Η ΤΡΙΑΔΑ ΣΤΟ «ΔΟΓΜΑ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΑΥΤΟΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑΣ», ΣΛΑΪΕΡΜΑΧΕΡ -ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ-
Η ΠΙΣΤΗ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΥΠΕΡΒΑΤΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
Από το ξεκίνημά της, με τον Schleiermacher, η μοντέρνα προτεσταντική θεολογία εκφράζει μια απέραντη δυσφορία απέναντι στον τριαδολογικό στοχασμό. Ο Σλαϊερμάχερ ονομάστηκε δικαίως “πατέρας του μοντέρνου προτεσταντισμού” και ακόμη “τελευταίος πατέρας της Εκκλησίας”. Θέλησε να διακόψει κάθε δεσμό της θεολογίας με τον Διαφωτισμό και προσπάθησε να ξαναφέρει την νοημοσύνη της πίστεως πίσω στους δρόμους που χάραξε η Διαμαρτύρηση, και να ιδρύσει επίσης μια νέα συνάντηση της θεολογίας με τον πολιτισμό. Η σύνθεσή του πραγματοποιείται την ίδια εποχή που δρουν και ο Φίχτε και ο Σέλλινγκ και ο Hegel, μια εποχή εξανθρωπήσεως του χριστιανισμού και της θεολογίας μέσα από το φίλτρο της συνειδήσεως αλλά που κατέληξε να ξανασυμμαχήσει στο τέλος με την αστική ηθική. Η βασική προϋπόθεση του Σλαϊερμάχερ υπήρξε να δείξει με τα μέσα της σκέψης και της γλώσσας, πως οι αρχές της φιλοσοφίας και της επιστημονικής έρευνας της εποχής του, παρότι δεν χρειάζονται τα θεολογικά αξιώματα τα οποία βασίζονται στην αποκάλυψη και στην πίστη, παρόλα αυτά δεν τα αποκλείουν. Η θεολογία ανοίγεται στον κόσμο και αναφέρεται στον κόσμο. Η αντιπαράθεση με τον χρόνο της εποχής του καταλήγει να γίνει η βασική του απασχόληση, τόσο ώστε ξεχνά εντελώς την άλλη βασική εργασία της θεολογίας, το ξεκαθάρισμα των χριστιανικών αληθειών.
Πώς εξηγείται λοιπόν η έλλειψη εμπιστοσύνης, ακόμη δε και η απέχθεια του Σλαϊερμάχερ απέναντι στην σπουδαιότητα που αποδίδει ο Hegel στην Τριαδολογία; Γιατί ο θεολόγος, μεγάλος υποστηρικτής της «αυτοσυνειδησίας», στην οποία έβλεπε την αντανακλώμενη αξία, το σύμβολο ή το όργανο του θεού, δεν προσπάθησε ποτέ του να κατανοήσει την πραγματικότητα του θεού, μεταφέροντας αυτή την ίδια Αρχή στην προσπάθεια κατανοήσεως των προσώπων της Τριάδος;
Στις 30 Μαρτίου 1818 ο Σλαϊερμάχερ έγραψε ένα εκτενέστατο γράμμα στον Γιακόμπι, έναν φιλόσοφο που εκτιμούσε πάρα πολύ, σχετικά με το πρόβλημα του προσώπου του θεού (Persona Dei) το οποίο ο Γιακόμπι εκτιμούσε πάρα πολύ αλλά το οποίο απουσίαζε από τον φίλο του θεολόγο. Έγραφε: «Ο ανθρωπομορφισμός ή καλύτερα ο ιδεομορφισμός είναι οπωσδήποτε απαραίτητος στο πεδίο της μεταφράσεως του θρησκευτικού συναισθήματος. Στο πεδίο της Φιλοσοφίας όμως η καθεμιά έκφραση φανερώνει την ατέλεια της προηγούμενης, ώστε δεν κατορθώσαμε μέχρι τώρα να δημιουργήσουμε μια πραγματική έννοια της κορυφαίας ουσίας, παρότι κάθε αληθινή φιλοσοφία είναι μόνον η έμπνευση πως αυτή η άφατη αλήθεια της κορυφαίας ουσίας βρίσκεται στο βάθος κάθε μας σκέψης και συναισθήματος». Από το ένα μέρος λοιπόν ο Σλαϊερμάχερ φαίνεται να φοβάται τον ανθρωπομορφισμό ή ιδεομορφισμό της κατηγορίας του προσώπου που αποδίδουμε στον θεό και από το άλλο την θεωρεί απαραίτητη στο επίπεδο της φιλοσοφικής ερμηνείας. Προσθέτει όμως πως για να εκφράσουμε την «κορυφαία ουσία» του άφατου θεού δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική λύση από το να μιλήσουμε ξεκινώντας από την θρησκευτική εμπειρία και ιδιαιτέρως από το «συναίσθημα της απολύτου εξαρτήσεως».
Σε ένα δοκίμιο του 1822 ο Schleiermacher συγκεντρώνει με δεξιοτεχνία όλο το υλικό που πρόσφεραν οι έρευνες μέχρι την εποχή του, γύρω από την μάχη των πρώτων Χριστιανών με τις αιρέσεις και την δημιουργία Εκκλησιαστικού δόγματος. Γράφει: «Η νέα πίστη πρέπει να λογαριάσει τα δύο θεμέλια που ορίζουν την ταυτότητά της: Την Μοναρχία ή ενότητα της ουσίας του θεού και την Οικονομία ή το ιστορικό ξετύλιγμα της Σωτηρίας το οποίο επραγματοποιήθη με τον Χριστό». Προσπαθώντας να συλλάβει την διαλεκτική της Μοναρχίας ή της Οικονομίας, ο Σλαϊερμάχερ προσπαθεί να κατανοήσει τις αιτίες των αιρετικών, οι οποίοι κατέληξαν εκτός Εκκλησίας. Εδώ λοιπόν διακρίνεται μια Ιδιαιτερότης του Σλαϊερμάχερ ο οποίος ακόμη και όταν μελετά τους Πατέρες έλκεται ιδιαιτέρως από την σκέψη του Σαβέλλιου.
Συγκεντρώνει όμως μέσα από την ερευνά του και όλες τις ερωτήσεις στις οποίες προσπάθησε να απαντήσει η νεαρή χριστιανική θεολογία!!!
Με ποιον τρόπο στον μοναδικό θεό μπορούμε να μιλήσουμε για έναν Πατέρα, έναν Υιό και ένα Πνεύμα; Εάν στον θεό μετράται ένα πλήθος «προσώπων», με ποιον τρόπο μπορούμε να αποφασίσουμε εάν η γέννηση του Υιού από τον Πατέρα είναι ένα γεγονός ελευθερίας ή ανάγκης μέσα στην θεϊκή ουσία; Με ποιον τρόπο υπάρχει ένα πλήθος «προσώπων» έτσι ώστε η ουσία αυτών των προσώπων να είναι μοναδική, ενώ το δεύτερο πρόσωπο είναι του Σωτήρος και το τρίτο του Πνεύματος το οποίο ενεργεί στην Εκκλησία; Πώς μπορούμε να ξεκαθαρίσουμε την απόλυτη προσωπικότητα της Τριάδος; Ο Σλαϊερμάχερ προσπαθεί να ανακαλύψει την λογική γραμμή των διαφόρων λύσεων, αλλά με πολύ μεγάλη προσοχή φανερώνει τις αντιφάσεις στις οποίες περιείλθαν οι Πατέρες προσπαθώντας να αντικρούσουν τον Σαβέλλιο. Κατά την κρίση του ο Σαβέλλιος κατανοούσε την Μοναρχία σαν το δόγμα της ουσιαστικής ενότητος του θεού «εις εαυτόν» και την Οικονομία σαν το δόγμα των διαφορών στην θεότητα σε σχέση με τον κόσμο, με την Σωτηρία, με «εμάς». Για τον Σαβέλλιο η τριάδα είναι ο αποκεκαλυμμένος θεός και κάθε μέλος της είναι ένας ιδιαίτερος τρόπος της αποκαλύψεως. Η θεότης καθενός απ’ αυτά τα μέλη δεν είναι διαφορετική, αλλά είναι πάντοτε μία και μόνη. Έτσι ο θεός ως άφατος, κρυμμένος είναι Μονάς, ενότης και ως αποκεκαλυμμένος είναι Τριάς. Τοιουτοτρόπως οι Τρεις της αποκαλύψεως είναι ομοούσιοι στην μοναδική θεϊκή ουσία (μονοουσία). Στην Αλεξανδρινή Χριστολογία, παρατηρεί ο Σλαϊερμάχερ, υπήρχαν δύο συνδεμένα στοιχεία αλλά ακόμη τελείως ενωμένα: Η υποταγή του Υιού στον Πατέρα και μαζί η θεότης του Υιού σαν υποστατικός Λόγος. Ο Άρειος δέχθηκε το πρώτο στοιχείο και αρνήθηκε το δεύτερο. Αντιθέτως ο Μ. Αθανάσιος δέχθηκε το δεύτερο και αρνήθηκε το πρώτο.
Από εδώ προέρχεται η λύση την οποία πρότεινε ο Μ. Βασίλειος να διακρίνουμε δηλαδή στον θεό την ουσία και την υπόσταση, δηλαδή την ύπαρξη από το πρόσωπο και επομένως το κοινόν από το ίδιον, ώστε να αντιμετωπισθεί από το ένα μέρος ο Τριθεϊσμός και από το άλλο ο Σαβελλιανισμός. Στην πραγματικότητα όμως δεν έγινε κατανοητή η βαθειά πρόθεση του Σαβέλλιου.
Σ’ αυτό το σημείο θα μπορούσαμε όμως να αναρωτηθούμε γιατί ο Σλαϊερμάχερ δεν έθεσε την καταπληκτική του ιστορική γνώση, την βαθειά του κατανόηση της πολεμικής η οποία οδήγησε την αρχαία Εκκλησία να εκφράσει τα δόγματά της, στην υπηρεσία μιας μοντέρνας Τριαδικής θεολογίας;
Τον εμπόδισε η βασική του έννοια της «θρησκευτικής αυτοσυνειδησίας». Πρέπει να γίνει κατανοητός με κάποια ακρίβεια ο λόγος του Σλαϊερμάχερ στις μεθοδολογικές και θεωρητικές του προϋποθέσεις. Κατ’ αρχάς λοιπόν πρέπει να αναγνωρίσουμε πως η «αυτοσυνειδησία» δεν ταυτίζεται με την Γνωστική λειτουργία, παρότι εμπλέκεται σ’ αυτή. Η αυτοσυνειδησία για τον Schleiermacher είναι η συνθήκη a priori της εμπειρίας στην καθολικότητά της, αυτό που προϋπάρχει και κάνει δυνατή αυτή την ίδια την εμπειρία. Στο πιο ψηλό επίπεδο της πνευματικής υπάρξεως η αυτοσυνειδησία συγκεκριμενοποιείται σαν «στοχαστική σκέψη» και σαν «προγραμματική σκέψη» και πάνω απ’ όλα σαν «αίσθημα», δηλαδή σαν άμεση αυτοσυνειδησία η οποία συσχετίζεται με την ενότητα και την ολότητα του υπαρκτού. Μ’ αυτή την έννοια μπορούμε να πούμε πως το «αίσθημα» ορισμένο σαν «αίσθημα απολύτως εξαρτημένο» αποτελεί μέσα στον άνθρωπο αυτή την ίδια a priori συνθήκη του σαν κτίσμα. Μια συγκεκριμένη «κατάφαση» του αισθήματος ή της αμέσου αυτοσυνειδησίας είναι η «θρησκευτικότης». Για τον Σλαϊερμάχερ η θρησκευτικότης δηλαδή η «θρησκευτική αυτοσυνειδησία» δεν είναι καθεαυτή ούτε μια γνώση ούτε μια πράξη, αλλά πάντοτε η a priori υπερβατική προϋπόθεση της σχέσης με τον θεό η οποία επραγματοποιήθη ιστορικά. Η πίστη προσδιορίζεται επομένως σαν βεβαιότης, τοποθετημένη στην αυτοσυνειδησία του θεού ο οποίος μ’ αυτή την αυτοσυνειδησία σχετίζεται. Συνεπώς κάθε φανέρωση του θεού μπορεί να προκύψει και να εκφρασθεί pro nobis, στον συσχετισμό της μαζί μας. Η εμπειρία της πίστεως είναι μια πρόσβαση στην πραγματικότητα του θεού μόνον μέσα στην αυτοσυνειδησία μας.
Εάν είναι αυτή λοιπόν η σωστή λογική ανάπτυξη της σκέψεως του Σλαϊερμάχερ, παραμένει αλήθεια πως στην εποχή του θριάμβου της υπερβατικής φιλοσοφίας, θέλησε να ερευνήσει για το θρησκευτικό φαινόμενο και συγκεκριμένα για τον χριστιανισμό, τις συνθήκες της δυνατότητός του μέσα στην υπερβατική δομή της συνειδήσεως.
Σ’ αυτή την προοπτική δεν πραγματοποίησε καμιά «επιστημολογική ρήξη», τοποθετώντας στο κέντρο της θεολογίας το ανθρώπινο αίσθημα αντί για την αποκάλυψη του θεού, την ανθρωπολογική διάσταση και όχι την κυριότητα του κηρύγματος. Είναι όμως στ’ αλήθεια η υπερβατικότης ο καλύτερος τρόπος από τις φιλοσοφικές προοπτικές για να κατανοήσουμε και να ερμηνεύσουμε το Μυστήριο του Χριστιανικού Θεού, την τριαδικότητα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος;
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου