Συνέχεια από Πέμπτη 17 Ιουλίου 2025
SCHELLING: ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ (1809) 10Του Martin Heidegger
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
ΓΙΑ ΤΗ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΕΝΟΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ.
Η ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΟΥ ΣΕΛΛΙΝΓΚ
(Τόμος I, Τμήμα VII, σελ. 336–357)

ΓΙΑ ΤΗ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΕΝΟΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ.
Η ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΟΥ ΣΕΛΛΙΝΓΚ
(Τόμος I, Τμήμα VII, σελ. 336–357)
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
§ 3. Γενική διερεύνηση των δυσκολιών ενός συστήματος της ελευθερίας
γ) Κύριες προϋποθέσεις της πρώτης συγκρότησης συστήματος στη νεότερη εποχή:
Η βούληση για ένα μαθηματικό σύστημα του Λόγου
Βρισκόμαστε έτσι στο δεύτερο ερώτημα:
Πώς και υπό ποιες προϋποθέσεις επέρχεται στη φιλοσοφία ο σχηματισμός του συστήματος;
Η δυνατότητα της σκέψης για κάτι όπως ένα σύστημα, καθώς και η δυνατότητα της έναρξης και της εκτέλεσής του, τελούν υπό ίδιες προϋποθέσεις. Αυτές αφορούν τίποτα λιγότερο από την αντίληψη του Είναι, της αλήθειας και της γνώσης εν γένει.
Η δυνατότητα των συστημάτων με την συγκεκριμένη ιστορική μορφή, όπως τα γνωρίζουμε έως τώρα, ανοίγεται μόνον από τη στιγμή που η ιστορική ύπαρξη του ανθρώπου στη Δύση τίθεται υπό νέες συνθήκες, των οποίων η ενιαία επίδραση φέρει στο προσκήνιο αυτό που ονομάζουμε Νεότερη Εποχή.
Η δυνατότητα του συστήματος της γνώσης και η βούληση για σύστημα, ως τρόπος αναθεμελίωσης της θέσης του ανθρώπου μέσα στο Είναι, ανήκουν στα ουσιώδη γνωρίσματα της Νεότερης Εποχής. Το να επιχειρεί κανείς να αναζητήσει συστήματα πριν από αυτήν την περίοδο της ιστορίας, στηρίζεται σε μια παρεξήγηση της έννοιας του συστήματος ή σε μια παρερμηνεία της με εξωτερική έννοια.
Μπορεί βέβαια κανείς, ξεκινώντας από τα αυθεντικά και μοναδικά συστήματα και τις συστηματικές προσπάθειες της Νεότερης Εποχής, να ανατρέξει προς το παρελθόν και να επισημάνει συγγενείς ήχους και αναλογίες. Όμως μ’ αυτό δεν αποδεικνύεται ότι ο αντίλαλος αυτός είναι και προήχηση, δηλαδή η ρητώς αρχόμενη προμορφή και αναγκαιότητα μιας βούλησης προς το σύστημα.
Και εφόσον στο Είναι καθαυτό ανήκει ο χαρακτήρας της σύζευξης (Fuge) — κάτι που, βέβαια, πρέπει να αποδειχθεί — βρίσκεται μέσα σε κάθε φιλοσοφία, ως ερώτηση για το Είναι, μια κατεύθυνση προς τη σύνδεση και τη διάρθρωση, δηλαδή προς το σύστημα. Κάθε φιλοσοφία είναι συστηματική, αλλά δεν είναι κάθε μία σύστημα· και όχι μόνο επειδή δεν «ολοκληρώνεται». Αντίστροφα, εκεί όπου υπάρχει η εντύπωση ενός συστήματος, δεν υπάρχει πάντοτε συστηματική σκέψη, δηλαδή φιλοσοφία.
Απ’ όλα αυτά προκύπτει: πρέπει κάθε φορά να γνωρίζουμε καθαρά τι εννοούμε, όταν λέμε «σύστημα». Εμείς απορρίπτουμε το σύστημα (το σύστημα των αξιών και παρόμοια πράγματα), επειδή δεσμευόμαστε με την προετοιμασία του συστήματος — ή, πιο προσωρινά ακόμη, με την εκ νέου αφύπνιση του συστηματικού.
Θα ξεπερνούσε κατά πολύ τα όρια της εργασίας μας, αν επιχειρούσαμε να παρουσιάσουμε με συνοχή τις ιστορικές, και επομένως ταυτόχρονα ουσιαστικές, προϋποθέσεις για τη δυνατότητα και τη διαμόρφωση της ιδέας του συστήματος.
Οι προϋποθέσεις αυτές, επιπλέον, δεν είναι όλες παρούσες εξίσου και ταυτόχρονα, αλλά αναπτύσσονται κατά την πορεία της νεότερης ιστορίας με διάφορους βαθμούς σαφήνειας και επίδρασης, αλληλοπροϋποτιθέμενες και αλληλοεμποδιζόμενες.[Η ΜΟΝΑΔΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΛΑΙΜΠΝΙΤΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΓΩ ΣΚΕΠΤΟΜΑΙ ΤΟΥ ΚΑΝΤ]
Αυτό σημαίνει προπάντων ότι η ιδέα του συστήματος και ο τρόπος της πραγμάτωσής του ωθούνται μέσα σε ορισμένες αυστηρά καθορισμένες τροχιές, οι οποίες συγκλίνουν στη συστηματική διαμόρφωση του γερμανικού ιδεαλισμού.
Ας αναφερθούν, επομένως, τώρα μόνο εν συντομία ορισμένες από τις κύριες προϋποθέσεις, υπό τις οποίες η απαίτηση του συστήματος μπόρεσε να αναπτυχθεί και να οδηγήσει στις πρώτες απόπειρες συστηματικής συγκρότησης. Μπορούμε να επιχειρήσουμε αυτήν τη γενική επισκόπηση μόνο με την προϋπόθεση ότι στη συνέχεια, κατά την πορεία της εξέτασης της πραγματείας του Σέλλινγκ, ουσιώδη σημεία θα παρουσιαστούν σε συγκεκριμένη μορφή.
Δεν χρειάζεται εκτεταμένη απόδειξη ότι αυτές οι προϋποθέσεις για τη δυνατότητα σχηματισμού συστήματος αποτελούν ταυτόχρονα και τις ουσιώδεις βάσεις για τη γέννηση και τη διατήρηση των νεότερων επιστημών, δηλαδή εκείνου που σήμερα αποκαλούμε απλώς «η Επιστήμη».
Αυτή η νεότερη επιστήμη διαφέρει, στον ίδιο τον τρόπο ύπαρξής της, όσο ριζικά η μεσαιωνική από την αρχαία.
Η ακόμη μη αποσβεσμένη αντίληψη περί “της” επιστήμης —ότι δηλαδή υπάρχει μία και μόνη επιστήμη η οποία, ως τέτοια, πορεύεται μέσα στους αιώνες και πρέπει να διατηρηθεί στην αιώνια αξία της— έχει ασφαλώς και αυτή τις ιστορικές συνθήκες της γένεσής της· αλλά εμποδίζει ακριβώς εκείνο που επιδιώκει: τη διατήρηση του επιστημονικού πνεύματος.
Αυτό το πνεύμα διατηρείται μόνον εφόσον ανανεώνεται εκ θεμελίων κάθε φορά σύμφωνα με την εποχή του· όπως επίσης και η πτώση ενός επιπέδου μπορεί να αποφευχθεί μόνον αν αυτό ανυψώνεται διαρκώς.
Οι κύριες προϋποθέσεις της πρώτης συγκρότησης ενός συστήματος είναι οι εξής:
1. Στη διαμόρφωση των στόχων της γνώσης και στη θεμελίωση των μορφών της γνώσης, γύρω στη στροφή προς τη Νεότερη Εποχή, εκδηλώνεται μια εντελώς νέα αξίωση: τη χαρακτηρίζουμε σύντομα ως επικράτηση του μαθηματικού. Το μαθηματικό είναι μια συγκεκριμένα προσανατολισμένη αντίληψη για την ουσία της γνώσης εν γένει.
Σύμφωνα με αυτήν, στη γνώση ανήκει η αυτοτελής έναρξη της θεμελίωσης του γνωστού από και εντός πρώτων προτάσεων, που δεν χρειάζονται περαιτέρω θεμελίωση. Με αυτόν τον τρόπο, για το σύνολο της γνώσης απαιτείται η ενότητα ενός συστήματος προτάσεων, που να στηρίζεται στις πρώτες προτάσεις και να καθορίζεται σύμφωνα με αυτές. Η καινοφανής ανάπτυξη των μαθηματικών, η οποία συνδιαμορφώνει την απαρχή της Νεότερης Εποχής, δεν αποτελεί την αιτία της επικράτησης του μαθηματικού, αλλά αποτέλεσμά της.
2. Το μαθηματικό, καθορισμένο κατ’ αυτόν τον τρόπο ως μέτρο για το σύνολο της γνώσης, απαιτεί από αυτήν μια τελική και απολύτως εξασφαλισμένη θεμελίωση. Αυτή η απαίτηση σημαίνει: μέσα στο συνολικό πεδίο του όντος αναζήτηση ενός γνωστού τέτοιου που να επιτρέπει μέσα του την αυτοθεμελίωσή του — αναζήτηση μιας γνώσης που γίνεται θεμελιωμένη ακριβώς επειδή γνωρίζει τον εαυτό της και επιτρέπει ως γνωστό μόνο αυτό. Η γνώση θεωρείται τότε θεμελιωμένη, όταν είναι βέβαιη για τον εαυτό της. Αυτή η βεβαιότητα και η εξασφάλισή της καθίστανται ο θεμέλιος λόγος κάθε γνώσης, και, μαζί με αυτό, ο θεμέλιος λόγος της αλήθειας του γνωστού. Από εδώ και στο εξής ισχύει πρωτίστως ότι κάτι, οποτεδήποτε, μπορεί να γίνει γνωστό άμεσα και αδιάσειστα, και μόνον δευτερευόντως τίθεται το ερώτημα τι είναι αυτό, κατά το περιεχόμενό του, που γίνεται γνωστό, δηλαδή ως φανερό, δηλαδή ως αληθές. Αυτή η προτεραιότητα της βεβαιότητας έναντι της αλήθειας οδηγεί στο γεγονός ότι η ίδια η αλήθεια νοείται πλέον ως βεβαιότητα. Εδώ παίζει ρόλο η προτεραιότητα της μεθόδου έναντι του πράγματος (της ίδιας της υπόθεσης).
3. (παρ’ ότι στο κείμενο αριθμείται ως «5.»)
Αυτή η μαθηματική απαίτηση της βεβαιότητας, ως μέτρο για κάθε γνώση, βρίσκει ιστορικά μια πολύ συγκεκριμένη πραγμάτωση. Οδηγεί στο ότι ως πρώτο και κατεξοχήν γνωστό —και επομένως ως αληθές— τίθεται το ego cogito: «Σκέπτομαι και γνωρίζω τον εαυτό μου ως σκεπτόμενο· βρίσκω τον εαυτό μου ως υπάρχον· το είναι του εγώ μου είναι απολύτως βέβαιο.» Με αυτό ο Ντεκάρτ προσέδωσε στην μαθηματική απαίτηση της βεβαιότητας το έδαφος και το θεμέλιο που της αναλογεί, και στήριξε εν γένει τη γνώση πάνω στη αυτοβεβαιότητα της αρχής: «Σκέπτομαι, είμαι» (Ich denke, ich bin).
4. Η αυτοβεβαιότητα της σκέψης αποφασίζει —και μάλιστα ως αρχή, και επομένως κατά τρόπο θεμελιώδη— για το τι είναι. Η σκέψη και η βεβαιότητά της καθίστανται το μέτρο της αλήθειας. Και μόνο ό,τι είναι αληθές μπορεί να αναγνωριστεί ως όντως ον. Η αυτοβεβαιότητα της σκέψης γίνεται το δικαστήριο, το οποίο αποφασίζει τι μπορεί και τι δεν μπορεί να είναι, και ακόμη περισσότερο: τι σημαίνει εν γένει “Είναι”.
5. Η αποκλειστική καθοδήγηση της εκκλησιαστικής διδασκαλίας για όλη την τάξη και διαμόρφωση της αλήθειας και της γνώσης θραύεται και υποχωρεί μπροστά στην αυξανόμενη επικράτηση της αυτοθεμελιούμενης αναζήτησης.
Τα μέτρα αντιστρέφονται: Η αλήθεια της πίστης και η γνώση της πίστης κρίνονται τώρα ως προς τη νομιμότητά τους με βάση την αυτοβεβαιότητα της καθαρής σκέψης.
Στο μεταίχμιο αυτό, στοχαστές και άνθρωποι όπως ο Πασκάλ επιχειρούν για μια ακόμη φορά να κρατήσουν ταυτόχρονα —και μάλιστα στην αρχική τους δύναμη και οξύτητα— τόσο το καθαρό σκέπτεσθαι όσο και την καθαρή πίστη. Πλάι στη λογική του νου τίθεται τώρα η «λογική της καρδιάς».
Ωστόσο, με το γεγονός ότι η εκκλησιαστική διδασκαλία χάνει την αποκλειστική εξουσία της ως πρώτη και κύρια πηγή της αλήθειας, δεν εξαφανίζεται ταυτόχρονα από το οπτικό πεδίο και η ολότητα του όντος, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί από τον χριστιανισμό.
Αντιθέτως: η τάξη του όντος στο σύνολό του — ο Θεός, ο Δημιουργός, ο κόσμος του δημιουργημένου, ο άνθρωπος, που ανήκει στον κόσμο και προορίζεται για τον Θεό —, αυτό το ον, έτσι βιωμένο στο σύνολό του, απαιτεί τώρα μια νέα οικείωση, στηριγμένη στη βάση και με τα μέσα της αυτοθεμελιούμενης γνώσης.[ΑΛΛΑΖΕΙ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ]
Πρέπει ωστόσο να έχουμε υπόψη μας ότι, με τη Μεταρρύθμιση που πραγματώθηκε μέσα από τον γερμανικό προτεσταντισμό, δεν μεταβλήθηκε απλώς το ρωμαϊκό δόγμα, αλλά μετασχηματίστηκε ολόκληρη η ρωμαιο-ανατολική διαμόρφωση της χριστιανικής εμπειρίας του Είναι. Αυτό που ήδη κατά τον Μεσαίωνα είχε προετοιμαστεί με τον Μάιστερ Έκαρτ, τον Τάουλερ και τον Ζούζε, καθώς και στην «Θεολογία Γερμανική» (Theologia deutsch), έρχεται με τον Νικόλαο Κουζανό, τον Λούθηρο, τον Σεμπάστιαν Φρανκ, τον Γιάκομπ Μπέμε — και στην τέχνη με τον Άλμπρεχτ Ντύρερ — να αναδειχθεί σε μια νέα αφετηρία και σε πιο καθολική μορφή.[ΜΥΣΤΙΚΙΣΤΙΚΗ]
6. Το σπάσιμο της αποκλειστικής κυριαρχίας της Εκκλησίας στη νομοθεσία της γνώσης και της πράξης γίνεται αντιληπτό ως απελευθέρωση του ανθρώπου προς τον ίδιο του τον εαυτό. Όμως τι είναι ο άνθρωπος ως ο εαυτός του, και σε τι συνίσταται το Είναι του εαυτού του, αυτό καθορίζεται μόνο μέσα από αυτήν την απελευθέρωση και μέσα από την ιστορική της πορεία. Η ανθρώπινη σκέψη — και εδώ σημαίνει: οι μορφοποιητικές δυνάμεις του ανθρώπου — γίνεται το θεμελιώδες νόημα των ίδιων των πραγμάτων. Η κατάκτηση του κόσμου μέσω της γνώσης και της πράξης αρχίζει.
Και αυτή η κατάκτηση δεν διαφέρει μόνο ως προς την έκταση, αλλά κυρίως ως προς το ύφος από ό,τι προηγήθηκε.[ΑΝΑΤΕΛΛΕΙ Η ΕΜΜΕΝΕΙΑ]
Η επικοινωνία και η οικονομία γίνονται αυτόνομες δυνάμεις, σε στενότατη αλληλεξάρτηση με τη γέννηση της τεχνικής, η οποία είναι κάτι διαφορετικό από την παλαιά εφεύρεση και χρήση εργαλείων.[ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ Η ΟΠΟΙΑ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΤΗΝ ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΩΣ]
Η τέχνη γίνεται μια από τις καθοριστικές μορφές της ελεύθερης αυτοανάπτυξης της ανθρώπινης δημιουργίας, και ταυτόχρονα ένας ίδιος τρόπος κατάκτησης του κόσμου για το βλέμμα και την ακοή.[SPIRITUS CREATOR.Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΝΤΑ ΦΙΟΡΕ]
Ο ελεύθερα δημιουργικός άνθρωπος, που ολοκληρώνεται μέσα στη δημιουργία του — το ιδιοφυές άτομο (Genie) — γίνεται ο νόμος του αυθεντικού ανθρώπινου Είναι.
Όμως και η πρόσληψη της τέχνης, ο τρόπος και το μέτρο της καλλιέργειάς της, καθορίζονται κατ’ εξοχήν από την ελεύθερα θεμελιωμένη κριτική δύναμη του ανθρώπου, από το γούστο. Η έννοια της “κυριαρχίας” (Souveränität) φέρνει μια νέα διαμόρφωση του κράτους και μια νέα μορφή πολιτικής σκέψης και διεκδίκησης.[ΤΗΣ ΚΥΡΙΟΤΗΤΟΣ]
Μέσα σε όλα όσα μόλις απαριθμήθηκαν αποκαλύπτεται ένας εσωτερικός συσχετισμός, μια μεταμόρφωση της ευρωπαϊκής ύπαρξης από μια ρίζα, η οποία παραμένει έως σήμερα σκοτεινή για εμάς. Ίσως τον αιώνας μας να βρίσκεται ακόμη πολύ κοντά σε όλα αυτά — πολύ κοντά, ακριβώς και μέσα στη θέληση για υπέρβαση τους — ώστε να μπορεί να εκτιμήσει τι πραγματικά συνέβη. Ίσως, μάλιστα, να μην μπορέσουμε ποτέ να το γνωρίσουμε «καθ’ εαυτό», επειδή η παρελθούσα ιστορία, μέσα από το μέλλον της, γίνεται διαρκώς εκ νέου παρελθόν.[ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΚΑΙ ΜΠΟΡΕΣΑΜΕ]
Τι σχέση έχουν, λοιπόν, όλα αυτά με το «σύστημα»; Με τρόπο ακόμη ουσιαστικά απροσδιόριστο, είχαμε ήδη προϊδεάσει λέγοντας: το σύστημα είναι η ίδια η δομή (το αρμόνισμα, το σύνταγμα) του Είναι, όχι απλώς ένα πρόσθετο πλαίσιο γύρω από τα όντα, και πολύ λιγότερο μια τυχαία συνένωση ή συναρμολόγηση πραγμάτων.
Τι πρέπει, λοιπόν, να συμβεί, ώστε να καταστεί δυνατό το «σύστημα», δηλαδή η ανάδυση και εγκαθίδρυση της ίδιας της δομής (του συνδέσμου, του αρμού) του Είναι;
Τίποτε λιγότερο από την εμφάνιση μιας τέτοιας αντίληψης του Είναι, της προσδιορισιμότητας και της αλήθειάς του, καθώς και μιας αντίστοιχης στάσης του ανθρώπου απέναντι στο Είναι, που να καθιστά δυνατή, μάλιστα ιστορικά αναγκαία, την απαίτηση για “σύστημα”. Κάτι τέτοιο αναδύθηκε στην απαρχή — πιο σωστά: πραγματοποιήθηκε ως απαρχή — της Νεότερης Εποχής.[ΤΟ COGITO TOY KAΡΤΕΣΙΟΥ]
Σε μια ιστορική στιγμή, όπου η ύπαρξη του ανθρώπου συλλαμβάνει και βιώνει τον εαυτό της ως απελευθέρωση προς μια αυτοθεμελιωμένη κατοχή του Είναι, πρέπει, ως ύψιστος και πρωταρχικός σκοπός μιας τέτοιας ύπαρξης, να διαμορφωθεί η βούληση να αναχθεί το Είναι στο σύνολό του μέσα σε μια κατανοητή, κυριαρχήσιμη δομή του καθοδηγητικού γνώσης[ΣΤΑ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ].
Αυτή η βούληση για ελεύθερη, μορφοποιητική, γνωστική κατοχή του Είναι μέσα στη δομή του, ενισχύεται και επιβεβαιώνεται ουσιαστικά από τη νέα εμπειρία του ανθρώπου ως “ιδιοφυΐας” (Genie). Η «ιδιοφυΐα» είναι δυνατή μόνο στο πεδίο του φιλελευθερισμού, μεταφυσικά νοούμενου. Η μορφή όμως αυτής της δομής του Είναι είναι ταυτόχρονα προκαθορισμένη από την επικράτηση του μαθηματικού. Διότι, εφόσον αυτή η σκέψη κατανοεί τον εαυτό της ως κριτήριο επί του Είναι, τότε και το Ίδιο το Είναι μπορεί να έχει μόνο μια μαθηματική δομή.
Επειδή όμως αυτή η απελευθέρωση του ανθρώπου προς τον εαυτό του σημαίνει ταυτόχρονα μια ελευθέρωσή του εν μέσω του όντος στο σύνολό του, πρέπει και αυτό το σύνολο (Θεός – Κόσμος – Άνθρωπος) να κατανοηθεί και να διαταχθεί ως ενότητα μιας δομής, και ως τέτοια ενότητα.
Το χριστιανικά βιωμένο σύνολο του όντος αναστοχάζεται και αναδημιουργείται σύμφωνα με τους νόμους της σκέψης που καθορίζει κάθε Είναι, με τη μορφή της μαθηματικής σχέσης θεμελίωσης: ordo et connexio idearum idem est ac ordo et connexio rerum («η τάξη και η σύνδεση των ιδεών είναι η ίδια με την τάξη και τη σύνδεση των πραγμάτων», Σπινόζα, Ηθική, Μέρος II, Πρόταση VII).
Η γνωστική κατάκτηση του Είναι ως δομής — το σύστημα και η βούληση για σύστημα — δεν είναι τυχαίο εύρημα ορισμένων ιδιόρρυθμων πνευμάτων, αλλά ο εσωτερικότερος νόμος της ύπαρξης ολόκληρης αυτής της εποχής.[ΤΟΥ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΥ]
Μέσα στην έννοια «το σύστημα» αντηχούν όλα αυτά μαζί: το μαθηματικό, η σκέψη ως νόμος του Είναι, η νομοθεσία της ιδιοφυΐας, η απελευθέρωση του ανθρώπου προς την ελευθερία εντός του όντος στο σύνολό του, το όλο μέσα στο επιμέρους: omnia ubique («τα πάντα παντού»).
Κανείς δεν κατανοεί τίποτε από αυτό που κατ’ ευφημισμόν αποκαλείται «Μπαρόκ», εάν δεν έχει συλλάβει την ουσία αυτής της διαμόρφωσης του συστήματος ως θεμελιώδη νόμο της νεότερης ύπαρξης.
Το «σύστημα», η βούληση για σύστημα της γνώσης, χαρακτηρίζει τη μεταβολή της θέσης της γνώσης σε σχέση με τον intellectus του Μεσαίωνα,[ΤΗΝ ΝΟΗΣΗ] τόσο ως προς τη ρίζα όσο και ως προς την έκταση της. Και ακριβώς γι’ αυτό, η συγκρότηση του συστήματος έχει εξαρχής και το ιδιαίτερο της αποτύπωμα. Εφόσον το Είναι στο σύνολό του προσδιορίζεται στην ουσία του από τη δυνατότητα της σκέψης και από τη νομοθεσία της σκέψης, και εφόσον αυτή η σκέψη είναι μαθηματική, τότε η δομή του Είναι, δηλαδή το σύστημα, πρέπει να είναι ένα μαθηματικό σύστημα, και ταυτόχρονα ένα σύστημα της σκέψης, της ratio, της λογικής. Η ρητή και αυθεντική συγκρότηση συστήματος αρχίζει στη Δύση ως βούληση για ένα μαθηματικό σύστημα της λογικής (Vernunftsystem).
Συνεχίζεται με: δ) Επαναστοχασμός επί των προϋποθέσεων της νεότερης συγκρότησης του συστήματος. Το σύστημα ως νόμος του Είναι της νεότερης ύπαρξης.
§ 3. Γενική διερεύνηση των δυσκολιών ενός συστήματος της ελευθερίας
γ) Κύριες προϋποθέσεις της πρώτης συγκρότησης συστήματος στη νεότερη εποχή:
Η βούληση για ένα μαθηματικό σύστημα του Λόγου
Βρισκόμαστε έτσι στο δεύτερο ερώτημα:
Πώς και υπό ποιες προϋποθέσεις επέρχεται στη φιλοσοφία ο σχηματισμός του συστήματος;
Η δυνατότητα της σκέψης για κάτι όπως ένα σύστημα, καθώς και η δυνατότητα της έναρξης και της εκτέλεσής του, τελούν υπό ίδιες προϋποθέσεις. Αυτές αφορούν τίποτα λιγότερο από την αντίληψη του Είναι, της αλήθειας και της γνώσης εν γένει.
Η δυνατότητα των συστημάτων με την συγκεκριμένη ιστορική μορφή, όπως τα γνωρίζουμε έως τώρα, ανοίγεται μόνον από τη στιγμή που η ιστορική ύπαρξη του ανθρώπου στη Δύση τίθεται υπό νέες συνθήκες, των οποίων η ενιαία επίδραση φέρει στο προσκήνιο αυτό που ονομάζουμε Νεότερη Εποχή.
Η δυνατότητα του συστήματος της γνώσης και η βούληση για σύστημα, ως τρόπος αναθεμελίωσης της θέσης του ανθρώπου μέσα στο Είναι, ανήκουν στα ουσιώδη γνωρίσματα της Νεότερης Εποχής. Το να επιχειρεί κανείς να αναζητήσει συστήματα πριν από αυτήν την περίοδο της ιστορίας, στηρίζεται σε μια παρεξήγηση της έννοιας του συστήματος ή σε μια παρερμηνεία της με εξωτερική έννοια.
Μπορεί βέβαια κανείς, ξεκινώντας από τα αυθεντικά και μοναδικά συστήματα και τις συστηματικές προσπάθειες της Νεότερης Εποχής, να ανατρέξει προς το παρελθόν και να επισημάνει συγγενείς ήχους και αναλογίες. Όμως μ’ αυτό δεν αποδεικνύεται ότι ο αντίλαλος αυτός είναι και προήχηση, δηλαδή η ρητώς αρχόμενη προμορφή και αναγκαιότητα μιας βούλησης προς το σύστημα.
Και εφόσον στο Είναι καθαυτό ανήκει ο χαρακτήρας της σύζευξης (Fuge) — κάτι που, βέβαια, πρέπει να αποδειχθεί — βρίσκεται μέσα σε κάθε φιλοσοφία, ως ερώτηση για το Είναι, μια κατεύθυνση προς τη σύνδεση και τη διάρθρωση, δηλαδή προς το σύστημα. Κάθε φιλοσοφία είναι συστηματική, αλλά δεν είναι κάθε μία σύστημα· και όχι μόνο επειδή δεν «ολοκληρώνεται». Αντίστροφα, εκεί όπου υπάρχει η εντύπωση ενός συστήματος, δεν υπάρχει πάντοτε συστηματική σκέψη, δηλαδή φιλοσοφία.
Απ’ όλα αυτά προκύπτει: πρέπει κάθε φορά να γνωρίζουμε καθαρά τι εννοούμε, όταν λέμε «σύστημα». Εμείς απορρίπτουμε το σύστημα (το σύστημα των αξιών και παρόμοια πράγματα), επειδή δεσμευόμαστε με την προετοιμασία του συστήματος — ή, πιο προσωρινά ακόμη, με την εκ νέου αφύπνιση του συστηματικού.
Θα ξεπερνούσε κατά πολύ τα όρια της εργασίας μας, αν επιχειρούσαμε να παρουσιάσουμε με συνοχή τις ιστορικές, και επομένως ταυτόχρονα ουσιαστικές, προϋποθέσεις για τη δυνατότητα και τη διαμόρφωση της ιδέας του συστήματος.
Οι προϋποθέσεις αυτές, επιπλέον, δεν είναι όλες παρούσες εξίσου και ταυτόχρονα, αλλά αναπτύσσονται κατά την πορεία της νεότερης ιστορίας με διάφορους βαθμούς σαφήνειας και επίδρασης, αλληλοπροϋποτιθέμενες και αλληλοεμποδιζόμενες.[Η ΜΟΝΑΔΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΛΑΙΜΠΝΙΤΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΓΩ ΣΚΕΠΤΟΜΑΙ ΤΟΥ ΚΑΝΤ]
Αυτό σημαίνει προπάντων ότι η ιδέα του συστήματος και ο τρόπος της πραγμάτωσής του ωθούνται μέσα σε ορισμένες αυστηρά καθορισμένες τροχιές, οι οποίες συγκλίνουν στη συστηματική διαμόρφωση του γερμανικού ιδεαλισμού.
Ας αναφερθούν, επομένως, τώρα μόνο εν συντομία ορισμένες από τις κύριες προϋποθέσεις, υπό τις οποίες η απαίτηση του συστήματος μπόρεσε να αναπτυχθεί και να οδηγήσει στις πρώτες απόπειρες συστηματικής συγκρότησης. Μπορούμε να επιχειρήσουμε αυτήν τη γενική επισκόπηση μόνο με την προϋπόθεση ότι στη συνέχεια, κατά την πορεία της εξέτασης της πραγματείας του Σέλλινγκ, ουσιώδη σημεία θα παρουσιαστούν σε συγκεκριμένη μορφή.
Δεν χρειάζεται εκτεταμένη απόδειξη ότι αυτές οι προϋποθέσεις για τη δυνατότητα σχηματισμού συστήματος αποτελούν ταυτόχρονα και τις ουσιώδεις βάσεις για τη γέννηση και τη διατήρηση των νεότερων επιστημών, δηλαδή εκείνου που σήμερα αποκαλούμε απλώς «η Επιστήμη».
Αυτή η νεότερη επιστήμη διαφέρει, στον ίδιο τον τρόπο ύπαρξής της, όσο ριζικά η μεσαιωνική από την αρχαία.
Η ακόμη μη αποσβεσμένη αντίληψη περί “της” επιστήμης —ότι δηλαδή υπάρχει μία και μόνη επιστήμη η οποία, ως τέτοια, πορεύεται μέσα στους αιώνες και πρέπει να διατηρηθεί στην αιώνια αξία της— έχει ασφαλώς και αυτή τις ιστορικές συνθήκες της γένεσής της· αλλά εμποδίζει ακριβώς εκείνο που επιδιώκει: τη διατήρηση του επιστημονικού πνεύματος.
Αυτό το πνεύμα διατηρείται μόνον εφόσον ανανεώνεται εκ θεμελίων κάθε φορά σύμφωνα με την εποχή του· όπως επίσης και η πτώση ενός επιπέδου μπορεί να αποφευχθεί μόνον αν αυτό ανυψώνεται διαρκώς.
Οι κύριες προϋποθέσεις της πρώτης συγκρότησης ενός συστήματος είναι οι εξής:
1. Στη διαμόρφωση των στόχων της γνώσης και στη θεμελίωση των μορφών της γνώσης, γύρω στη στροφή προς τη Νεότερη Εποχή, εκδηλώνεται μια εντελώς νέα αξίωση: τη χαρακτηρίζουμε σύντομα ως επικράτηση του μαθηματικού. Το μαθηματικό είναι μια συγκεκριμένα προσανατολισμένη αντίληψη για την ουσία της γνώσης εν γένει.
Σύμφωνα με αυτήν, στη γνώση ανήκει η αυτοτελής έναρξη της θεμελίωσης του γνωστού από και εντός πρώτων προτάσεων, που δεν χρειάζονται περαιτέρω θεμελίωση. Με αυτόν τον τρόπο, για το σύνολο της γνώσης απαιτείται η ενότητα ενός συστήματος προτάσεων, που να στηρίζεται στις πρώτες προτάσεις και να καθορίζεται σύμφωνα με αυτές. Η καινοφανής ανάπτυξη των μαθηματικών, η οποία συνδιαμορφώνει την απαρχή της Νεότερης Εποχής, δεν αποτελεί την αιτία της επικράτησης του μαθηματικού, αλλά αποτέλεσμά της.
2. Το μαθηματικό, καθορισμένο κατ’ αυτόν τον τρόπο ως μέτρο για το σύνολο της γνώσης, απαιτεί από αυτήν μια τελική και απολύτως εξασφαλισμένη θεμελίωση. Αυτή η απαίτηση σημαίνει: μέσα στο συνολικό πεδίο του όντος αναζήτηση ενός γνωστού τέτοιου που να επιτρέπει μέσα του την αυτοθεμελίωσή του — αναζήτηση μιας γνώσης που γίνεται θεμελιωμένη ακριβώς επειδή γνωρίζει τον εαυτό της και επιτρέπει ως γνωστό μόνο αυτό. Η γνώση θεωρείται τότε θεμελιωμένη, όταν είναι βέβαιη για τον εαυτό της. Αυτή η βεβαιότητα και η εξασφάλισή της καθίστανται ο θεμέλιος λόγος κάθε γνώσης, και, μαζί με αυτό, ο θεμέλιος λόγος της αλήθειας του γνωστού. Από εδώ και στο εξής ισχύει πρωτίστως ότι κάτι, οποτεδήποτε, μπορεί να γίνει γνωστό άμεσα και αδιάσειστα, και μόνον δευτερευόντως τίθεται το ερώτημα τι είναι αυτό, κατά το περιεχόμενό του, που γίνεται γνωστό, δηλαδή ως φανερό, δηλαδή ως αληθές. Αυτή η προτεραιότητα της βεβαιότητας έναντι της αλήθειας οδηγεί στο γεγονός ότι η ίδια η αλήθεια νοείται πλέον ως βεβαιότητα. Εδώ παίζει ρόλο η προτεραιότητα της μεθόδου έναντι του πράγματος (της ίδιας της υπόθεσης).
3. (παρ’ ότι στο κείμενο αριθμείται ως «5.»)
Αυτή η μαθηματική απαίτηση της βεβαιότητας, ως μέτρο για κάθε γνώση, βρίσκει ιστορικά μια πολύ συγκεκριμένη πραγμάτωση. Οδηγεί στο ότι ως πρώτο και κατεξοχήν γνωστό —και επομένως ως αληθές— τίθεται το ego cogito: «Σκέπτομαι και γνωρίζω τον εαυτό μου ως σκεπτόμενο· βρίσκω τον εαυτό μου ως υπάρχον· το είναι του εγώ μου είναι απολύτως βέβαιο.» Με αυτό ο Ντεκάρτ προσέδωσε στην μαθηματική απαίτηση της βεβαιότητας το έδαφος και το θεμέλιο που της αναλογεί, και στήριξε εν γένει τη γνώση πάνω στη αυτοβεβαιότητα της αρχής: «Σκέπτομαι, είμαι» (Ich denke, ich bin).
4. Η αυτοβεβαιότητα της σκέψης αποφασίζει —και μάλιστα ως αρχή, και επομένως κατά τρόπο θεμελιώδη— για το τι είναι. Η σκέψη και η βεβαιότητά της καθίστανται το μέτρο της αλήθειας. Και μόνο ό,τι είναι αληθές μπορεί να αναγνωριστεί ως όντως ον. Η αυτοβεβαιότητα της σκέψης γίνεται το δικαστήριο, το οποίο αποφασίζει τι μπορεί και τι δεν μπορεί να είναι, και ακόμη περισσότερο: τι σημαίνει εν γένει “Είναι”.
5. Η αποκλειστική καθοδήγηση της εκκλησιαστικής διδασκαλίας για όλη την τάξη και διαμόρφωση της αλήθειας και της γνώσης θραύεται και υποχωρεί μπροστά στην αυξανόμενη επικράτηση της αυτοθεμελιούμενης αναζήτησης.
Τα μέτρα αντιστρέφονται: Η αλήθεια της πίστης και η γνώση της πίστης κρίνονται τώρα ως προς τη νομιμότητά τους με βάση την αυτοβεβαιότητα της καθαρής σκέψης.
Στο μεταίχμιο αυτό, στοχαστές και άνθρωποι όπως ο Πασκάλ επιχειρούν για μια ακόμη φορά να κρατήσουν ταυτόχρονα —και μάλιστα στην αρχική τους δύναμη και οξύτητα— τόσο το καθαρό σκέπτεσθαι όσο και την καθαρή πίστη. Πλάι στη λογική του νου τίθεται τώρα η «λογική της καρδιάς».
Ωστόσο, με το γεγονός ότι η εκκλησιαστική διδασκαλία χάνει την αποκλειστική εξουσία της ως πρώτη και κύρια πηγή της αλήθειας, δεν εξαφανίζεται ταυτόχρονα από το οπτικό πεδίο και η ολότητα του όντος, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί από τον χριστιανισμό.
Αντιθέτως: η τάξη του όντος στο σύνολό του — ο Θεός, ο Δημιουργός, ο κόσμος του δημιουργημένου, ο άνθρωπος, που ανήκει στον κόσμο και προορίζεται για τον Θεό —, αυτό το ον, έτσι βιωμένο στο σύνολό του, απαιτεί τώρα μια νέα οικείωση, στηριγμένη στη βάση και με τα μέσα της αυτοθεμελιούμενης γνώσης.[ΑΛΛΑΖΕΙ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ]
Πρέπει ωστόσο να έχουμε υπόψη μας ότι, με τη Μεταρρύθμιση που πραγματώθηκε μέσα από τον γερμανικό προτεσταντισμό, δεν μεταβλήθηκε απλώς το ρωμαϊκό δόγμα, αλλά μετασχηματίστηκε ολόκληρη η ρωμαιο-ανατολική διαμόρφωση της χριστιανικής εμπειρίας του Είναι. Αυτό που ήδη κατά τον Μεσαίωνα είχε προετοιμαστεί με τον Μάιστερ Έκαρτ, τον Τάουλερ και τον Ζούζε, καθώς και στην «Θεολογία Γερμανική» (Theologia deutsch), έρχεται με τον Νικόλαο Κουζανό, τον Λούθηρο, τον Σεμπάστιαν Φρανκ, τον Γιάκομπ Μπέμε — και στην τέχνη με τον Άλμπρεχτ Ντύρερ — να αναδειχθεί σε μια νέα αφετηρία και σε πιο καθολική μορφή.[ΜΥΣΤΙΚΙΣΤΙΚΗ]
6. Το σπάσιμο της αποκλειστικής κυριαρχίας της Εκκλησίας στη νομοθεσία της γνώσης και της πράξης γίνεται αντιληπτό ως απελευθέρωση του ανθρώπου προς τον ίδιο του τον εαυτό. Όμως τι είναι ο άνθρωπος ως ο εαυτός του, και σε τι συνίσταται το Είναι του εαυτού του, αυτό καθορίζεται μόνο μέσα από αυτήν την απελευθέρωση και μέσα από την ιστορική της πορεία. Η ανθρώπινη σκέψη — και εδώ σημαίνει: οι μορφοποιητικές δυνάμεις του ανθρώπου — γίνεται το θεμελιώδες νόημα των ίδιων των πραγμάτων. Η κατάκτηση του κόσμου μέσω της γνώσης και της πράξης αρχίζει.
Και αυτή η κατάκτηση δεν διαφέρει μόνο ως προς την έκταση, αλλά κυρίως ως προς το ύφος από ό,τι προηγήθηκε.[ΑΝΑΤΕΛΛΕΙ Η ΕΜΜΕΝΕΙΑ]
Η επικοινωνία και η οικονομία γίνονται αυτόνομες δυνάμεις, σε στενότατη αλληλεξάρτηση με τη γέννηση της τεχνικής, η οποία είναι κάτι διαφορετικό από την παλαιά εφεύρεση και χρήση εργαλείων.[ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ Η ΟΠΟΙΑ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΤΗΝ ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΩΣ]
Η τέχνη γίνεται μια από τις καθοριστικές μορφές της ελεύθερης αυτοανάπτυξης της ανθρώπινης δημιουργίας, και ταυτόχρονα ένας ίδιος τρόπος κατάκτησης του κόσμου για το βλέμμα και την ακοή.[SPIRITUS CREATOR.Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΝΤΑ ΦΙΟΡΕ]
Ο ελεύθερα δημιουργικός άνθρωπος, που ολοκληρώνεται μέσα στη δημιουργία του — το ιδιοφυές άτομο (Genie) — γίνεται ο νόμος του αυθεντικού ανθρώπινου Είναι.
Όμως και η πρόσληψη της τέχνης, ο τρόπος και το μέτρο της καλλιέργειάς της, καθορίζονται κατ’ εξοχήν από την ελεύθερα θεμελιωμένη κριτική δύναμη του ανθρώπου, από το γούστο. Η έννοια της “κυριαρχίας” (Souveränität) φέρνει μια νέα διαμόρφωση του κράτους και μια νέα μορφή πολιτικής σκέψης και διεκδίκησης.[ΤΗΣ ΚΥΡΙΟΤΗΤΟΣ]
Μέσα σε όλα όσα μόλις απαριθμήθηκαν αποκαλύπτεται ένας εσωτερικός συσχετισμός, μια μεταμόρφωση της ευρωπαϊκής ύπαρξης από μια ρίζα, η οποία παραμένει έως σήμερα σκοτεινή για εμάς. Ίσως τον αιώνας μας να βρίσκεται ακόμη πολύ κοντά σε όλα αυτά — πολύ κοντά, ακριβώς και μέσα στη θέληση για υπέρβαση τους — ώστε να μπορεί να εκτιμήσει τι πραγματικά συνέβη. Ίσως, μάλιστα, να μην μπορέσουμε ποτέ να το γνωρίσουμε «καθ’ εαυτό», επειδή η παρελθούσα ιστορία, μέσα από το μέλλον της, γίνεται διαρκώς εκ νέου παρελθόν.[ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΚΑΙ ΜΠΟΡΕΣΑΜΕ]
Τι σχέση έχουν, λοιπόν, όλα αυτά με το «σύστημα»; Με τρόπο ακόμη ουσιαστικά απροσδιόριστο, είχαμε ήδη προϊδεάσει λέγοντας: το σύστημα είναι η ίδια η δομή (το αρμόνισμα, το σύνταγμα) του Είναι, όχι απλώς ένα πρόσθετο πλαίσιο γύρω από τα όντα, και πολύ λιγότερο μια τυχαία συνένωση ή συναρμολόγηση πραγμάτων.
Τι πρέπει, λοιπόν, να συμβεί, ώστε να καταστεί δυνατό το «σύστημα», δηλαδή η ανάδυση και εγκαθίδρυση της ίδιας της δομής (του συνδέσμου, του αρμού) του Είναι;
Τίποτε λιγότερο από την εμφάνιση μιας τέτοιας αντίληψης του Είναι, της προσδιορισιμότητας και της αλήθειάς του, καθώς και μιας αντίστοιχης στάσης του ανθρώπου απέναντι στο Είναι, που να καθιστά δυνατή, μάλιστα ιστορικά αναγκαία, την απαίτηση για “σύστημα”. Κάτι τέτοιο αναδύθηκε στην απαρχή — πιο σωστά: πραγματοποιήθηκε ως απαρχή — της Νεότερης Εποχής.[ΤΟ COGITO TOY KAΡΤΕΣΙΟΥ]
Σε μια ιστορική στιγμή, όπου η ύπαρξη του ανθρώπου συλλαμβάνει και βιώνει τον εαυτό της ως απελευθέρωση προς μια αυτοθεμελιωμένη κατοχή του Είναι, πρέπει, ως ύψιστος και πρωταρχικός σκοπός μιας τέτοιας ύπαρξης, να διαμορφωθεί η βούληση να αναχθεί το Είναι στο σύνολό του μέσα σε μια κατανοητή, κυριαρχήσιμη δομή του καθοδηγητικού γνώσης[ΣΤΑ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ].
Αυτή η βούληση για ελεύθερη, μορφοποιητική, γνωστική κατοχή του Είναι μέσα στη δομή του, ενισχύεται και επιβεβαιώνεται ουσιαστικά από τη νέα εμπειρία του ανθρώπου ως “ιδιοφυΐας” (Genie). Η «ιδιοφυΐα» είναι δυνατή μόνο στο πεδίο του φιλελευθερισμού, μεταφυσικά νοούμενου. Η μορφή όμως αυτής της δομής του Είναι είναι ταυτόχρονα προκαθορισμένη από την επικράτηση του μαθηματικού. Διότι, εφόσον αυτή η σκέψη κατανοεί τον εαυτό της ως κριτήριο επί του Είναι, τότε και το Ίδιο το Είναι μπορεί να έχει μόνο μια μαθηματική δομή.
Επειδή όμως αυτή η απελευθέρωση του ανθρώπου προς τον εαυτό του σημαίνει ταυτόχρονα μια ελευθέρωσή του εν μέσω του όντος στο σύνολό του, πρέπει και αυτό το σύνολο (Θεός – Κόσμος – Άνθρωπος) να κατανοηθεί και να διαταχθεί ως ενότητα μιας δομής, και ως τέτοια ενότητα.
Το χριστιανικά βιωμένο σύνολο του όντος αναστοχάζεται και αναδημιουργείται σύμφωνα με τους νόμους της σκέψης που καθορίζει κάθε Είναι, με τη μορφή της μαθηματικής σχέσης θεμελίωσης: ordo et connexio idearum idem est ac ordo et connexio rerum («η τάξη και η σύνδεση των ιδεών είναι η ίδια με την τάξη και τη σύνδεση των πραγμάτων», Σπινόζα, Ηθική, Μέρος II, Πρόταση VII).
Η γνωστική κατάκτηση του Είναι ως δομής — το σύστημα και η βούληση για σύστημα — δεν είναι τυχαίο εύρημα ορισμένων ιδιόρρυθμων πνευμάτων, αλλά ο εσωτερικότερος νόμος της ύπαρξης ολόκληρης αυτής της εποχής.[ΤΟΥ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΥ]
Μέσα στην έννοια «το σύστημα» αντηχούν όλα αυτά μαζί: το μαθηματικό, η σκέψη ως νόμος του Είναι, η νομοθεσία της ιδιοφυΐας, η απελευθέρωση του ανθρώπου προς την ελευθερία εντός του όντος στο σύνολό του, το όλο μέσα στο επιμέρους: omnia ubique («τα πάντα παντού»).
Κανείς δεν κατανοεί τίποτε από αυτό που κατ’ ευφημισμόν αποκαλείται «Μπαρόκ», εάν δεν έχει συλλάβει την ουσία αυτής της διαμόρφωσης του συστήματος ως θεμελιώδη νόμο της νεότερης ύπαρξης.
Το «σύστημα», η βούληση για σύστημα της γνώσης, χαρακτηρίζει τη μεταβολή της θέσης της γνώσης σε σχέση με τον intellectus του Μεσαίωνα,[ΤΗΝ ΝΟΗΣΗ] τόσο ως προς τη ρίζα όσο και ως προς την έκταση της. Και ακριβώς γι’ αυτό, η συγκρότηση του συστήματος έχει εξαρχής και το ιδιαίτερο της αποτύπωμα. Εφόσον το Είναι στο σύνολό του προσδιορίζεται στην ουσία του από τη δυνατότητα της σκέψης και από τη νομοθεσία της σκέψης, και εφόσον αυτή η σκέψη είναι μαθηματική, τότε η δομή του Είναι, δηλαδή το σύστημα, πρέπει να είναι ένα μαθηματικό σύστημα, και ταυτόχρονα ένα σύστημα της σκέψης, της ratio, της λογικής. Η ρητή και αυθεντική συγκρότηση συστήματος αρχίζει στη Δύση ως βούληση για ένα μαθηματικό σύστημα της λογικής (Vernunftsystem).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου