Συνέχεια από: Κυριακή 8 Αυγούστου 2021
Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟΝ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟ.
ΤΟΥ John M.Rist.
Οι αναγνώστες τού Συμποσίου ξαφνιάστηκαν πολύ συχνά απο το γεγονός ότι ο Πλάτων φαίνεται να μήν διακρίνει ανάμεσα στο προσωπικό και το απρόσωπο. Και πράγματι υπάρχει μία σειρά πλατωνικών κειμένων στα οποία η απουσία μιάς συγκεκριμένης συνειδητοποιήσεως τής σπουδαιότητος τών εννοιών τού "προσωπικού" και τού "απρόσωπου", οδήγησε μία ομάδα αναγνωστών- άς τους ονομάσουμε αναγνώστες τής πατριστικής εποχής-να αφομοιώσει την αγάπη τού Αγαθού και τού ωραίου για τα οποία ομιλεί ο Πλάτων, με την αγάπη ενός προσώπου, τού Χριστού, υπολογίζοντας την πλατωνική γλώσσα τού Τίμαιου για παράδειγμα- "είναι δύσκολο να αναγνωρίσουμε τον πατέρα τού σύμπαντος" (28 C, 37 C )-όχι με την μεταφορική και μεταφυσική σημασία, σαν αναφερόμενη σε μία πρώτη Αρχή τού σύμπαντος, αλλά σαν κάτι αμέσως εφαρμοζόμενο σε έναν προσωπικό Θεό. Απο το άλλο μέρος, μπορούμε να αναγνωρίσουμε Εγελιανές ερμηνείες, οι οποίες στην βάση μιάς ιδιαίτερης ερμηνείας, όχι τού Πλάτωνος αλλά τού Πλωτίνου, υπονοούν ότι μία πρώτη "πλατωνική" Αρχή, ή μάλλον "νεοπλατωνική" πρέπει να είναι ένα είδος απροσώπου "Απολύτου".
2. Στον Πλάτωνα, και ιδιαιτέρως στο Συμπόσιο, δέν βρίσκουμε ποτέ τήν γλώσσα τής "ένωσης" με το Θείο ή με το Αγαθό ή με το Ένα. Τόσο στο Συμπόσιο, όσο και στον ψυχολογικά πιό σοφιστικέ Φαίδρο, διαβάζουμε για ένα όραμα τού Κάλλους, τού Ωραίου και υπονοώντας το, τού Αγαθού. Η γλώσσα είναι εκείνη τού Βλέπειν και της εισόδου σε επαφή, ή της εμπνεύσεως, παρόμοιας με ένα όραμα νοητικό και όπου ο Πλάτων ομιλεί για "αφομοίωση" με το Θείο, αναφέρεται όχι στην "αφομοίωση" στο Αγαθό ή στο Ωραίο, αλλά στην "αφομοίωση" στον Θεό. Αυτή η έκφραση ή τα ισοσθενή της, διατρέχει τέσσερις φορές στους διαλόγους για να περιγράψει τον σκοπό, το τέλος της ανθρώπινης ζωής(Πολιτεία 613 b Θεαίτητος 176 α-b, Τίμαιος 90 α-d , Νόμοι 716 d). Στην προοπτική τού Πλάτωνος λοιπόν, λόγω τού γεγονότος ότι χαρακτηρίζονται απο τις ιδέες οι ίδιοι οι Θεοί είναι Θείοι και οφείλουμε επίσης να ενθυμηθούμε ότι σ'αυτή την πρώτη περίοδο τής "πλατωνικής" παραδόσεως, οι ιδέες, οι Θεοί, όπως και οι ψυχές, προέρχονται απο διαφορετικούς κόσμους. Οι Θεοί, στην Αριστοτελική γλώσσα, είναι ουσίες, οι ιδέες, όπως διεμαρτύρετο ο Αριστοτέλης μοιάζουν με αλλοτριωμένες ποιότητες, παρότι ο Πλάτων προσπαθούσε να τους αποδώσει έναν ουσιώδη χαρακτήρα. Η εύρεση μιας λύσης σ'αυτή την δυσκολία αφέθηκε στους επόμενους (εθνικούς, πρίν απο τους Χριστιανούς) "διορθωτές" τού Πλάτωνος -παρότι υπάρχει η πιθανότης, στην οποία γίνεται πολύς λόγος απο τους μελετητές, ο ίδιος ο Πλάτων να είχε κινηθεί πρός αυτή την κατεύθυνση στα τελευταία χρόνια της ζωής του. Όμως ο κεντρικός πυρήνας τού προβλήματος μπορεί να ταυτοποιηθεί στο ακόλουθο ερώτημα, το οποίο ετέθη σαν υπόθεση στον Σοφιστή : Οι ιδέες είναι κατά κάποιο τρόπο ζωντανές, όπως ο Θείος Νούς τού Αριστοτέλη;
3. Η Πλατωνική Θεωρία τής Ερωτικής επιθυμίας συνάδει με την πεποίθησή του σύμφωνα με την οποία εμείς, ή καλύτερα η "ψυχή" μας, είμαστε ένα είδος εκπεσμένων Θεών, όπως ακριβώς σκιαγραφείται στον μύθο, ο οποίος αποδίδεται στον Αριστοφάνη στο Συμπόσιο και όπως αφήνει να εννοηθεί καθαρά ο Πλάτων σε άλλες "μυθικές" του αφηγήσεις. Αυτό σημαίνει ότι το όραμα τού Κάλλους δέν συνεπάγεται τόσο μία πνευματική ωριμότητα και αύξηση τής ψυχής, όσο μία επιστροφή περισσότερο στην κατάσταση τής καταγωγής της και στην καθαρότητά της. Κατά κάποιο τρόπο ο Πλάτων είναι ο θεωρητικός τής συλλήψεως ενός χαμένου παραδείσου. Η ηθική του δηλαδή εξαρτάται απο την πεποίθηση ότι η έσχατη τελειοποίηση τού ανθρώπου είναι μία ικανότης η οποία πραγματοποιείται μέσω τής δυνάμεως τού έρωτος, η οποία είναι έμφυτη στην ίδια του την φύση! Σ'αυτό το σημείο, προφανώς, οι Χριστιανοί στοχαστές βρέθηκαν σε κάθετη διαφωνία με τον Πλάτωνα, και κανείς δέν εξέφρασε αυτή την διαφωνία με τόση δύναμη όπως ο Αυγουστίνος.
Ο Πλωτίνος απο το άλλο μέρος, υπερασπιζόταν την Πλατωνική εννοιολόγηση σύμφωνα με την οποία η δύναμις του έρωτος ταιριάζει στην ανάβαση, παρότι μπορεί να είναι δύσκολη. Παρά τις διαμαρτυρίες των ανήθικων προσώπων τα οποία περιμένουν την κάθοδο κάποιου Θεού που θα τους ελευθερώσει απο τις δυσκολίες στις οποίες έπεσαν με τις ίδιες τους τις πράξεις (Εν. ΙΙΙ 2,8,43), εμείς γνωρίζουμε ότι τα πράγματα έτσι στέκονται ακριβώς διότι έχουμε παραδείγματα και κατά πρώτον εκείνο του Σωκράτη, αυτού που κατόρθωσε την ανάβαση! Την άνοδο!
4. Στα θέματα που σχετίζονται με την "αγάπη", τα φαινόμενα μπορούν να απατήσουν. Στον λόγο τού Αλκιβιάδη ο Σωκράτης παρομοιάζεται με έναν Συλεινό (Συμπόσιο, 215 b ). Εξωτερικώς φαίνεται δύσμορφος αλλά εσωτερικά μπορούμε να αναγνωρίσουμε το κάλλος τής ψυχής του : μία εικόνα η οποία βρίσκεται στην βάση μεγάλου μέρους τής βυζαντινής εικονογραφίας: βλέποντας διαμέσου τής φαινομενικής ασχήμιας φτάνουμε στο μόνιμο κάλλος!Ο Πλάτων όμως, ο οποίος αρνείται πάντοτε νά διαχωρίσει την αισθητική θεώρηση απο την ηθική, δέν θα μπορούσε ποτέ να πεί, όπως ο Πλωτίνος (Εν. V5. 12), ότι η ιδέα τού κάλλους μπορεί αυτή η ίδια να μας αποσπάσει απο το Αγαθό! Εάν θα μπορούσαμε να φτάσουμε μέχρι την ιδέα τού Κάλλους δέν θα υπήρχε πλέον καμμία απόσπαση.
Όπως είδαμε ο Πλάτων μιλά για το όραμα τών ιδεών τών υπέρτατων αντικειμένων τής επιιθυμίας και δείχνει πώς σε εκείνο το όραμα η επιθυμία πλήρως πραγματοποιημένημεταμορφώνεται σε μία θεωρία και σε έναν "τόκο" εν Καλώ, τού οποίου η σεξουαλική γέννηση είναι μέσω τού έρωτος, καθαρά μία εικόνα!
Αλλά όπως στην ρομαντική εικόνα τής σεξουαλικής αγάπης, είναι αδύνατον να "συλλάβουμε" τήν μοναδικότητα τού συμβάντος, και όπως, γενικότερα, είναι αδύνατον να συλλάβουμε σε μία σειρά προτάσεων, την φύση τής δικής μας "γνώσεως" ενός προσώπου, ενός τόπου, ενός αντικειμένου ή ενός συμβάντος-παρότι επίσης δέν μπορούμε να πέσουμε στο λάθος να ισχυρισθούμε ότι μερικές προσπάθειες δέν είναι πιό ταιριαστές απο άλλες, καθώς υπάρχει στην πραγματικότητα διαφορά, για παράδειγμα, ανάμεσα σ'έναν καλό ποιητή και σ'έναν κακό ποιητή -έτσι αξιωματικά, είναι αδύνατον να "συλληφθεί" το Κάλλος και το Αγαθό σε μία σειρά προτάσεων οι οποίες μπορούν να δείξουν "πού" αυτά μπορούν να βρεθούν. Στην Πολιτεία ο Πλάτων μιλά για το Αγαθό μέσω τής αναλογίας με τον ήλιο και στον όψιμο Φίληβο μας λέει ότι η φιλοσοφία μπορεί να μας οδηγήσει μέχρι τον "προθάλαμο" τού Αγαθού (64 C ). Αλλά εάν όπως ισχυρίζεται ο Πλάτων, το Αγαθό δέν είναι μόνον το αντικείμενο τής επιθυμίας μας το πιό υψηλό απο όλα, αλλά είναι και η αιτία τής υπάρξεως και του νοητού κάθε άλλης πραγματικότητος, θα φαινόταν ότι όχι μόνον οι σχέσεις τις οποίες έχουμε μ'αυτό πρέπει να είναι διαφορετικές απο εκείνες που έχουμε με κάθε άλλο πράγμα, και με τις άλλες άυλες Μορφές, αλλά και ότι η ίδια η φύση του πρέπει να είναι ριζικά διαφορετική απο εκείνη όλων των άλλων πραγματικοτήτων. Μ'αυτή την σημασία δύο προβλήματα θα αντιμετωπίσουν οι επόμενες γενιές τών πλατωνικών. Η πρώτη Αρχή πρέπει να υπολογισθεί σαν "άπειρη" αντί για "πεπερασμένη"; Η γλώσσα τού οράματος ή της θεωρίας τού Αγαθού είναι κατάλληλη για να περιγραφούν οι έμφυτες δυνατότητες στην σχέση μας με μία τέτοια Αρχή; Ή είναι δυνατή μία πιό οικεία εμπειρία; πιό προσωπική; Και εάν δέν είναι δυνατή, γιατί;
Τέλος υπάρχει ένα πρόβλημα το οποίο αφορά τον ίδιο τον έρωτα. Εάν ο Έρως είναι ικανός να μας ωθήσει και να μας οδηγήσει απο αυτόν τον κόσμο πρός έναν ανώτερο κόσμο, και εάν στο εσωτερικό αυτού τού τελευταίου, είναι ικανός να μας μεταμορφώσει σε μία αρχή η οποία δέν είναι πλέον τής επιθυμίας αλλά τής δημιουργικότητος, τότε η Πλατωνική ανάλυση τού έρωτος, σαν "μέσου" το οποίο μάς οδηγεί πρός τον τελικό μας σκοπό, είναι ανεπαρκής. Ίσως, χρησιμοποιώντας την γλώσσα τού Πλάτωνος και όπως το δέχεται και ο ίδιος στον Φαίδρο, ο έρως δέν είναι ένας δαίμον, αλλά ένας Θεός με την πλήρη σημασία τής λέξης ή ο Θεός (249 d 9).
Συνεχίζεται
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου