Ἡ ἴδια Ὀρθόδοξη Ὁμολογία,
ἀπαράλλακτο τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως,
17 αἰῶνες μετὰ.
Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικόλαος
Σὲ μία ἐποχὴ καὶ σὲ ἕναν κόσμο ποὺ μὲ μῖσος ἀμφισβητεῖ καὶ μυωπικὰ ἀρνεῖται τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, ἐμεῖς ὡς Ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ ὁμολογοῦμε τὴν ζωντανὴ παρουσία Του στὴ ζωή μας, μάλιστα ὡς Πατρὸς γεμάτου ἀγάπη καὶ ἔτσι ἐν ὁμονοίᾳ ὁμολογεῖ ὁ καθένας μας καὶ ὅλοι μαζί: Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν, Πατέρα.
Σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ ἡ δύναμη τοῦ «κοσμοκράτορος τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου» (Ἐφ. στ΄ 12) φαίνεται νὰ κυριαρχεῖ παντοῦ καὶ νὰ κατευθύνει τὰ πάντα, ἐμεῖς ὁμολογοῦμε τὴν πίστη μας στὸν Θεὸ πατέρα ὡς Παντοκράτορα, ὁ ὁποῖος εἶναι ἰσχυρότερος τοῦ κοσμοκράτορος, ἀφοῦ «μείζων ἐστὶν ὁ ἐν ἡμῖν ἢ ὁ ἐν τῷ κόσμῳ» (Α΄ Ἰω. δ΄ 4).
Σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ ἐπιστρατεύει τὴν ἐπιστήμη, προκειμένου νὰ πείσει ὅτι ὁ κόσμος εἶναι ἀποτέλεσμα τυχαιότητος ἢ αὐτόματης γένεσης καὶ ἀντικαθιστᾶ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἀόριστη ἔννοια τῆς τύχης, ταυτόχρονα δὲ ὑποστηρίζει ὅτι ὑπάρχει μόνον ὅ,τι βλέπουμε καὶ ψηλαφοῦμε καὶ πείσμονα ἀρνεῖται τὴν ὕπαρξη μὴ ὁρατοῦ κόσμου, ἐμεῖς ὁμολογοῦμε Θεὸν δημιουργόν, ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράτων, δηλαδὴ καὶ ὅλου τοῦ ὁρατοῦ καὶ ἀοράτου κόσμου.
Σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ παλινδρομεῖ ἀνάμεσα στὴν ἀσεβῆ ἀπόδοση ἀνθρώπινων ἀδυναμιῶν καὶ παθῶν στὸ θεανδρικὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν ἀμφισβήτηση τῆς ἱστορικῆς παρουσίας Του, ἐμεῖς διακηρύσσουμε τὴν προαιώνια ἐκ τοῦ Πατρὸς γέννησή Του καὶ τὴν τέλεια θεότητά Του καὶ ὁμολογοῦμε καὶ σήμερα ὅτι πιστεύουμε καὶ εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὸν μονογενῆ, τὸν ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννηθέντα πρὸ πάντων τῶν αἰώνων. Φῶς ἐκ φωτός, Θεὸν ἀληθινόν, ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, δι’ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο.
Σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ διερωτᾶται ποῦ εἶναι ὁ Θεός, ποὺ δυσκολεύεται νὰ τὸν διακρίνει καὶ βιάζεται νὰ τὸν ἀπορρίψει, ἐμεῖς ἀναφωνοῦμε ὅτι «μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός», καὶ ὁμολογοῦμε τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν τέλειον Θεὸν καὶ τέλειον ἄνθρωπον, τὸν μόνον ἀναμάρτητον, τὸν δι’ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καὶ σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου καὶ ἐνανθρωπήσαντα.
Σὲ μιὰ ἐποχὴ καὶ σὲ ἕναν κόσμο ποὺ «μισεῖ καὶ διώκει, ἀρνεῖται καὶ σταυρώνει τὸν Κύριον», ποὺ θεωρεῖ τὸν λόγο τῆς θυσίας Του «μωρίαν ἢ σκάνδαλον», ἐμεῖς τὸν ἀναγνωρίζουμε ὡς «Θεοῦ δύναμιν καὶ Θεοῦ σοφίαν» (Α΄ Κορ. α΄ 24) καὶ Τὸν ὁμολογοῦμε ὡς ζῶντα Θεὸνσταυρωθέντα τε ὑπὲρ ἡμῶν ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου καὶ παθόντα καὶ ταφέντα.
Σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ φοβεῖται τὸν θάνατο καὶ τὸν ἀρνεῖται, ἐπειδὴ ἀγνοεῖ τὴν ζωὴ καὶ τὴν πολεμᾶ υἱοθετῶντας εὐγονικὲς καὶ εὐθανασιακὲς ἀντιλήψεις καὶ πρακτικές, ποὺ στὸν λεγόμενο πολιτισμένο καὶ ἀναπτυγμένο κόσμο γιὰ κάθε παιδὶ ποὺ γεννιέται ἔχει καταστρέψει διπλάσια ἔμβρυα, ἐμεῖς διακηρύσσουμε τὴν πίστη μας στὴ συντριβὴ τοῦ θανάτου διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸν ὁποῖο ὁμολογοῦμε καὶ ἀναστάντα τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ κατὰ τὰς Γραφάς. Τὸν ὁμολογοῦμε ὄχι θῦμα τῆς ἱστορίας, οὔτε ὡς θεατὴ τοῦ κόσμου ἢ ἁπλῶς πρότυπο πρὸς μίμησιν, ἀλλὰ ὡς νικητὴν τοῦ θανάτου καὶ Θεὸν «κλώμενον καὶ ἐκχυνόμενον, προσφερόμενον καὶ διαδιδόμενον», κοινωνούμενον, ὅτι δηλαδὴ ὑπάρχει στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μας γιὰ νὰ μετέχεται καὶ νὰ κοινωνεῖται ἀπὸ τοὺς πιστούς, οἱ ὁποῖοι «γεύονται καὶ βλέπουσιν ὅτι Χριστὸς ὁ Κύριος» (Ψαλμ. λγ΄ 9).
Σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ συνηθίζει μόνον νὰ κρίνει καὶ ὄχι νὰ κρίνεται, ποὺ ἀρνεῖται τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ περιφρονεῖ τὶς ἐντολές Του, ἐμεῖς ζοῦμε μὲ τὴν προσδοκία τῆς δευτέρας παρουσίας Του, τὸ φρόνημα τῆς ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ ἀπολογίας μας καὶ τὴν πίστη στὴν αἰώνια βασιλεία Του. Γι’ αὐτὸ καὶ Τὸν ὁμολογοῦμε καὶ ἀνελθόντα εἰς τοὺς οὐρανούς, καὶ καθεζόμενον ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός• καὶ πάλιν ἐρχόμενον μετὰ δόξης κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς, οὗ τῆς βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος.
Σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ ὁμιλεῖ γιὰ πνευματικὸ πολιτισμό, ἀλλὰ ἀγνοεῖ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀρνεῖται τὴν θεϊκὴ παράκληση καὶ χάρι, ποὺ ζεῖ ἀπαράκλητα μέσα στὴν ὑλιστικότητα καὶ στὴν ἐφημερότητα, ἐμεῖς ὡς Ὀρθόδοξοι πιστεύουμε καὶ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τὸ Κύριον, τὸ Ζωοποιόν, τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον, τὸ σὺν Πατρὶ καὶ Υἱῷ συμπροσκυνούμενον καὶ συνδοξαζόμενον, τὸ λαλῆσαν διὰ τῶν Προφητῶν, καὶ ὁμολογῶντάς το ὡς Παράκλητον λαλοῦντα διὰ τῶν Πατέρων ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ζοῦμε μὲ τὴν προσδοκία τῆς χάριτός Του.
Σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ αὐτοχαρακτηρίζεται ὡς μεταχριστιανική, ποὺ μετατρέπει τοὺς ναούς της σὲ ἀγορές καὶ καταστήματα, σὲ χώρους διασκέδασης καὶ γυμναστήρια, ποὺ ἀρνεῖται τὴ γνώση τῆς ἀλήθειας, ποὺ ζεῖ μέσα σὲ διχασμοὺς καὶ διαιρέσεις, ἐμεῖς ζοῦμε τὴν Ἐκκλησίαν ὡς μίαν, ἁγίαν, καθολικὴν καὶ ἀποστολικήν. Ὡς Μία, μόνον αὐτὴ περικλείει μέσα της τὸν Χριστὸ καὶ «πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν» (Ἰω. ιστ΄ 13) ∙ ὡς Ἁγία ζεῖ καὶ κηρύττει αὐθεντικὰ τὴν μετάνοια, τὴν ταπείνωση καὶ τὸν ἁγιασμό, «οὗ χωρὶς οὐδεὶς ὄψεται τὸν Κύριον» (Ἑβρ. ιβ΄ 14)∙ ὡς Καθολικὴ, ἀγκαλιάζει ὅλον τὸν κόσμο καὶ τὴν κτίση, ἔχει ἐπαγγελία «ζωῆς τῆς νῦν καὶ τῆς μελλούσης» (Α΄ Τιμ. δ΄ 8), κατέχει τὸ πλήρωμα τῆς ἀληθείας καὶ ἐπιθυμεῖ «πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄ Τιμ. β΄ 4) «μαθητεύουσα πάντα τὰ ἔθνη» (Ματθ. κη΄ 19)∙ ὡς δὲ Ἀποστολικὴ τηρεῖ τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ζεῖ κατὰ τὸ πρότυπο τῆς ζωῆς τους καὶ διαφυλάσσει τὴν πίστη τους ἀπαράλλακτη.
Σὲ μία ἐποχὴ ποὺ ἔχει συντρίψει τὸν ἄνθρωπο στὸ ἐπίπεδο τῆς βιολογικῆς ὀντότητος καὶ μόνον, ποὺ τὸν ἀναγνωρίζει μόνον ὡς μηχανὴ ποὺ τεχνολογεῖται ἢ πληροφορία ποὺ προγραμματίζεται ἢ κοινωνικὴ ὀντότητα μὲ συμφέροντα, δικαιώματα καὶ ὑποχρεώσεις, ποὺ μηδενίζει κάθε προοπτική του, ποὺ ἰσοπεδώνει τὴν ἀξία του∙ σὲ ἕναν κόσμο ποὺ ὁ ἄνθρωπος χωρὶς τὸν Θεὸ ἀπεγνωσμένα παλεύει γιὰ τὴ ζωὴ καὶ κληρονομεῖ μονίμως τὸν θάνατο, ποὺ προσπαθώντας μὲ τὴν τεχνολογία του νὰ ἐνδυναμώσει τὴν ἀνθρώπινη φύση (human enhancement, transhumanism), τελικὰ τὴν καταργεῖ, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στὸ πρόσωπο τῶν ἁγίων της καὶ ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἐλευθερώνει καὶ τὴν ὑπερβαίνει θεώνοντάς την καὶ καθιστῶντάς την μεθεκτικὴν τοῦ Θεοῦ. Οἱ Ὀρθόδοξοι ἀναγνωρίζουμε τὸν ἄνθρωπο ὡς πλασμένον «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ» (Γεν. α΄ 26), ὡς «ζῶον θεούμενον», ὡς κεκλημένον νὰ γίνει «θείας κοινωνὸς φύσεως» (Β΄ Πέτρ. α΄ 4), ὡς διὰ τοῦ βαπτίσματος «ἄνωθεν γεγεννημένον» (Ἰω. γ΄ 7) ὡς «μὴ ἔχοντα ᾧδε μένουσαν πόλιν ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦντα» (Ἑβρ. ιγ΄ 14). Γι’ αὐτὸ καὶ ὅλοι μαζὶ καὶ ὁ καθένας μας χωριστὰ ὁμολογοῦμεν ἓν βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ προσδοκῶμεν ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ἀμήν.
Ἴνδικτος 2016
ΣΧΟΛΙΟ: Εδώ έχουμε τήν αιτία καί μιά ωραία εξήγηση τού λόγου τής αυτονομήσεως τής εκκλησίας καί τής εκκοσμικεύσεώς της. Η εκκλησία διαθέτει αυτά πού δέν έχει ο κόσμος,η εκκλησία διαθέτει αυτά πού επιθυμεί καί ψάχνει ο κόσμος. Η εκκλησία καί η εποχή βρίσκονται σέ διαλεκτική σχέση. Η εκκλησία έχει τίς λύσεις γιά όλα τά προβλήματα τής εποχής. Η εκλησία βάλλεται ύπουλα πανταχόθεν.
Η Εκκλησία άνθρωπε δέν είναι εκ τού κόσμου τούτου. Δέν υφίσταται γιά νά λύνει τά προβλήματα τού κόσμου καί τών νέων. Δέν ήρθε ο Κύριος ανάμεσά μας γιά νά μάς λύσει τά προβλήματα όπως πιστεύουν σήμερα οι οικουμενιστές, όπως ακριβώς χτές η Λατινική θεολογία ισχυριζόταν ότι η αιτία τής ενσαρκώσεως ήταν καί είναι η αμαρτία τού ανθρώπου καί η λύτρωσή του από τά πάθη. Εναν ισχυρισμό πού εισήγαγαν οι οργανωσιακοί καί διέλυσαν τήν πίστη τού αγράμματου καί απροστάτευτου λαού τού θεού. Ακόμη καί σήμερα ταυτίζουν τόν καλό άνθρωπο μέ τόν καλό χριστιανό. Τόν μέσα κι' έξω λευκό.
Δέν γνωρίζει ο ευλογημένος ότι σήμερα, μετά τήν σύνοδο τών νεο-καρδινάλλιων δέν υφίσταται πλέον η Μία Αγία,καθολική καί αποστολική εκκλησία; Οτι καταργήθηκε τό αναστάσιμο βάπτισμα, μέσα από τόν θάνατο τού παλαιού ανθρώπου,η μετοχή στήν αναστάσιμη Μετάληψη μέσα από τήν ανάμνηση τού εκούσιου πάθους τού Κυρίου; Οτι εγκατελείφθη η οδός τής Μετανοίας καί ότι τό Αγιο Πνεύμα λαλεί πλέον καί διά τών προσωπικοτήτων, ότι προσέλαβε στήν σωτηρία καί τήν δαιμονική υπερηφάνεια τού ανθρώπου πού κινεί τήν ιστορία;
Μάλλον τά γνωρίζει καί μάς εμπαίζει.
Σήμερα η εγωπάθεια μετακινήθηκε από τό εγώ στό εμείς, μέσω ενός νεοορθοδόξου, νεοοργανωσιακού εγώ πού γεννιέται στόν άλλον.
Τό σύμβολο τής πίστεως αρχίζει μέ τό Πιστεύω όχι μέ τό Πιστεύουμε. Διότι τήν Πίστη μας τήν κρατούν ζωντανή οι Αγιοι, οι Μάρτυρες, οι οποίοι δέν περιμένουν παρέα γιά νά μαρτυρήσουν Χριστό ούτε τίς ευλογίες τών συνόδων. Τί νόημα θά είχε μιά οποιαδήποτε σύνοδος χωρίς τούς Μάρτυρες οι οποίοι ομολογούν τόν Κύριο ημών Ιησού Χριστό διά τού Αγίου Πνεύματος. Τί νόημα έχει μία σύνοδος η οποία ομολογεί τήν εκκλησία;
Αμέθυστος
9 σχόλια:
Καλά, άμα σ΄ενοχλεί και ο λόγος του μ. Νικολάου, τελικά έχεις Μέγα Πρόβλημα!!!!!!!!!!
Γι ΄αυτό και ψάξου!!!!!!!!!!!!!
Ξεκίνα από κανέναν καλό ψυχίατρο και μετά βλέπουμε...
Θά κάνω μεταμόσχευση.
Ειρωνικά σχολιάκια που δείχνουν το απύθμενο της αλαζονείας σου!!!!!!!!!!
Στο ίστολόγιό σου συνεχώς πατερικά κείμενα, αλλά μάλλον δεν σε ακουμπάνε καθόλου!
Ψάξε και βρες κανέναν καλό πνευματικό, γιατί δεν πας καθόλου καλά, άμα σε ενοχλούν και αυτά τα θεολογικά κείμενα!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
Γιά πές έναν καλό.Τόν δικό σου άς πούμε. Πρέπει νά είναι καλός αφού σέ έμαθε νά καταλαβαίνεις αυτό πού διαβάζεις καί νά μήν καταλαβαίνεις διαβάζοντας οποιοδήποτε κείμενο πάντοτε τό ίδιο πράγμα, αυτό πούχεις μέσα στό κεφάλι σου. Καί μιά συμβουλή. Ετούτος ο ιστότοπος δέν είναι καί ότι καλύτερο γιά θεούσες.
Άκου, φίλε μου, χίλιες φορές θεούσος παρά μηδενιστής!!!!!!!!!!
Γιατί δεν κάνεις κάτι άλλο από το να κριτικάρεις τους πάντες και τα πάντα.
Υπάρχει και ένα όριο όμως, που για σένα σίγουρα δεν υφίσταται γιατί σε τρώει το σαράκι ενός τυφλού εγωϊσμού, που στο τέλος θα σε καταστρέψει πνευματικά και θα τα χάσεις όλα!!!!!!!!!!!!!
ΚΑΛΗ ΜΕΤΑΝΟΙΑ, ΦΙΛΕ!!!!
Ενας άνθρωπος αμόρφωτος, φοβισμένος καί υπερφύαλος συνεχίζει οπωσδήποτε νά είναι άνθρωπος, παρότι είναι εγκεφαλικά νεκρός.
Μεσογαίας Νικόλαος: "Η Εκκλησία σήμερα βρίσκεται σε ύπουλο διωγμό."
Αν κάποιος διαβάσει την τελευταία παράγραφο στο παραπάνω κείμενο θα καταλάβει και το σχόλιο του Αμέθυστου και τις σωστές παρατηρήσεις του.
Ευτυχώς,όμως, που δεν είμαι ένας αμετανόητος και νάρκισσος ΜΗΔΕΝΙΣΤΗΣ όπως του λόγου σου, που σίγουρα βλάπτεις παρά ωφελείς τους αναγνώστες σου!
Ευτυχώς δέν έβλαψα καί σένα καί παρέμεινες ένας βράχος τής πίστεως.
Δημοσίευση σχολίου