Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2025

Μορφές της λογικότητας στον Αριστοτέλη (2/5) β

Συνέχεια από: Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2025
Μορφές της λογικότητας στον Αριστοτέλη (2/5) β
Enrico Berti

https://www.youtube.com/watch?v=e1ldnJvreL8&t=496s


Για αυτόν τον λόγο, οι μεθοδολογικές ενδείξεις που περιέχει μπορούν δικαιωματικά να αναφέρονται στη φυσική· και για αυτόν τον λόγο εγώ το διαβάζω σήμερα, δηλαδή κατά την ώρα που είναι αφιερωμένη στη μέθοδο της φυσικής, παρόλο που το ίδιο το έργο ανήκει ουσιαστικά στη μεταφυσική.

Πάρτε παρακαλώ τα φωτοαντίγραφα των κειμένων που μοιράσαμε χθες, και ας διαβάσουμε λοιπόν το κείμενο αριθμός 7, που είναι ακριβώς η Μεταφυσική Άλφα και το Άλφα μικρό, κεφάλαιο 3, σελίδα 994 B 32.
Εδώ λοιπόν υπάρχουν μερικές γραμμές στην αρχή που ίσως μπορώ απλώς να συνοψίσω, όπου ο Αριστοτέλης λέει ότι κάθε επιστήμη πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις συνήθειες των ακροατών της· δηλαδή, όταν μιλά —μιλά ως δάσκαλος— εννοεί ότι οι διδάσκοντες, όταν παραδίδουν ένα μάθημα, πρέπει πρώτα απ’ όλα να σκεφτούν τι είδους ακροατές έχουν. Υπάρχει, λοιπόν, μια διδακτική και παιδαγωγική μέριμνα σε αυτόν, που είναι ίσως ο πρώτος καθηγητής στην ιστορία της φιλοσοφίας.
Και λέει ότι γενικά οι άνθρωποι, οι ακροατές, είναι ευνοϊκά διατεθειμένοι απέναντι σε ό,τι έχουν συνηθίσει να ακούν, ενώ είναι απρόθυμοι ή εχθρικοί απέναντι σε ό,τι δεν είναι συνηθισμένοι να ακούν. Υπάρχει, λοιπόν, αυτή η σημασία της συνήθειας.
Όσον αφορά τώρα τους ακροατές ενός μαθήματος φυσικής, λέει ο Αριστοτέλης, ο διδάσκων πρέπει να έχει υπόψη του ότι δεν έχει απέναντί του ένα κοινό συνηθισμένο να παρακολουθεί μαθήματα μαθηματικών —και επομένως να απαιτεί αυστηρές αποδείξεις— ούτε ένα κοινό συνηθισμένο να πείθεται μέσω παραδειγμάτων και ποιητικών μαρτυριών· πρόκειται για ένα διαφορετικό κοινό, που διαφέρει και από το πρώτο και από το δεύτερο.
Και, χαρακτηρίζοντας αυτό το είδος κοινού, αυτόν τον τύπο ακροατών, ο Αριστοτέλης μας λέει έμμεσα πώς πρέπει να είναι και πώς πρέπει να προχωρά η φυσική, ποιος πρέπει να είναι ο τρόπος, δηλαδή η μέθοδος, με την οποία διδάσκεται η φυσική.

Εγώ, λοιπόν, θα άρχιζα την ανάγνωση από τη γραμμή 6, εδώ στη στήλη, μετά τους αριθμούς 5, 10, 15 — από τη γραμμή 6:
Οἱ μὲν οὖν ἐὰν μὴ μαθηματικῶς λέγῃ, οὐκ ἀποδέχονται τὰ λεγόμενα· οἱ δ᾽ ἐὰν μὴ παραδειγματικῶς, οἱ δὲ μάρτυρα ἄξιον ἡγοῦνται ἐπάγεσθαι ποιητήν.
Λέει δηλαδή: ορισμένοι, αν κάποιος δεν μιλά με μαθηματικό τρόπο (μαθηματικῶς), δεν αποδέχονται όσα λέγονται· άλλοι πάλι, αν δεν χρησιμοποιεί παραδείγματα (παραδειγματικῶς), επίσης δεν τα δέχονται· άλλοι τέλος θεωρούν ότι πρέπει να επικαλεστεί ως μάρτυρα έναν ποιητή.
Δηλαδή, μέχρι τώρα έχει χαρακτηρίσει δύο είδη ακροατηρίου:
– το ακροατήριο των μαθηματικών, που δεν δέχεται τίποτε αν δεν εκτεθεί με μαθηματική αυστηρότητα, και
– το ακροατήριο εκείνων που ζητούν παραδείγματα ή μαρτυρίες ποιητών.

Πιστεύω ότι το δεύτερο αυτό είδος ακροατών είναι εκείνο που συνήθιζε να παρακολουθεί δικαστήρια ή δημόσιες συνελεύσεις, απέναντι στο οποίο ασκείτο η ρητορική, η τέχνη της πειθούς.
Και ξέρουμε ότι ανάμεσα στα εργαλεία της ρητορικής ήταν ακριβώς η χρήση παραδειγμάτων και η επίκληση μαρτυριών ποιητών —ιδίως του Ομήρου—· άλλωστε και ο ίδιος ο Αριστοτέλης, σε πολλά έργα του, παραθέτει στίχους του Ομήρου ή άλλων ποιητών προς επιβεβαίωση μιας θέσης.

Τώρα λέει: από αυτά τα δύο είδη ακροατηρίου,
οι πρώτοι —καὶ οἱ μὲν πάντα ἀκριβῶς— θέλουν όλα να εκτίθενται με αυστηρότητα, με ακρίβεια (ἀκριβῶς)· αυτή είναι λοιπόν η στάση των μαθηματικών: να λέγονται όλα με απόλυτη ακρίβεια και αυστηρότητα.
Οι άλλοι, αντίθετα, —τοὺς δὲ, λυπεῖ τὸ ἀκριβές— ενοχλούνται, τους ενοχλεί η ακρίβεια και η αυστηρότητα, είτε γιατί δεν είναι ικανοί να συλλάβουν ολόκληρη την απόδειξη —δεν είναι συνηθισμένοι σε αποδεικτική σκέψη—, είτε γιατί τους κουράζει η λεπτολογία, η μικρολογία που είναι ίδια της μαθηματικής αυστηρότητας.


Και ο Αριστοτέλης δείχνει κατανόηση προς αυτό το κοινό, γιατί λέει:
ἔχει γὰρ τι τὸ ἀκριβὲς τοιοῦτον·
δηλαδή: πράγματι, το ακριβές, το αυστηρό, έχει κάτι τέτοιο, έχει κάτι που ενοχλεί, μια κάποια μικρολογία, μια υπερβολική λεπτότητα.

Έτσι, όπως συμβαίνει και με τα συμβόλαια (συμφωνίες, εμπορικές πράξεις) —όταν δύο άνθρωποι κάνουν ένα συμβόλαιο—, ενοχλεί η υπερβολική μικρολογία, η υπερβολική πεισματική λεπτομέρεια· ίσως η καλύτερη μετάφραση του όρου μικρολογία είναι «μικροπρέπεια» ή «υπερβολική σχολαστικότητα».
Αν κάποιος, λ.χ., σε ένα συμβόλαιο επιμένει όχι μόνο στα ευρώ αλλά και στα λεπτά, αυτό καταντά ενοχλητικό.

Και ο Αριστοτέλης λέει ότι, όπως στις εμπορικές συναλλαγές, έτσι και στους λόγους (στα επιχειρήματα), σε ορισμένους ανθρώπους η μικρολογία φαίνεται ἀνελεύθερον, δηλαδή το αντίθετο του ἐλεύθερον· σημαίνει «μίζερο», «ανελεύθερο πνεύμα», «όχι γενναιόδωρο». Είναι σαν αυτό που θα λέγαμε σήμερα «τσιγκουνιά» στη σκέψη. Αυτή είναι η μικρολογία.

Γι’ αυτό, λέει ο Αριστοτέλης:
Δεῖ οὖν τοὺς πεπαιδευμένους πῶς ἕκαστα ἀποδεκτέον —
πρέπει, λοιπόν, οι μορφωμένοι να ξέρουν πώς πρέπει να εκτίθεται το καθετί, δηλαδή ποια μέθοδος αρμόζει σε κάθε αντικείμενο.

Και προσθέτει:

ὡς ἄτοπον ἅμα ζητεῖν ἐπιστήμην καὶ τρόπον ἐπιστήμης·
είναι, λέει, παράλογο να ζητά κανείς ταυτόχρονα και τη γνώση (την επιστήμη) και τον τρόπο της γνώσης· δηλαδή πρέπει πρώτα να μάθει με ποιον τρόπο εκτίθεται μια επιστήμη· δεν μπορεί να ζητά την ίδια στιγμή να αποκτήσει και τη γνώση και τη μέθοδο με την οποία αποκτάται.

Και τελειώνει λέγοντας:

ἔστι δὲ οὐδετέρων ῥᾴδιον λαβεῖν —
όμως καμία από τις δύο αυτές γνώσεις δεν είναι εύκολο να αποκτηθεί, ούτε η ίδια η επιστήμη ούτε ο τρόπος της επιστήμης.

Η ἀκριβολογία των μαθηματικών, λέει ο Αριστοτέλης —δηλαδή το να μιλά κανείς με ἀκρίβεια, με ακριβεία λόγου— δεν πρέπει να απαιτείται παντού, ἐν ἅπασιν, δηλαδή σε όλες τις επιστήμες, ἀλλ’ ἐν τοῖς μὴ ἔχουσιν ὕλην, αλλά μόνο σ’ εκείνες που δεν έχουν ύλη· μόνον στα πράγματα που είναι άυλα.
Και πράγματι, τα αντικείμενα των μαθηματικών δεν έχουν ύλη.

Διὸ οὐ φυσικὸς ὁ τρόπος, λέει: γι’ αυτό ο τρόπος, η μέθοδος αυτή, δεν είναι φυσική, δεν είναι κατάλληλη για τη φυσική.
Να λοιπόν πώς μιλά για τη φυσική μέσα στο βιβλίο Άλφα της Μεταφυσικής:

οὐ φυσικὸς· ἅπασα γὰρ ἴσως ἡ φύσις ἔχει ὕλην,
διότι όλη η φύσις, η ολότητα της φύσεως, έχει ύλη· επομένως σ’ αυτήν δεν μπορεί να εφαρμοστεί η μαθηματική αυστηρότητα.

διὸ σκέπτεον πρῶτον τί ἐστιν ἡ φύσις,
γι’ αυτό, πριν απ’ όλα, πρέπει να εξεταστεί τι είναι η φύση· να κατανοήσουμε δηλαδή ότι η φύση περιλαμβάνει και την ύλη.

οὕτω γὰρ καὶ περὶ τίνος ἡ φυσικὴ δῆλον ἔσται καὶ εἰ μιᾶς ἐπιστήμης ἢ πλειόνων τὰ αἴτια καὶ τὰς ἀρχὰς θεωρῆσαι ἐστίν.
Έτσι θα γίνει φανερό, λέει, τόσο γύρω από τι πράγμα πραγματεύεται η φυσική, όσο και αν ανήκει σε μία μόνο επιστήμη ή σε περισσότερες· αν δηλαδή η φυσική και η μεταφυσική είναι μία και η αυτή επιστήμη ή διαφορετικές.
Αλλά σε κάθε περίπτωση, αυτή η επιστήμη —ή αυτές οι επιστήμες— θα πρέπει να ερευνούν τις αιτίες και τις αρχές, δηλαδή τις πρώτες αρχές, τα πρώτα αίτια.

Από αυτό το χωρίο φαίνεται με πολλή σαφήνεια ότι ο Αριστοτέλης αποδίδει στη φυσική μια μέθοδο διαφορετική από εκείνη των μαθηματικών — λιγότερο αυστηρή.
Πρέπει να προσέξει κανείς καλά: διαφορετική από τη μαθηματική μέθοδο, αλλά επίσης διαφορετική και από εκείνον τον τρόπο λόγου που ζητούν όσοι θέλουν παραδείγματα και ποιητικές μαρτυρίες.
Δηλαδή, είναι ασθενέστερη από τη μαθηματική, αλλά όχι τόσο ασθενής όσο ο ρητορικός λόγος· όχι στο επίπεδο των παραδειγμάτων και των μαρτυριών των ποιητών.

Υπάρχει, λοιπόν, ένα ενδιάμεσο επίπεδο, θα λέγαμε, ανάμεσα σε έναν ισχυρό λόγο —που είναι ο μαθηματικός— και σε έναν πολύ ασθενή λόγο, που, όπως θα δούμε, είναι ο ρητορικός.
Αυτό το ενδιάμεσο επίπεδο είναι το επίπεδο της φυσικής.

Αν τώρα πάμε στα ίδια τα αποσπάσματα της Φυσικής, μπορούμε να συγκεντρώσουμε περισσότερα στοιχεία που προσδιορίζουν αυτή τη μέθοδο.
Και εδώ θα ήθελα να δείξω ότι ο Αριστοτέλης στη Φυσική χρησιμοποιεί πολλαπλές μεθόδους· δεν υπάρχει μία και μόνη μέθοδος.

Γιατί είναι αλήθεια ότι και η φυσική «αποδεικνύει», αν και με πιο ασθενή έννοια από τη μαθηματική· δηλαδή καταλήγει σε συμπεράσματα που ισχύουν όχι πάντοτε, αλλά πάντοτε ή ως επί το πλείστον.
Ωστόσο, για να αποδείξει κανείς κάτι, πρέπει να ξεκινήσει από αρχές· και για να ξεκινήσει από αρχές, πρέπει να τις γνωρίζει και να τις κατέχει.
Εδώ όμως —και το λέει ρητά ο Αριστοτέλης—, τις αρχές ακόμα δεν τις κατέχουμε· αυτές ακριβώς είναι που πρέπει να αναζητήσουμε.

Επομένως, πριν από τις αποδείξεις —οι οποίες προϋποθέτουν ήδη τη γνώση των αρχών— είναι αναγκαία μια έρευνα που συνίσταται στην αναζήτηση αυτών των αρχών.
Και είναι προφανές ότι αυτή η έρευνα δεν μπορεί να είναι αποδεικτική, γιατί η απόδειξη χρειάζεται αρχές.

Πώς, λοιπόν, αναζητούνται οι αρχές;
Ακριβώς εδώ ο Αριστοτέλης εφαρμόζει μια σειρά από λογικές διαδικασίες που δεν ανήκουν στην αποδεικτική (ἀποδεικτική μέθοδο) αλλά στη διαλεκτική.
Ενώ, λοιπόν, το «να αποδεικνύεις» —έστω και κατά το πλείστον— είναι πάντοτε μια μορφή ἐπιστήμης (δηλαδή αποδεικτικής γνώσης), εδώ δεν έχουμε καμία ἐπιστήμη, καμία απόδειξη, αλλά μια διαφορετική διαδικασία.
Οι διαδικασίες που ο Αριστοτέλης εφαρμόζει στη Φυσική φαίνεται να είναι τρεις κυρίως κατηγορίες, αλλά όλες έχουν ένα κοινό σχήμα:
Πάντοτε ξεκινούν από εκείνο που είναι γνωστό σε εμάς (πρὸς ἡμᾶς γνωριμώτερον), για να αναζητήσουν εκείνο που δεν είναι γνωστό σε εμάς, αλλά είναι αιτία αυτού που γνωρίζουμ
ε.
Δηλαδή, ξεκινά από την εμπειρία, από τα φαινόμενα (τὰ φαινόμενα, λέει ο Αριστοτέλης) —από τα πράγματα που μας εμφανίζονται, που είναι δηλαδή προσιτά στις αισθήσεις μας— για να ανέλθει στις αρχές, στις αιτίες που δεν μας είναι γνωστές, αλλά καθιστούν νοητή την εμπειρία.
Έτσι, αυτά που για εμάς είναι πρώτα (τα φαινόμενα) είναι δευτερεύοντα καθ’ αὑτά, ενώ οι αιτίες, που για εμάς είναι άγνωστες, είναι πρώτες καθ’ αὑτά, δηλαδή από την άποψη της νοητής τάξεως.
Και εδώ —όπως θα έχω την ευκαιρία να δείξω τις επόμενες ημέρες— ο όρος φαινόμενα στον Αριστοτέλη έχει δύο διαφορετικές σημασίες.
Αυτό το έχει δείξει ένας μεγάλος μελετητής της αρχαίας φιλοσοφίας, που πέθανε πριν λίγα χρόνια, ο W. Owen, σε ένα περίφημο άρθρο του, που ήταν η ανακοίνωση που παρουσίασε στο Symposium Aristotelicum του 1960, εκείνο που ανέφερα χθες, με τίτλο Tithenai ta phainomena — δηλαδή «Να θέσουμε πρώτα ποια είναι τα φαινόμενα».
Ο Owen έδειξε —και από τότε κανείς δεν το αμφισβήτησε πλέον, αποτελεί οριστική απόκτηση της έρευνας— ότι ο όρος φαινόμενα στον Αριστοτέλη έχει διττή σημασία:
Αφενός σημαίνει αυτό που εμφανίζεται στις αισθήσεις, το αντικείμενο της αίσθησης· π.χ. φαινόμενα είναι οι κινήσεις των άστρων, οι πλανήτες που φαίνονται να περιπλανώνται, γιατί πράγματι τους βλέπουμε, μας φαίνονται, μας εμφανίζονται.
Αφετέρου, για τον Αριστοτέλη είναι φαινόμενα και οι γνώμες των ανθρώπων, όσα οι άνθρωποι πιστεύουν —η κοινή γνώμη, οι παροιμίες, τα έθιμα—, και το προνομιακό πεδίο όπου αποτυπώνεται αυτό το δεύτερο είδος φαινομένων είναι η γλώσσα.
Η ανθρώπινη γλώσσα είναι η έκφραση του κοινού τρόπου σκέψης, του κοινού τρόπου λογισμού· είναι, θα λέγαμε, η μορφή με την οποία εκφράζεται η κοινή ανθρώπινη αναπαράσταση της πραγματικότητας.
Αυτό, για τον Αριστοτέλη, είναι ένα φαινόμενον με το οποίο πρέπει κανείς να λογαριαστεί.

Έτσι, η πλειονότητα των ερευνών του στη Φυσική, περισσότερο παρά να ξεκινούν από δεδομένα αισθητηριακής παρατήρησης, είναι πραγματικές αναλύσεις του λόγου· φιλοσοφικές αναλύσεις της γλώσσας.
Γι’ αυτό και η αναλυτική φιλοσοφία της αγγλοσαξονικής παράδοσης υπήρξε πάντοτε στενά συνδεδεμένη με τον Αριστοτέλη.
Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο ότι η μοναδική χώρα στον κόσμο όπου δεν υπήρξε ποτέ «αναγέννηση» του ενδιαφέροντος για τον Αριστοτέλη είναι η Αγγλία, διότι στην Αγγλία ο Αριστοτέλης δεν πέθανε ποτέ — άρα δεν χρειάστηκε να «αναστηθεί».
Πρόσφατα, λένε, υπήρξε στη Γερμανία μια «αναγέννηση» του Αριστοτέλη· στην Αγγλία όμως δεν μπορεί να υπάρξει, γιατί η ίδια η παράδοση, ιδίως στη φιλοσοφία του τέλους του 19ου και του 20ού αιώνα, είναι ουσιαστικά αριστοτελική.
Η Aristotelian Society του Λονδίνου είναι μια από τις σημαντικότερες φιλοσοφικές εταιρείες αγγλόφωνου κόσμου.

Εκεί όπου μιλά κανείς για τα πάντα, δεν σημαίνει ότι μιλά μόνο για τον Αριστοτέλη στην Aristotelian Society, γιατί κάτω από αυτόν τον τίτλο μπορεί να υπαχθεί οποιοδήποτε φιλοσοφικό θέμα.
Τώρα, στην αρχή της Φυσικής, το πρώτο εγχείρημα που εφαρμόζει ο Αριστοτέλης για να καθορίσει ποιοι είναι οι αρχές είναι ακριβώς μια ανάλυση της γλώσσας. Θέλει να προσδιορίσει ποιες είναι οι αρχές του γίγνεσθαι, δηλαδή τι καθιστά δυνατό κάθε μορφής μεταβολή. Και παίρνει το πιο συνηθισμένο παράδειγμα, το οποίο όμως δείχνει πόσο μεγάλη είναι η απόσταση ανάμεσα στον τρόπο με τον οποίο αυτός παρατηρεί το μεταβάλλεσθαι και σε εκείνο που θα γίνει κατόπιν χαρακτηριστικό της νεότερης μηχανικής.

Ο Αριστοτέλης παίρνει το περίφημο παράδειγμα: ο άνθρωπος, ο “ἀμούσος”, γίνεται “μουσικός”. Πιθανότατα εδώ δεν πρόκειται για τη μουσική κυριολεκτικά, αλλά ο μουσικός ήταν εκείνος που είχε ανατραφεί υπό την αιγίδα των Μουσών, δηλαδή ήταν πεπαιδευμένος με την ευρεία έννοια· ήταν ο καλλιεργημένος άνθρωπος. Πράγματι, οι Γάλλοι μεταφράζουν το μουσικός ως cultivé, «καλλιεργημένος».
Άρα, η διαδικασία με την οποία ένας άνθρωπος από ἀμούσος γίνεται μουσικός είναι αυτό που θα ονομάζαμε διαδικασία παιδείας ή μάθησης.

Σημειώστε το παράδειγμα: κανένας σύγχρονος φυσικός δεν θα έπαιρνε ως παράδειγμα «κινήσεως» τη διαδικασία της αγωγής ή της μάθησης. Αυτό μας δείχνει πόσο ευρύ ήταν το νόημα που είχε για τον Αριστοτέλη η «φυσική».
Και λέει: τι καθιστά δυνατό αυτή τη μεταβολή; Η πρώτη του ανάλυση είναι ανάλυση των προτάσεων με τις οποίες εκφράζουμε το γεγονός. Δηλαδή, όταν λέμε «ένας άνθρωπος ἀμούσος γίνεται μουσικός», χρησιμοποιούμε τρία στοιχεία: ἄνθρωπος, ἀμούσος και μουσικός. Αυτά τα τρία στοιχεία μας επιτρέπουν να αρθρώσουμε το γεγονός του γίγνεσθαι, της μεταβολής.


Από εδώ συμπεραίνει ότι χρειάζεται:
υποκείμενο (ὑποκείμενον), ο άνθρωπος·
μια στέρηση (στέρησις), μια κατάσταση όπου κάτι που ύστερα θα υπάρχει ακόμη δεν υπάρχει — το «ἀμούσος», δηλαδή στερημένος από παιδεία·
— και, τέλος, μια έξη/κατοχή (ἕξις), μια κατοπινή κατάσταση όπου παρίσταται κάτι που πριν δεν υπήρχε· αυτό που παρίσταται εκφράζεται συνήθως ως εἶδος, δηλαδή «μορφή» — όχι μόνο αισθητή όψη, αλλά το σύνολο των καθοριστικών γνωρισμάτων. Η μορφή (forma στα λατινικά) σημαίνει κυριολεκτικά «ό,τι φαίνεται, ό,τι λαμβάνει όψη».

Έτσι, το ὑποκείμενον είναι η ὕλη, η στέρησις και η μορφή — σε αυτή την πρώτη, αν θέλουμε, πολύ στοιχειώδη και συνοπτική διατύπωση των στοιχείων του γίγνεσθαι, στην οποία ο Αριστοτέλης φτάνει μέσω γλωσσικής ανάλυσης. Πρόκειται για μη αποδεικτική διαδικασία· αλλά είναι ακριβώς εκείνη που θέτει σε εφαρμογή μεγάλο μέρος της σύγχρονης σκέψης: όλη η αναλυτική φιλοσοφία, όπως είπα προηγουμένως, θεωρεί θεμελιώδη και αναγκαία ως προκαταρκτικό κάθε άλλου λόγου την ανάλυση της γλώσσας. Και η ανάλυση της γλώσσας ο ίδιος ο Αριστοτέλης την κατατάσσει στα Τοπικά (Topica) ως διαδικασία ίδια της διαλεκτικής.
Διότι, αν ανακαλέσουμε όσα λέγονταν χθες για εκείνη την «μονομαχία» που εκτυλίσσεται στη διαλεκτική μεταξύ ἐρωτῶντος και ἀποκρινομένου, όπου ο ένας προσπαθεί να οδηγήσει τον άλλον σε αντίφαση και ο άλλος να την αποφύγει, συχνά όλα αυτά παίζονται πάνω σε διακρίσεις διαφορετικών σημασιών των όρων. Ο καλύτερος τρόπος να αποφύγει κανείς την αντίφαση, συνήθως, είναι να δείξει ότι, ακόμη κι αν λέγονται δύο αντίθετα πράγματα, δεν προκύπτει αντίφαση, επειδή λέγονται με διαφορετική σημασία. Επομένως, η διάκριση των σημασιών και η ανάλυση των εννοιών είναι ειδικό έργο της διαλεκτικής.
Βλέπω ότι εδώ δεν έχω τον χρόνο να διαβάσω και να μεταφράσω όλα αυτά τα χωρία. Πάντως, στο απόσπασμα 4, που είναι ακριβώς η αρχή της Φυσικής, ο Αριστοτέλης λέει εν ολίγοις τούτο: για να αναζητήσει κανείς τις ἀρχαίς —δηλαδή αρχές, αιτίες ή στοιχεία— πρέπει να ξεκινήσει από εκείνο που είναι γνωστό σε εμάς, και αυτό που είναι γνωστό σε εμάς είναι τα πράγματα ακόμη συγκεχυμένα (συγκεχυμένα, «ανακατεμένα»). Η πορεία της φυσικής συνίσταται στο διαιρεῖν — στο να διακρίνει, να χωρίζει το συγκεχυμένο και το σύνθετο· π.χ. να ξεχωρίσει τους διαφορετικούς σημασιολογικούς τρόπους μιας λέξης.
Κάνει ένα πολύ απλό, «γήινο» παράδειγμα, όπως σχεδόν όλα τα παραδείγματα του Αριστοτέλη: τα παιδιά. Τα παιδιά συνηθίζουν να λένε «μπαμπά» όλους τους άντρες ή «μαμά» όλες τις γυναίκες, μέχρι να μάθουν να ξεχωρίζουν τον πατέρα από τον άλλον. Δηλαδή, προχωρούν από μια αναπαράσταση —μια λέξη όπου ακόμη συγχέονται διαφορετικά νοήματα— σε μια λέξη που έχει ένα και μόνο νόημα. Πρώτα η λέξη «μπαμπάς» σημαίνει «τα πάντα», έπειτα σημαίνει ένα πράγμα. Έτσι, από το συγκεχυμένο περνάμε στο διακεκριμένο, από το αδιαφοροποίητο στο διακεκριμένο. Αυτός είναι ο πυρήνας του πρώτου κεφαλαίου του πρώτου βιβλίου της Φυσικής.
Όποιος, λοιπόν, περίμενε αποδείξεις, εδώ δεν βρίσκει τίποτε.
Ο Φραγκίσκος Βάκων, που ήθελε να συγγράψει το Novum Organum επειδή του Αριστοτέλη ήταν υπερβολικά συλλογιστικό και επαγωγικό, προφανώς δεν είχε κατά νου το ξεκίνημα της Φυσικής, όπου δεν υπάρχει καμία παραγωγή, κανένας συλλογισμός.


Υπάρχει βέβαια και άλλη μέθοδος που συνίσταται στο να ξεκινά κανείς από τα φαινόμενα νοούμενα ως αισθητές παρατηρήσεις· και εδώ, ιδίως στο Περί Οὐρανοῦ, ο Αριστοτέλης αναπτύσσει μια σειρά συλλογισμών για να εξηγήσει την κίνηση των ουρανίων σωμάτων, την εναλλαγή των εποχών κ.ο.κ., όλα τα γεγονότα που αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις. Θέτει έτσι σε εφαρμογή εκείνον τον τύπο έρευνας που ο ίδιος ονομάζει ἐπαγωγή, δηλαδή inductio. Υπάρχει ολόκληρη βιβλιογραφία για το νόημα και τη θεωρία της αριστοτελικής επαγωγής, στην οποία δεν μπορώ τώρα να σταθώ· σημειώνω μόνο ότι και η ἐπαγωγή κατατάσσεται από τον Αριστοτέλη ανάμεσα στις διαδικασίες ίδιες της διαλεκτικής. Άρα, τόσο η γλωσσική ανάλυση όσο και η ἐπαγωγή, όποια κι αν είναι τα φαινόμενα από τα οποία ξεκινά κανείς, απαιτούν διαλεκτικές διαδικασίες.
Αν μου επιτρέπετε ακόμη λίγα λεπτά, θα διάβαζα —παραλείποντας το απόσπασμα 4— τα 5 και 6, που είναι πολύ σύντομα, γιατί δείχνουν πώς και μέσω αυτών των διαλεκτικών, μη αποδεικτικών διαδικασιών —όπως η ανάλυση της γλώσσας ή η επαγωγή— είναι δυνατόν να φτάσουμε στην αλήθεια. Όπως λέγαμε χθες, η διαλεκτική, καθιστώντας μας ικανούς να αναπτύσσουμε μια ἀπορία και προς τις δύο κατευθύνσεις, μας επιτρέπει να δούμε τι είναι αληθές και τι ψευδές. Μπορεί, λοιπόν, να φτάσει κανείς στην αλήθεια — είναι μια ασθενής, θα λέγαμε, μέθοδος, αλλά όχι γι’ αυτό ανίκανη να προσεγγίσει το αληθές.
Το απόσπασμα 5 ανήκει στο βιβλίο Δ της Φυσικής, που πραγματεύεται τον τόπο (τόπος). Υπάρχουν μερικές γραμμές —αυτές που έχω σημειώσει— από τη γραμμή 7 έως 11, όπου ο Αριστοτέλης εισάγει ακριβώς μια μεθοδολογική σκέψη:
δεῖ πειράσθαι τὴν σκέψιν οὕτω ποιεῖσθαι, δηλαδή πρέπει να καταβάλουμε προσπάθεια να κάνουμε την σκέψιν/έρευνα κατ’ αυτόν τον τρόπο,
ὅπως τὸ τί ἐστιν ἀποδοθήσεται, ώστε να αποδοθεί το τί ἐστιν, δηλαδή η ορισμός.
Λοιπόν, αναζητεί τι είναι ο τόπος, αναζητά τον ορισμό του τόπου.

ὥστε τὰ τε ἀπορούμενα λυθήσεται, έτσι ώστε οι ἀπορίες να λυθούν — άλλη μια σημαντική έκφραση: λύειν τὰ ἀπορούμενα. Χθες συναντήσαμε το διαπορεῖν (να ξετυλίγουμε την απορία), εδώ βρίσκουμε το λύειν τὰ ἀπορούμενα (να λύνουμε τις απορίες).
Και ακόμη: καὶ τὰ δοκοῦντα ὑπάρχειν τῷ τόπῳ ὑπάρχοντα ἔσται, δηλαδή όσα φαίνεται να ανήκουν στον τόπο, να προκύψει ότι πράγματι ανήκουν· να περάσουμε από το επίπεδο του δοκεῖν (του φαίνεσθαι) στο επίπεδο του εἶναι (του είναι καθεαυτό).

Για παράδειγμα, σε μένα φαίνεται πως ο τόπος είναι «αυτό κι αυτό». Ε, πρέπει να περάσουμε από αυτή τη φάση σε εκείνη όπου μπορεί κανείς να πει: «ο τόπος είναι αυτό κι αυτό», όχι απλώς «φαίνεται αυτό κι αυτό»· δηλαδή να περάσουμε από τη δόξα —θα λέγαμε— στην πραγματικότητα.
Καὶ ἔτι τῆς δυσκολίας αἴτιον καὶ τῶν περὶ αὐτὸν ἀπορημάτων ἔσται φανερόν: και ακόμη θα γίνει φανερή η αἰτία τῆς δυσκολίας. Η δυσκολία είναι ακριβώς το εμπόδιο, και το εμπόδιο είναι αυτό που γεννά την ἀπορία. Ἀπορία στα ελληνικά σημαίνει έλλειψη —το ἄ (στερητικό) + πόρος, όπου πόρος είναι η ελεύθερη δίοδος· άρα ἀπορία είναι η έλλειψη διόδου, το να μην μπορείς να προχωρήσεις— αυτό που οι Γάλλοι λένε impasse. Είναι το μπλοκάρισμα στο οποίο βρίσκεται κανείς όταν στέκεται μπροστά σε δύο αντίθετους δρόμους και δεν ξέρει ποιος είναι ο σωστός ή ο λάθος, και τότε σταματά· αυτό είναι η ἀπορία.
Διαπορεῖν σημαίνει να αναπτύξουμε και προς τις δύο κατευθύνσεις την απορία: να πάμε να δούμε τι υπάρχει κατά μήκος του πρώτου δρόμου και να πάμε να δούμε τι υπάρχει κατά μήκος του δεύτερου. Μόνο αφού το κάνουμε αυτό, θα μπορέσουμε να λύσουμε την απορία —δηλαδή να αποφασίσουμε προς ποια κατεύθυνση πρέπει να προχωρήσουμε.
Αν κάποιος από τους παρόντες έχει εμπειρία ορειβατικών εξορμήσεων, θα του έχει συμβεί πολλές φορές ότι, όταν φτάνει σ’ ένα σημείο όπου δεν ξέρει πια πού να πάει, κι αν είναι με συντροφιά, λένε: «εσύ πήγαινε ως εκείνον τον λόφο, εσύ πήγαινε προς τον άλλον· έπειτα γυρίστε και πείτε μας πού οδηγούν οι δύο δρόμοι». Τότε θα είμαστε σε θέση να λύσουμε την απορία, να υπερβούμε το μπλοκάρισμα. Αυτό πρέπει να γίνεται και στη φυσική: να βρεθεί —θα γίνει σαφές— η αιτία της δυσκολίας και οι ἀπορίες που σχετίζονται μ’ αυτήν.
Οὕτω γὰρ ἂν κάλλιστα δεικνοῖτο ἕκαστον: έτσι, πράγματι, κάθε πράγμα θα δεικνυόταν καλλίστως, με τον καλύτερο τρόπο.
Λοιπόν, κυρίες και κύριοι, εδώ έχουμε μια «ἀπόδειξη»· υπάρχει δείκνυσθαι (deiknynai). Αλλά πώς προκύπτει εδώ η απόδειξη; Όχι ξεκινώντας από αρχές και συμπεραίνοντας τα συμπεράσματα· αλλά ξεκινώντας από μια ἀπορία και λύνοντάς την. Μέσω της λύσης της απορίας έχει αποδειχθεί —έχουμε φτάσει σε μια απόδειξη του καλύτερου είδους.
Ιδού, λοιπόν, ότι και εντός της διαλεκτικής, κατά κάποιον τρόπο, είναι δυνατό να γίνουν αποδείξεις, διαφορετικές όμως από εκείνες της ἀποδεικτικής (της αυστηρά αποδεικτικής μεθόδου). Θα πρότεινα να τις ονομάσουμε διαλεκτικές αποδείξεις: κι όμως, και αυτές είναι ικανές να φτάσουν στην αλήθεια.

Και επιτρέψτε μου ακόμη δύο λεπτά για να διαβάσω το τελευταίο απόσπασμα από το Περὶ Οὐρανοῦ, όπου αυτό φαίνεται με τον πιο σαφή τρόπο. Είναι το απόσπασμα 6, σελ. 279, στήλη Β, από τη γραμμή 4 έως 7.
Εδώ μιλά για τον ουρανό (ὁ οὐρανός) και λέει: αφού ορίσαμε τα προηγούμενα, «στη συνέχεια ας δούμε εάν [ο ουρανός] είναι ἀγένητος ή γενητός, ἄφθαρτος ή φθαρτός» — πρόκειται ούτε λίγο ούτε πολύ για το πρόβλημα της αιωνιότητας του κόσμου, που για τον Αριστοτέλη είναι κεντρικό. Πώς προσεγγίζεται και πώς λύνεται αυτό το πρόβλημα;

Διεξέλθοντες πρῶτον τὰς τῶν ἄλλων ὑπολήψεις: περνώντας, δηλαδή, μέσα από —διερχόμενοι— κατ’ αρχάς τις υπολήψεις των άλλων, όσα νομίζουν οι άλλοι: ιδού τα φαινόμενα με την έννοια των γνωμών του κόσμου ή, φυσικά, και των απόψεων των άλλων φιλοσόφων, ακόμη σημαντικότερων.
Άρα, το πρώτο που πρέπει να γίνει για να κριθεί αν ο ουρανός είναι γενητός ή αγένητος, φθαρτός ή άφθαρτος, είναι να περάσουμε μέσα από τις γνώμες των άλλων.

Και έπειτα έρχεται το κρίσιμο σημείο, γιατί αυτό μπορεί να μας οδηγήσει σε γνησία απόδειξη. Διότι λέει ο Αριστοτέλης:
ἀι γὰρ τῶν ἐναντίων ἀποδείξεις ἀπορίαι περὶ τῶν ἐναντίων εἰσίν —
δηλαδή, οι αποδείξεις των ἐναντίων (των αντιθέτων) είναι ἀπορίες σχετικά με τα αντίθετα. Με άλλα λόγια: ένα επιχείρημα που συνιστά απόδειξη μιας ορισμένης θέσης, το ίδιο επιχείρημα συνιστά ἀπορία για την αντίθετη θέση. Όταν υπάρχουν δύο αντίθετες θέσεις, κάθε επιχείρημα υπέρ της μίας ισοδυναμεί με επιχείρημα κατά της άλλης, και κάθε επιχείρημα κατά της μίας είναι υπέρ της άλλης. Έτσι η ἀπορία αντιστοιχεί σε ἀπόδειξη: ό,τι δυσχεραίνει μια θέση, συντρέχει στη δεδειγμένη ενίσχυση της αντίθετης.

Αυτό περικλείει υποφώσκον ένα θεμελιώδες principium, που θα δούμε να αναπτύσσεται και αλλού: όταν καταφέρω να διαψεύσω (falsificare) μια ορισμένη θέση —να δείξω ότι είναι ψευδής—, με αυτό και μόνο (το υπογραμμίζω: με αυτό και μόνο), χωρίς να χρειάζεται κάτι ακόμη, έχω αποδείξει την αλήθεια της αντίθετης θέσης, εφόσον βέβαια τηρείται συγκεκριμένος τύπος αντιθετικότητας, με κανόνες που ο Αριστοτέλης κατόπιν θα διευκρινίσει. Προς το παρόν, το αρχή είναι αυτή.
Έτσι, λοιπόν, μια τυπικά διαλεκτική διαδικασία όπως το διαπορεῖν —η ανάπτυξη των αποριών— μπορεί να δώσει κανονικές αποδείξεις· αποδείξεις όμως διαφορετικές από τις κατεξοχήν μαθηματικές, από εκείνες της ἀποδεικτικής.
Αυτές είναι οι διαδικασίες που ο Αριστοτέλης εφαρμόζει στη Φυσική· και, τελειώνοντας, λέω: είναι διαδικασίες και αποδεικτικού τύπου (με την έννοια της ἀποδεικτικής, όταν γίνονται αποδείξεις που ισχύουν πάντοτε ή ως επί το πλείστον — αυτό είναι η απόδειξη όπως θεωρητικοποιείται στην ἀποδεικτική), και διαδικασίες θεωρητικοποιημένες στη διαλεκτική: δηλαδή η ανάλυση της γλώσσας, η επαγωγή, και τέλος η διαλεκτική απόδειξη νοημένη ως συζήτηση των αλλότριων γνωμών, άρα ανασκευή ορισμένων και, συνακόλουθα, απόδειξη των αντιθέτων τους.
Νομίζω ότι για μια διάλεξη πάνω στη μέθοδο της φυσικής, παραπάνω από αυτά καλύτερα να μην ειπωθούν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: