούτου. Ο Ιησούς στράφηκε προς αυτούς και τους είπε: «Εσείς επιδιώκετε μόνο να δίνετε στους ανθρώπους την εντύπωση της αγιότητας, όμως ο Θεός γνωρίζει τις καρδιές σας. Εκείνο που για τη σαρκική κρίση φαίνεται μεγάλο και αξιοσέβαστο, χάνεται μέσα στο μηδέν του μπροστά στη θεότητα».

Κάποτε υπήρχε ένας πλούσιος άνθρωπος, που ντυνόταν με πορφύρα και μετάξι και ζούσε καθημερινά μέσα στη χλιδή. Μπροστά στην πόρτα του καθόταν συχνά ένας φτωχός, ονομαζόμενος Λάζαρος, του οποίου το άρρωστο σώμα ήταν γεμάτο πληγές· κανείς δεν του έδινε ανακούφιση, παρά μόνο τα σκυλιά, που με το γλείψιμό τους απάλυναν τον πόνο του. Συχνά θα ήθελε να χορτάσει την πείνα του έστω και με τα περισσεύματα από το τραπέζι του πλούσιου.

Ο φτωχός πέθανε και πλέον κατοικούσε στα λιβάδια των μακαρίων. Λίγο αργότερα πέθανε και ο πλούσιος και ενταφιάστηκε με μεγαλοπρέπεια. Όμως η μοίρα του φτωχού δεν ήταν η δική του μοίρα· όταν ύψωσε τα μάτια του και είδε τον Λάζαρο κοντά στον Αβραάμ, φώναξε δυνατά: «Αχ, πατέρα Αβραάμ, ελέησέ με και στείλε τον Λάζαρο, για να μου προσφέρει στην οδύνη μου έστω και μια σταγόνα ανακούφισης, όπως δροσίζεται ένας πυρετικός με μια σταγόνα νερού!» Ο Αβραάμ απάντησε: «Θυμήσου, παιδί μου, ότι εσύ απόλαυσες τα αγαθά σου σε εκείνη τη ζωή, ενώ ο Λάζαρος υπέφερε· αυτός τώρα παρηγορείται, κι εσύ υποφέρεις». «Τότε σε παρακαλώ μόνο αυτό, πατέρα», είπε ο δυστυχής, «στείλε τον στο πατρικό μου σπίτι· έχω ακόμη πέντε αδελφούς, για να τους διδάξει με το παράδειγμά μου και να τους προειδοποιήσει, ώστε να μη заслужήσουν κι αυτοί μια τέτοια μοίρα. Έχουν στη διάθεσή τους τον νόμο της λογικής τους και τις διδασκαλίες αγαθών ανθρώπων· ας τα ακούσουν». «Αυτό δεν τους αρκεί», είπε ο δυστυχισμένος· «αν όμως τους εμφανιζόταν ένας νεκρός από τον τάφο του, τότε ίσως να μετανοούσαν…»

«Στον άνθρωπο», απάντησε ο Αβραάμ, «έχει δοθεί ο νόμος της λογικής του· ούτε από τον ουρανό ούτε από τον τάφο μπορεί να του έρθει άλλη διδασκαλία, διότι μια τέτοια θα ήταν εντελώς αντίθετη προς το πνεύμα εκείνου του νόμου, ο οποίος απαιτεί μια ελεύθερη υποταγή, όχι εξαναγκασμένη από τον φόβο».

Με κάποια άλλη, επίσης άγνωστη σε εμάς, αφορμή, οι φίλοι του Ιησού του απηύθυναν την παράδοξη παράκληση να ενισχύσει το θάρρος και τη σταθερότητά τους. Ο Ιησούς τους απάντησε: «Αυτό μπορεί να το κάνει μόνο η σκέψη του καθήκοντός σας και του μεγάλου σκοπού του προορισμού που έχει τεθεί στον άνθρωπο· έτσι δεν θα πιστεύετε ποτέ ότι φτάσατε στο τέλος της εργασίας σας και ότι δικαιούστε πλέον να απολαύσετε. Όταν ένας δούλος επιστρέφει από το χωράφι, ο κύριός του δεν θα του πει: πήγαινε τώρα και ευφράνσου· αλλά: ετοίμασέ μου το φαγητό και υπηρέτησέ με, και ύστερα μπορείς κι εσύ να φας. Και αφού ο δούλος το κάνει αυτό, δεν θα νομίσει ότι ο κύριος του οφείλει ευχαριστία. Έτσι κι εσείς, όταν πράξατε όσα οφείλατε, μη λέτε: κάναμε κάτι παραπάνω, ο καιρός της εργασίας πέρασε και πρέπει τώρα να έρθει ο καιρός της απόλαυσης· αλλά: δεν κάναμε τίποτε άλλο παρά το καθήκον μας».

Κάποτε άλλοι Φαρισαίοι, που δεν μπορούσαν να αποβάλουν τη σαρκική τους αντίληψη για τη βασιλεία του Θεού, ρώτησαν τον Ιησού —ο οποίος συχνά χρησιμοποιούσε αυτή την έννοια— πότε θα ερχόταν η βασιλεία του Θεού. Ο Ιησούς τους απάντησε: «Η βασιλεία του Θεού δεν εμφανίζεται με πομπή ούτε με εξωτερικές χειρονομίες· δεν μπορεί κανείς να πει: δες, εδώ είναι ή εκεί είναι· διότι ιδού, η βασιλεία του Θεού πρέπει να οικοδομηθεί μέσα σας».

Στη συνέχεια στράφηκε προς τους μαθητές του: «Κι εσείς θα επιθυμήσετε συχνά να δείτε τη βασιλεία του Θεού να εγκαθίσταται επάνω στη γη· συχνά θα σας λένε: εδώ ή εκεί υπάρχει μια τέτοια ευτυχισμένη αδελφοσύνη ανθρώπων που ζουν σύμφωνα με την αρετή· μην ακολουθείτε τέτοιες απατηλές εικόνες. Μην ελπίζετε να δείτε τη βασιλεία του Θεού σε μια εξωτερική, λαμπρή ένωση ανθρώπων, είτε με τη μορφή ενός κράτους είτε μιας κοινωνίας, είτε υπό τους δημόσιους νόμους μιας εκκλησίας. Αντί για έναν τέτοιο ήρεμο και λαμπρό κατάσταση, η δίωξη θα είναι συχνά η μοίρα των αληθινών πολιτών της βασιλείας του Θεού, των ενάρετων — και μάλιστα συχνά από εκείνους που, όπως οι Ιουδαίοι, ως μέλη μιας τέτοιας κοινωνίας, θεωρούν ότι κατέχουν κάτι σπουδαίο. Από δύο ανθρώπους που ομολογούν την ίδια πίστη και ανήκουν στην ίδια εκκλησία, ο ένας μπορεί να είναι ενάρετος και ο άλλος απορριπτέος. Μην προσκολλάστε λοιπόν στην εξωτερική μορφή· μην αφήνετε την πεποίθηση ότι εκπληρώσατε το καθήκον σας με την ακριβή τήρησή της να σας βυθίζει σε νωθρή αδράνεια — όπου βρίσκουν εύκολα τον λογαριασμό τους η αγάπη για τη ζωή και για τις απολαύσεις της· διότι όποιος δεν είναι ικανός να τα θυσιάσει αυτά για χάρη του καθήκοντος, καθίσταται έτσι ανάξιος και των ίδιων.

Ούτε πρέπει να σας εγκαταλείπει η σταθερότητα, όταν βλέπετε ότι οι ελπίδες σας να επιτύχετε καλό με τον αγώνα σας δεν πραγματοποιούνται για πολύ καιρό· ώστε, κουρασμένοι, να αποφασίσετε με κακή διάθεση να παρασυρθείτε από το γενικό ρεύμα της διαφθοράς. Όπως συχνά ένας διάδικος δεν βρίσκει το δίκιο του χάρη στη δικαιοσύνη του δικαστή, αλλά επειδή εκείνος θέλει απλώς να απαλλαγεί από τις επίμονες παρακλήσεις του· έτσι κι εσείς θα επιτύχετε πολύ καλό με τη σταθερότητά σας. Και τότε —όταν έχετε συλλάβει με όλη σας την ψυχή το μέγεθος του σκοπού που θέτει το καθήκον— ο αγώνας σας, όπως και αυτός ο σκοπός, θα ανήκει στην αιωνιότητα και δεν θα εξαντληθεί ποτέ, είτε δείτε σε αυτή τη ζωή καρπούς να ωριμάζουν είτε όχι».

Σε σχέση με τους Φαρισαίους, που θεωρούσαν τον εαυτό τους τόσο τέλειο και, εξαιτίας αυτής της αυτοϊκανοποίησης, περιφρονούσαν τους υπόλοιπους ανθρώπους, ο Ιησούς διηγήθηκε την ακόλουθη ιστορία: «Δύο άνθρωποι ανέβηκαν στον ναό για να προσευχηθούν· ο ένας ήταν Φαρισαίος και ο άλλος τελώνης. Η προσευχή του Φαρισαίου ήταν η εξής: “Σε ευχαριστώ, Θεέ μου, που δεν είμαι όπως οι υπόλοιποι άνθρωποι, ληστής, άδικος, μοιχός ή όπως αυτός εδώ ο τελώνης· νηστεύω δύο φορές την εβδομάδα, παρακολουθώ τακτικά τη λατρεία και αποδίδω ευσυνείδητα το δέκατο για τον ναό σου”. Ο τελώνης στεκόταν μακριά από αυτόν τον ‘άγιο’, δεν τολμούσε να σηκώσει το βλέμμα του προς τον ουρανό, αλλά χτυπούσε το στήθος του και ικέτευε: “Αχ, Θεέ μου, δείξε έλεος σε μένα τον αμαρτωλό!” Σας λέγω: αυτός γύρισε στο σπίτι του με αληθινότερη γαλήνη συνείδησης από εκείνον τον Φαρισαίο».

Συνεχίζεται

ΓιανναράςΗ ερμηνευτική πρόταση της εκκλησιαστικής εμπειρίας βλέπει στα Χριστούγεννα απτή (ιστορικά σαρκωμένη) την ελευθερία της ύπαρξης του Θεού από κάθε αναγκαιότητα προκαθορισμού που θα προϋπέθετε η θεία φύση ή ουσία του. Είναι Θεός, αλλά είναι και υπαρκτικά ελεύθερος από τη θεότητά του, ελεύθερος να υπάρξει «κενωτικά» και ως άνθρωπος – στην ενανθρώπισή του ψηλαφείται ο θρίαμβος της υπαρκτικής ελευθερίας του προσώπου του έναντι της φύσης του. Αντίστοιχα, η εκ νεκρών ανάσταση του Χριστού είναι η απτή ελευθερία του από τους υπαρκτικούς περιορισμούς της ανθρώπινης φύσης που προσέλαβε"

Η ζωή τού Ιησού τού Hegel  μάς αφηγείται τήν ελευθερία τού θεού από κάθε αναγκαιότητα προκαθορισμού. ο Θεός υπαρκτικά ελεύθερος από τή θεότητά του αλλά καί ελεύθερος νά υπάρξει κενωτικά καί ώς άνθρωπος. Αποτέλεσμα ο μεγαλύτερος θεολόγος, στήν ομάδα τών μεγαλύτερων θεολόγων, Φλωρόφσκι, Ζηζιούλα, Ρωμανίδη καί τώρα Λουδοβίκου, απομυθοποίησε κενωτικά τό Ευαγγέλιο τών μαθητών καί τήν ψηλάφισή του συγκέντρωσε σέ ένα μικρό τόμο γραμμένο στήν απαράμιλλη γλώσα του καί τόν παρέδωσε στόν Βαρθολομαίο γιά τά δέοντα.


Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΕΞΙΣΩΣΕ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΡΗΓΟΡΙΟ ΠΑΛΑΜΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΤΕΡΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ.. ΔΕΝ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΗΘΗΚΕ ΚΑΝΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΑΡΟΝΤΕΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: