ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΛΤΑΣ
Jürgen Moltmann, Ὁ ἐρχόμενος Θεός. Χριστιανική ἐσχατολογία, μετ. Πέτρος Γιατζάκης, Ἄρτος Ζωῆς, Ἀθήνα 2013, σελ. 462
Στό ἔργο αὐτό ὁ Γιοῦργκεν Μόλτμαν (Jürgen Moltmann), ἕνας ἀπό τούς πιό
γνωστούς θεολόγους τῆς ἐποχῆς μας, προσεγγίζει τήν χριστιανική
ἐσχατολογία τήν ὁποία ὁρίζει ὡς τήν «ἀνάμνηση τῆς ἐλπίδας πού μᾶς χαρίζει ἡ ἀνάσταση τοῦ ἐσταυρωμένου Χριστοῦ» (σ. 18). Στόν ὁρισμό αὐτόν ὁ Μόλτμαν θεωρεῖ τήν ἐλπίδα ὡς «θεμελιώδη καί καθολική θεολογική κατηγορία» (σ. 22), ἡ ὁποία συγκεκριμένα ἀφορᾶ τήν «ἐλπίδα
στόν Θεό γιά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, τήν παλιγγενεσία τοῦ κόσμου, τήν
ἱστορία τῶν ἀνθρώπων στήν γῆ καί τήν ἀνάσταση καί τήν αἰώνια ζωή τῶν
προσώπων» (σ. 23). Ἀπό μία ἄλλη ἀφετηρία, τήν ὁποία ἐπικαλεῖται ὁ
Μόλτμαν, ὁ σύγχρονος φιλόσοφος Μάξ Χορκχάϊμερ (1895-1973) ἰσχυρίζεται
ὅτι «θεολογία εἶναι ἡ ἐλπίδα ὅτι ἡ ἀδικία δέν θά ἔχει τόν τελευταῖο
λόγο … θεολογία εἶναι ἡ ἔκφραση μιᾶς νοσταλγίας, ἑνός πόθου νά μήν
θριαμβεύσει ἐντέλει ὁ δολοφόνος πάνω στό ἀθῶο θύμα του» (σ. 161).
Ἀναφερόμενος ἰδιαιτέρως στήν «ἐλπίδα
τῆς ἀνάστασης» ὁ Μόλτμαν τονίζει ὅτι αὐτή «δέν εἶναι μιά ἀφηρημένη
εἰκασία γιά μακρινές μεταθανάτιες καταστάσεις. Μόνον ἡ ἀγάπη, πού
καταφάσκει μέ πάθος τή ζωή, κατανοεῖ τή σημασία αὐτῆς τῆς ἐλπίδας, διότι
μέσα ἀπό αὐτήν τήν ἐλπίδα ἀπελευθερώνεται ἀπό τόν φόβο γιά τόν θάνατο»
(σ. 106). Ἀλλά, σέ πρακτικό ἐπίπεδο, ὁ ἄνθρωπος, ἐπειδή δέν μπορεῖ νά
ἀπωθήσει ἀπό τήν ζωή του τόν θάνατο, ἐπιχερεῖ νά ἀπωθήσει τήν «συνείδηση
τοῦ θανάτου» (σ. 86). Ὡστόσο, γιά τόν Μόλτμαν, οἱ ἀπόπειρες ἀπώθησης
τοῦ θανάτου «κάνουν τούς σύγχρονους ἀνθρώπους ἀναίσθητους, ἀπαθεῖς
καί ἀνώριμους. Τούς ἐξωθοῦν σέ πειθαναγκαστικές στάσεις ἡδονισμοῦ καί σέ
φανατικές νευρώσεις ὑπεραποδοτικότητας … Ὁ ἀπωθημένος θάνατος ἐξαπλώνει
μιά παραλυτική ἀδιαφορία καί ἀπάθεια γύρω του. Ἡ ‘’ἀδυναμία μας νά
πενθήσουμε’’ γίνεται ἀναπόφευκτα ἀδυναμία νά ἀγαπήσουμε» (σ. 94).
Ἡ ἐσχατολογική προσέγγιση τοῦ Μόλτμαν
δέν ἐξαντλεῖται σέ μία προσωποκεντρική ἐσχατολογία ἀλλά φθάνει «μέχρι
μιά ἐσχατολογία τοῦ κόσμου» (σ. 111). Ἡ διατύπωση αὐτή
συνάπτεται μέ τήν θέση ὅτι «ἡ ἀπόλυτη διάκριση ἀνάμεσα στό πρόσωπο καί
τή φύση εἶναι ἐχθρική πρός τή ζωή. Ὁ ἄνθρωπος, ὡς πρόσωπο ἐνώπιον τοῦ
Θεοῦ, εἶναι καί μέρος τῆς φύσης» (σ. 167). Στό σημεῖο αὐτό ὁ Μόλτμαν
ἐπισημαίνει ὀρθῶς ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία ποτέ δέν διέκρινε τόσο ἀπόλυτα τό πρόσωπο ἀπό τή φύση, ὅπως ἔκανε ἡ δυτική θεολογία τῆς νεωτερικότητας» (σ. 375).
Ἐξ ἄλλου, ἀπό τήν ἐσχατολογία τοῦ Μόλτμαν δέν ἀπουσιάζει καί ἡ ἀναφορά
στήν ἀποκατάσταση τῶν πάντων κατά τήν τελική κρίση τοῦ Θεοῦ. Ὁ Μόλτμαν
ἰσχυρίζεται ὅτι «ἡ πραγματική χριστιανική θεμελίωση τῆς ἐλπίδας γιά
τήν καθολική καταλλαγή […] εἶναι ἡ θεολογία τοῦ σταυροῦ, καί ἡ μόνη
ρεαλιστική συνέπεια πού προκύπτει ἀπό τή θεολογία τοῦ σταυροῦ εἶναι ἡ
ἀποκατάσταση τῶν πάντων» (σ. 349). Καί συμπεραίνει σχετικῶς ὅτι «ἡ
ἐσχατολογική διδασκαλία γιά τήν ἀποκατάσταση τῶν πάντων περιλαμβάνει τή
θεία κρίση, πού ἐπανορθώνει τήν ἀδικία, καί τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πού
ἀνασταίνει τούς ἀνθρώπους σέ μιά νέα ζωή» (σ. 355).
Ὁπωσδήποτε ὁ Μόλτμαν διακρίνει τήν προτεινόμενη ἐσχατολογική προσέγγιση
ἀπό τίς παλαιότερες χιλιαστικές προσδοκίες (σσ. 230-237) ἀλλά καί τόν
νεωτερικό ἀποκαλυπτισμό (σσ. 266-273).
Ἕνα ἅλλο ἐνδιαφέρον σημεῖο τῆς ἐσχατολογίας τοῦ Μόλτμαν ἀφορᾶ τήν
οὐράνια καί αἰώνια Ἱερουσαλήμ, σέ ἀντίθεση τόσο μέ τήν ἐπίγεια
Ἱερουσαλήμ (ἕναν «τόπο τρόμου»), ὅσο καί μέ τήν Ρώμη (τήν «φονική καί
τυρανική»). Σχολιάζοντας τό χωρίο: οὐ γάρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν ἀλλά
τήν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν (Πρός Ἑβραίους 13,14), ὁ Μoltmann γράφει
χαρακτηριστικά ὅτι «γιά τούς χριστιανούς πού πιστεύουν στήν
ἀποκαλυπτική ἐλπίδα δέν ὑπάρχει σέ αὐτόν τόν κόσμο τῆς παροδικότητας
καμία μένουσα πόλις, δέν ὑπάρχει μέσα σέ αὐτήν τήν ἀντίθεη ἐποχή καμία
ἁγία πόλις … Οἱ χριστιανοί δέν ἀνήκουν σέ κανένα ἔθνος καί γι’ αὐτό προέρχονται ἀπό ὅλα τά ἔθνη» (σ. 423).
Παρά τίς ἐπιφυλάξεις πού μπορεῖ νά ἔχει κανείς ἀπέναντι σέ ὁρισμένες
(πβ. σ. 21: «ριψοκίνδυνες») ἑρμηνευτικές προσεγγίσεις τοῦ Μόλτμαν, τό
βιβλίο ἀποτελεῖ μία ἰδιαίτερη συμβολή στήν σύγχρονη χριστιανική
ἐσχατολογία. Ἀσφαλῶς εἶναι εὐδιάκριτος ὄχι μόνον ὁ θεολογικός ἀλλά καί ὁ
φιλοσοφικός ἐξοπλισμός τοῦ συγγραφέως, πού πραγματεύεται μέ ἄνεση τά
σχετικά ζητήματα.
(Τό παρόν δημοσιεύθηκε στόν Νέο Ἑρμῆ τόν Λόγιο, τ. 10)
ΣΧΟΛΙΟ: «ἡ πραγματική χριστιανική θεμελίωση τῆς ἐλπίδας γιά
τήν καθολική καταλλαγή […] εἶναι ἡ θεολογία τοῦ σταυροῦ, καί ἡ μόνη
ρεαλιστική συνέπεια πού προκύπτει ἀπό τή θεολογία τοῦ σταυροῦ εἶναι ἡ
ἀποκατάσταση τῶν πάντων» «ἡ
ἐσχατολογική διδασκαλία γιά τήν ἀποκατάσταση τῶν πάντων περιλαμβάνει τή
θεία κρίση, πού ἐπανορθώνει τήν ἀδικία, καί τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πού
ἀνασταίνει τούς ἀνθρώπους σέ μιά νέα ζωή» (σ. 355).
ΑΓΑΠΗΤΕ ΜΠΑΛΤΑ, ΣΑΣ ΕΧΟΥΝ ΕΠΙΣΗΜΑΝΕΙ ΟΤΙ ΔΕΙΧΝΕΤΕ ΜΙΑ ΚΑΠΟΙΑ ΠΡΟΤΙΜΗΣΗ, ΣΤΟΥΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΠΟΥ ΚΟΒΟΥΝ ΜΕ ΤΟΝ ΜΠΑΛΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ;;;
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου