Περιλαμβάνεται στην στην κριτική έκδοση των Απάντων του Φρήντριχ Χέλντερλιν (Friedrich Hölderlin, Sämtliche Werke), επιμελημένη από τον Friedrich Beißner, και συγκεκριμένα στον τέταρτο τόμο, που περιλαμβάνει το έργο Ο θάνατος του Εμπεδοκλή (Der Tod des Empedokles) καθώς και φιλοσοφικά και αισθητικά δοκίμια (Aufsätze).
https://www.hs-augsburg.de/~harsch/germanica/Chronologie/19Jh/Hoelderlin/hoe_urte.html
Στην ίδια την έννοια του «χωρισμού» (Theilung) εμπεριέχεται ήδη η έννοια της αμοιβαίας σχέσης μεταξύ αντικειμένου και υποκειμένου, καθώς και η αναγκαία προϋπόθεση ενός Όλου, του οποίου το αντικείμενο και το υποκείμενο αποτελούν μέρη.
Η πρόταση «Εγώ είμαι Εγώ» αποτελεί το πιο κατάλληλο παράδειγμα αυτής της έννοιας του πρωταρχικού διαχωρισμού ως θεωρητικής κρίσης, διότι στην πρακτική κρίση το Εγώ αντιπαρατίθεται όχι στον εαυτό του, αλλά στο Μη-Εγώ.
Όταν σκέφτομαι ένα αντικείμενο ως δυνατό, απλώς επαναλαμβάνω εκείνη την προηγούμενη συνείδηση δυνάμει της οποίας είναι πραγματικό.
Για εμάς δεν υπάρχει καμία νοητή δυνατότητα που να μην υπήρξε ήδη πραγματικότητα.
Γι’ αυτό ο όρος της δυνατότητας δεν έχει καμία εφαρμογή στα αντικείμενα της Λογικής (Vernunft), γιατί αυτά ποτέ δεν εμφανίζονται στη συνείδηση ως εκείνο που «οφείλουν να είναι»· γι’ αυτούς ισχύει μόνο ο όρος της αναγκαιότητας.
Ο όρος της δυνατότητας ισχύει για τα αντικείμενα της διάνοιας (Verstand), ενώ ο όρος της πραγματικότητας ισχύει για τα αντικείμενα της αντίληψης και της εποπτείας.
Είναι
Το Είναι (Seyn) εκφράζει τη σύνδεση του υποκειμένου και του αντικειμένου.
Όπου το υποκείμενο και το αντικείμενο είναι απολύτως, όχι μερικώς, ενωμένα, δηλαδή ενωμένα έτσι ώστε κανένας χωρισμός να μην είναι δυνατός χωρίς να πληγεί η ουσία εκείνου που θα διαχωριζόταν,
εκεί —και μόνο εκεί— μπορεί να γίνει λόγος για ένα απόλυτο Είναι, όπως συμβαίνει στην διανοητική εποπτεία.
Αλλά αυτό το Είναι δεν πρέπει να συγχέεται με την Ταυτότητα (Identität).
Όταν λέγω: «Εγώ είμαι Εγώ», τότε το υποκείμενο (Εγώ) και το αντικείμενο (Εγώ) δεν είναι ενωμένα με τέτοιον τρόπο ώστε κανένας χωρισμός να μην μπορεί να γίνει χωρίς να θιγεί η ουσία του πράγματος·
αντιθέτως, το Εγώ είναι δυνατό μόνο μέσω αυτού του χωρισμού του Εγώ από το Εγώ.
Πώς μπορώ να πω «Εγώ!» χωρίς αυτοσυνείδηση;
Και πώς είναι δυνατή η αυτοσυνείδηση;
Μόνο επειδή αντιπαραθέτω τον εαυτό μου στον εαυτό μου, διαχωρίζομαι από τον εαυτό μου, αλλά, παρά αυτόν τον διαχωρισμό, αναγνωρίζω τον εαυτό μου στο αντίθετο ως το ίδιο.[ΤΟ ΟΜΟΟΥΣΙΟ]
Αλλά κατά ποια έννοια είναι το ίδιο;
Οφείλω να θέσω αυτή την ερώτηση, γιατί από μίαν άλλη άποψη είναι αντιτιθέμενο στον εαυτό του. Άρα, η ταυτότητα δεν είναι ένωση υποκειμένου και αντικειμένου που πραγματοποιείται απολύτως· επομένως, η Ταυτότητα δεν είναι ίση με το απόλυτο Είναι.
| | Κρίση και Ύπαρξη Απόφαση. είναι με την υψηλότερη και αυστηρότερη έννοια ο αρχικός διαχωρισμός του αντικειμένου και του υποκειμένου που ενώνονται πιο στενά στη διανοητική διαίσθηση, ο διαχωρισμός με τον οποίο το αντικείμενο και το υποκείμενο γίνονται μόνο δυνατά, ο πρωταρχικός = διαίρεση. Στην έννοια της διαίρεσης βρίσκεται ήδη η έννοια της αμοιβαίας σχέσης του αντικειμένου και του υποκειμένου μεταξύ τους, και η απαραίτητη προϋπόθεση ενός συνόλου του οποίου το αντικείμενο και το υποκείμενο είναι τα μέρη. Το «Εγώ είμαι εγώ» είναι το πιο κατάλληλο παράδειγμα αυτής της έννοιας της κρίσης, ως θεωρητικής κρίσης, γιατί στην πρακτική κρίση αντιτίθεται στο μη-εγώ, όχι στον εαυτό της. Η πραγματικότητα και η δυνατότητα διαφοροποιούνται, όπως η έμμεση και η άμεση συνείδηση. Όταν σκέφτομαι ένα αντικείμενο ως πιθανό, επαναλαμβάνω μόνο την προηγούμενη συνείδηση, δυνάμει της οποίας είναι πραγματική. Δεν υπάρχει καμία νοητή πιθανότητα για εμάς που να μην ήταν πραγματικότητα. Για το λόγο αυτό η έννοια της δυνατότητας δεν ισχύει καθόλου για τα αντικείμενα του λόγου, επειδή δεν εμφανίζονται ποτέ στη συνείδηση ως αυτό που θα έπρεπε να είναι, αλλά μόνο η έννοια της αναγκαιότητας. Η έννοια της δυνατότητας ισχύει για τα αντικείμενα της κατανόησης, αυτή της πραγματικότητας για τα αντικείμενα της αντίληψης και της αντίληψης. Είναι – εκφράζει τη σύνδεση του υποκειμένου και του αντικειμένου. Όπου το υποκείμενο και το αντικείμενο είναι απόλυτα ενωμένα, όχι μόνο εν μέρει, και κατά συνέπεια ενωμένα με τέτοιο τρόπο ώστε να μην μπορεί να γίνει καμία διαίρεση χωρίς να παραβιαστεί η ουσία αυτού που πρόκειται να διαχωριστεί, εκεί και πουθενά αλλού δεν μπορεί να υπάρξει κανένα ζήτημα ύπαρξης καθ' εαυτό, όπως συμβαίνει με τη διανοητική διαίσθηση. Αλλά αυτό το ον δεν πρέπει να συγχέεται με την ταυτότητα. Όταν λέω: Εγώ είμαι εγώ, τότε το υποκείμενο (εγώ) και το αντικείμενο (εγώ) δεν είναι τόσο ενωμένα ώστε να μην μπορεί να γίνει κανένας διαχωρισμός χωρίς να παραβιαστεί η ουσία αυτού που πρόκειται να διαχωριστεί. Αντίθετα, το εγώ είναι δυνατό μόνο μέσω αυτού του διαχωρισμού του εγώ από το εγώ. Πώς να πω: Εγώ! χωρίς αυτοσυνείδηση; Πώς είναι όμως δυνατή η αυτοσυνείδηση; Αντιτιθέμενος στον εαυτό μου, διαχωρίζοντας τον εαυτό μου από τον εαυτό μου, αλλά παρά αυτόν τον διαχωρισμό αναγνωρίζοντας τον εαυτό μου ως τον ίδιο στο αντίθετο. Αλλά με ποιον τρόπο εκτός από τον ίδιο; Μπορώ, πρέπει να ρωτήσω. γιατί από άλλη άποψη είναι αντίθετα μεταξύ τους. Επομένως, η ταυτότητα δεν είναι μια ένωση αντικειμένου και υποκειμένου, η οποία θα λάμβανε χώρα από μόνη της, επομένως η ταυτότητα δεν είναι = απόλυτο ον. Hans Georg Gadamer Η καριέρα της αυτοσυνειδησίας: Hölderlin και Hegel Βρισκόμαστε, λοιπόν, μπροστά σε ένα έργο που αγκαλιάζει μια μακρά χρονική περίοδο στο σύνολό της και δεν επικεντρώνεται απλώς σε μία μεμονωμένη μορφή. Και αυτό είναι καλό — είναι περισσότερο από καλό· είναι, μάλιστα, αληθινό. Διότι πράγματι είναι έτσι: η εσωτερική συνοχή, η εσωτερική πυκνότητα αυτής της σύνδεσης, αυτού του γερμανικού κινήματος, είναι κάτι το εξίσου μοναδικό στην ιστορία της σκέψης όσο και η περίφημη φιλοσοφία των Αθηνών στην εποχή του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Δύσκολα μπορούμε σήμερα να φανταστούμε πόσο ομοιογενής ήταν, κατά κάποιο τρόπο, η θεματολογία τότε και πόσο μεγάλη η πυκνότητα των εξαιρετικών ταλέντων. Αυτά τα ονόματα που αναφέρουμε εδώ δεν είναι καθόλου εύκολο να διακριθούν μεταξύ τους ως προς τη συμβολή τους στη φιλοσοφία. Ήταν ο Χέγκελ που, τελικά, διαμόρφωσε την προοπτική για μια τέτοια άρθρωση της συνοχής. Πρότεινε ένα σχήμα —και όπως κάθε σχήμα, είναι διαφωτιστικό, αλλά και παραπλανητικό. Το σχήμα αυτό λέει πως η πορεία από τον Καντ στον Χέγκελ σημαίνει: από τον υποκειμενικό ιδεαλισμό του Φίχτε, μέσω του αντικειμενικού ιδεαλισμού του Σέλλινγκ, προς τον απόλυτο ιδεαλισμό, που ολοκληρώνεται στο σύστημα του Χέγκελ. Αυτό είναι το σχήμα με βάση το οποίο έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε αυτά τα πράγματα. Κι όμως, είναι εξαιρετικά δύσκολο να εντοπίσει κανείς ορισμένες διαφορές εδώ. Αυτό φαίνεται τώρα σε δύο κείμενα — δύο ντοκουμέντα που διαθέτουμε και τα οποία μόλις πρόσφατα ήρθαν πλήρως στο φως της δημοσιότητας και της έρευνας. Το ένα είναι ένα δοκίμιο του Χέλντερλιν, του νεαρού ιδιοφυούς ποιητή που στέκεται ανάμεσα στον Κλασικισμό και τον Ρομαντισμό, και που μόλις στον αιώνα μας αναγνωρίστηκε ως ένας από τους μεγάλους της γερμανικής λογοτεχνίας. Είναι κι αυτό ένα κείμενο εξαιρετικής πυκνότητας — μόλις δύο σελίδες. Αλλά ήδη από την αρχή ξεκινά, θα λέγαμε, με μια βαθυστόχαστη ματιά πάνω στη σοφία της γλώσσας. Το θέμα του ονομάζεται «Κρίση και Είναι» (Urteil und Sein). Και αυτή η κοινότοπη λέξη Urteil (κρίση) αποκτά ξαφνικά μια μυστηριώδη, φιλοσοφική ζωή. Κατ’ αρχάς δείχνεται ότι μια κρίση είναι ένα μέρος (Ur teil, Teil σημαίνει μέρος, Ur-κάτι πρωταρχικό, πηγαίο). Μα μέρος τίνος; Μια κρίση, δηλαδή, είναι ένα κομμάτι που είναι τόσο αρχικό και ουσιώδες όσο και το ίδιο το Όλον. Το ίδιο το Είναι αποκτά, τρόπον τινά, την πραγματική του παρουσία, δια της διαιρέσεώς του μέσα στον εαυτό του. Όχι με την καρτεσιανή έννοια —ως τρόπος της σκεπτόμενης και της εκτεταμένης ουσίας— αλλά σε μια βαθύτερη έννοια: ότι το ίδιο το Είναι διαφοροποιείται μέσα στο Εγώ. Το Εγώ. Αυτό δεν ακούγεται και τόσο παράξενο στην αρχή, ότι δηλαδή λαμβάνει χώρα μια διάσπαση. Διότι κάθε άνθρωπος που παρατηρεί παιδιά γνωρίζει τι ενδιαφέρουσα στιγμή είναι εκείνη —ή μήπως πρόκειται για μια μυστική ιστορία της ψυχής που διαδραματίζεται μέσα σε κάθε παιδί, κρυμμένη από εμάς; Δεν τολμώ να αποφανθώ. Εννοώ τη στιγμή που ένα παιδί λέει για πρώτη φορά «εγώ». Τι συμβαίνει τότε; Δεν είναι πια το ίδιο Εγώ, από τη στιγμή που μπορεί να πει «εγώ». Δεν μπορεί να είναι το ίδιο Εγώ, αν είναι το ειπωμένο Εγώ. Αυτή είναι η κρίση. Αυτό είναι το μυστήριο του Είναι: ότι υπάρχει κάτι όπως η αυτοσυνείδηση, που δεν έχει τον χαρακτήρα του «εδώ είναι το σκεπτόμενο εγώ και εκεί είναι αυτό για το οποίο σκέπτομαι» ως κάτι άλλο. Αντιθέτως, εδώ το Εγώ είναι, τρόπον τινά, ταυτόσημο με τον εαυτό του· ή μάλλον —να το πούμε καλύτερα— δεν είναι απλώς ταυτόσημο, αλλά αποτελεί την ίδια την κίνηση της ζωής του Είναι, που εκδηλώνεται εδώ. Αυτή ήταν, όπως μου φαίνεται, η μεγάλη διορατικότητα από την οποία ξεκινά ο γερμανικός ιδεαλισμός τον επιβλητικό του βηματισμό. Αρχικά με τον υποκειμενικό ιδεαλισμό του Φίχτε, ο οποίος λέει ότι στην πράξη της σκέψης, σ’ αυτή την ενεργό πράξη του να λέει κανείς «Εγώ», πραγματοποιείται το ουσιώδες βήμα για το άνοιγμα του κόσμου. Δεν μπορώ και δεν θέλω σήμερα να μπω στις λεπτομέρειες αυτού του δοκιμίου, αλλά θα αναφέρω αμέσως το συμπληρωματικό ντοκουμέντο, για το οποίο μάλιστα δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα αν δεν είναι επίσης έργο του ίδιου του Χέλντερλιν. Πρόκειται για μια ανακάλυψη που έγινε λίγο πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και είναι γνωστή με τον τίτλο Το αρχαιότερο συστηματικό πρόγραμμα του γερμανικού ιδεαλισμού. ΥΠΑΡΧΕΙ ΟΜΩΣ ΚΑΙ Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΓΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΣΩΤΗΡΙΑΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΖΩΗΝ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΝ "Θέλεις να αγαπάσαι από όλους, να αξιώνεσαι συγγνώμης και θεωρείς βαρύ και ανυπόφορον το να κατακρίνεσαι και μάλιστα ενώ έπταισες και λίγο; Αγάπα τότε και συ τους πάντες, να είσαι συγχωρητικός, άπεχε από την κατάκρισι, βλέποντας κάθε άνθρωπον σαν τον εαυτόν σου και έτσι να αποφασίζης και να ενεργής, με αυτήν την διάθεσι. «Τούτο γαρ έστι το θέλημα του Θεού» λέγει ο κορυφαίος των Αποστόλων Πέτρος, «αγαθοποιούντας φιμούν (να φιμώνουμε) την των αφρόνων ανθρώπων αγνωσίαν», εκείνων δηλαδή που μας εχθρεύονται ματαίως και δεν θέλουν να δώσουν σε άλλους εκείνα που επιθυμούν αυτοί να λαμβάνουν από άλλους. Πράγματι πως δεν είναι άφρων όποιος, ενώ ανήκουμε όλοι στην ιδία φύσιν αυτός δεν αντιμετωπίζει το θέμα με τον ίδιον τρόπον, ούτε αποδίδει την ιδίαν κρίσι, μολονότι ενυπάρχουν σ΄ εμάς φυσικώς και η κρίσις αυτή και η θέλησις; Διότι στο να θέλωμε να αγαπώμεθα και να ευεργετούμεθα από όλους, όπως και από τον εαυτόν μας, είμεθα όλοι αυτοκίνητοι. Επομένως και το να θέλωμε να αγαθοποιούμε και να έχωμε καλήν διάθεσι προς όλους, όπως και προς τους εαυτούς μας, είναι έμφυτο σ΄ εμάς, επειδή όλοι έχουμε γίνει κατ΄ εικόνα του αγαθού. Αλλά όταν εισήλθε μέσα μας και επληθύνθη η αμαρτία, την μεν προς τον εαυτόν μας αγάπη δεν την έσβεσε, αφού σε τίποτε δεν της εναντιώνεται, ενώ την προς αλλήλους αγάπην, ως κορυφήν των αρετών την κατέψυξε, την ηλλοίωσε και την αχρήστευσεν. Όθεν αυτός που ανακαινίζει την φύσι μας και την ανακαλεί προς την χάριν της εικόνος της, δίδοντας τους ιδικούς του νόμους κατά το προφητικόν, στις καρδίες μας, λέγει «καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως» και «ει αγαπάτε τους αγαπώντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστί; και γαρ οι αμαρτωλοί τούτο ποιούσι· και εάν δανείζητε παρ΄ ων ελπίζετε απολαβείν, ποία υμίν χάρις εστί; Και γαρ αμαρτωλοί αμαρτωλοίς δανείζουσιν, ίνα απολάβωσι τα ίσα»."
"Στα αβυσσαλέα βάθη του εαυτού μας, εκεί από όπου πηγάζει και το ίδιο το εγώ, υπάρχει στην πραγματικότητα ο βαθύς εαυτός, η «καρδιά» (βασικότατος φιλοκαλικός όρος), που σημαίνει τον εσώτατο άνθρωπο, εκεί οπού κλίνει τελικά η όλη ηθική υπόσταση του ανθρώπου, η αναφορά του στον Θεό ή το κλείσιμο στον εαυτό, η παράδοσή του στον άλλο ή η φιλαυτία. Και το σπουδαιότερο εδώ είναι το εξής περίεργο, άκρως ενδιαφέρον «ψυχαναλυτικό» φαινόμενο, που κανείς μέχρι τώρα, από όσα γνωρίζω, δεν μελέτησε εμπεριστατωμένα: το ότι δηλαδή η αμαρτία εξελίσσεται σε ολόκληρο εαυτό («παλαιός άνθρωπος»). Βάση του παλαιού ανθρώπου, είναι βέβαια ο εγωισμός, που δεν είναι μια αμαρτία μεταξύ άλλων, αλλά εκβάλλει σε πολλές αμαρτίες (πχ να υποτιμώ τον άλλο, ή και να τον κατακρίνω, να μην λαμβάνω υπόψη τη γνώμη του, ή και να θέλω να του επιβληθώ, η επιδειξιομανία μου, ή και η τάση μου να υποτιμώ τον πλησίον κλπ). Ο εγωισμός σαρκώνεται τελικά, παίρνει μια πιο υλώδη μορφή, σε αυτήν ή την άλλη σκέψη, σε αυτόν ή τον άλλο τρόπο αντίδρασης, συμπεριφοράς, διαμόρφωσης ακόμη της «προσωπικότητας». Και πρέπει να ξεφύγουμε όχι απλά από την αμαρτία, αλλά, επαναλαμβάνουμε, από ολόκληρο τον «παλαιό άνθρωπο». Πώς ξεφεύγει όμως κανείς;" ΜΕΛΕΤΗΘΗΚΕ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΕΝΑ ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΩΜΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΣΩΜΑ ΜΑΣ, Η ΣΑΡΚΑ ΤΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΑΣΚΗΤΙΣΜΟΥ. "Ας πάρουμε μάλλον ως σημείο εκκίνησης τον Ροσμίνι μας με το ισορροπημένο δόγμα του, που ήδη σωστά τονίστηκε από άλλους, την ευαισθησία ως εκείνη την αίσθηση που έχει η ψυχή για τον εαυτό της στην ένωσή της με το σώμα. Ποιο είναι το σώμα που εδώ, σε αυτό το συναίσθημα που ορίζεται από τη Rosmini ως ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΣ, είναι ένα, αν και όχι ως ταυτότητα, με την ψυχή; Δεν είναι το σώμα, λέει, που μελέτησε ο φυσικός ή ο φυσιολόγος: «Είναι το ίδιο σαν κάποιος να ανατομεί και να αντιλαμβάνεται τα νεύρα ενός άλλου ζωντανού ευαίσθητου όντος, τα οποία όμως νεύρα δεν είναι ευαίσθητα σε αυτόν που τα ανατομίζει, αλλά σε αυτόν που είναι». Αυτό είναι ένα σώμα που έχει ήδη γίνει εξωτερικό: ένα σώμα «όπως κάθε εξωτερικό σώμα που πέφτει κάτω από τις αισθήσεις και παράγει αισθήσεις μέσα σε αυτό». Το σώμα που περιλαμβάνεται στο θεμελιώδες μας συναίσθημα είναι αυτό που ταυτίζεται μαζί μας, «αισθανόμαστε ότι συναινεί» με την ψυχή μας. Ο Rosmini ονομάζει τον πρώτο τρόπο αντίληψης του σώματός μας εξωυποκειμενικό, τον δεύτερο υποκειμενικό. Αλλά, λοιπόν, ακόμη και σε αυτό το δεύτερο διακρίνει δύο τρόπους σκέψης, τους οποίους συνιστά να μην συγχέονται: ο ένας είναι το καθαρό θεμελιώδες αίσθημα της σωματικότητας, ο άλλος είναι αυτό το ίδιο συναίσθημα που καθορίζεται στις τροποποιήσεις και τις μεταλλάξεις των ιδιαίτερών μας αισθήσεων." ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΠΟΥΜΕ: ΔΕΝ ΞΕΡΑΜΕ. ΤΟ ΕΓΩ ΛΟΙΠΟΝ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΟΗΣ, ΤΟΥ ΕΩΣΦΟΡΙΚΟΥ ΠΕΙΡΑΣΜΟΥ, Η ΚΑΤΑΨΥΞΙΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣ ΑΛΛΗΛΟΥΣ ΑΓΑΠΗΣ ΟΧΙ ΜΟΝΟ Το ίδιο το Είναι αποκτά, τρόπον τινά, την πραγματική του παρουσία, δια της διαιρέσεώς του μέσα στον εαυτό του το Εγώ είναι δυνατό μόνο μέσω αυτού του χωρισμού του Εγώ από το Εγώ. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΧΩΡΙΣΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου