Λογικά και αναμενόμενα όπως διδάσκει η ιστορική εμπειρία (για παράδειγμα η συμφωνία του Μονάχου) όταν ο επιθετικός, αναθεωρητικός και δονκιχωτικά απειλητικός αντίπαλος αφήνιασε, ο κατευνασμός οδηγεί σε πολεμική σύρραξη. Προκλήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο, Γαλάζια Πατρίδα, Μνημόνια με Λιβύη και ολοφάνερα πολλά επέρχονται. Αυτό σημαίνει στρατηγικός ανορθολογισμός που πάντα θρέφει τον αναθεωρητισμό, τις απειλές και την αστάθεια. Από όποια οπτική γωνία και αν το δει κάποιος συν το ταξίδι του πρωθυπουργού στην Ουάσιγκτον και οι συμφωνίες με κράτη της Ανατολικής Μεσογείου καθιστούν επιτακτική μια νέα στρατηγική αφετηρία και τις αναγκαίες αποφάσεις που προσανατολίζουν την χώρα στρατηγικά ορθολογιστικά.
Ξένη δημοσίευση
– του Π. Ήφαιστου
Το «Τρίγωνο των Βερμούδων» στο Αιγαίο: «12 Αιγιαλίτιδα-Υφαλοκρηπίδα-ΑΟΖ».
Μέσα στο «Τρίγωνο των Βερμούδων» στην Καραϊβική θάλασσα πλοία και αεροσκάφη, λέγεται, εξαφανίστηκαν μυστηριωδώς. Οι ερμηνείες για τα αίτια εκτείνονται από εξωγήινη δράση μέχρι παραφυσικές δραστηριότητες. Οι Αμερικανικές αρχές όμως επιμένουν ότι δεν εντόπισαν κάποιο υπερφυσικό φαινόμενο.
Τόσο γραμμική απάντηση δεν θα υπάρξει, όμως, για το πώς τα Ελληνικά εθνικά συμφέροντα καταποντίστηκαν μέσα «Τρίγωνο του Αιγαίου 12 Αιγιαλίτιδα-Υφαλοκρηπίδα-ΑΟΖ». Ενώ το τι ισχύει για αυτά τα τρία συνδεδεμένα ζητήματα πανεύκολα ορίζεται στην Συνθήκη για το δίκαιο της θάλασσας το οποίο εφάρμοσαν όλα τα κράτη του κόσμου, στην Ελλάδα δίνη αντίθετων, αντιφατικών, μπερδεμένων, ελλειμματικών και συνειδητά ή ανεπίγνωστα σκοπίμως αποσπασματικών θέσεων δημιουργούν μια δίνη που καταποντίζει κάθε δυνατότητα ορθής και ορθολογιστικής απόφασης που αφορά ζωτικά την κρατική κυριαρχία.
Εάν μη τι άλλο, όποια απόφαση και να πάρουμε θα πρέπει να είναι ξεκάθαρο τι ισχύει νομικά, πολιτικά και στρατηγικά. Τι σημαίνουν αυτά πιο απτά εάν δεν ασκήσουμε τις πρόνοιες του διεθνούς δικαίου της θάλασσας; Σημαίνουν:
(α) ακύρωση του ενδεχομένου νόμιμου και νομιμοποιημένου διπλασιασμού περίπου της Ελληνικής Επικράτειας,(β) απώλεια πλουτοπαραγωγικών πόρων που θα μπορούσαν να αλλάξουν την Ελλάδα εκ βάθρων καθιστώντας την πιο πλούσια και πιο ισχυρή και(γ) ισχυροποίηση του περιφερειακού ρόλου του Ελληνικού κράτους ούτως ώστε οι Τούρκοι ηγέτες να μην μιλούν προς τους Έλληνες ως και να είναι άτακτα παιδιά νέο-Οθωμανικού νηπιαγωγείου.
Πάντως, ενόψει της επίσκεψης του πρωθυπουργού στην Ουάσιγκτον εν μέσω καταιγιστικών στρατηγικών εξελίξεων στην περιφέρειά μας και μετά από παλινωδίες, κατευνασμούς, κρίσεις και κυρίως ελλειμματικές αποφάσεις, το ζήτημα της εφαρμογής των προνοιών του διεθνούς δικαίου εξ αντικειμένου και υποχρεωτικά βρίσκεται στην αιχμή της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Για ένα ακόμη λόγο η Τουρκία κλιμακώνει τις απειλές και τις αναθεωρητικές αξιώσεις ενώ τα ταξίδια στην Λιβύη, οι υπογραφές για τους αγωγούς με Ισραήλ και Κύπρο και ανάλογες κινήσεις με την Αίγυπτο καθιστούν αναπόφευκτο η Αθήνα να ξεκαθαρίσει την θέση της και να προσανατολιστεί ορθολογιστικά νομικά, πολιτικά και στρατηγικά.
Αφενός τα άλλα κράτη πρέπει να ξέρουν την στρατηγική της Ελλάδας και αφετέρου η Ελλάδα εάν θέλει να είναι βιώσιμο κράτος να συνεκτιμηθεί δεόντως ότι υπάρχουν κόκκινες γραμμές που δεν μπορεί να διασχίσει. Όπως το έθεσε ο Hans Morgenthau με την γνωστή και στις ΗΠΑ αλλά και ευρύτερα κοινώς αποδεκτή θέση, «βιώσιμο είναι εκείνο το κράτος το οποίο έχει επαρκή ισχύ [και ως προς τούτο αναπτύσσει αξιόπιστη στρατηγική] εφαρμογής των προνοιών του διεθνούς δικαίου που αφορούν την κυριαρχία της Επικράτειάς του».
Στις δημόσιες συζητήσεις στην Ελλάδα, αντί να εστιαστεί το ενδιαφέρον το τι σημαίνουν οι παλινωδίες μας από το 1995 μέχρι σήμερα και πως άμεσα θα ληφθεί απόφαση εφαρμογής των προνοιών της Συνθήκης ταυτόχρονα και αποτελεσματικής στρατηγικής κατά των απειλών, παρατηρείται ότι αναδεικνύονται δύο ανορθολογικες τάσεις:
Πρώτον, κατά κάποιο τρόπο, ακούμε, δεν πρέπει να ανησυχούμε γιατί η Τουρκία όπου νάναι σύντομα καταρρέει. Ως προς αυτό ισχύει το Θουκυδίδειο «η ελπίδα είναι σπάταλη».
Δεύτερον, υπάρχει δήθεν δυνατότητα για μια “τίμια και αναγκαία” διαπραγμάτευση με τους γείτονες που ουσιαστικά παραχωρεί μεγάλο μέρος της εθνικής κυριαρχίας, θρέφει τον Τουρκικό αναθεωρητισμό και καθηλώνει το Ελληνικό κράτος σύμφωνα με την βούληση και τις αποφάσεις της Άγκυρας.
Ουκ ολίγοι, επιπλέον, κατά την εκτίμησή μας πολιτικά, στρατιωτικά και στρατηγικά ανεύθυνα «τρομοκρατούν» με το να επισείουν τον κίνδυνο πολέμου ως και να μην διαθέτουμε Ένοπλες Δυνάμεις και αποτρεπτική ισχύ. Ακούμε, ακόμη: αμέσως διαπραγματεύσεις και συνεκμετάλλευση «μην και «συμβούν επεισόδια». Εισηγούνται, δηλαδή, ακόμη μεγαλύτερο κατευνασμό και φοβικές υποχωρητικές στάσεις απέναντι στις Τουρκικές απειλές ως και στην στρατηγική ανάλυση να μην ισχύει το αξίωμα ότι «κατευνασμός = πόλεμος ή ήττα χωρίς πόλεμο».
Ακυρώνουν επίσης νοηματικά και εκμηδενίζουν την στρατηγική σκέψη όταν δεν γνωρίζουν ή κάνουν πως δεν γνωρίζουν πως ο πόλεμος δεν είναι μόνο οι «ντουφεκιές» αλλά μια μεγάλη αλυσίδα με πολλούς κρίκους εκ των οποίων μόνο ο τελευταίος είναι η ένοπλη σύρραξη. Οι ποιοτικές βαθμίδες ενός διεθνολόγου, έγραψε με νόημα ο μεγάλος Δάσκαλος των διεθνών σχέσεων Martin Wight, κρίνονται από το τι λέει για τον πόλεμο. Επιπόλαιες, εξωπραγματικές και γραμμικές θέσεις για το ζήτημα αυτό δεν είναι μόνο ανορθολογικές αλλά είναι σαν να παίζεις με την φωτιά. Φέρνουν πολεμική σύρραξη εκεί που θα μπορούσε να αποτραπεί.
Της ένοπλης σύρραξης μικρής ή μεγάλης προηγούνται προθέσεις, εξοπλισμοί, ανάπτυξη δυνάμεων, διπλωματικές θέσεις και στάσεις, απειλές (και οι απειλές στην στρατηγική θεωρία ορίζονται επακριβώς στην βάση πάγιων τυπολογιών) και κυρίως «μπλόφα» μια από τις σημαντικότερες έννοιες της στρατηγικής ανάλυσης. «Μπλόφα» είναι η διαφορά μεταξύ διακηρύξεων και πολιτικής, στρατιωτικής και διπλωματικής ικανότητας εκτέλεσης των απειλών. Ο κίνδυνος λοιπόν για μια χώρα ορίζεται ως η διαφορά μεταξύ απειλής και ικανότητας να την εκτελέσει και οι σταθμίσεις και εκτιμήσεις των κρατικών επιτελείων των εμπλεκομένων κρατών φέρουν την ευθύνη ανάληψης κινδύνων και στρατηγικό σχεδιασμό για εναλλακτικές αποφάσεις (contingencyplans).
Επειδή αυτά είναι κύρια ζητήματα κάθε εθνικής στρατηγικής απαιτείται να γνωρίζουμε ότι αφενός κανένα κράτος δεν κάνει περίπατο μέσα σε ένα ανθόσπαρτο πεδίο αλλά μέσα στο ανελέητα συγκρουσιακό και ανταγωνιστικό κρατοκεντρικό διεθνές σύστημα και αφετέρου ότι όταν ένα κράτος αντιμετωπίζει ρητές αναθεωρητικές απειλές δεν έχει την πολυτέλεια να επιδίδεσαι σε στρατηγικό κρυφτούλι.
Η εθνική στρατηγική είναι ένα αναπόδραστο και αδιάλειπτο άθλημα συνεχών προσπαθειών κορύφωσης της ισχύος με βέλτιστο συνδυασμό των συντελεστών ισχύος που διαθέτεις (όριο είναι ο ουρανός για συνδυαστική βελτίωση της θέσης μιας χώρας, συνηθίζεται να γράφεται στην στρατηγική θεωρία). Αφέλειες, ερασιτεχνισμοί και έλλειμμα ορθολογιστικών σταθμίσεων και εκτιμήσεων για τις εκατέρωθεν ικανότητες, για την μπλόφα του απειλητικού κράτος και το πραγματικό ρίσκο σημαίνει στρατηγικό ανορθολογισμό και πιθανότητα πρόκληση ένοπλης σύρραξης η οποία θα μπορούσε να είχε αποτραπεί. Με κάθε κριτήριο ως προς αυτά Ελλάδα και Τουρκία έφθασαν όχι τα όρια στρατηγικού ανορθολογισμού αλλά τα όρια στρατηγικής παράκρουσης η πρώτη με ακατάσχετο κατευνασμό και η δεύτερη με επιθετικότητα που σωστά μερικοί εκτιμούν ότι υπερβαίνει τις δυνάμεις της.
Μια χώρα εισέρχεται σε επικίνδυνα πεδία εάν με ευκολία και «στρατηγικά παραμιλητά», κινδυνολογίες και λανθασμένες εκτιμήσεις ακυρώνονται οι αποτρεπτικές δυνατότητες της χώρας ταυτόχρονα και ακυρώνονται οι πόροι που δεσμεύονται για την άμυνα της χώρας. Για το κράτος μας σημαίνει ότι ακυρώνονται επίσης οι Ελληνικές Ένοπλες δυνάμεις, ενδεχομένως οι ισχυρότερες και πιο αξιόμαχες της περιφέρειάς μας. Συναφώς, αν και αυτό θα πρέπει να εκτιμηθεί επακριβώς από τα κρατικά επιτελεία, ολοφάνερα η Τουρκία εσωτερικά αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα και στην εξωτερική πολιτική με δηλώσεις και ενέργειες ολοφάνερα υπερ-επεκτάθηκε. Εν τούτοις, την ενθαρρύνουμε να μας επιτεθεί εάν οι ηγέτες της πιστέψουν ότι η Ελλάδα είναι ανίσχυρη, ανήμπορη, ακίνητος στόχος και η κυριαρχία της αναλώσιμη.
Τα ζητήματα που τίθενται είναι πολλά. Πρωτίστως κρατικού σχεδιασμού και ποιος αναλύει, προτείνει και αποφασίζει. Επίσης, επακριβέστερης εκτίμησης της Τουρκικής απειλής και των σκοπών της νέο-Οθωμανικής εξουσίας όπως εξελίχθηκαν οι πρωτοβουλίες της τα τελευταία χρόνια. Τα ζητήματα αυτά είναι μείζονος σημασίας καθότι αφορούν τον πόλεμο-αστάθεια ή ισορροπία και σταθερότητα συν άσκηση των Ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων όπως έκαναν όλα τα άλλα κράτη και την εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πόρων εντός του κυριαρχικού χώρου που μας προσφέρει το διεθνές δίκαιο. Αφορούν βέβαια την ευημερία, την οικονομική ανάπτυξη και την ασφάλεια της Ελλάδας και της κοινωνίας της.
Να ξέρουμε πάντως, ιδιαίτερα ενόψει της επίσκεψης του Πρωθυπουργού στην Ουάσιγκτον, ότι οι μεγάλες δυνάμεις παρακολουθούν και αναλύουν τα πάντα συνεκτιμώντας δεόντως τις θέσεις μας στην δική τους στρατηγική. Το ίδιο και κράτη της Ανατολικής Μεσογείου με τα οποία συνάπτουμε συμφωνίες για αγωγούς και άλλα ζητήματα που αφορούν τις θαλάσσιες ζώνες.
Επανερχόμενοι στο «τρίγωνο 12 Αιγιαλίτιδα-Υφαλοκρηπίδα-ΑΟΖ», ασάφειες, αντιφάσεις και εξόφθαλμα λανθασμένες γνώμες δεν ενδείκνυνται και δεν μας τιμούν ως πολιτικό σύστημα και ως επιστημονικές κοινότητες. Ερωτάται: Γιατί μετά το 1982 ή τουλάχιστον το 1995 δεν επεκτείναμε την Αιγιαλίτιδα ζώνη στα 12 μίλια, κάτι που είναι προσδιοριστικό για την υφαλοκρηπίδα των Νησιών και προσανατολιστικό όσον αφορά την ανακήρυξη της ΑΟΖ; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι απογοητευτική. Συνεκτιμώντας το γεγονός ότι κάθε ίντσα της κυριαρχίας που προβλέπεται από το διεθνές δίκαιο είναι έσχατη λογική και αφορά την βιωσιμότητα του Ελληνικού κράτους, παρατηρείται ότι επί δεκαετίες βασικά και ουσιαστικά δεν υπάρχει κανείς να αποφασίσει υπεύθυνα, αξιόπιστα και σύμφωνα με τα Ελληνικά συμφέροντα. Η παρούσα κυβέρνηση λόγω περιστάσεων και εξελίξεων έχει την ευκαιρία και ταυτόχρονα την υποχρέωση για μια νέα στρατηγική αφετηρία και ένα νέο στρατηγικό προσανατολισμό που διασφαλίζει την ασφάλεια της χώρας, τα συμφέροντά της και την σταθερότητα στις σχέσεις με την Τουρκία.
Αυτό σημαίνει αξιόπιστη εθνική στρατηγική. Μήπως δεν διαθέτουμε επαρκή ισχύ παρά τους κολοσσιαίους πόρους που η Ελληνική κοινωνία έδωσε για την ασφάλειά της μετά το 1974; Μήπως η εκάστοτε πολιτική ηγεσία λειτουργεί στο πόδι ή επηρεασμένη από τα εκάστοτε κυρίαρχα ιδεολογήματα αντί να διαπραγματεύεται και να συναλλάσσεται με τα άλλα κράτη αφού πριν τεθούν οι κόκκινες γραμμές των ζωτικών συμφερόντων;
Ενώ η Συνθήκη του 1982 που τέθηκε σε ισχύ το 1995 είναι σαφής, όπως επίσης και γνωστό τι έκαναν όλα τα άλλα κράτη, τρεις δεκαετίες μετά, μια έρευνα των δημόσιων συζητήσεων στην Ελλάδα θα εντοπίσει χιλιάδες κειμένων μεταξύ φορέων επιστημονικών τίτλων κάθε είδους, μεταξύ νομικών και μεταξύ μελών του πολιτικού προσωπικού οι οποίοι διαφωνούσαν και συνεχίζουν να διαφωνούν για το κατά πόσο υπάρχει ΑΟΖ και το πώς σχετίζεται με την υφαλοκρηπίδα και τα 12 μίλια.
Τα 12 μίλια; Πλην μερικών που πεισματικά επέμεναν για συνολική εφαρμογή του διεθνούς δικαίου και ετοιμότητα αφενός αποτροπής κατά των απειλών και αφετέρου προσφυγής στην Χάγη (μετά την εφαρμογή όχι πριν) με όποιον έχει «παράπονο», δεν τέθηκε επιτακτικά και συστηματικά στον Ελληνικό δημόσιο διάλογο. Πρωτίστως, δεν ξεκαθαρίστηκε μέχρι και σήμερα ότι αυτονόητα και αδιαμφισβήτητα προηγείται η άσκηση του δικαιώματος επέκτασης της Αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 μίλια σύμφωνα με τις πρόνοιες του διεθνούς δικαίου, συνοδευτικά και η υφαλοκρηπίδα.
Η ετοιμότητα της Ελλάδας για προσφυγή στην Χάγη είναι δεδομένη, μετά όμως, επαναλαμβάνεται, την άσκηση του δικαιώματος και όχι πριν. Εάν μη τι άλλο η εμπειρία δεκαετιών διδάσκει ότι όχι μόνο διμερείς διαπραγματεύσεις είναι ατελέσφορες οδηγώντας σ’ ένα αδιέξοδο και επικίνδυνο λαβύρινθο αλλά επιπλέον ο πολιτικός, νομικός και στρατηγικός ανορθολογισμός που προκαλεί οδηγεί σε σύγκρουση.
Διαδοχικές κυβερνήσεις παρέλειψαν να αποφασίσουν κάτι που για ένα κράτος είναι έσχατη λογική και υποχρεωτικό. Λογικά και αναμενόμενα είχαμε μεταξύ άλλων Ίμια, Ελσίνκι, ανορθολογική «διπλωματία του ζεϊμπέκικου», σχέδια Αναν και ακατάσχετο κατευνασμό σε όλο το φάσμα της εξωτερικής μας πολιτικής. Συνολικά παρά τους σπάνιους πόρους που δεσμεύσαμε για την άμυνα είχαμε έλλειμμα ή και παντελή απουσία εθνικής στρατηγικής, γεγονός που επιτάθηκε λόγω οικονομικής κρίσης, μνημονίων και αβάστακτων διαιρέσεων.
Λογικά και αναμενόμενα όπως διδάσκει η ιστορική εμπειρία (για παράδειγμα η συμφωνία του Μονάχου) όταν ο επιθετικός, αναθεωρητικός και δονκιχωτικά απειλητικός αντίπαλος αφήνιασε, ο κατευνασμός οδηγεί σε πολεμική σύρραξη. Προκλήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο, Γαλάζια Πατρίδα, Μνημόνια με Λιβύη και ολοφάνερα πολλά επέρχονται. Αυτό σημαίνει στρατηγικός ανορθολογισμός που πάντα θρέφει τον αναθεωρητισμό, τις απειλές και την αστάθεια. Από όποια οπτική γωνία και αν το δει κάποιος συν το ταξίδι του πρωθυπουργού στην Ουάσιγκτον και οι συμφωνίες με κράτη της Ανατολικής Μεσογείου καθιστούν επιτακτική μια νέα στρατηγική αφετηρία και τις αναγκαίες αποφάσεις που προσανατολίζουν την χώρα στρατηγικά ορθολογιστικά.
(πηγή: poiotita.gr)
1 σχόλιο:
Όλα χάθηκαν την πρώτη ημέρα. Την πρώτη ημέρα που το πρώτο αεροπλάνο που παραβίασε τον εθνικό εναέριο χώρο δεν καταρρίφθηκε. Θα ήταν όλα διαφορετικά.
Δημοσίευση σχολίου