Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2018

Εμφύλια Πάθη - Ερωτήματα 12-13 (Καλύβας- Μαραντζίδης)

Ερώτημα 12: Τι επιδίωκε το ΚΚΕ στην Κατοχή και την Απελευθέρωση;

Ερώτημα 13: Πώς και πότε επέλεξε (ξανά) τη σύγκρουση το ΚΚΕ;



Από τη Βάρκιζα στην έναρξη του Εμφυλίου

Η εσωτερική διαμάχη στην Ελλάδα συνδέθηκε με την αντιπαλότητα ΕΣΣΔ και Δυτικών στα Βαλκάνια

Του Βασίλη Κόντη*

Η Συμφωνία της Βάρκιζας έδωσε τέλος στην εμφύλια σύρραξη του Δεκεμβρίου, αλλά δεν έλυσε τα βαθύτερα πολιτικά της προβλήματα, αυτά που κατά κύριο λόγο προκαλούσαν τη σύγκρουση. Στο εξής, η εσωτερική διαμάχη στην Ελλάδα συνδέθηκε με την αντιπαλότητα μεταξύ της Σοβιετικής Ενωσης και των δυτικών δυνάμεων στα Βαλκάνια, δίνοντας έτσι μεγάλη διεθνή διάσταση στον ελληνικό πολιτικό αγώνα.

Αντάρτες του ΔΣΕ
Ο Νίκος Ζαχαριάδης, στα τέλη Μαΐου, αμέσως μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, αναγνώρισε επίσημα πως η πολιτική γραμμή και η δράση της ηγεσίας του ΚΚΕ κατά τη διάρκεια της απουσίας του ήταν σωστή. Επιπλέον, διακήρυξε ότι η ηγεσία του ΚΚΕ ήταν προσανατολισμένη προς τη γραμμή της ομαλής δημοκρατικής εξέλιξης. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η θεωρία των δύο πόλων, όπου ο Ζαχαριάδης προσπαθεί να δεσμεύσει τη Σοβιετική Ενωση σε μια πιο ενεργητική παρέμβαση στα ελληνικά δρώμενα.

Βέβαια, την περίοδο αυτή, η πολιτική της ηγεσίας του ΚΚΕ, και ιδιαίτερα του Ζαχαριάδη, είναι αντιφατική, κινείται σε δύο επίπεδα και διακατέχεται από το σύνδρομο της χαμένης εξουσίας. Από τη μία πλευρά προτείνει δημόσια ομαλή εσωτερική δημοκρατική εξέλιξη και από την άλλη προσπαθεί να βρίσκει προσχήματα, για να μην εγγραφούν οι οπαδοί του στους εκλογικούς καταλόγους. Είναι φανερό ότι από τον Ιούλιο κιόλας του 1945, το ΚΚΕ σκεφτόταν την αποχή. Μάλιστα, τον Αύγουστο, ύστερα από την άρνηση του αντιβασιλέα, αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού να αντικαταστήσει την κυβέρνηση Βούλγαρη, το ΚΚΕ απέσυρε από τις επιτροπές, που θα αναθεωρούσαν τους εκλογικούς καταλόγους, όλους τους αντιπροσώπους του, για «να πάψουν να μετέχουν στην κωμωδία, που στόχευε στην αλλοίωση της θέλησης και των αισθημάτων του λαού». Βέβαια, η απειλή για αποχή διατυπώθηκε ξανά και στο 7ο Συνέδριο.

Στα τέλη του 1945, η κατάσταση στην Ελλάδα είχε γίνει πολύ εκρηκτική. Ο Ζαχαριάδης με μια γενική απεργία επιχείρησε να κλονίσει την κυβέρνηση Σοφούλη και να εκβιάσει τη είσοδο του ΚΚΕ στην κυβέρνηση. Ο εκβιασμός αυτός δεν πέρασε, αλλά ο Ζαχαριάδης συνέχισε να πιστεύει ότι οι περιστάσεις ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκές, για να προχωρήσει το ΚΚΕ σε μια νέα τακτική.

Για τον Ζαχαριάδη η Συμφωνία της Βάρκιζας ήταν απλά μια «ανάπαυλα», όπως αναφέρει ο ίδιος σε έκθεσή του προς τον Στάλιν. Το πέρασμα στον Εμφύλιο Πόλεμο, πάντως, εκφράζεται με τον όρο «αυτοάμυνα» και είχε μια σταδιακή κλιμάκωση, μέχρι να καταλήξει από την οργάνωση παλλαϊκής αντίστασης του 1945-46 στην ένοπλη εξέγερση.

Εγκριση του ένοπλου αγώνα από τον Στάλιν στην Κριμαία

Ο Ζαχαριάδης, στις 5 Φεβρουαρίου του 1946, μια εβδομάδα πριν συγκαλέσει τη 2η Ολομέλεια της Κ.Ε. του ΚΚΕ, θεώρησε απαραίτητο να ρωτήσει τη Μόσχα εάν θα έπρεπε να αρχίσει έναν ένοπλο αγώνα ή να πάρει μέρος στις εκλογές. Η απάντηση ήρθε στις 8 Φεβρουαρίου και συμβούλευε να μην ακολουθήσουν τον δρόμο που θα οδηγούσε στην ένοπλη εξέγερση, αλλά να συμμετάσχουν στις εκλογές.

Βέβαια, ο Ζαχαριάδης δεν έκανε ούτε το ένα ούτε το άλλο, αλλά ακολούθησε τον τρίτο δρόμο, όπως εξήγησε στις 6 Μαΐου 1946 στον Σοβιετικό πρέσβη στην Αθήνα, Ροντίονωφ, δηλαδή το μποϊκοτάζ των εκλογών και το σταδιακό πέρασμα στον ένοπλο αγώνα.

Η τακτική της εκλογικής αποχής ήταν κατά βάση πολιτική του Ζαχαριάδη, που πίστευε ότι στη χώρα επικρατούσαν ευνοϊκές επαναστατικές συνθήκες και ιδιαίτερα ότι η ανασύνταξη των λαϊκών δυνάμεων είχε ολοκληρωθεί. Οι εκτιμήσεις αυτές του Ζαχαριάδη επικράτησαν στη 2η Ολομέλεια, σε βάρος των απόψεων για μια ειρηνική δημοκρατική πορεία προς την εξουσία. Ετσι, η αποχή από τις εκλογές, παρά την αντίθετη συμβουλή της Σοβιετικής Ενωσης, ήταν φυσική συνέπεια των γεγονότων που επιτάχυναν την πορεία προς την ένοπλη σύγκρουση και την έκαναν αναπόφευκτη.

Παρ’ όλο που, με την απόφαση της 2ης Ολομέλειας, το ΚΚΕ προσανατολιζόταν προς την ένοπλη αναμέτρηση, η ηγεσία του δεν ήθελε να προχωρήσει σε συγκεκριμένο σχέδιο προετοιμασίας, προτού εξασφαλίσει τη συμπαράσταση κυρίως της ΕΣΣΔ και των γειτονικών κομμουνιστικών κρατών. Ο Ζαχαριάδης δεν ήθελε να επαναληφθεί το λάθος του Δεκεμβρίου του 1944, γιατί πίστευε ότι χωρίς εξωτερική βοήθεια κάθε ένοπλη αναμέτρηση θα κατέληγε σε αποτυχία. Ετσι, πηγαίνει στο εξωτερικό, για να ζητήσει στρατιωτική και οικονομική βοήθεια.

Σχετικά με το πρώτο ταξίδι του Ζαχαριάδη στο εξωτερικό με αφορμή το συνέδριο του Κ.Κ. Τσεχοσλοβακίας στα τέλη Μαρτίου 1946 πρέπει να ειπωθεί ότι ο ηγέτης του ΚΚΕ από τη Θεσσαλονίκη πέρασε στη Γιουγκοσλαβία, στις 25 Μαρτίου έφτασε στο Βελιγράδι και δύο μέρες αργότερα φθάνει στην Πράγα όπου και συναντά τον Γκόντβαλντ στον οποίο δηλώνει ότι όπως εξελίσσεται η κατάσταση στην Ελλάδα, γίνεται αναπόφευκτη η ένοπλη αναμέτρηση. Το ΚΚΕ έχει τις δυνατότητες να λύσει υπέρ αυτού μια τέτοια αναμέτρηση, υπολογίζοντας και την αναγκαία βοήθεια των φίλων του εξωτερικού. Ο Γκόντβαλντ δεν έδειξε ιδιαίτερη χαρά, αλλά συμφώνησε μ’ αυτά και είπε ότι σε τέτοια περίπτωση το ΚΚΕ μπορεί να είναι βέβαιο για τη συνδρομή της Τσεχοσλοβακίας κυρίως με βαρύ οπλισμό και οικονομική βοήθεια.

Ενθερμος ο Τίτο

Ακολούθησε συνάντηση του Ζαχαριάδη με τον Τίτο στο Βελιγράδι. Ο Ζαχαριάδης είπε το ίδιο που είπε και του Γκόντβαλντ. Ο Τίτο το δέχθηκε αυτό με μεγάλο ενθουσιασμό και είπε: «Τραβάτε και εμείς είμαστε κοντά σε σας με ό,τι χρειαστεί». Ομως, συμβούλευσε ο Τίτο, ότι «για τέτοια ζητήματα έπρεπε απαραίτητα να συζητήσετε και με τον Στάλιν προτού καταλήξετε οριστικά». Αμέσως μετά έγινε η σχετική συνεννόηση και ο Ζαχαριάδης με αεροπλάνο πήγε στην Κριμαία όπου συναντήθηκε με τον Στάλιν. Ο Ζαχαριάδης εξέθεσε την άποψη του ΚΚΕ και τα των συζητήσεών του με τον Γκόντβαλντ και τον Τίτο. Ο Στάλιν έδωσε τη συγκατάθεσή του και είπε: «Τώρα πήγαινε πάλι στον Τίτο και τακτοποιήστε μαζί του όλα τα σχετικά». Ο Ζαχαριάδης επέστρεψε στο Βελιγράδι και αυτή τη φορά είχαν αλλεπάλληλες συναντήσεις και πολύωρες συζητήσεις.

Δυστυχώς, δεν έχουμε κανένα αυθεντικό κείμενο για το τι ακριβώς ειπώθηκε και αποφασίστηκε σ’ αυτές τις συναντήσεις και κυρίως τη συνάντηση Ζαχαριάδη - Στάλιν. Το βέβαιο είναι ότι στην Κριμαία αποφασίστηκε τελικά το πέρασμα στον ένοπλο αγώνα.

Τελικός στόχος η κατάληψη της εξουσίας

Στο μεταξύ στις 31 Μαρτίου 1946, ο ελληνικός λαός πήγε στις κάλπες. Το Λαϊκό Κόμμα κέρδισε με συντριπτική πλειοψηφία τις εκλογές, ενώ το ΚΚΕ, όπως είχε αναγγείλει, δεν πήρε μέρος στις εκλογές και τις κατήγγειλε ως νόθες και παράνομες.

Την παραμονή των εκλογών τμήμα ανταρτών με επικεφαλής τον Υψηλάντη επιτέθηκε στο Λιτόχωρο. Η διαταγή είχε δοθεί από τον Ζαχαριάδη στον Μάρκο Βαφειάδη και τον Γιώργη Κικίτσα, όταν ο γενικός γραμματέας του ΚΚΕ πέρασε από τη Θεσσαλονίκη στις 21 Μαρτίου, πηγαίνοντας στην Πράγα. Για πάρα πολλά χρόνια η επίθεση αυτή σήμαινε την έναρξη του Εμφυλίου Πολέμου. Με τα στοιχεία που έχουμε σήμερα η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Σύμφωνα με τον Αλέξη Ρόσιο (Υψηλάντη), στόχος της επίθεσης ήταν «…μια ισχυρή και άγρια τρομοκρατική ομάδα που δρούσε εξοντωτικά στην περιοχή Κατερίνης - Λιτόχωρου… Η ημερομηνία της 30ής προς 31ης Μαρτίου ήταν συμπτωματική. Ψάχνουμε να εντοπίσουμε τη συμμορία τέσσερις ημέρες, στάθηκε αδύνατο. Και μόνο στις 30 του μηνός τους εντοπίσαμε. Χτυπώντας στο Λιτόχωρο αποβλέπουμε να δώσουμε ένα μάθημα σε μια παρακρατική συμμορία».

Το καλοκαίρι του 1946 το αντάρτικο κίνημα άρχισε να αναπτύσσεται σταδιακά και να συγκροτούνται τα πρώτα περιφερειακά αρχηγεία. Από το αρχειακό υλικό που υπάρχει διαθέσιμο σήμερα δεν μπορεί να θεωρηθεί πειστική η ερμηνεία που προβάλλεται ότι η ηγεσία του ΚΚΕ μετά τη 2η Ολομέλεια και έως τον Φεβρουάριο του 1947 δεν είχε στόχο την κατάληψη της εξουσίας, αλλά επιδίωκε να επιβάλει στην ελληνική κυβέρνηση και στους Βρετανούς έναν συμβιβασμό που θα εξασφάλιζε τη μετάβαση σε ένα καθεστώς «δημοκρατικής τάξης και ομαλότητας».

Ο συμβιβασμός αυτός θα επιβαλλόταν με τη μορφή ένοπλης πάλης που θα ασκούσαν τμήματα ανταρτών που δρούσαν την περίοδο αυτή στην Ελλάδα. Ο Γιάννης Ιωαννίδης, σε έκθεσή του στις 25 Αυγούστου 1946, αναφέρει ότι ο αριθμός των ανταρτών δεν ξεπερνούσε τους 4.000 άνδρες, οι οποίοι ήταν όχι μόνο πενιχρά εξοπλισμένοι, αλλά κατά ένα μεγάλο μέρος ξυπόλυτοι και κακοντυμένοι. Το ερώτημα είναι πώς αυτοί οι άνδρες σε τέτοια άσχημη κατάσταση θα εξανάγκαζαν την ελληνική κυβέρνηση και τους Βρετανούς σε συμβιβασμό. Βέβαιο είναι ότι η ηγεσία του ΚΚΕ το καλοκαίρι του 1946 δεν χρησιμοποίησε την πολεμική σύγκρουση ως μέσο για έναν συμβιβασμό, αλλά για να προχωρήσει στην κατάληψη της εξουσίας.

* Ο κ. Βασίλης Κόντης είναι ομότιμος καθηγητής Νεότερης Ιστορίας στο ΑΠΘ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: