Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2025

Η ζωή του Ιησού (1) Του G. W. F Hegel

Η ζωή του Ιησού 1

Του G. W. F Hegel, περιλαμβάνεται στη συλλογή: Τα νεανικά θεολογικά κείμενα


Η καθαρή, για κάθε καί από κάθε περιορισμό ανίκανη (ανεπίδεκτη), Λογική, είναι η ίδια η Θεότητα. Σύμφωνα με τη Λογική, λοιπόν, έχει διαμορφωθεί το σχέδιο του κόσμου εν γένει· η Λογική είναι εκείνη που διδάσκει στον άνθρωπο τον προορισμό του, τον απόλυτο σκοπό της ζωής του· συχνά βεβαίως έχει συσκοτιστεί, όμως ποτέ δεν έχει εντελώς σβήσει· ακόμη και μέσα στο σκοτάδι πάντοτε διατηρήθηκε μια αμυδρή της ανταύγεια.

Ανάμεσα στους Ιουδαίους ήταν ο Ιωάννης εκείνος που υπενθύμισε στους ανθρώπους αυτήν την αξία τους — αξία που δεν έπρεπε να τους είναι ξένη, αλλά να την αναζητήσουν μέσα τους, στο αληθινό τους εγώ· όχι στην καταγωγή, όχι στην επιθυμία για ευτυχία, όχι στο να είναι υπηρέτες ενός άνδρα πολύ σεβαστού, αλλά στην καλλιέργεια της θείας σπίθας που τους έχει δοθεί· αυτής που τους δίνει τη μαρτυρία ότι, με έναν ανώτερο τρόπο, κατάγονται από τη Θεότητα την ίδια.

Η καλλιέργεια της Λογικής είναι η μόνη πηγή της αλήθειας και της γαλήνης· και ο Ιωάννης δεν ισχυριζόταν ότι την κατείχε αποκλειστικά ή ότι ήταν σπάνια, αλλά ότι όλοι οι άνθρωποι μπορούν να την αναπτύξουν μέσα τους.

Ακόμη μεγαλύτερη όμως αξία για τη βελτίωση των διεφθαρμένων αρχών των ανθρώπων και για τη γνώση της αληθινής ηθικότητας και της εξαγνισμένης λατρείας του Θεού απέκτησε ο Χριστός.

Ο τόπος όπου γεννήθηκε ήταν ένα χωριό, η Βηθλεέμ της Ιουδαίας· οι γονείς του ήταν ο Ιωσήφ και η Μαρία· εκείνος καταγόταν, κατά τον τρόπο των Ιουδαίων που έδιναν μεγάλη σημασία στα γενεαλογικά δέντρα, από το γένος του Δαβίδ. Ο Ιησούς, σύμφωνα με τους ιουδαϊκούς νόμους, περιετμήθη οκτώ ημέρες μετά τη γέννησή του.

Από την ανατροφή του δεν είναι τίποτε γνωστό, εκτός από το ότι νωρίς έδειξε σημάδια ασυνήθιστης διάνοιας και ενδιαφέροντος για θρησκευτικά ζητήματα· παράδειγμα αυτού είναι το γεγονός ότι, σε ηλικία δώδεκα ετών, απομακρύνθηκε από τους γονείς του, προκαλώντας τους μεγάλη λύπη, αλλά εκείνοι τον βρήκαν στον ναό της Ιερουσαλήμ, ανάμεσα σε ιερείς, τους οποίους κατέπληξε με τις για την ηλικία του εξαιρετικές γνώσεις και την ικανότητα κρίσεως.

Για τη μετέπειτα ανάπτυξή του, ως νέου έως την εποχή που παρουσιάστηκε ως ώριμος άνδρας και διδάσκαλος —για ολόκληρη αυτή την εξαιρετικά αξιοσημείωτη περίοδο εξέλιξης έως το τριακοστό έτος του— έχουν διασωθεί μόνον οι ακόλουθες ειδήσεις: ότι ήλθε σε γνωριμία με τον προαναφερθέντα Ιωάννη, ο οποίος ονόμαζε τον εαυτό του «Βαπτιστή», επειδή συνήθιζε να βαπτίζει εκείνους που αποδέχονταν την προτροπή του προς μεταστροφή.

Αυτός ο Ιωάννης ένιωθε μέσα του το κάλεσμα να στρέψει τους συμπατριώτες του σε υψηλότερους σκοπούς από την απλή απόλαυση, σε καλύτερες ελπίδες από την αποκατάσταση της παλαιάς δόξας του Ιουδαϊκού βασιλείου. Ο τόπος όπου δίδασκε και ζούσε ήταν συνήθως μια απομονωμένη περιοχή· οι υπόλοιπες ανάγκες του ήταν πολύ απλές· το ένδυμά του ήταν ένας μανδύας από τρίχες καμήλας με δερμάτινη ζώνη· η τροφή του, ακρίδες —βρώσιμες στις περιοχές εκείνες— και μέλι από άγριες μέλισσες.

Από τη διδασκαλία του είναι γενικά γνωστό μόνον ότι καλούσε τους ανθρώπους σε αλλαγή φρονήματος, να αποδεικνύουν αυτήν την αλλαγή με έργα· ότι οι Ιουδαίοι, οι οποίοι θεωρούσαν πως, λόγω της καταγωγής τους από τον Αβραάμ, δεν είχαν ανάγκη τέτοιας μεταστροφής για να είναι ευάρεστοι στη Θεότητα, βρίσκονταν σε πλάνη· και ότι, όταν όσοι προσέρχονταν σ’ αυτόν έδειχναν μετάνοια για την έως τότε διαγωγή τους, εκείνος τους βάπτιζε — μια συμβολική πράξη που, κατ’ αναλογία με το πλύσιμο των ρύπων, υπεδείκνυε την απόθεση μιας διεφθαρμένης διάθεσης.

Έτσι ήλθε και ο Ιησούς προς αυτόν και βαπτίσθηκε από αυτόν· φαίνεται όμως ότι ο Ιωάννης δεν θεωρούσε τιμή το να έχει μαθητές δεμένους με το πρόσωπό του· διότι, όταν αναγνώρισε στον Ιησού τις μεγάλες ικανότητες που εκείνος κατόπιν απέδειξε, τους μαρτύρησε ότι δεν είχε ανάγκη να βαπτισθεί, και υπέδειξε και σε άλλους να στραφούν προς τον Ιησού για να διδαχθούν από αυτόν· και αργότερα εξέφρασε τη χαρά του, όταν άκουσε ότι ο Ιησούς συγκέντρωνε τόσους ακροατές και βάπτιζε πολλούς (αν και ο ίδιος δεν βάπτιζε πλέον, αλλά μόνο οι φίλοι του).

Ο Ιωάννης έγινε τελικά θύμα της προσβεβλημένης ματαιοδοξίας του Ηρώδη, του ηγεμόνα εκείνων των περιοχών, και μιας γυναίκας· είχε δηλαδή επιτιμήσει τη σχέση του με την Ηρωδιάδα, τη νύφη του Ηρώδη, και γι’ αυτό ρίχτηκε στη φυλακή. Ωστόσο, ο Ηρώδης δεν τολμούσε να τον εξοντώσει εντελώς, επειδή ο λαός τον θεωρούσε προφήτη.

Όταν κάποτε, στα γενέθλιά του, παρέθεσε μια λαμπρή γιορτή, και η κόρη εκείνης της Ηρωδιάδας επέδειξε τα ταλέντα της στον χορό, ο Ηρώδης ενθουσιάστηκε τόσο πολύ ώστε της υποσχέθηκε να της χαρίσει οποιοδήποτε δώρο θα ζητούσε από αυτόν — κι αν ακόμη ήταν το μισό του βασίλειο, θα της το έδινε. Η μητέρα, της οποίας η προσβεβλημένη ματαιοδοξία έως τότε συγκρατούνταν από την περίσταση, υπέδειξε στην κόρη της να ζητήσει το θάνατο του Ιωάννη.

Ο Ηρώδης δεν είχε το θάρρος να παραδεχθεί, ούτε να το βεβαιώσει μπροστά στους καλεσμένους του, ότι στην υπόσχεσή του δεν περιλαμβανόταν κανένα έγκλημα —
και έτσι, το κεφάλι του Ιωάννη προσφέρθηκε στο παιδί πάνω σε μια πιατέλα,
η οποία το έφερε στη μητέρα της.

Το σώμα του το ενταφίασαν οι μαθητές του.

Πέρα από αυτό, από την περίοδο εκείνη της ζωής του Ιησού έχουν σωθεί μόνο μερικά αμυδρά ίχνη σχετικά με την πορεία ανάπτυξης του πνεύματός του. Στις ώρες του στοχασμού του μέσα στη μοναξιά, του ήρθε κάποτε η σκέψη μήπως άξιζε τον κόπο, μέσω της μελέτης της φύσης —και ίσως μέσω της ένωσης με ανώτερα πνεύματα— να επιδιώξει να κατορθώσει να μεταβάλει ευτελέστερες ύλες σε ευγενέστερες, χρησιμότερες άμεσα για τον άνθρωπο· π.χ. να μεταβάλει πέτρες σε ψωμί, ή να καταστήσει τον εαυτό του γενικώς ανεξάρτητο από τη φύση (όπως με το να ριχτεί κάτω, «herunterstürzen»).

Όμως απέρριψε αυτή τη σκέψη, μέσα από τη θεώρηση των ορίων που έχει θέσει η φύση στην εξουσία του ανθρώπου επάνω της, και μέσα από τη σκέψη ότι είναι κατώτερο της ανθρώπινης αξιοπρέπειας να επιδιώκει τέτοια δύναμη, καθώς ο άνθρωπος φέρει μέσα του μια δύναμη ανώτερη από τη φύση, της οποίας η καλλιέργεια και η ανύψωση αποτελούν τον αληθινό προορισμό της ζωής του.

Κάποτε άλλοτε, πέρασαν επίσης μπροστά από τη φαντασία του όλα εκείνα που θεωρούνται ανάμεσα στους ανθρώπους ως μεγάλα, ως άξια να είναι ο σκοπός της δραστηριότητας ενός ανθρώπου: να εξουσιάζει πάνω σε εκατομμύρια, να γίνεται λόγος για αυτόν στη μισή οικουμένη, να βλέπει χιλιάδες να εξαρτώνται από τη θέλησή του, από τις διαθέσεις του, ή να ζει μέσα σε εύθυμη απόλαυση ικανοποιώντας τις επιθυμίες του —όλα όσα μπορούν να διεγείρουν τη ματαιοδοξία ή τις αισθήσεις.

Όταν όμως στοχάστηκε βαθύτερα πάνω στους όρους υπό τους οποίους όλα αυτά μπορούν να αποκτηθούν, ακόμη και αν κανείς ήθελε να τα χρησιμοποιήσει μόνο προς όφελος της ανθρωπότητας, δηλαδή ότι πρέπει να ταπεινώσει τον εαυτό του κάτω από τις δικές του και τις ξένες παρορμήσεις, να λησμονήσει την ανώτερη αξιοπρέπειά του, να απαρνηθεί τον αυτοσεβασμό του — απέρριψε, χωρίς καν να διστάσει, τη σκέψη να κάνει ποτέ τέτοιες επιθυμίες δικές του· αποφασισμένος να μείνει αιώνια πιστός σε εκείνο που ανεξίτηλα ήταν γραμμένο στην καρδιά του: μόνον στον αιώνιο νόμο της ηθικότητας, και να λατρεύει Εκείνον του οποίου η άγια θέληση είναι ανίκανη να επηρεαστεί από οτιδήποτε άλλο παρά μόνον από αυτόν τον νόμο.

Στο τριακοστό έτος της ηλικίας του παρουσιάστηκε για πρώτη φορά δημόσια ως διδάσκαλος· η διδασκαλία του φαίνεται ότι αρχικά περιοριζόταν σε μεμονωμένα πρόσωπα· σύντομα όμως, είτε από τη γεύση που βρήκαν στη διδασκαλία του, είτε κατόπιν της πρόσκλησής του, ενώθηκαν μαζί του φίλοι, οι οποίοι συνήθως τον συνόδευαν παντού· και μέσα από το παράδειγμά του και τις διδαχές του επιδίωκε να αποβάλει από αυτούς το στενό πνεύμα των ιουδαϊκών προκαταλήψεων και του εθνικού ιουδαϊκού εγωισμού, και να τους εμποτίσει με το δικό του πνεύμα, το οποίο απέδιδε αξία μόνο στην αρετή — μιαν αρετή που δεν εξαρτάται από καμία ιδιαίτερη φυλή ή θετική θεσμική διάταξη. Ο συνηθισμένος τόπος όπου έμενε ήταν η Γαλιλαία, και μέσα σ’ αυτήν η Καπερναούμ· από εκεί συνήθιζε, στις μεγάλες εορτές των Ιουδαίων, ιδίως κατά την ετήσια εορτή του Πάσχα, να κάνει ταξίδι στην Ιερουσαλήμ. Την πρώτη φορά που ήλθε στην Ιερουσαλήμ μετά την έναρξη της δημόσιας διδασκαλίας του, προκάλεσε μεγάλη εντύπωση με ένα αξιοσημείωτο γεγονός.

Όταν εισήλθε στον Ναό, όπου συνέρρεαν όλοι οι κάτοικοι της Ιουδαίας, όπου με την κοινή λατρεία του Θεού υψώνονταν πάνω από τα μικρά συμφέροντα της ζωής και πλησίαζαν στη Θεότητα, αντίκρισε ένα πλήθος εμπόρων, οι οποίοι εκμεταλλεύονταν τη θρησκευτικότητα των Ιουδαίων και εμπορεύονταν κάθε είδους αγαθά που οι Ιουδαίοι χρησιμοποιούσαν για τις θυσίες τους· και κατά τον συνωστισμό του πλήθους απ’ όλες τις περιοχές της Ιουδαίας στις γιορτές, έκαναν τις δουλειές τους μέσα στον ίδιο τον Ναό. Ο Ιησούς, γεμάτος αγανάκτηση για αυτό το εμπορικό πνεύμα, έδιωξε τους εμπόρους από τον Ναό.

Βρήκε πολλούς, στους οποίους η διδασκαλία του βρήκε απήχηση·
γνώριζε όμως υπερβολικά καλά την προσκόλληση των Ιουδαίων στα ριζωμένα εθνικά τους προλήμματα και την έλλειψη αισθήματος για κάτι ανώτερο,
ώστε να θελήσει να συνδεθεί στενότερα μαζί τους ή να εμπιστευθεί την πεποίθησή τους·
δεν τους θεωρούσε ικανούς, όχι της φύσεως εκείνης επάνω στην οποία θα μπορούσε να οικοδομηθεί κάτι σπουδαιότερο.

Από τη ματαιοδοξία να πιστεύει ότι τιμάται μέσω της επιδοκιμασίας μεγάλου πλήθους ανθρώπων, και από την αδυναμία να ενισχύεται στην ίδια του την πεποίθηση μέσω ενός εξωτερικού μαρτυρίου, ήταν πολύ μακριά· δεν είχε ανάγκη από την επιδοκιμασία κανενός, ούτε από καμία αυθεντία, για να πιστεύει στη Λογική.

Η εμφάνιση που έκανε εδώ ο Ιησούς φαίνεται ότι άφησε μικρή εντύπωση στους διδασκάλους του λαού και στους ιερείς· ή τουλάχιστον προσποιήθηκαν ότι τον κοιτούν με περιφρόνηση· ωστόσο, ένας απ’ αυτούς, ο Νικόδημος, παρακινήθηκε απ’ αυτό να έρθει σε στενότερη γνωριμία με τον Ιησού και να πεισθεί από το ίδιο του το στόμα σε τι συνίσταται το νέο και το διακριτικό στοιχείο της διδασκαλίας του, και αν αυτή άξιζε προσοχής. Ήλθε λοιπόν προς αυτόν τη νύχτα, για να μην εκτεθεί στο μίσος ή στα γέλια των άλλων. «Κι εγώ», είπε ο Νικόδημος, «έρχομαι για να διδαχθώ από εσένα· διότι όλα όσα ακούω για σένα μου αποδεικνύουν ότι είσαι απεσταλμένος του Θεού, ότι ο Θεός κατοικεί μέσα σου, ότι έρχεσαι από τον ουρανό». «Ναι βεβαίως», απάντησε ο Ιησούς, «όποιος δεν έχει την καταγωγή του από τον ουρανό, όποιος δεν φέρει μέσα του θεία δύναμη, δεν είναι πολίτης της βασιλείας του Θεού».

«Αλλά», ανταπάντησε ο Νικόδημος, «πώς θα μπορούσε ο άνθρωπος να απαρνηθεί τη φυσική του υπόσταση; πώς θα μπορούσε να φτάσει σε ανώτερη; Θα έπρεπε να επιστρέψει στη μήτρα της μητέρας του και να γεννηθεί ξανά ως ένα άλλο ον, ενός άλλου γένους». «Ο άνθρωπος, ως άνθρωπος», αποκρίθηκε ο Ιησούς,
«δεν είναι ένα καθαρά αισθητό ον· η φύση του δεν περιορίζεται απλώς στις ορμές προς ηδονή·
υπάρχει μέσα του επίσης πνεύμα, ένας σπινθήρας της θείας ουσίας, ο οποίος έχει περιέλθει ως κληρονομιά σε όλα τα λογικά όντα. Όπως εσύ ακούς μεν τον άνεμο να φυσά και αισθάνεσαι το φύσημά του, αλλά δεν έχεις εξουσία επάνω του, ούτε γνωρίζεις από πού έρχεται ή πού πηγαίνει, έτσι και εκείνη η αυτόνομη, αμετάβλητη δύναμη γίνεται μέσα σου αισθητή με ακατανίκητο τρόπο· αλλά πώς συνδέεται με την υπόλοιπη, στην αλλαγή υποκείμενη ψυχική διάθεση του ανθρώπου, πώς μπορεί να καταστεί υπέρτερη της αισθητής δύναμης —αυτό μας είναι άγνωστο.»[ΟΙ ΛΟΓΟΙ ΤΩΝ ΟΝΤΩΝ]

Ο Νικόδημος ομολόγησε ότι αυτά ήταν έννοιες που δεν γνώριζε.

«Πώς;» είπε ο Ιησούς, «εσύ είσαι διδάσκαλος εν Ισραήλ, και δεν κατανοείς ό,τι σου είπα;
Μέσα μου η πεποίθηση γι’ αυτά είναι τόσο ζωντανή, όσο η βεβαιότητα γι’ αυτά που βλέπω και ακούω. Αλλά πώς μπορώ να σας ζητήσω να πιστέψετε τη μαρτυρία μου,
όταν εσείς δεν προσέχετε στη εσωτερική μαρτυρία του πνεύματός σας, σε αυτή τη φωνή του ουρανού; Μόνον εκείνη (η φωνή), της οποίας η ρίζα βρίσκεται στον ουρανό,
είναι ικανή να σας διδάξει ποια είναι η ανώτερη ανάγκη της Λογικής· και όμως, μόνο με την πίστη σ’ αυτήν, μόνο με την υπακοή προς αυτήν, μπορεί να βρεθεί η γαλήνη και το αληθινό μεγαλείο — η αξιοπρέπεια του ανθρώπου.


Διότι τόσο πολύ η Θεότητα διέκρινε τον άνθρωπο από την υπόλοιπη φύση, ώστε να τον εμψυχώσει με την αντανάκλαση της δικής της ουσίας, να τον προικίσει με Λογική· μέσω της πίστης σ’ αυτήν, ο άνθρωπος εκπληρώνει τον υψηλό του προορισμό· δεν καταδικάζει τις ορμές της φύσης, αλλά τις καθοδηγεί και τις εξευγενίζει.

Μόνο εκείνος που δεν της υπακούει, έχει ήδη ο ίδιος καταδικάσει τον εαυτό του, επειδή δεν αναγνώρισε εκείνο το φως, δεν το τρέφει μέσα του, και έτσι, μέσω των πράξεών του, δείχνει ποίου πνεύματος τέκνο είναι. Αποτραβιέται από τη λάμψη της Λογικής,
η οποία επιβάλλει την Ηθικότητα ως καθήκον· διότι τα κακά του έργα αντιστέκονται σ’ εκείνον τον φωτισμό, που θα τον γέμιζε με ντροπή, αυτοκατηγορία και μετάνοια. Αλλά όποιος εργάζεται ειλικρινά με τον εαυτό του, πλησιάζει πρόθυμα στον θρόνο της κρίσεως της Λογικής· δεν φοβάται τις επιτιμήσεις της, ούτε τη γνώση του εαυτού που εκείνη του παρέχει· και δεν έχει ανάγκη να αποκρύπτει τις πράξεις του, διότι αυτές μαρτυρούν το Πνεύμα που τον εμψυχώνει — το Πνεύμα του λογικού κόσμου, το Πνεύμα της Θεότητας.»

Ο Ιησούς άφησε και πάλι την Ιερουσαλήμ, όταν άκουσε ότι ο μεγάλος αριθμός εκείνων που επευφημούσαν τη διδασκαλία του είχε τραβήξει την προσοχή των Φαρισαίων.
Γι’ αυτό ταξίδεψε και πάλι προς τη Γαλιλαία, απ’ όπου ο δρόμος περνούσε μέσα από τη Σαμάρεια. Είχε στείλει τους μαθητές του μπροστά στην πόλη για να αγοράσουν τροφή,
ενώ ο ίδιος παρέμεινε κοντά σε μια πηγή, η οποία, όπως λέγεται, ανήκε άλλοτε στον Ιακώβ, έναν από τους προπάτορες του ιουδαϊκού λαού.

Εκεί συνάντησε μια Σαμαρείτισσα γυναίκα, την οποία παρακάλεσε να του αντλήσει λίγο νερό να πιει. Εκείνη παραξενεύτηκε που αυτός, ένας Ιουδαίος, ζητούσε να πιει από μια Σαμαρείτισσα· διότι τα δύο αυτά έθνη είχαν μεταξύ τους τέτοιο θρησκευτικό και εθνικό μίσος, ώστε να μην έχουν καμία απολύτως κοινωνία το ένα με το άλλο.

Ο Ιησούς απάντησε:
«Αν γνώριζες τις αρχές μου, δε θα με έκρινες σύμφωνα με το κοινό είδος των Ιουδαίων·
ούτε θα δίσταζες εσύ η ίδια να μου ζητήσεις, και εγώ θα σου είχα ανοίξει μια άλλη πηγή ζώντος ύδατος· όποιος αντλεί από αυτήν, η δίψα του σβήνεται· το νερό που αναβλύζει από αυτήν είναι ποταμός που οδηγεί στην αιώνια ζωή.»[ΔΕΝ ΦΟΒΟΤΑΝ ΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ]


«Ακούω ότι είσαι σοφός άνθρωπος», απάντησε η Σαμαρείτισσα,
«τολμώ να σε ρωτήσω για τη σπουδαιότερη διαμάχη ανάμεσα στη δική μας και στη δική σας θρησκεία. Οι πατέρες μας λατρεύουν τον Θεό εδώ, στο όρος Γαριζίν,
και εσείς ισχυρίζεστε ότι μόνον η Ιερουσαλήμ είναι ο τόπος όπου πρέπει να λατρεύει κανείς τον Ύψιστο.» «Πίστεψέ με, γυναίκα», απάντησε ο Ιησούς, «θα έρθει καιρός που δε θα λατρεύετε πια, ούτε στο Γαριζίν ούτε στην Ιερουσαλήμ· όπου δε θα πιστεύεται πλέον ότι η λατρεία του Θεού περιορίζεται σε προκαθορισμένες πράξεις ή σε έναν συγκεκριμένο τόπο. Θα έρθει ο καιρός —και στην ουσία έχει ήδη έρθει— όπου οι αληθινοί προσκυνητές του Θεού θα λατρεύουν τον κοινό Πατέρα στον αληθινό Πνεύμα της Θρησκείας· διότι μόνον αυτοί είναι ευάρεστοι σ’ Εκείνον· το Πνεύμα, στο οποίο και μόνο κυριαρχεί η Λογική και ο καρπός της — ο ηθικός νόμος — επάνω σε αυτό πρέπει να θεμελιώνεται η αληθινή λατρεία του Θεού.»

Η διήγηση της γυναίκας, την οποία μετέφερε στους συμπολίτες της σχετικά με τον Ιησού και τη συνομιλία της μαζί του, τους ενέπνευσε ήδη μεγάλη εκτίμηση γι’ αυτόν.
Αυτή παρακίνησε πολλούς Σαμαρείτες να εξέλθουν για να λάβουν διδασκαλία από τον ίδιο.

Ενώ ο Ιησούς συνομιλούσε μαζί τους,
οι μαθητές του, που στο μεταξύ είχαν επιστρέψει, του πρόσφεραν να φάει.
«Αφήστε το αυτό», τους απάντησε·«δεν σκέφτομαι τη σωματική τροφή·
το να πράττω το θέλημα του Θεού και να εκτελώ το έργο της βελτίωσης των ανθρώπων — αυτή είναι η απασχόλησή μου.


Οι δικές σας σκέψεις είναι στραμμένες στη τροφή, στη συγκομιδή που πλησιάζει·
διευρύνετε το βλέμμα σας,
κοιτάξτε προς τη συγκομιδή στην οποία οδεύει το ανθρώπινο γένος·
και αυτή η σπορά ωριμάζει σ’ αυτά τα πεδία·
εσείς δεν την έχετε σπείρει, ο σπόρος του Καλού, που η φύση φύτεψε στις καρδιές των ανθρώπων,  έχει αναπτυχθεί εδώ κι εκεί από μόνος του·
δική σας όμως είναι η υπόθεση να φροντίσετε αυτά τα άνθη,
να τα περιποιηθείτε, να εισέλθετε στο έργο που άρχισε η φύση,
και να οδηγήσετε τη σπορά στην ωριμότητα.»


Ύστερα από την παράκληση των Σαμαρειτών, ο Ιησούς έμεινε δύο ημέρες μαζί τους,
δίνοντάς τους έτσι την ευκαιρία, μέσω της ίδιας τους της εμπειρίας, να επιβεβαιώσουν την υψηλή γνώμη που είχαν σχηματίσει γι’ αυτόν από τη διήγηση της γυναίκας. Μετά από δύο ημέρες συνέχισε τον δρόμο του προς τη Γαλιλαία. Όπου κι αν πήγαινε, καλούσε τους ανθρώπους σε μεταστροφή και βελτίωση· επιζητούσε να τους αφυπνίσει από τον λήθαργο και από την άγονη, αδρανή προσδοκία ότι σύντομα θα εμφανιστεί ο Μεσσίας για να αποκαταστήσει τη δόξα της ιουδαϊκής λατρείας και του κράτους.

«Μην περιμένετε άλλον», τους φώναζε ο Ιησούς, «βάλτε εσείς οι ίδιοι χέρι στο έργο της δικής σας βελτίωσης· θέστε στους εαυτούς σας ανώτερο σκοπό από το να ξαναγίνετε εκείνο που υπήρξαν οι παλαιοί Ιουδαίοι· βελτιωθείτε — τότε θα φέρετε το βασίλειο του Θεού.» Έτσι δίδασκε ο Ιησούς παντού, στην Καπερναούμ, στη λίμνη Γεννησαρέτ,
σε δημόσιους τόπους και στις συναγωγές των Ιουδαίων. Άλλοτε, επίσης, μίλησε πάνω σε ένα χωρίο από τα ιερά βιβλία των ομοεθνών του στη Ναζαρέτ, τον τόπο της γέννησής του· τότε ειπώθηκε: «Δεν είναι αυτός ο γιος του Ιωσήφ, που γεννήθηκε και ανατράφηκε ανάμεσά μας;»


Η προκατάληψη των Ιουδαίων, ότι εκείνος που περίμεναν ως σωτήρα τους έπρεπε να είναι ευγενούς καταγωγής και να εμφανιστεί με εξωτερική λαμπρότητα, ήταν ανυπέρβλητη· και τελικά εκδιώχθηκε από τους συμπολίτες του έξω από την πόλη· τότε του ήρθε στον νου η παροιμία: «Κανένας προφήτης δεν είναι λιγότερο σεβαστός από ό,τι στην πατρίδα του.»

Εκεί επίσης κάλεσε τον Πέτρο και τον Ανδρέα, καθώς και τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, να τον ακολουθήσουν· τους συνάντησε την ώρα που ασχολούνταν με το επάγγελμά τους, το ψάρεμα, και είπε στον Πέτρο: «Άφησε τα ψάρια· θέλω να σε κάνω ψαρά ανθρώπων.»

Ο αριθμός των οπαδών του άρχισε τώρα να γίνεται πολύ μεγάλος· από πόλεις και χωριά πολλοί άνθρωποι τον ακολουθούσαν. Μπροστά σε ένα τόσο πολυπληθές πλήθος, πιθανόν, εκφώνησε κάποτε σ’ αυτή την περίοδο της ζωής του την ακόλουθη ομιλία από ένα βουνό:

Μακάριοι οι ταπεινοί και φτωχοί — διότι δικό τους είναι το βασίλειο των ουρανών.
Μακάριοι εκείνοι που πενθούν — διότι αυτοί θα παρηγορηθούν.
Μακάριοι οι πράοι — διότι αυτοί θα απολαύσουν την ειρήνη.
Μακάριοι εκείνοι που επιποθούν τη δικαιοσύνη — διότι ο πόθος τους θα εκπληρωθεί.
Μακάριοι οι ελεήμονες — διότι και αυτοί θα ελεηθούν.
Μακάριοι οι καθαροί στην καρδιά — διότι αυτοί πλησιάζουν το Άγιο.
Μακάριοι εκείνοι που αγαπούν την ειρήνη — διότι αυτοί θα ονομαστούν παιδιά του Θεού.
Μακάριοι εκείνοι που διώκονται για χάρη της δίκαιης υπόθεσης,
που υπομένουν ατίμωση και συκοφαντία εξαιτίας της·
χαρείτε και αγαλλιάστε — διότι είστε πολίτες του βασιλείου των ουρανών.

«Για εσάς, φίλοι μου, θα ήθελα να μπορώ να πω: είστε το αλάτι της γης· αλλά αν αυτό χάσει τη γεύση του, με τι θα αλατιστεί; Χάνεται απαρατήρητα μέσα στα άλλα κοινά στοιχεία. Αν μέσα σας πεθάνει η δύναμη του Καλού, τότε και τα έργα σας θα χαθούν μέσα στο άσκοπο αγώνισμα και το τυφλό σπρώξιμο των ανθρώπων. Να φαίνεστε ως φώτα του κόσμου, ώστε τα έργα σας να φωτίζουν τους ανθρώπους και να ανάβουν μέσα τους το Καλύτερο· να μάθουν να στρέφονται προς ανώτερους σκοπούς και προς τον Πατέρα τους στους ουρανούς. Μην πιστεύετε ότι ήρθα να κηρύξω την κατάργηση των νόμων· δεν ήρθα να καταργήσω την υποχρέωση προς αυτούς, αλλά να την εκπληρώσω, να εμφυσήσω πνεύμα σ’ αυτό το άψυχο περίβλημα.

Ουρανός και γη μπορεί να παρέλθουν, αλλά όχι οι απαιτήσεις του ηθικού νόμου,
όχι το καθήκον να υπακούει κανείς σε αυτές. Όποιος απαλλάσσει τον εαυτό του και τους άλλους από την τήρηση του νόμου είναι ανάξιος να φέρει το όνομα πολίτη του βασιλείου του Θεού· αλλά όποιος τον τηρεί ο ίδιος και διδάσκει και άλλους να τον σέβονται,  αυτός θα είναι ένδοξος στο βασίλειο των ουρανών.


Αλλά εκείνο που προσθέτω, για να συμπληρώσω όλο το σύστημα των νόμων, είναι ο κύριος όρος: ότι δεν πρέπει να αρκείστε στην εξωτερική τήρηση του γράμματος του νόμου — το μόνο που μπορεί να είναι αντικείμενο ανθρώπινης κρίσης, όπως κάνουν οι Φαρισαίοι και οι λόγιοι του λαού σας — αλλά να ενεργείτε σύμφωνα με το πνεύμα του νόμου, από σεβασμό προς το καθήκον.

Για να σας το εξηγήσω αυτό με μερικά παραδείγματα από το βιβλίο των νόμων σας:
σας είναι γνωστή η παλαιά εντολή: “Δεν θα φονεύσεις· όποιος φονεύσει, θα οδηγηθεί ενώπιον του δικαστηρίου.”
Εγώ όμως σας λέω: δεν είναι μόνο ο θάνατος του άλλου που καθιστά το έγκλημα άξιο τιμωρίας· όποιος οργίζεται αδίκως εναντίον του αδελφού του, μπορεί να μη διώκεται από κανένα ανθρώπινο δικαστήριο, αλλά κατά το πνεύμα του νόμου είναι το ίδιο άξιος τιμωρίας όπως κι εκείνος.»

ΣΧΟΛΙΟ: ΚΑΙ ΟΠΟΙΟΣ ΑΝΤΕΞΕΙ. ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΤΟΥ ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΥ. Ο ΝΕΑΡΟΣ ΧΕΓΚΕΛ ΕΙΧΕ ΔΙΑΒΑΣΕΙ ΣΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΣΕΛΛΙΝΓΚ, ΟΤΙ ΕΚΕΝΩΣΕ ΕΑΥΤΟΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΘΕΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΣΑΝ ΑΠΛΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΙΣΗΛΘΕ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ. ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΜΕΤΕΔΩΣΕ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ Ο ΦΛΩΡΟΦΣΚΙ ΔΙΑ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΤΟΥ ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΤΗΝ ΔΙΔΑΞΑΝ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΘΕΣ/ΝΙΚΗΣ.

Ο Hans Georg Gadamer 

Γνωρίζουμε όλοι την παγκόσμια ιστορική επίδραση του Χέγκελ για ολόκληρο τον επόμενο αιώνα· τη σημασία που έχει ως ο εφευρέτης της φιλοσοφικής διαλεκτικής μέσα στον πολιτισμό μας· τη σημασία που απέκτησε ως πρωτοπόρος της σκέψης, ακόμη και για μεγάλους οικονομολόγους όπως ο Καρλ Μαρξ. Και ολόκληρη η θεολογία και φιλοσοφία της μεταγενέστερης εποχής —ιδίως στη Γερμανία— διαμορφώθηκε σε σημαντικό βαθμό υπό την επίδραση του Χέγκελ.

Ωστόσο, πρόκειται για έναν Χέγκελ που, φιλοσοφικά, μας έγινε πραγματικά οικείος ξανά μόλις στον αιώνα μας. Και αυτή η νέα εγγύτητα προς τον Χέγκελ σχετίζεται με την ανακάλυψη των χειρογράφων από τα νεανικά του χρόνια.

Αυτός ο νεαρός Χέγκελ υπήρξε μια τεράστια έκπληξη. Ο τίτλος Θεολογικά Νεανικά Κείμενα δεν είναι άστοχος, γιατί επρόκειτο πράγματι για τον νεαρό θεολόγο Χέγκελ, που τότε άρχισε να διαμορφώνει τις πρώτες του σκέψεις μέσα από την αντιπαράθεση —όχι με τον χριστιανισμό τον ίδιο, αλλά με τη χριστιανική θεολογία. Και θα δούμε πως αυτό αποτελεί στην πραγματικότητα μια νέα εισαγωγή σε εκείνο που ο ώριμος Χέγκελ αποκάλεσε φιλοσοφία του πνεύματος. Πώς συνδέονται τα δύο αυτά πράγματα; Η χριστιανική παράδοση και η έννοια του Πνεύματος.

Τι είναι το Πνεύμα; Τι είναι η Αγάπη; Τι είναι η ενότητα αυτών των προσώπων; Τι είδους μυστήριο είναι η Ενσάρκωση — αυτή η σαρκική εμφάνιση του Πνεύματος, αυτή η ανθρωποποίηση του Θεού; Αυτά ήταν τα ζητήματα της εποχής του Διαφωτισμού που απασχολούσαν τους νέους θεολόγους. Και δεν ήταν μόνο ο Χέγκελ· ήταν επίσης ο Σέλλινγκ, συμφοιτητής και φίλος του Χέγκελ. Και ήταν ο μεγάλος νέος ποιητής του 18ου και 19ου αιώνα, ο Φρίντριχ Χέλντερλιν, ο οποίος σε ορισμένα από τα κριτικά του γραπτά πλησιάζει πολύ εκείνο που και ο Χέγκελ σημείωσε αρχικά στη φιλοσοφία του και αργότερα ανέπτυξε.

Ας προσπαθήσουμε να σχηματίσουμε μια εικόνα για το πώς ο δρόμος από αυτή τη βασική εμπειρία του Χριστιανισμού —από την εντολή της αγάπης, αυτό το παράδοξο πράγμα, ότι η αγάπη μπορεί να διαταχθεί, να επιβληθεί ως εντολή— διαμορφώθηκε φιλοσοφικά. Ο Καντ σκανδαλίστηκε από αυτό και έτσι περιόρισε πολύ τη σημασία της εντολής της αγάπης.

Αλλά στην πραγματικότητα η εντολή της αγάπης δεν σημαίνει διαταγή· σημαίνει μια βιωμένη πραγματικότητα, που μας συνοδεύει όλους, λίγο ή πολύ, σε όλη μας τη ζωή. Ο «πλησίον» δεν είναι μια ιδιαίτερη μορφή, ένα συγκεκριμένο πρόσωπο που συναντούμε κάποτε· είναι μια σταθερή παρουσία στη ζωή μας, μια συνεχής απαίτηση να βλέπουμε και να σεβόμαστε τον άλλον ως αυτόνομο, ως φορέα δικαιωμάτων και ουσίας. Όλα αυτά περιέχονται ήδη στην χριστιανική εντολή της αγάπης· και έτσι αυτή παραμένει μια εντολή, όχι να αγαπούμε, αλλά να εκπληρώνουμε τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η αγάπη μπορεί πράγματι να γίνει αληθινή ένωση — ανάμεσα σε εμένα και σε εσένα, ανάμεσα στο «εγώ» και στο «εσύ», ανάμεσα στον πολίτη, την κοινωνία του και το κράτος του.

Το πώς όλα αυτά μπορούν να αναπτυχθούν, εξαρτάται από ορισμένες συνθήκες. Τι είναι η ζωή; Ποιο είναι το μυστήριο της ζωτικότητας; Φυσικά, μπορεί να δώσει κανείς πολλές απαντήσεις σ’ αυτό το αίνιγμα. Και το ότι η ζωή είναι ένα αίνιγμα σημαίνει ότι για τη θρησκεία είναι σχεδόν αυτονόητο να θεωρείται δώρο του Θεού και όχι ανθρώπινο κατασκεύασμα. Και πράγματι έτσι είναι· το θαύμα της γέννησης, όπως και το μυστήριο του θανάτου, δεν πλαισιώνουν απλώς τη ζωή του ανθρώπου, αλλά τη στηρίζουν στο σύνολό της, ως το θαύμα της ζωτικότητας.

Αν συνειδητοποιήσουμε ότι η ζωή είναι κάτι τόσο συνεχές, που μας φέρει από τη γέννηση έως τον θάνατο, τι συναντούμε σ’ αυτή τη διαδρομή; Πόσα ξένα, δύσκολα, οδυνηρά, επώδυνα πράγματα! Και στο τέλος, όλα αυτά έχουν γίνει δικά μας, η ίδια μας η ζωή. Κάθε άνθρωπος το ξέρει: ο πόνος που ξεπεράστηκε, οι δυστυχίες που ανήκουν στο παρελθόν — κι όμως, όλα αυτά επιτρέπουν ξανά και ξανά στη ζωή να επιστρέφει στον εαυτό της.

Αυτό είναι το μεγάλο όραμα του Χέγκελ:
Η ζωή είναι η ικανότητα να επιστρέφει στον εαυτό της.


Υπάρχει μια περίφημη ρήση του Χέγκελ που δεν μπορεί να εκτιμηθεί αρκετά:

«Το προνόμιο της ζωής, του Πνεύματος, είναι ότι οι πληγές του Πνεύματος επουλώνονται χωρίς να αφήνουν ουλές, χωρίς να αφήνουν ίχνη της πληγής.»

Ένας μεγάλος λόγος — γιατί εκφράζει πραγματικά το θαύμα της ζωής, του ζωντανού Πνεύματος. Αυτό ισχύει για ολόκληρη τη σφαίρα της πνευματικής και ανθρώπινης ζωτικότητάς μας. Και ο Χέγκελ είναι ένας τολμηρός στοχαστής, που προσπαθεί να δείξει πώς ακόμη και οι πιο βαθιές αλλοτριώσεις μπορούν να ξεπεραστούν και να ιαθούν.

Δεν είναι, λοιπόν, καθόλου υπερβολή να πούμε ότι αυτό είναι η γέννηση της εγελιανής διαλεκτικής. Ναι, αυτό ακριβώς είναι η γέννηση της διαλεκτικής του Χέγκελ. Διότι αυτή, στο βάθος, λέει το εξής: η κίνηση της σκέψης μας προκαλείται από την αντίφαση. Κάτι δεν ταιριάζει, δεν χωρά στη γραμμή της σκέψης μας· κι όμως, καθώς προσπαθούμε να σκεφτούμε το αντιφατικό μέσα στην ενότητά του, ανακαλύπτουμε νέες, μεγαλύτερες ενότητες.

Η διαλεκτική του Χέγκελ, για την οποία θα μιλήσουμε περισσότερο σε επόμενες παραδόσεις, έχει αυτό το υπόβαθρο της ζωής που ανέπτυξα. Δείχνει ότι η ίδια η σκέψη έχει τη δύναμη να υπερβαίνει πάντοτε τις αντιφάσεις της, να γίνεται πλουσιότερη, ορθότερη, πιο συγκεκριμένη, πιο αληθινή.

Αυτή είναι η εμπειρία που όλοι αποκτούμε μέσα από την πνευματική πορεία της ζωής μας — την εμπειρία του να ξεπερνάμε, να μαθαίνουμε, να συμφιλιωνόμαστε. Αυτός είναι ο πλούτος της ζωής, που ακόμη κι ένα δύσκολο, φτωχό βίο μπορεί να τον μετατρέψει σε ευλογία.

Η ζωή πάντοτε επιστρέφει στον εαυτό της, μέσα από κάθε αλλοτρίωση και κάθε εμπλοκή. Αυτή είναι η προϋπόθεση υπό την οποία ο άνθρωπος μπορεί να μην περιφέρεται άσκοπα, σπρωγμένος από εδώ κι από εκεί μέσα στη ζωή, αλλά —όπως λέει η γερμανική έκφραση— να οδηγεί τη ζωή του.

Η «καθοδήγηση, διεξαγωγή της ζωής» (Lebensführung) είναι γερμανική λέξη. Δεν σημαίνει ότι ξέρει κανείς εκ των προτέρων πού οδηγεί ο δρόμος· σημαίνει όμως ότι μέσα από όλες τις εμπειρίες του διαμορφώνεται τελικά κάτι σαν το πεπρωμένο του — οι κλίσεις του, οι αναπόδραστες ελευθερίες του, η ανοιχτότητά του προς το Αγαθό, το Αληθινό και το Ωραίο, που πάντα αναδύονται μέσα από τη μοίρα του ως νέες δυνάμεις και νέες ευκαιρίες για ένα μέλλον που μπορεί να γίνει αποδεκτό.

Αυτό είναι ένα μεγάλο μήνυμα, αν και μπορεί να έχει τα όριά του· και ίσως, στον δικό μας κόσμο, που μας δοκιμάζει με τόσες μορφές αλλοτρίωσης, να χρειάζεται να το επανεξετάσουμε.

Σκέφτομαι μόνο τη μεγαλύτερη ίσως αλλοτρίωση που βιώνει ο σύγχρονος άνθρωπος, όταν μπαίνει στις μεγάλες πόλεις — αυτόν τον θόρυβο, αυτή την ειρωνεία, αυτή την αδιάκοπη εισβολή του ξένου, του ενοχλητικού, του επιβαρυντικού.

Κι όμως, ακόμη και αυτή η αστική και βιομηχανική, μηχανοποιημένη μορφή ζωής έχει τις δικές της δυνατότητες εκπλήρωσης, χάρη σ’ εκείνη την πνευματική δωρεά που η ίδια η ζωή μάς έχει χαρίσει από την αρχή.

Δεν υπάρχουν σχόλια: