Έχει καταστεί φανερό ότι ο Ερντογάν σάλπισε «γενική επίθεση» εναντίον της Ελλάδος όχι μόνον για λόγους εσωτερικής επικοινωνιακής τακτικής ενόψει του, αβέβαιου για το αποτέλεσμά του, σουλτανικού δημοψηφίσματος. Το μέγεθος και η ένταση των αμφισβητήσεων των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων είναι τέτοια που υποδηλώνουν ότι από το συρτάρι βγήκε σχεδιασμός – πολέμου. Μπήκαμε, επομένως, σε μια διαδικασία που είναι πολύ δύσκολο να μην οδηγήσει σε κάποια εμπλοκή. Ακόμη κι αν αυτή δεν συμβεί μέχρι την ημέρα του δημοψηφίσματος, αυτό δεν συνεπάγεται ότι η επόμενη ημέρα θα είναι διαφορετική. Στην πραγματικότητα, ο μόνος ουσιαστικός λόγος που θα συγκρατούσε τη Τουρκία από μια τυχοδιωκτική περιπέτεια στο Αιγαίο είναι η εμπλοκή της σε ευρείας έκτασης συγκρούσεις στη Συρία, με τους Κούρδους του YPG και SDF, ή και με το στρατό του Άσαντ. Σ’ αυτήν την περίπτωση, θα ήταν καθαρή τρέλα το άνοιγμα δεύτερου μετώπου, δεδομένου και τους χάους που επικρατεί, μετά το πραξικόπημα, στις τάξεις του τουρκικού στρατού. Η Άγκυρα, ωστόσο, αυτή τη στιγμή, συνεχίζει να εκμεταλλεύεται τη διεθνή ρευστότητα, τη μεταβατική περίοδο της διοίκησης Τραμπ και τη σύγκρουσή του με το παγκοσμιοποιημένο κατεστημένο, την προσπάθεια της Ρωσίας να την αποσπάσει από τις αγκάλες του ΝΑΤΟ, την ανύπαρκτη στη διεθνή σκηνή και κατακερματισμένη ήδη Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και τη διάθεση του Ισραήλ να περάσει, τελικώς, το φυσικό του αέριο από το τουρκικό έδαφος.
Ζούμε το δίχως άλλο σε έναν κόσμο που μεταβάλλεται ραγδαίως, όσο και αν κάποιες ελίτ, μεταξύ αυτών και η ελληνική, δεν θέλουν να το παραδεχθούν κι εξακολουθούν να διαβάζουν τα γεγονότα με τα γυαλιά του παρελθόντος ενώ ξορκίζουν το κακό στη βάση των κοινών τόπων των προηγούμενων δεκαετιών. Ο κόσμος αλλάζει, νέοι πόλοι ισχύος αναφύονται και νέες ισορροπίες διαμορφώνονται. Αναθεωρητικές δυνάμεις, όπως η Τουρκία, βρίσκουν πρόσφορο έδαφος να προβάλουν τις διεκδικήσεις τους. Πολλώ δε μάλλον, που στο εσωτερικό της συντελείται μια ιστορικών διαστάσεων μετάλλαξη του κράτους σε ισλαμο-απολυταρχικό. Κι όπως το κεμαλικό κράτος δημιουργήθηκε πάνω στις στάχτες της Σμύρνης, και το νέο ερντογανικό κράτος επιζητεί την βεβαίωσή του με την επέκτασή του στο Αιγαίο, στη Συρία, στην Κύπρο και στην Θράκη. Έτσι ώστε να έχει τη δυνατότητα να συντρίψει και τον εσωτερικό εχθρό –Κούρδους, Αλεβίτες, κοσμικούς- που αντιμάχεται την νέα εξουσία.
Ως εκ τούτου, το παιχνίδι που παίζει ο νεοσουλτάνος είναι ιδιαίτερα ριψοκίνδυνο. Όχι μόνον επειδή ανοίγει ταυτόχρονα πολλά μέτωπα, αλλά διότι αμφισβητεί και θέτει σε κίνδυνο συμφέροντα πολύ δυνατότερών του. Για να πετύχεις σε μια τέτοια περίπτωση, εκτός από την προβολή της ωμής βίας απαιτείται και η άσκηση ακροβατικών κινήσεων στη διπλωματία, κάτι που δεν χαρακτηρίζει τον παρορμητικό Τούρκο πρόεδρο.
Ο Ερντογάν, λοιπόν, απειλεί την Ελλάδα εκβιάζοντας παράλληλα τους Αμερικανούς να εγκαταλείψουν τους Κούρδους στη βόρεια Συρία, ώστε ο τουρκικός στρατός να μετατρέψει την ανατολική Συρία σ’ ένα τουρκικό ημι-προτεκτοράτο. Γνωρίζει ότι αυτή τη στιγμή, η Ουάσιγκτον δεν επιθυμεί να δημιουργηθεί αναστάτωση στην περιοχή του Αιγαίου και κατ΄ επέκταση στην νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Κι αυτό όχι μόνον γιατί είναι ανέτοιμη η κυβερνητική μηχανή του Τραμπ και μη ολοκληρωμένες οι γενικές κατευθύνσεις της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Αλλά επειδή, αυτή τη στιγμή, η Ελλάδα είναι χρήσιμη στον ατλαντικό παράγοντα για τέσσερεις τουλάχιστον λόγους:
Βρίσκονται σε εξέλιξη οι σχεδιασμοί για τον νέο ενεργειακό χάρτη, που σκοπό έχουν όχι απλώς τη μείωση της ρωσικής ενεργειακής εξάρτησης, μέσω των ανταγωνιστικών προς τους ρωσικούς αγωγών, αλλά και την αύξηση της αμερικανικής ενεργειακής παρουσίας, με την μεταφορά υγροποιημένου αερίου –κυρίως από Αλεξανδρούπολη.
Η Ελλάδα, όπως και η Κύπρος, λειτουργούν πλέον ως στρατηγικό βάθος του Ισραήλ, το οποίο απειλείται από την ιρανική διείσδυση στην Συρία, τη ισχυρή Χεζμπολλάχ και τη ρωσική παρουσία στην αυλή του. Κι αυτή η αξία των δύο ελληνικών κρατών δύσκολα μειώνεται όσο ο Ερντογάν παραμένει στην εξουσία.
Επίσης, η Αθήνα συνεχίζει να διαδραματίζει το ρόλο του πολιτικού δούρειου ίππου εντός της γερμανικής Ε.Ε. Κι αυτός ο μοχλός έμμεσης πίεσης δεν θα χαρισθεί ούτε από τον νέο ένοικο του Λευκού Οίκου, αν και με διαφορετική στόχευση απ’ ότι είχε ο προκάτοχός του.
Τέλος, υπάρχει και η ανησυχητική κατάσταση στα Βαλκάνια κι ο ρόλος της Ελλάδας στις επερχόμενες εξελίξεις. Η ήττα των Δημοκρατικών στις ΗΠΑ και η αντιπαράθεση Άγκυρας-Ουάσιγκτον δημιούργησαν σοβαρή δυσλειτουργία στην ισχύ της επιρροής επί των βαλκανικών χωρών, ενώ επανακάμπτει δυναμικά η Μόσχα, που απαντά έτσι στα μετόπισθεν του συμπαγούς φιλοατλαντικού τείχους που έχει υψωθεί από τη Φινλανδία και τις χώρες της Βαλτικής μέχρι την Ουκρανία και τη Ρουμανία. Στο βαλκανικό καζάνι, το επόμενο διάστημα δεν μπορεί να αποκλειστεί: η στρατιωτική αντιπαράθεση της Σερβίας με τους Αλβανούς του Κοσσυφοπεδίου, η απόσχιση των Σέρβων της Βοσνίας, η όξυνση των εντάσεων στα Σκόπια, όπου το σύστημα Σόρος και ο αλβανικός εθνικισμός έχουν έλθει αντιμέτωποι με τον ακραίο εθνικισμό των Σλαβομακεδόνων, οι οποίοι για πρώτη φορά στις δυόμιση τελευταίες δεκαετίες δεν έχουν από που να πιαστούν. Ακόμη, στη Βουλγαρία, μετά την εκλογή του φιλορώσου Ρούμεν Ράντεφ στη θέση του προέδρου της χώρας, όλα είναι ανοιχτά και για τις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές στις 26 Μαρτίου. Τέλος, στην Αλβανία η σύγκρουση αμερικανικών και τουρκικών συμφερόντων έχει πυροδοτήσει μια σκληρή εσωτερική πολιτική αντιπαράθεση. Μια ενδεχόμενη, επομένως, ελληνοτουρκική αντιπαράθεση θα μπορούσε να αποτελέσει τη θρυαλλίδα μιας γενικευμένης έκρηξης.
Ωστόσο, ένας πόλεμος στο Αιγαίο, παρά το γεγονός ότι δημιουργεί σοβαρό πρόβλημα εντός του ΝΑΤΟ, είναι κάτι που απεύχεται και η Ρωσία. Και έχει τους λόγους της. Ο ένας είναι ότι η διευθέτηση της σύγκρουσης θα γίνει, όπως και στο παρελθόν, από τις ΗΠΑ. Αυτό συνεπάγεται την πιθανότητα της εκ νέου στροφής της Άγκυρας στο ατλαντικό άρμα, ιδίως αν πετύχει κάποια μόνιμα κέρδη έναντι της Ελλάδας. Μια τέτοια εξέλιξη θα γκρέμιζε όλη την προσπάθεια του Κρεμλίνου να αποσπάσει στο μέτρο του δυνατού τη Τουρκία από το δυτικό στρατόπεδο, όχι μόνον στο επίπεδο μιας εύθραυστης τακτικής συνεργασίας στη Συρία, αλλά πρωτίστως στο πλαίσιο μια μακρόχρονης οικονομικής και ενεργειακής συνεργασίας, που είναι όσο ποτέ άλλοτε αναγκαία για την καταρρέουσα τουρκική οικονομία.
Επιπλέον, είναι πολύ πιθανό ότι, μετά από ένα ελληνοτουρκικό πολεμικό επεισόδιο, η διέλευση των ρωσικών πλοίων προς τη Μεσόγειο να γίνει πολύ δυσκολότερη. Ήδη τα νατοϊκά πλοία δεν περιπολούν στα νερά του Αιγαίου για να καταγράφουν τις μεταναστευτικές ροές αλλά, κυρίως, τα ρωσικά πολεμικά πλοία που κατευθύνονται στη Συρία.
Εντούτοις, δεν θα πρέπει να αποκλειστεί κάποιοι διεθνείς κύκλοι να θεωρούν ότι μια οξεία ένταση στο Αιγαίο θα εξυπηρετούσε τους σκοπούς τους. Γι’ αυτό υπάρχει πάντα ο κίνδυνος, να εμφανιστούν «χρήσιμοι ηλίθιοι», τύπου Ιωαννίδη, που να πέσουν στην όμορφα στημένη παγίδα…
Όσο για την Κύπρο, το απότομο τέλος της οπερέτας των διαπραγματεύσεων ήταν αναμενόμενο. Με απόλυτη διαστροφή της αλήθειας και επίδειξη περισσού θράσους, Άγκυρα και Ακιντζί προσπαθούν να εξευτελίσουν την κυπριακή ηγεσία και όλους όσους έπαιξαν, χωρίς να ζυγιάσουν τις συνέπειες, το χαρτί της «όποιας λύσης». Το παράλογο είναι ότι, δυστυχώς, υπάρχουν ακόμη και τώρα κάποιοι που μοιράζουν τις ευθύνες ισόποσα, για να μη χαθεί δήθεν το momentum, Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο ηγέτης του ΑΚΕΛ, που κι ο ίδιος μάλλον δεν έχει αντιληφθεί ότι έχει διαβεί πλέον και τον Ρουβίκωνα. Το μόνο θετικό, πάντως, απ’ όλη αυτή την υπόθεση είναι ότι πλέον έπεσαν οι μάσκες, και όλοι είδαν, θέλοντας και μη, σε προβολή από το μέλλον, πώς θα είναι η ζωή των Ελλήνων στην «ενωμένη» Κύπρο… Εν πάση περιπτώσει, η Άγκυρα είναι απολύτως βέβαιο ότι θα συνεχίσει το ίδιο επιθετικό βιολί, με καθολική αμφισβήτηση της κυπριακής κυριαρχίας, και με επίκεντρο την εκμετάλλευση του φυσικού αερίου που τους επόμενους μήνες μπαίνει σε νέα φάση.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Ρήξη", 4.3.17
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Ρήξη", 4.3.17
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου