Παῦλος Εὐδοκίμωφ
Τὸ ὡραῖο εἶναι ἡ λαμπρότης τοῦ ἀληθινοῦ, ἔλεγε ὁ Πλάτων: βεβαίωση ποὺ τὸ δαιμόνιο τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας συμπλήρωσε ἀφοῦ ἐπινόησε ἕνα μοναδικὸ ὅρο, τὴν καλοκαγαθία, ποὺ κάνει τὸ καλὸ καὶ τὸ ὡραῖο, τὶς δύο πλαγιὲς μιᾶς μοναδικῆς κορυφῆς. Στὸν τελευταῖο βαθμὸ τῆς συνθέσεως, αὐτὸν τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τὸ ἀληθινὸ καὶ τὸ καλὸ προσφέρονται στὴ θεωρία, ἡ ζωντανὴ συμβίωσή τους σημειώνει τὴν ὁλοκληρία τοῦ ὄντος καὶ ἐκπέμπει τὴν ὡραιότητα.
Τὸ πουλὶ ἐπάνω στὸν κλάδο, ὁ κρίνος στοὺς ἀγρούς, τὸ ἐλάφι στὸ δάσος, τὸ ψάρι στὴ θάλασσα, τὰ ἀναρίθμητα πλήθη εὐθύμων ἀνθρώπων διακηρύττουν μὲ ἀγαλλίαση: ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη! Ἀλλὰ πιὸ κάτω, καὶ σὰν νὰ φέρονται ὅλες αὐτὲς οἱ φωνές, ἀκούγεται ἀπὸ βαθειὰ ἡ φωνὴ αὐτῶν ποὺ προσφέρουν θυσία: ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη!
Οἱ θυσιασμένοι, οἱ μάρτυρες, αὐτοὶ οἱ τραυματισμένοι φίλοι τοῦ Νυμφίου, οἱ ὁποῖοι δίνονται σὰν θαύμασμα στοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἀνθρώπους, παριστοῦν τὶς βασικὲς συμφωνίες τῆς ἀπείρου ὠδῆς τῆς σωτηρίας. Τοὺς θερισμένους στάχεις, ὁ Κύριος τοὺς τοποθετεῖ στοὺς σιτοβολῶνες τῆς βασιλείας του. Ἡ παράδοση βλέπει, σ’ αὐτό, τὴν ἐν Χριστῷ διαμόρφωση μέσα στὴν ὡραιότητα· ὁ Νικόλαος Καβάσιλας, ὁ μεγάλος λειτουργιολόγος τοῦ ΙΔ΄ αἰ., τὸ λέγει ὅταν μιλᾶ γιὰ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἀγάπησαν ὑπεράνω ἀπὸ ὅλα τὴν ὑπέρτατη Ὡραιότητα, σπόρο τοῦ θείου, ἀγάπη ριζωμένη μέσα στὴν καρδιά.
Παράγοντας τὸν κόσμο ἀπὸ τὸ μηδέν, ὁ Δημιουργός, σὰν θεῖος ποιητής, συνθέτει τὴ Συμφωνία του σὲ ἕξι ἥμερες, τὸ Ἑξαήμερο, καὶ σὲ κάθε μία τῶν πράξεων του «εἶδεν ὅτι καλόν». Τὸ ἑλληνικὸ κείμενο τῆς βιβλικῆς διηγήσεως λέγει καλ -ὡραῖο καὶ ὄχι ἀγαθὸ-καλό, ἡ ἑβραϊκὴ δὲ λέξη σημαίνει τὰ δύο ταυτόχρονα. Ἐξ ἄλλου, τὸ ρῆμα δημιουργῶ εἶναι κλιτὸ στὴν ἑβραϊκὴ γλώσσα κατὰ τὸν τετελεσμένο χρόνο: ὁ κόσμος ἔ χ ε ι δ η μ ι ο υ ρ γ η θ ε ῖ, εἶναι δημιουργημένος καὶ θ ὰ δ η μ ι ο υ ρ γ η θ ε ῖ μέχρι τῆς τελειώσεώς του. Βγαίνοντας ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, τὸ σπέρμα εἶναι πιὸ ὡραῖο, ἀλλὰ καλεῖ τὴν ἐξέλιξή του, τὴν τόσο ζωηρὴ καὶ τραγικὴ ἱστορία τῆς συνεργείας τῆς θείας καὶ τῆς ἀνθρωπίνης ἐνεργείας. Κατὰ τὸν Μάξιμο Ὁμολογητὴ ἡ συμπλήρωση τῆς πρώτης ὡραιότητος μέσα στὴν τέλεια ὡραιότητα τοποθετεῖται στὸ τέλος καὶ παίρνει τὸ ὄνομα τῆς Βασιλείας.
Ἡ Παράδοση προσφέρει ἐδῶ μιὰ σπουδαία ἀλήθεια. Ἕνας μεγάλος πνευματικὸς τοῦ Δ΄ αἰώνα, ὁ Εὐάγριος, σχολιάζοντας τὴν παραλλαγὴ τοῦ «Πάτερ ἠμῶν» στὸ εὐαγγέλιο τοῦ ἁγίου Λουκᾶ, ὅπου στὴ θέση τῆς Βασιλείας διαβάζει «ἐλθέτω τὸ Ἅγιόν σου Πνεῦμα» λέγει: ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, παρακαλοῦμε τὸν Πατέρα ποὺ θὰ τὸ στείλει σ’ ἐμᾶς· σὲ συμφωνία μὲ τὴν Παράδοση ὁ Εὐάγριος ταυτίζει ἔτσι τὴ Βασιλεία καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.
Ἐάν, λοιπόν, ἡ θεωρημένη Βασιλεία εἶναι ἡ Ὡραιότης, τὸ τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος ἀποκαλύπτεται Πνεῦμα τῆς Ὡραιότητος. Ὁ Ντοστογιέβσκυ τὸ κατανόησε καλά. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, λέγει, εἶναι ἡ ἄμεση κατάκτηση τῆς Ὡραιότητος, μεταδίδει τὴ λάμψη τῆς ἁγιότητος. Γι’ αὐτό, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, στοὺς κόλπους τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὸ Πνεῦμα εἶναι ἡ προαιώνια χαρά... ὅπου οἱ τρεῖς συνέχαιραν. Ἡ περίφημη εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Ρουμπλιὼφ μᾶς προσφέρει τὸ συναρπαστικὸ θέαμα αὐτῆς τῆς θείας Ὡραιότητος.
Τὸ τριαδικὸ δόγμα ἐπεξηγεῖ: ἐὰν ὁ Υἱὸς εἶναι ὁ Λόγος ποὺ ὁ Πατὴρ ἀπαγγέλλει καὶ ποὺ ἔγινε σάρκα, τὸ Πνεῦμα τῆς δικαιοσύνης τὸν κάνει ἀντιληπτὸ καὶ κατανοητὸ στὸ Εὐαγγέλιο, ἀλλὰ ὁ ἴδιος παραμένει κρυμμένος, μυστηριώδης, σιωπηλός, «οὐ γὰρ λαλήσει ἀφ’ ἑαυτοῦ» (Ἰω. 16, 13).
Αὐτὸ ποὺ λέγει ὁ λόγος, ἡ εἰκόνα μᾶς τὸ δείχνει σιωπηλά, αὐτὸ ποὺ ἔχουμε αἰσθανθεῖ νὰ λέγουμε, τὸ ἔχουμε δεῖ, λέγουν οἱ Πατέρες τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου γιὰ τὴν εἰκόνα. Λοιπόν, ἐὰν «οὐδεὶς δύναται εἰπεῖν Κύριον Ἰησοῦν εἰ μὴ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ», κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ παραστήσει τὴν εἰκόνα τοῦ Κυρίου, παρὰ μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Εἶναι ὁ θεῖος εἰκονογράφος. Τὸ τυπικὸ τῶν ἐγκαινίων μιᾶς ἐκκλησίας ἐπιμένει ἐπάνω σ’ αὐτὴ τὴν ἰδιότητα τοῦ Πνεύματος. Τὸ τροπάριο (δ΄ ἤχου) ψάλλει τὴν τελειότητα ὁλοκλήρου τοῦ τύπου στὴν ἔλευση τοῦ Ὡραίου: Ὅπως ἀνέπτυξες ψηλὰ τὴ λαμπρότητα τοῦ στερεώματος τοῦ οὐρανοῦ, ἔτσι ἐδῶ ἀποκάλυψες τὴν ὡραιότητα τοῦ ἁγίου ἐνδιαιτήματος τῆς δόξας σου.
Τὰ πολὺ γνωστὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ Πνεύματος εἶναι ἡ Ζωὴ καὶ τὸ Φῶς. Τὸ Φῶς, πρὸ πάντων, εἶναι δύναμη ἀποκαλύψεως καὶ γι’ αὐτὸ ὁ Θεὸς ποὺ ἔχει ἀποκαλυφθεῖ ὀνομάζεται Θεὸς-Φῶς. Ἡ δύναμή του «φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον» (Ἰω. 1, 9) καὶ κατὰ τὸν ἅγιο Συμεὼν μεταβάλλει σὲ φῶς αὐτοὺς ποὺ φωτίζει. Ἐκτὸς αὐτοῦ τοποθετεῖται στὴν ἀρχὴ κάθε γνώσεως: «Ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς» (Ψαλμ. 35, 10).
Ὑπάρχουν ἀπόψεις, πάντοτε μερικές, ἄρα ποὺ παραμορφώνουν, καὶ ὑπάρχει τὸ γεμάτο βλέμμα, ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο, κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ ἁγίου Μακαρίου, ἕναν «μοναδικὸ ὀφθαλμὸ» καὶ ἀπέραντα διαπερασμένο ἀπὸ τὸ θεῖο φῶς. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης προτρέπει νὰ παρατηροῦμε μὲ τὸ μάτι τῆς Ἁγνῆς Παρθένου, καὶ ὁ ἅγιος Μάξιμος Ὁμολογητὴς μὲ τὸ μάτι τοῦ Θεοῦ: Ὅπως στὸ κέντρο τοῦ κύκλου ὑπάρχει αὐτὸ τὸ μοναδικὸ σημεῖο, ὅπου εἶναι ἀκόμη ἀδιαίρετες ὅλες οἱ εὐθεῖες ποὺ προέρχονται ἀπ’ ἐκεῖ, καθ’ ὅμοιο τρόπο στὸν Θεὸ αὐτὸς ποὺ ἔχει κριθεῖ ἄξιος νὰ φθάσει ἐκεῖ, γνωρίζει μὲ ἁπλὴ γνώση καὶ χωρὶς ἔννοιες ὅλες τὶς ἰδέες τῶν δημιουργημένων πραγμάτων.
Στὸ ὀπτικὸ σχέδιο πιά, τὸ μάτι δὲν αἰσθάνεται καθόλου τὰ ἀντικείμενα ἀλλὰ τὸ φῶς ἀντανακλᾶ ἀπὸ τὰ ἀντικείμενα. Τὸ ἀντικείμενο δὲν εἶναι ὁρατὸ εἰμὴ μόνο ἐπειδὴ τὸ φῶς τὸ κάνει φωτεινό. Αὐτὸ ποὺ βλέπει κανείς, εἶναι τὸ φῶς ποὺ ἑνώνεται στὸ ἀντικείμενο, μιὰ συζυγία κατὰ κάποιο τρόπο, καὶ παίρνει τὸν τύπο του, τὸ σχηματίσει καὶ τὸ ἀποκαλύπτει. Ἡ μυστηριώδης χημικὴ ἀντίδραση τοῦ ἄνθρακος καὶ τοῦ φωτὸς παράγει τὸ διαμάντι, τὴν ὡραιότητα. Κατὰ μιὰ παλιὰ λαϊκὴ πεποίθηση ἡ λάμψη ποὺ μπαίνει τὴ νύχτα σ’ ἕνα στρείδι, γεννᾶ τὸ μαργαριτάρι. Τὸ διάστημα δὲν ἔχει ὕπαρξη παρὰ ἀπὸ τὸ φῶς ποὺ κάνει τὴ μήτρα κάθε ζωῆς. Σ’ αὐτὴ τὴν ἔννοια ἡ ζωὴ καὶ τὸ φῶς ταυτίζονται. Ἀντίθετα ἡ κόλαση, ὁ Ἅδης ἑλληνικά, ἡ Σεὼλ ἑβραϊκά, σημαίνει ἐκεῖνο τὸν συσκοτισμένο τόπο, ὅπου ἡ μόνωση μειώνει τὴν ὕπαρξη στὴν ἔσχατη ἔλλειψη τοῦ δαιμονιακοῦ σολιφισμοῦ, ὅπου κανένα βλέμμα δὲν διασταυρώνει ἕνα ἄλλο. Τὰ κοπτικὰ ἀποφθέγματα τοῦ Μακαρίου Πρεσβυτέρου δίνουν ἀπὸ αὐτὴ τὴ μόνωση μιὰ ἐκπληκτικὴ περιγραφή: Μὲ τὶς ράχες τοὺς οἱ αἰχμάλωτοι εἶναι δεμένοι οἱ μὲν μὲ τοὺς δὲ καὶ μόνο μιὰ μεγάλη εὐσπλαγχνία τῶν Ζώντων φέρει σ’ αὐτοὺς μιά. στιγμὴ ἀναπαύσεως: Στὸ χρόνο μιᾶς ριπῆς ὀφθαλμοῦ, βλέπουνε τὰ πρόσωπα οἱ μὲν τῶν δέ...
Κατὰ τὴ βιβλικὴ διήγηση τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου, στὴν ἀρχή: «ἐγένετο ἑσπέρα, καὶ ἐγένετο πρωί, ἡμέρα μία». Τὸ Ἑξαήμερο δὲν γνωρίζει τὴ νύχτα. Τὰ σκοτάδια καὶ ἡ νύχτα δὲν δημιουργήθηκαν ἀπὸ τὸ Θεό· πρὸς τὸ παρὸν ἡ νύχτα δὲν εἶναι παρὰ ἕνα σημεῖο τοῦ ἀνυπάρκτου, τὸ ἀφηρημένο μηδὲν χωρισμένο ἀπὸ τὸ ὂν κατὰ τὴ φύση του. Τὸ πρωὶ καὶ ἡ νύχτα σημειώνουν τὴ διαδοχὴ τῶν γεγονότων, προσδιορίζουν τὴ δημιουργικὴ πρόοδο καὶ δὲν σχηματίζουν παρὰ τὴν ἡμέρα, διάσταση τοῦ καθαροῦ φωτός. Τὸ ἀντίθετό της, ἡ νύχτα, δὲν εἶναι ἀκόμη ἡ ἐνεργητικὴ δύναμη τοῦ σκοταδιοῦ· ἡ νύχτα στὴν ἰωάννεια σημασία δὲν ἐμφανίστηκε παρὰ μέσα στὴν πτώση.
Κατὰ τὸ Δεῖπνο τοῦ Κυρίου, τὸ ὑπερῶο πλημμυρίζει ἀπὸ τὸ φῶς, διότι ὁ Χριστὸς εἶναι στὸ μέσο τῶν ἀποστόλων. Εἶναι αὐτὴ ἡ στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία ὁ Σατανᾶς εἰσέρχεται στὸν Ἰούδα καὶ ἀπὸ τότε ὁ Ἰούδας δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ μείνει στὸν κύκλο τοῦ φωτός. Ἐξέρχεται βιαστικὰ καὶ ὁ Ἰωάννης, τόσο λιτὸς γιὰ τὶς λεπτομέρειες, παρατηρεῖ: ἐγένετο νύξ. Τὰ σκοτάδια τῆς νύχτας τυλίγουν τὸν Ἰούδα καὶ ἀποκρύβουν τὸ τρομερὸ μυστικὸ τῆς κοινωνίας του μὲ τὸν Σατανᾶ.
Ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς Δημιουργίας, σημειώνουν οἱ Πατέρες, δὲν εἶναι πρώτη ἀλλὰ μία, ἡ μοναδική, ἐκτὸς σειρᾶς. Εἶναι τὸ ἄλφα ποὺ φέρει πιὰ καὶ καλεῖ τὸ ὠμέγα, ἡ ὀγδόη ἡμέρα τῆς τελικῆς συμφωνίας, τὸ πλήρωμα.
Αὐτὴ ἡ πρώτη ἡμέρα εἶναι ἡ χαρούμενη ὠδὴ τοῦ Ἄσματος τῶν Ἀσμάτων τοῦ Θεοῦ τοῦ ἴδιου, ἡ ἀστραπιαία ἀνάβλυσή του ὅτι «τὸ φῶς ἐγένετο». Αὐτὸ τὸ φῶς δὲν εἶναι καθόλου ἕνα ὀπτικὸ στοιχεῖο, αὐτὸ τὸ ὁποῖο θὰ ἐμφανιστεῖ τὴν τετάρτη ἡμέρα μὲ τὸν ἀστρονομικὸ ἥλιο. Τὸ ἀρχικὸ Φῶς, «ἐν ἀρχῇ» στὴν ἀπόλυτη σημασία, εἶναι ἡ πιὸ ἀνατρεπτικὴ ἀποκάλυψη τῆς Ὄψεως τοῦ Θεοῦ. «Ὅτι ἐγένετο φῶς» σημαίνει γιὰ τὸν κόσμο ἐν δυνάμει: ὅτι ἡ Ἀποκάλυψη ἔγινε καὶ ἄρα καὶ Αὐτὸς ποὺ ἀποκάλυψε, καὶ ὅτι ἦλθε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ὁ Πατὴρ ἀναγγέλλει τὸ λόγο του καὶ τὸ Πνεῦμα τὸν διακηρύττει, εἶναι τὸ Φῶς τοῦ Λόγου. Ἀποκαλύπτει τὸ Θεὸ ὅπως τὸ ἀπόλυτο Σὺ καὶ προβάλλει ἀμέσως αὐτὸν ποὺ τὸν ἀκούει καὶ τὸν θεωρεῖ.
Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς μετὰ τὴν πτώση, τὸ φῶς λάμπει στὰ σκοτάδια. Δὲν λάμπει γιὰ νὰ λάμπει μόνο, μεταμορφώνει τὴ νύχτα σὲ ἡμέρα χωρὶς ἀπόκλιση: «Τότε ἀνατελεῖ ἐν τῷ σκότει τὸ φῶς σου, καὶ τὸ σκότος σου ὡς μεσημβρία» (Ἠσ. 58, 10). «Ὁ λύχνος τοῦ σώματος ἔστιν ὁ ὀφθαλμός, ἐὰν οὒν ὁ ὀφθαλμός σου, ἁπλοῦς ἤ, ὅλον τὸ σῶμα σου φωτεινὸν ἔσται» (Ματθ. 6, 22). Ἡ ἡσυχαστικὴ παράδοση διδάσκει τὴ μέθοδο τῆς σιωπηλῆς περισυλλογῆς καὶ τὴ γνώση τοῦ φωτός. Οἱ τέλειοι διδάσκονται τὸ θεῖο ὄχι μόνο ἀπὸ τὸ Λόγο, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ λόγου (τὸ Ἅγιο Πνεῦμα), μυστηριωδῶς...
Στὴν κορυφὴ τῆς ἁγιότητος ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη γίνεται κατὰ κάποιο τρόπο φῶς. Ἔτσι ἕνας Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ περιβάλλεται ἀπὸ ἥλιο καὶ ἀκτινοβολεῖ· ἐνῷ ὀνομάζεται «ὁμοίωμα», εἶναι ἡ ζωντανὴ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ-Φωτός. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης περιγράφει τὴν ἄνοδο τῆς ψυχῆς, Ἡ ὁποὶα ἀκούει: ἔγινες ὡραία προσεγγίζοντας τὸ Φῶς μου. Ὁ ἄνθρωπος ἐπιθυμεῖ τὸ ὕψος, πηγαίνει ἐπάνω, θὰ μποροῦσὲ νὰ πεῖ κανεὶς πετυχαίνει τὸ ἐπίπεδο τῆς θείας ὡραιότητος. Ὕπαρξη μέσα στὸ φῶς, εἶναὶ ὕπαρξη μέσα σὲ μία φωτισμένη κοινωνία, ποὺ ἀποκαλύπτει τὶς εἰκόνες τῶν ὑπάρξεων καὶ τῶν πραγμάτων, ἁρπάζει τοὺς λόγους τους ποὺ περιέχονται στὴ θεία σκέψη καὶ μυεῖται ἔτσι στὴν τέλεια ὁλότητά τους· λέγοντάς το κατ’ ἄλλὸ τρόπο: στὴν ὡραιότητά τους ποὺ θέλει ὁ Θεός.
Ἢ Ἀποκάλυψη εἶναι στὸ τέλος, εἶναι ἐπίσης στὴν ἀρχή. Τὸ φῶς τῆς πρώτης ἡμέρας εἶναι τὸ ἀντικείμενο τῆς ὁράσεως, εἶναι ἐπίσης τὸ ὄργανο τῆς ὁράσεως. Ὅλος αὐτὸς ὁ πρῶτος χρόνος τῆς Δημιουργίας, ὁ μέλλων αἰὼν σχηματίζει ἐξ ὁλοκλήρου μία μόνο ἡμέρα, τὴ μεγάλη Ἡμέρα, λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης. Πράγματι, κατὰ τὴν Ἀποκάλυψη: «Καὶ νὺξ οὐκ ἔσται ἔτι, καὶ οὐ χρεία λύχνου καὶ φωτὸς ἡλίου, ὅτι Κύριος ὁ Θεὸς φωτιεῖ αὐτούς» (22, 5).
Εἶμαι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὠμέγα... ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος. Ὁ κύκλος τῆς Ἀποκαλύψεως κλείνει στὴ διαφοροποίηση καὶ κατὰ τὸν ἴδιο χρόνο στὴν τέλεια ὁμοιότητα ὅλων τῶν στοιχείων της. Ἡ πρώτη λέξη τῆς Ἁγίας Γραφῆς «ἐγένετο Φῶς»εἶναι ἐπίσης ἡ τελευταία «ἐγένετο Ὡραιότης»! Ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ γίνει ὁλόκληρος Ζωντανὴ δοξολογία: Δόξα σὲ Σένα ποὺ μᾶς ἀποκάλυψες τὸ Φῶς.
«Μίαν ἠτησάμην παρὰ Κυρίου ταύτην ἐκζητήσω· τοῦ κατοικεῖν με ἐν οἴκῳ Κυρίου πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου, τοῦ θεωρεῖν με τὴν τερπνότητα Κυρίου» (Ψαλμ. 26, 4). Ὁ ἅγιος Βασίλειος προσθέτει: Οἱ ἅγιοι προσεύχονται γιὰ νὰ ἐπεκταθεῖ ἡ θεωρία τῆς θείας Ὡραιότητος στὴν αἰωνιότητα...
Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἡ τέχνη τῆς εἰκόνας – θεολογία τῆς ὡραιότητος», ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη, 1993. Μετάφραση: Κώστας Χαραλαμπίδης.
Στὴν εἰκαστικὴ πλαισίωση τῆς σελίδας, ρωσικὴ ἀπεικόνιση τῆς θείας Λειτουργίας.
πηγή κειμένου: Aντίφωνο
1 σχόλιο:
Τι ωραια αναρτηση Αμεθυστε...που να γινεις μεθυσμενος και να πινεις αιωνιως;)..!!ΑΠ..
Δημοσίευση σχολίου