Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2025

Heidegger και Αριστοτέλης 8

 Συνέχεια από 7 Οκτωβρίου 2025

Heidegger και Αριστοτέλης 8
Του Franco Volpi

Κεφάλαιο 3

Αλήθεια, υποκείμενο, χρονικότητα: η παρουσία του Αριστοτέλη στα μαθήματα του Μάρμπουργκ και στο «Είναι και Χρόνος» δ

3. Το πρόβλημα του «υποκειμένου» α


Ανάλογα με ό,τι είχε συμβεί και για το πρόβλημα της αλήθειας, και σε σχέση με το ζήτημα του «υποκειμένου» —δηλαδή σε σχέση με τον καθορισμό του θεμελιώδους τρόπου ύπαρξης της συνειδητής ζωής, της φύσης του ανθρώπου, του Dasein— ο Χάιντεγκερ στρέφεται στον Αριστοτέλη, προκειμένου να αναζητήσει σε αυτόν τη λύση εκείνων των προβλημάτων που η χουσερλιανή φαινομενολογία άφηνε ανοιχτά.

Πράγματι, στα μάτια του Χάιντεγκερ, ο καθορισμός που έδινε ο Χούσσερλ στην ανθρώπινη υποκειμενικότητα με όρους συνείδησης και εγώ, σκοντάφτει σε ένα θεμελιώδες αδιέξοδο: το αδιέξοδο της συνύπαρξης, αφενός, της ένταξης του εγώ μέσα στον κόσμο και, αφετέρου, της ταυτόχρονης σύστασης του κόσμου από το εγώ. Η λύση που πρότεινε ο Χούσσερλ —σύμφωνα με την οποία έπρεπε να διακρίνουμε ανάμεσα στο ψυχολογικό εγώ, το οποίο ανήκει στον κόσμο, και στο υπερβατολογικό εγώ, το οποίο αντιθέτως τον συνιστά, δηλαδή ανάμεσα στην πραγματική ύπαρξη του πρώτου και στην ιδεατή ύπαρξη του δεύτερου— δεν θεωρήθηκε ικανοποιητική από τον Χάιντεγκερ.

Αν και συμφωνεί με τον Χούσσερλ ότι η σύσταση της εμπειρίας του κόσμου δεν μπορεί να εξηγηθεί με την προσφυγή σε ένα ον που έχει τον ίδιο τρόπο ύπαρξης με τον κόσμο, και άρα αναγνωρίζει την ανάγκη αναφοράς σε ένα ον διαφορετικής οντολογικής δομής, ο Χάιντεγκερ διαφωνεί με τον καθορισμό που δίνει ο Χούσσερλ σε αυτό το ον με όρους υπερβατολογικής υποκειμενικότητας, συνείδησης ή εγώ.

Καταρχάς, επειδή ο Χούσσερλ δεν θα είχε διασαφηνίσει επαρκώς τον τρόπο ύπαρξης αυτού του όντος, το οποίο, ως θεμελιωτικό, αποτελεί το αρχιμήδειο σημείο της θεωρίας του περί γνώσης· αλλά επίσης επειδή ο χουσερλιανός καθορισμός της υποκειμενικότητας θα είχε συναχθεί κυρίως και μονομερώς από έναν προσανατολισμό που υπονοεί θεωρητικιστικές και ορθολογιστικές κατηγορίες.

Τώρα, όπως δείχνει η τοπολογία των τόπων της αλήθειας που ανασυγκροτεί ο Χάιντεγκερ με βάση την ερμηνεία του Αριστοτέλη, η θεωρία (theoria) και ο λόγος (logos, ή ratio) αποτελούν μόνο έναν από τους πολλούς δυνατούς τρόπους εκείνης της αποκαλυπτικής στάσης μέσω της οποίας ο άνθρωπος έχει πρόσβαση στα πράγματα και τα συλλαμβάνει. Δίπλα στη theoria, και ίσως πριν από αυτήν, υπάρχουν για παράδειγμα η πρακτικο-ηθική στάση (praxis) και η πρακτικο-τεχνική στάση (poiesis), που αντιπροσωπεύουν κι αυτές έναν τρόπο με τον οποίο το Dasein σχετίζεται με το ον και το αποκαλύπτει.

Κατανοείται, λοιπόν, γιατί και σε σχέση με αυτό το πρόβλημα ο Χάιντεγκερ καταφεύγει στον Αριστοτέλη, βρίσκοντας σε αυτόν τις αρχέγονες καθορίσεις της συνειδητής ζωής που ο ίδιος αναζητεί. Σε μια ερμηνεία του έκτου βιβλίου των Ηθικών Νικομαχείων, που ανάγεται στα χρόνια της πρώτης του διδασκαλίας στο Φράιμπουργκ —αλλά από την οποία παραμένουν εμφανή ίχνη στα μαρβουργιανά μαθήματα και στο Είναι και Χρόνος— ο Χάιντεγκερ πιστεύει ότι μπορεί να εντοπίσει, μέσα από την αριστοτελική πραγματεία περί των διανοητικών αρετών, την επεξεργασία ισάριθμων καθορισμών της ανθρώπινης συνειδητής ζωής, τους οποίους ο Χούσσερλ είχε αντιθέτως εξομοιώσει αποκλειστικά με τις κατηγορίες της θεωρίας.

Στην ωρίμανση της ανάγκης αποστασιοποίησης από τον Χούσσερλ προστίθεται, επιπλέον, η περίσταση ότι, μέσω εκείνης της «ερμηνευτικής της πραγματικότητας» (Ermeneutica dell’effettività) που ανέπτυξε κατά τη διάρκεια της πρώτης του διδασκαλίας στο Φράιμπουργκ, στηριζόμενος στην ερμηνεία της πρώτης χριστιανικής σκέψης, ο Χάιντεγκερ είχε φτάσει στην πεποίθηση πως, για να συλλάβει κανείς την ανθρώπινη ζωή μέσα στην αρχέγονη πληρότητα της δωρεάς της, ήταν αναγκαίο να προσεγγίσει αυτήν τη ζωή πριν από το εξισωτικό έργο που πάνω της ασκούν οι αντικειμενοποιητικές κατηγορίες της theoria.

Κάνοντας αυτό, ο Χάιντεγκερ είχε ξεκινήσει, μεταξύ άλλων, από την κριτική του Λούθηρου προς την αριστοτελική ορολογία, επαναπροσεγγίζοντάς την όμως θετικά και υπογραμμίζοντας, για παράδειγμα, τη σημασία του αριστοτελικού καθορισμού του καιρού (kairos).

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο —χαρακτηριζόμενο τόσο από την αντίθεση προς τον θεωρητικιστικό καθορισμό του υποκειμένου από τον Χούσσερλ, όσο και από την παραγωγική οικειοποίηση των αριστοτελικών καθορισμών— πρέπει να διαβαστεί και να κατανοηθεί η ανάλυση των τρόπων ύπαρξης της ανθρώπινης ζωής, την οποία ο Χάιντεγκερ επεξεργάζεται στα μαθήματα του Μάρμπουργκ και παρουσιάζει ολοκληρωμένα στην αναλυτική της ύπαρξης του Είναι και Χρόνος.

Και τότε μπορεί να γίνει κατανοητό πώς οι κεντρικοί καθορισμοί του Dasein αντλούνται από τον Χάιντεγκερ μέσα από μια επαναπρόταση και μια ριζοσπαστικοποίηση εκείνου του καθορισμού της ανθρώπινης ζωής που είχε ήδη σκεφτεί και επεξεργαστεί ο Αριστοτέλης.

Τώρα, ανεξάρτητα από όλες τις άλλες πτυχές της αναλυτικής του Dasein που παρουσιάζεται στο Είναι και Χρόνος, μπορεί να ειπωθεί ότι, από οντολογική άποψη, αυτή εισάγει τη διάκριση τριών θεμελιωδών τρόπων ύπαρξης, και συγκεκριμένα: της ύπαρξης-εκεί (Dasein), της χρησιμότητας ή χρηστικότητας (Zuhandenheit) και της απλής παρουσίας (Vorhandenheit).

Όπως είναι γνωστό, το Dasein —χαρακτηρισμένο ως ένα «Είναι-μέσα-στον-κόσμο» ανοιχτό απέναντι στο ον και καθοριζόμενο μέσα σε αυτό το άνοιγμά του (Erschlossenheit) από ορισμένες δομές που ονομάζονται «υπαρξιακές» (existenzialen Strukturen)— είναι ο τρόπος ύπαρξης που ανήκει αποκλειστικά στην ανθρώπινη ζωή. Ως τέτοιο, το Dasein διαφέρει ριζικά από τον τρόπο ύπαρξης του όντος που είναι διαφορετικό απ’ αυτό (nichtdaseinsmäßiges Seiendes), δηλαδή από τον τρόπο ύπαρξης των «πραγμάτων». Αυτά, ανάλογα με τη διάθεση μέσα στην οποία το Dasein σχετίζεται με αυτά, μπορούν να συναντώνται είτε υπό τον τρόπο ύπαρξης της χρηστικότητας (όταν χρησιμοποιούνται ως εργαλεία ή όργανα μέσα σε ένα πρακτικό πλαίσιο), είτε υπό τον τρόπο της απλής παρουσίας (όταν αποτελούν αντικείμενο απλής παρατήρησης).

Με όλες τις επιφυλάξεις που μια τέτοια σύγκριση επιβάλλει, δεν είναι τολμηρό να διακρίνει κανείς μια αντιστοιχία —όχι μόνο τυπική— ανάμεσα στη χαιδεγγεριανή διάκριση αυτών των τριών τρόπων ύπαρξης (Dasein, Zuhandenheit, Vorhandenheit) και στον αριστοτελικό καθορισμό της praxis, της poiesis και της theoria (οι οποίες, όπως είδαμε, ερμηνεύονται από τον Χάιντεγκερ ως τρόποι του αποκαλυπτικού Είναι-του-Dasein σε σχέση με το ον). Η διατύπωση αυτής της αντιστοιχίας απαιτεί, ωστόσο, μια αιτιολόγηση. Διότι, ενώ η παραλληλία μεταξύ poiesis και Zuhandenheit, καθώς και μεταξύ theoria και Vorhandenheit, προκύπτει σχεδόν αυτονόητα, η αντιστοιχία μεταξύ praxis και Dasein δεν φαίνεται εξίσου σαφής. Μάλιστα, αν εξεταστεί υπό το φως των συνήθων ερμηνειών της αναλυτικής του Dasein, αυτή η αντιστοιχία φαίνεται μάλλον ασυνήθιστη. Ας προσπαθήσουμε, λοιπόν, να τη διευκρινίσουμε.

Πριν από αυτό, ωστόσο, είναι σκόπιμο να γίνει μια ακόμη παρατήρηση. Πρέπει δηλαδή να επισημανθεί ότι, ακόμη και αν η αντιστοιχία ήταν πλήρης, αυτό που διακρίνει βαθιά τη χαιδεγγεριανή διαίρεση από εκείνη του Αριστοτέλη είναι η ιεραρχία σύμφωνα με την οποία οι τρεις τρόποι ύπαρξης συνδέονται μεταξύ τους.

Στον Αριστοτέλη, πράγματι, είναι ο χαρακτήρας του όντος προς το οποίο στρέφεται αντιστοίχως η θεωρητική, η πρακτική και η ποιητική στάση που λειτουργεί ως κριτήριο για την ιεράρχησή τους βάσει μιας κλίμακας αξίας· και είναι ακριβώς λόγω του χαρακτήρα του αντικειμένου της που η theoria θεωρείται η ύψιστη δραστηριότητα για τον άνθρωπο.

Στον Χάιντεγκερ, αντιθέτως, η ιεράρχηση των τριών διακεκριμένων τρόπων ύπαρξης δεν προσανατολίζεται προς το αντικείμενο, αλλά προκύπτει από έναν στοχασμό πάνω στην ιδιαιτερότητα του ίδιου του τρόπου ύπαρξης της ανθρώπινης ζωής, του Dasein, και από την απονομή σε αυτό του οντικού και οντολογικού πρωτείου.

Αυτή η ιδιαιτερότητα και αυτό το πρωτείο θεμελιώνονται, όπως πρόκειται να δειχθεί, στον πρακτικό καθορισμό του Dasein. Με άλλα λόγια, αυτό που επιδιώκεται να δειχθεί είναι ότι ο χαιδεγγεριανός προσδιορισμός της ανθρώπινης ζωής σε όρους Dasein στοχεύει στο να συλλάβει τον θεμελιώδη οντολογικό καθορισμό επάνω στον οποίο εδράζονται όλοι οι άλλοι καθορισμοί του Dasein — και ότι αυτός ο θεμελιώδης καθορισμός του Dasein γίνεται αντιληπτός ακριβώς μέσα από μια κατανόηση του τρόπου ύπαρξής του ως πρακτικού (ηθικοπρακτικού) τρόπου ύπαρξης.

Με μια προσεκτική εξέταση, αυτό καθίσταται φανερό ήδη από τον πρώτο και γενικότερο καθορισμό του Dasein που εισάγει ο Χάιντεγκερ στο §4 και στη συνέχεια αναπτύσσει στο §9 του Είναι και Χρόνος.
Το Dasein χαρακτηρίζεται εδώ, στην ουσία του, ως ένα έχει-να-είναι (Zu-sein), δηλαδή ως εκείνο το ον στο οποίο τίθεται πάντοτε εν κινδύνω το ίδιο του το είναι — με την έννοια ότι αυτό, είτε το γνωρίζει είτε όχι, αναφέρεται πάντοτε και αναγκαστικά στο ίδιο του το είναι.

Τώρα, αυτή η αναφορά του Dasein προς το ίδιο του το είναι δεν είναι μια αναφορά στην οποία το είναι αυτό παρατηρείται, διαπιστώνεται και περιγράφεται μέσα στην αλήθειά του· αλλά είναι μια πρακτική αναφορά, υπό την έννοια ότι το Dasein οφείλει να αναλάβει το ίδιο του το είναι επάνω του, να το φέρει ως δικό του βάρος και ευθύνη.

Δεν πρόκειται για μια αναστοχαστική αναδίπλωση του τύπου της inspectio sui (αυτοπαρατήρησης), δηλαδή για μια θεωρητική, διαπιστωτική και επαληθευτική στάση που στρέφεται προς το Dasein για να συλλάβει τα χαρακτηριστικά και τις ιδιότητές του, όπως μπορεί να στραφεί προς την εξωτερική πραγματικότητα.
Πρόκειται, αντιθέτως, για μια αναφορά που, στο μέτρο που απαιτεί κάθε φορά μια απόφαση σχετικά με το ίδιο του το είναι, έχει κατεξοχήν πρακτικό χαρακτήρα.

Μόνο υπό το φως αυτής της κατανόησης του κατεξοχήν πρακτικού χαρακτήρα της αναφοράς του Dasein προς το ίδιο του το είναι μπορεί να συλληφθεί πλήρως το νόημα των άλλων θεμελιωδών καθορισμών του Dasein που αναπτύσσει ο Χάιντεγκερ.

Κατανοείται, πρώτα απ’ όλα, γιατί ο Χάιντεγκερ ονομάζει τον ενιαίο θεμελιώδη καθορισμό του Dasein μέριμνα (Sorge): η οποία είναι ακριβώς ο θεμελιώδης τρόπος αποκάλυψης (Erschlossenheit) του Dasein μέσα στο είναι-του-στον-κόσμο, καθώς και η ενότητα των υπαρξιακών δομών (Einheit der Existenzialen).

Κατανοείται, επίσης, γιατί ο Χάιντεγκερ ορίζει γενικότερα την αναφορά του Dasein προς τα πράγματα ως επιμέλεια (Besorgen) — μέσα στην οποία οι τρόποι της Zuhandenheit και της Vorhandenheit βρίσκουν το ενιαίο τους θεμέλιο — και την αναφορά του Dasein προς τους άλλους ως φροντίδα (Fürsorge).

Αυτό γίνεται πιο σαφές τώρα, εφόσον γνωρίζουμε ότι όλες αυτές οι καθορίσεις του Dasein έχουν κοινό μεταξύ τους το πρακτικό χαρακτηριστικό της «μέριμνας», για τον λόγο ότι το ίδιο το είναι του Dasein φέρει μια κατεξοχήν πρακτική χροιά.

Ο Χάιντεγκερ διερωτάται στη συνέχεια περαιτέρω για το θεμέλιο αυτής της πρακτικής χροιάς του Dasein· αναρωτιέται, δηλαδή, ποιος είναι ο θεμελιώδης οντολογικός χαρακτήρας του Dasein επάνω στον οποίο αυτή στηρίζεται.

Η απάντηση που δίνει σε αυτό το ερώτημα είναι ότι το είναι του Dasein δεν είναι κάτι απλώς στιγμιαίο και ενεργό, αλλά είναι ένα δύνασθαι-είναι (poter-essere) που εκτείνεται πέρα από τα όρια της ίδιας του της επικαιρότητας: τόσο προς το μέλλον —στην προβολή (Entwurf) και την πραγμάτωση του είναι του— όσο και προς το παρελθόν, υπό την έννοια ότι το τελευταίο αποτελεί πάντοτε προϋπόθεση και ορίζοντα του προβάλλειν του.

Το δύνασθαι-είναι είναι έτσι ένα «αναρτημένο» ή «αιωρούμενο είναι» του Dasein, το οποίο συνιστά τη οντολογική διάσταση της ελευθερίας του, του είναι-ελεύθερο-για (Sein-frei-für). Και είναι ακριβώς εξαιτίας αυτής της ιδιότητας που το Dasein είναι υποχρεωμένο να αναλάβει το βάρος της απόφασης σχετικά με το ίδιο του το είναι, δηλαδή εκείνο το βάρος που εκδηλώνεται στο θεμελιώδες υπαρξιακό συναίσθημα της αγωνίας (Angst).

Αξιοποιώντας συστηματικά την οντολογική εμβέλεια της ανακάλυψης του κατεξοχήν πρακτικού χαρακτήρα του Dasein ως έχει-να-είναι (Zu-sein) —που είναι άνοιγμα (Erschlossenheit), δύνασθαι-είναι και ελευθερία ο Χάιντεγκερ μπορεί να ασκήσει κριτική στην κατανόηση του είναι του ανθρώπου όπως αυτή διαμορφώθηκε από τη μεταφυσική.

Η μεταφυσική αυτή, πράγματι, παραβλέποντας τον πρακτικό χαρακτήρα της ανθρώπινης ζωής, υιοθετεί ως προνομιακή και καθοριστική προοπτική στη γνώση εκείνη της ουδέτερης παρατήρησης, της διαπίστωσης και της περιγραφής τύπου αληθευτικού· η αντικειμενοποιητική γνωστική λειτουργία —συνδεδεμένη με το ιδεώδες της οπτικής σύλληψης— καθίσταται απόλυτη και αναγορεύεται σε παράδειγμα κάθε γνώσης.

Τώρα, η διαπιστωτική και επαληθευτική στάση που έτσι αναπτύσσεται δεν αποδίδει απλώς στο ον που είναι ο άνθρωπος τη δυνατότητα να αντικατοπτρίζει —μέσα σε μια γνώση από-υποκειμενοποιημένη και αποπροσωποποιημένη, άρα αντικειμενική και καθολική— όλα τα άλλα όντα· αλλά επιπλέον αναγορεύεται η ίδια σε γνωστικό τρόπο και για τη σύλληψη και τον καθορισμό του είναι της ίδιας της ανθρώπινης ζωής, η οποία έτσι θα συλλαμβανόταν και θα «διαπιστωνόταν» μέσω μιας αναστοχαστικής αναδίπλωσης επάνω στον εαυτό της.

Η μεταφυσική παράδοση θεμελιώνει, ακριβώς, το οντολογικό πρωτείο του ανθρώπου επάνω στην ικανότητα που έχει η ανθρώπινη ζωή να αντικατοπτρίζει γνωστικά ολόκληρη την εξωτερική πραγματικότητα καθώς και τον ίδιο της τον εαυτό· η ανθρώπινη ζωή ταυτίζεται, έτσι, με τη συνείδηση και την αυτοσυνείδηση.

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: