45. Εσείς που υψώνεστε σε αγάπες Θεού και σε πνευματικές αναπαύσεις μυστικών ερώτων και γεύεστε με συναίσθηση από αυτό το θεϊκό οινοδοχείο και με άφραστο τρόπο χαίρεστε και γλυκαίνεστε ανάλογα, επειδή παρατηρείτε βάθη μυστηρίων υπερκοσμίων και απολαμβάνετε ανείπωτα και αναπαύεστε σε βαθιά ειρήνη, να φοβάστε ακόμη και, προσέχοντας στο Θεό, να προσεύχεστε και να ταπεινώνεστε με κάθε τρόπο, ακούγοντας τον αγιότατο Δαβίδ που φωνάζει φανερά στο Θεό: «Συ είσαι η αγαλλίασή μου· λύτρωσέ με από αυτούς που με περικύκλωσαν»(Ψαλμ. 31, 7), και που διδάσκει με μεγαλοσύνη, ή μάλλον εμπνευσμένος από το Άγιο Πνεύμα: «Να υπηρετείτε τον Κύριο με φόβο και να νιώθετε αγαλλίαση γι' Αυτόν με τρόμο»(Ψαλμ. 2, 11).
Βλέπετε επίσης τον Παύλο, το σκεύος της εκλογής(Πράξ. 9, 15), ο οποίος μεταφέρθηκε στον τρίτο ουρανό και εισήλθε στον ιερό παράδεισο και άκουσε τα απόρρητα, τα οποία δεν επιτρέπεται σε άνθρωπο να τα πει(Β΄ Κορ. 12, 2-4), ύστερα από αυτά τα μεγαλεία να φοβάται μήπως, ενώ κήρυξε σε άλλους, ο ίδιος φανεί άξιος αποδοκιμασίας(Α΄ Κορ. 9, 27). Και αν ο θείος διδάσκαλος της οικουμένης Δαβίδ λέει: «Όσοι αγαπάτε το Θεό να μισείτε τα φαύλα»(Ψαλμ. 96, 10), διδάσκει ακριβώς τούτο, όσοι δηλαδή αγαπούν τον Κύριο να φοβούνται.
Επειδή δηλαδή ο Δαβίδ έβλεπε ότι και μετά την αγάπη στο Θεό, η κακία προσπαθεί να αντιπαραταχθεί και κατά κάποιο τρόπο να συμπλεχθεί με την ψυχή, παραγγέλλει πολύ εύλογα και κατάλληλα, εκείνοι που αγαπούν τον Κύριο και φτάνουν σ' αυτή την κατάσταση, να προσέχουν ακόμη και να μισούν την κακία. Και αν διδάσκεστε να τη μισείτε, άρα πρέπει ακόμη να τη φοβάστε· γιατί αν δεν ήταν άξια φόβου, δε θα παρήγγειλε επιτακτικά ο Προφήτης να τη μισούν όσοι αγαπούν το Χριστό.
Είναι βέβαια υψηλή και θεία και πραγματικά χαριτωμένη κατάσταση να νιώθομε ευφροσύνη και αγαλλίαση κοντά στο Θεό βλέποντας υπερφυσικά μυστήρια, η ψυχή ωστόσο υπόκειται στη μεταβολή και πολύ λίγο απέχει από τη γήινη ύλη και από το σώμα που την περιέχει, ίσως για να είναι και λίγο φοβισμένη στον αδιάκοπο αγώνα της μην τυχόν κλίνει ποτέ προς το σώμα. Κι είναι δεμένη θαυμαστά μαζί του και κατά κάποιο τρόπο συμφωνεί μαζί του θέλοντας μη θέλοντας, και συμπάσχει και σε μερικά έχει αλλοιωθεί από τη φύση της, ώστε μπορεί να πει κανείς ότι δεν έχει εξουσία.
Κι είναι το σώμα για την ψυχή ανένδοτος αντίπαλος και της δίνει πολλές αφορμές που τη σπρώχνουν σε ολισθήματα. Άρα χρειάζεται αγωνία και προσευχή από το φόβο που ανακύπτει. Έχει μεγάλη ανάγκη φόβου και τρόμου η ψυχή που ανυψώνεται προς το Θεό. Kαι πόσο μεγάλη ανάγκη έχει από προσοχή και προσευχή αφήνω στους πιο στοχαστικούς από τους ακροατές να το σκεφτούν και να το διακρίνουν. Kαι αυτά βέβαια ενώ ήδη θα θεωρεί με τη φωτιστική χάρη του Πνεύματος και θα πάσχει ανάλογα τα της θείας αγάπης.
Aν ο Αδάμ είχε εύλογο φόβο παράλληλα με την υπερβολικά θεομίμητη και προφητική δωρεά που απολάμβανε, δε θα νικιόταν, αλοίμονο, με τόσο άσχημο τρόπο. Το ίδιο και ο Σαμψών που γεννήθηκε από θεία υπόσχεση και ο θεοφόρος Δαβίδ και πολλοί άλλοι, μεταξύ των οποίων και ο Σολομών, ο θαυμαστός σε όλα.
Αν λοιπόν τέτοιοι άνθρωποι είχαν ανάγκη από φόβο και αγωνία και προσοχή παράλληλα με την προσευχή, τί πρέπει να σκεφτούμε για εκείνους που δεν έλαβαν ακόμη την υπερφυσική δωρεά και ενέργεια του Πνεύματος; Που ακόμη δεν ανέβηκαν στους θείους εκστατικούς έρωτες και στις μανικές, ας πούμε, βακχείες του βλεπομένου κάλλους του Θεού; Πόσο φόβο χρειάζονται και τρόμο, προσοχή δίκαιη και προσευχή στο όνομα του Ιησού Χριστού, αδιάκοπα και με φρόνημα ταπεινό;
46. Η πείρα γνωρίζει ότι η αρχή της αγάπης είναι τριπλή, και ανάλογα τριών είδών είναι τα πρώτα της, και βέβαια κι οι λόγοι της είναι τριών ειδών. Υπάρχει αγάπη αισθητική, δηλαδή των αισθήσεων, προς μερικά αισθητά. Πρόκειται για περιπαθή όρεξη κάποιου επιθυμητού· γι' αυτό πολλές φορές και τα άλογα ζώα αγαπούν. Υπάρχει και άλλη αγάπη, λογική έφεση της ψυχής για κάτι που νομίζεται αγαθό, με σκοπό να επιτευχθεί το αγαθό.
Η τρίτη είναι βέβαια νοερή, αλλά είναι από το ζωοποιό Πνεύμα. Είναι ένα υπερφυσικό θέλγητρο που ωθεί το καλό αθέλητα μέσα στην καρδιά και φλογίζει κι ενεργεί με τη θεωρία του άκρου Αγαθού, δηλαδή του Θεού. Γιατί όπως ο Θεός δε θεωρείται με τη θέληση της ψυχής ωραίος και άπειρες φορές πιο ωραίος απ' όλα, αλλά από τη φύση Του, έτσι ανάλογα και ο θείος έρωτάς Του δεν ανάβει με τη θέληση του ανθρώπου, γιατί είναι αεικίνητη φυσική ενέργεια του ζωοποιού Πνεύματος που ενεργεί μέσα στην καρδιά και απέχει τόσο πολύ από το να κινείται από τη θέληση της ψυχής, ώστε να συμβαίνει το αντίθετο, δηλαδή μάλλον αυτή η ενέργεια από τη φύση της κινεί τη θέληση.
Γι' αυτό και είναι και λέγεται επιπλέον θεία παράκληση, γιατί από το ένα μέρος είναι ενέργεια του Θεού επάνω στην ψυχή με έμπνευση και επιφοίτηση του Πνεύματος, και από το άλλο είναι σχέση της ζωοποιού ψυχής με το Θεό, η μοναδική θαυμάσια ένωση και συμπάθεια, που έλκει και θέλγει ολόκληρο το νου μαζί με όλες τις δυνάμεις της ψυχής με όλη την ορμή προς την ένωση με το θείο κάλλος, μαζί με νοερή επιθυμία του καλού.
Γι' αυτό και δε λέγεται παράκληση τίποτε από τα προλεχθέντα· ούτε η όρεξη κάποιου επιθυμητού αισθητού, ούτε η έφεση κάποιου αγαθού. Αλλά παράκληση λέγεται μόνο η αγάπη τού κατά τη θεωρία νοερού καλού, που κινείται ως επιθυμία με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος με συναίσθηση μέσα από την καρδιά. Και Παράκλητος ονομάζεται το Άγιο Πνεύμα, του οποίου ενέργεια είναι αυτή, η οποία είναι και πραγματικά αγάπη, και αυτής απεικονίσεις είναι οι άλλες δύο αγάπες. Ή μάλλον, η μία, δηλαδή η αγάπη της ψυχής, που με το λογισμό ζητεί το αγαθό για το αγαθό, είναι δικαιολογημένα απεικόνιση της θείας και πνευματικής αγάπης, ενώ η άλλη, η αισθητική, είναι απεικόνιση της ψυχικής.
Επομένως, ελάχιστα γνωρίζει κανείς τα της αγάπης, τη γλυκιά διάθεση και την παράκληση, κι έχει πλήρη άγνοια της αγάπης προτού λάβει στην καρδιά του αέναα και φανερά την ενέργεια της ζωοποιού δυνάμεως του Αγίου Πνεύματος. Γιατί ο λογισμός δεν μπορεί πάντως να κινήσει από μέσα την έδρα των ψυχικών δυνάμεων, δηλαδή την καρδιά, αλλά από έξω· πολύ λιγότερο μπορεί να την κινήσει η αίσθηση. Γι' αυτό και με αυτά μόνο επιφανειακά και εικονικά αγαπά κανείς ο,τιδήποτε.
Η δύναμη όμως και η ενέργεια του αγίου και ζωοποιού Πνεύματος, όταν καταλάβει από μέσα όλο τον οίκο της ψυχής από τα βάθη της και στη συνέχεια κινεί με το θέλγητρό της, όπως είπα, ολόκληρες τις δυνάμεις της ψυχής στη νοερή θεωρία του άκρου Αγαθού, αρπάζει τελείως την ψυχή προς το θείο κάλλος με αγάπη ουσιαστική και γοητεία υπερκόσμια. Μόνο λοιπόν όποιος κινείται από το Θεό κι έχει μέσα του θεία ενεργήματα όπως αυτά που περιγράψαμε, μόνο αυτός έμαθε με βεβαιότητα, μέσα στο μυστικό βάθος της ψυχής του, τι είναι η ουσιαστική αγάπη και ποια είναι η απόλαυσή της.
Και ότι κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να αγαπήσει ουσιαστικά τίποτε από τα μύρια όσα, ούτε και το Θεό τον ίδιο, πριν γίνει μέτοχος του ζωοποιού Πνεύματος, ακόμη κι αν αγαπά όσο μπορεί· αλλά ούτε και γνωρίζει ακριβώς τί είναι αγάπη και ποιά η ανέκφραστη ηδονή που απορρέει από αυτή με τη χάρη του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας. Σε Αυτόν αρμόζει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση στους αιώνες. Αμήν.
πηγή : ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου