Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2015

Η αρχή του τέλους της παγκοσμιοποίησης;

Της Μαρίας Νεγρεπόντη-Δελιβάνη


Εισαγωγή

Στη δεκαετία του ’80 επιβλήθηκε σε ολόκληρη την υφήλιο  το διεθνές οικονομικό σύστημα, που έγινε γνωστό με το όνομα «παγκοσμιοποίηση». Η επιλογή και προώθησή του οφείλεται στις ΗΠΑ, που είχαν δικαιολογημένους φόβους να πιστεύουν  ότι κινδύνευαν να χάσουν την παγκόσμια επικυριαρχία τους, και να τους διαδεχθεί σε αυτήν η Ιαπωνία ή η Ευρώπη.  Η απελευθέρωση των συναλλαγών, σε συνδυασμό με το καθεστώς  οικονομικού  φιλελευθερισμού ήταν το  σύστημα που οι ΗΠΑ πρόβλεπαν ότι θα τους ευνοούσε και θα τους εξασφάλιζε τη συνέχιση της διεθνούς πρωτοκαθεδρίας τους. Το νέο διεθνές σύστημα[1],  έγινε δεκτό από το ένα άκρο του πλανήτη, ως το άλλο, με μεγάλο ενθουσιασμό, γιατί υποσχόταν το τέλος των κρίσεων, την αύξηση της ευημερίας, την ωφέλεια όλων των συναλλασσομένων, στο πλαίσιο της απελευθέρωσης του διεθνούς  εμπορίου καθώς και τη δυνατότητα όλων των κατοίκων της Γης να επωφεληθούν από τις νέες τεχνολογίες. Οι ολιγάριθμοι οικονομολόγοι, που  διατύπωσαν, από την αρχή, αμφιβολίες, σχετικά με τις επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης[2]αντιμετωπίστηκαν ως ανορθόδοξοι, μη προοδευτικοί, μεμψίμοιροι κ.ά. Ωστόσο, οι δυσμενείς συνέπειες της παγκοσμιοποίησης, καθώς και η αθέτηση των αρχικών της υποσχέσεων δικαίωσαν εκ των υστέρων τους σκεπτικιστές. 
Όταν  η «παγκοσμιοποίηση», εμφανίστηκε πριν τέσσερις περίπου δεκαετίες  εκλήφθηκε ως  νέο σύστημα, ενώ δεν ήταν. Αντιθέτως, επειδή  έχουμε στη διάθεσή μας  μόνο δύο διεθνείς κοσμοθεωρίες, αυτήν της απελευθέρωσης των συναλλαγών και αυτήν του προστατευτισμού, με δυνατότητες βέβαια άπειρων συνδυασμών μεταξύ τους,  η εφαρμογή αυτών των  δύο κοσμοθεωριών εναλλάσσεται, στο χρονοδιάγραμμα της  ιστορίας του καπιταλισμού, και μάλιστα σε περίπου ίσα χρονικά διαστήματα[3].  Kατά τον François  Lenglet[4]διαπιστώνεται διαχρονικά   ένας επαναλαμβανόμενος κύκλος,  διαρκείας περίπου 80 ετών, που περιλαμβάνει δύο ημικύκλια των περίπου  40 ετών το καθένα: αυτό του προστατευτισμού και αυτό της απελευθέρωσης του διεθνούς εμπορίου. Η εναλλαγή τους φαίνεται να υπακούει  σε συνδυασμό συμβάντων, όπως η εμφάνιση νέων τεχνολογιών, η αυξημένη δυσαρέσκεια από τις δυσμενείς συνέπειες του κάθε συστήματος, το πέρασμα του καπιταλισμού σε μεταγενέστερο στάδιο ανάπτυξης,   ή, ακόμη, και η επικράτηση συμφερόντων από κράτη ή ισχυρές κοινωνικές ομάδες του διεθνούς γίγνεσθαι. Η ανησυχητική προσθήκη είναι ότι η  φάση της παγκοσμιοποίησης, ιστορικά,  περατώνεται με κρίση και πόλεμο, όπως  συνέβη το 1873, αλλά  και το 1929.  
Από την επικράτηση της τελευταίας παγκοσμιοποίησης έχουν συμπληρωθεί τέσσερις περίπου δεκαετίες, όσες δηλαδή προβλέπονται[5] για την υποκατάστασή της από το καθεστώς του προστατευτισμού. Και πέρα από την χρονολογική αυτή ένδειξη υπάρχει παράλληλα και σωρεία ενδείξεων, που  αναγγέλλουν την κόπωση της παγκοσμιοποίησης και την έλευση διαδόχου διεθνούς καθεστώτος. Θα μπορούσε, βέβαια, εύκολα να υποστηριχθεί ότι η επιβράδυνση της παγκοσμιοποίησης οφείλεται στη δεύτερη μεγάλη οικονομική κρίση, που άρχισε το 2007 και  που βρίσκεται ακόμη μαζί μας, και επομένως  πρόκειται για φαινόμενο  κυκλικό  και όχι διαρθρωτικό. Προς την ίδια αυτή κατεύθυνση θα μπορούσε να επιστρατευθεί, ως πρόσθετη ερμηνεία αυτής της επιβράδυνσης της παγκοσμιοποίησης, και η κρίση χρέους, που ταλανίζει την Ευρώπη, και απαιτεί αντιμετώπιση,  αλλά και το πρόβλημα της μετανάστευσης, που η λύση του έχει ανάγκη την αναβίωση της σημασίας των εθνικών συνόρων.  Η συνεκτίμηση των ενδείξεων, που  διαπιστώνουν υποχώρηση της παγκοσμιοποίησης, συνηγορεί υπέρ της υπόθεσης  ότι η υφήλιος βρίσκεται  στα πρόθυρα του εναλλακτικού της συστήματος, δηλαδή  αυτού του προστατευτισμού ή τουλάχιστον ενός συνδυασμού των δύο συστημάτων, όπου θα υπάρχει και  αρκετά ισχυρή δόση προστατευτισμού. Σίγουρη πρόγνωση για την εξέλιξη  αυτή είναι, ακόμη, πρόωρη, ιδίως και επειδή  οι ισχυρές  κοινωνικές τάξεις, που ευνοούνται από την παγκοσμιοποίηση την εκλαμβάνουν ως μόνιμο σύστημα και αντιδρούν εναντίον  εξελίξεων, που την θέτουν σε κίνδυνο. 
Να υπογραμμιστεί  ότι και τα δύο αυτά συστήματα περιέχουν θετικά, αλλά και αρνητικά χαρακτηριστικά,  που ευνοούν  διαφορετικές  κοινωνικές ομάδες στο διάστημα της εφαρμογής τους. Και ακριβώς αυτός αποτελεί  έναν από τους πιθανούς λόγους της εναλλαγής τους. Πιο συγκεκριμένα, η απελευθέρωση του εμπορίου συνυπάρχει με νεοφιλελευθερισμό που συχνά αγγίζει τα όρια του laissez-fairelaissez-passer. Το σύστημα είναι εχθρικό απέναντι στον παρεμβατικό ρόλο του κράτους στην οικονομία, και απέναντι στο  κράτος Πρόνοιας. Συνεπώς, η ελευθερία των συναλλαγών, που συνυπάρχει  με τον νεοφιλελευθερισμό, εκφράζει και ευνοεί τους εκάστοτε ισχυρούς. Αυτοί οι τελευταίοι εμφανίζονται   πεπεισμένοι  ότι  οι αδύναμοι και αυτοί που είναι ανίκανοι να  αγωνιστούν και να επιτύχουν, επιζητούν προστασία, γι αυτό  και ο προστατευτισμός  είναι  επιβλαβής για την πρόοδο.  Επί των ημερών της παγκοσμιοποίησης η σημασία των εθνικών συνόρων υποχωρεί, όπως και η κυριαρχία  των  εθνικών κυβερνήσεων, ενώ διευρύνονται οι κάθε μορφής ανισότητες και εντείνεται ο ανταγωνισμός. Στα πλαίσια, εξάλλου, της παγκοσμιοποίησης οι προτιμήσεις στρέφονται  εναντίον του πληθωρισμού και υπέρ της αυστηρής νομισματικής σταθερότητας, ώστε  η διακίνηση των κεφαλαίων να είναι ασφαλής. Το σύστημα του προστατευτισμού, αντιθέτως, συμβαδίζει με αύξηση του κρατικού παρεμβατισμού  και του κράτους Πρόνοιας, με περιορισμό των ανισοτήτων, και με ενίσχυση της θέσης της μεσαίας τάξης. Κάποιος βαθμός ελεγχόμενου πληθωρισμού, που βοηθά στην αποπληρωμή των χρεών, ή και η δημιουργία ανισορροπιών στα διάφορα ισοζύγια είναι ανεκτές. Στην αρχή της περιόδου εφαρμογής και των δύο αυτών κοσμοθεωριών οι θετικές τους συνέπειες υπερτερούν των αρνητικών, ενώ συμβαίνει το αντίθετο προς το τέλος, οπότε και επιταχύνονται οι διεργασίες  διαδοχής τους. 
Αν, όμως, όντως έχουμε εισέλθει σε φάση αποπαγκοσμιοποίησης  τι ορισμό θα μπορούσαμε να της δώσουμε; Ο Frédéric Lordon[6] εκλαμβάνει  τα επί μέρους χαρακτηριστικά της  αποπαγκοσμιοποίησης,  ως διαμετρικά αντίστροφα των αντίστοιχων της παγκοσμιοποίησης, με την υπόθεση ότι η αποπαγκοσμιοποίηση είναι ευλογία. Ιδούλοιπόν,  ο  ορισμός της παγκοσμιοποίησης: « Η μη λανθασμένη ανταγωνιστικότητα μεταξύ οικονομιών με αβυσσαλέες διαφορές επιπέδου μισθών.Η μόνιμη απειλή μετεγκατάστασης επιχειρήσεων. Οι χωρίς όριο απαιτήσεις των μετόχων για αποδόσεις". Και ο  αρνητικός  ορισμός της παγκοσμιοποίησης που είναιταυτόχρονα  και  θετικός ορισμός της αποπαγκοσμιοποίησηςκατά τονFrédéric Lordon[7] πάντοτε,  έχει ως  εξής:  «περιορισμός της ροής αγαθών και κεφαλαίων, επανεγκατάσταση των συστημάτων παραγωγής (…), διακοπή της ανταγωνιστικότητας μεταξύ εργατών και αγροτών της υφηλίου, αναβάθμιση της της ποικιλίας των γνώσεων και των κοινωνικών εφαρμογών, εξασφαλίζοντας τη διατροφή των πληθυσμών και της διατροφικής κυριαρχίας (…)”. Μια διαφορετική προσπάθεια ορισμού της αποπαγκοσμιοποίησης έρχεται από τον Walden Bello[8]και είναι η ακόλουθη: “Πρόκειται για τον επαναπροσανατολισμό των οικονομιών, της ιεράρχησης της παραγωγής για εξαγωγή  υπεράνω από της παραγωγή που προορίζεται για τις  τοπικές αγορές ».
Σε μία πρώτη παράγραφο αυτής της εισήγησης θα εξετάσω τις ενδείξεις  που συνηγορούν υπέρ της έλευσης μιας νέας περιόδου, στο διεθνές προσκήνιο, όπου θα επικρατεί ο προστατευτισμός, στη δεύτερη παράγραφο θα αναφερθώ  στα κύρια αίτια, που ενδεχομένως οδηγούν προς αυτήν την εναλλαγή και τέλος στην τρίτη παράγραφο  θα επιχειρηθεί η σκιαγράφηση  των πιθανών χαρακτηριστικών του  προστατευτικού καθεστώτος. 

Ι. Οι ενδείξεις

Οι ενδείξεις της εξασθένισης της παγκοσμιοποίησης διαπιστώνονται σε πολλούς τομείς. Δεδομένου ότι στην τελευταία περίοδο εφαρμογής της απελευθέρωσης των συναλλαγών επικράτησε  η χρηματοπιστωτική οικονομία, θα αρχίσω τις σχετικές αναφορές με τις εκεί ανατροπές, που είναι πραγματικά, εντυπωσιακές, και θα συνεχίσω με άλλες ενδείξεις που επίσης μαρτυρούν τάσεις επιβράδυνσης του διεθνούς εμπορίου. 

Α. Συρρίκνωση των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών

 Οι συναλλαγές αυτής της μορφής, που έθεσαν τη σφραγίδα τους στην τελευταία παγκοσμιοποίηση,  ανέρχονταν για ολόκληρο τον πλανήτη σε 206 τρισεκατομμύρια δολάρια[9], δηλαδή σε 355% του παγκόσμιου ΑΕΠ, πριν από την κρίση.  Η ανεξέλεγκτη αυτή διάσταση της εικονικής οικονομίας, που κινείται παράλληλα προς την πραγματική, προβάλλει σε όλη της  την έκταση, με την επισήμανση ότι η αξία των  χρηματιστηριακών συναλλαγών ήταν πριν από την έναρξη της κρίσης σχεδόν τέσσερις φορές ανώτερη σε σύγκριση με τη δημιουργία του  πλούτου στην πραγματική οικονομία. Η πτώση αυτής της μορφής συναλλαγών  υπήρξε συντριπτική μετά την κρίση, καθώς ισούται με  περίπου 50 μονάδες του παγκόσμιου ΑΕΠ. Κάθετη, επίσης μείωση πραγματοποίησε και η ροή του διεθνούς κεφαλαίου, που εκτιμάται  σε περίπου 70% από την αρχή της κρίσης. Από την πλευρά τους οι τράπεζες έσπευσαν να περιορίσουν τα διεθνή δάνεια  κατά 3000 δισεκατομμύρια δολάρια, σε σχέση με ότι ίσχυε σχετικά πριν από την έναρξη της κρίσης. Η ενθάρρυνση  επανόδου   των συναλλαγών εντός των εθνικών συνόρων θα μπορούσε   να ερμηνευθεί ως επιδίωξη, από τις τράπεζες, μεγαλύτερου  βαθμού ασφάλειας, τάση που έχει, οπωσδήποτε, επηρεαστεί από  την κρίση, αλλά όχι μόνο. Παράλληλα.  επανέρχονται οι έλεγχοι στην κίνηση κεφαλαίων,  από πολλές οικονομίες, και φαίνεται στο μεταξύ  να έχουν απολέσει την κακή τους φήμη και  να γίνονται και πάλι αποδεκτοί με τη δικαιολογία ότι χρειάζεται  κάποιος έλεγχος στην είσοδό τους, ώστε να αποφεύγονται ανεπιθύμητες επενδύσεις από το εξωτερικό[10]. Έτσι, η συνολική ροή κεφαλαίου, που το 2007 άγγιξε τα 11 τρισεκατομμύρια δολάρια, το 2012 δεν υπερέβαινε το 1/3 αυτού του ποσού[11]. Ειδικά για την ΕΕ εκτιμάται ότι στα μέσα του 2013 η χρηματιστηριακή ολοκλήρωση της  έχει επανέλθει στο επίπεδο του 1999, δηλαδή πριν την υιοθέτηση του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος[12]. Ερωτάται, ωστόσο,  εύλογα  το αν η αυξημένη αυτή  απέχθεια για την ανάληψη  κινδύνου θα συνεχιστεί και μετά το πέρας της κρίσης. Χωρίς η απάντηση να μπορεί να είναι προς το παρόν απόλυτη, είναι ωστόσο δυνατόν να σημειωθεί ότι στο παρελθόν η ανατροπή της διεθνούς οικονομικής τάξης ήταν συνήθως επακόλουθο οικονομικών κρίσεων και, συνεπώς, το πιθανότερο είναι ότι, και τώρα, πρόκειται για φαινόμενο που θα διατηρηθεί και μετά το πέρας της κρίσης.  Η έντονη πτωτική τάση των χρηματιστηριακών συναλλαγών αφορά και τις άμεσες ξένες επενδύσεις  που συρρικνώνονται μετά την κρίση. Σύμφωνα με εκτιμήσεις[13] οι άμεσες ξένες επενδύσεις για τις επιχειρήσεις εμφάνισαν επιπλέον πτώση της τάξης του 15% το 2012. Στον τομέα αυτόν παρατηρείται αυξημένη απροθυμία πώλησης δημόσιου πλούτου από τις επί μέρους εθνικές οικονομίες, 

Β. Στασιμότητα του διεθνούς εμπορίου

Η κατάρρευση  της τράπεζας Lehman Brothers, έφερε ηχηρό πλήγμα στο διεθνές εμπόριο, που παρά τη βελτίωση που σημειώθηκε  το έτος  2009-2010, δεν κατόρθωσε να επανέλθει μέχρι σήμερα στο επίπεδο, πριν από την κρίση.  Συγκεκριμένα, η  ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου διακόπηκε, μετά το   2011 και μέχρι το 2014 εμφανίζει στασιμότητα. Σε σταθερές τιμές,  η μεταβολή του διεθνούς εμπορίου, για πρώτη φορά από το 1950, είναι κατώτερη   από την αντίστοιχη του παγκόσμιου ΑΕΠ[14]. Ασφαλώς, σημαντικό τμήμα της ερμηνείας αυτής της στασιμότητας του διεθνούς εμπορίου αποδίδεται στην παγκόσμια οικονομική συγκυρία, που άρχισε να τροφοδοτεί ανησυχίες  για την πιθανή έλευση του τέλους της ανάπτυξης, δηλαδή ενός κόσμου με μηδενική μεγέθυνση[15]. Οι ανησυχίες αυτές ενισχύονται και από τον κίνδυνο του αντιπληθωρισμού, που, ήδη αντιμετωπίζει  η ΕΕ. Το 2013 οι ενδοκοινοτικές συναλλαγές της ΕΕ μειώθηκαν κατά 5%, ενώ αυτές σε παγκόσμιο επίπεδο κατέγραψαν πτώση της τάξης του 17% σε σύγκριση με το ρυθμό μεταβολής τους πριν από την κρίση. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του Pascal Lamy, πρ. διευθυντού του ΠΟΕ: “Η απειλή του προστατευτισμού είναι ίσως τώρα ισχυρότερη από όσο στην αρχή της κρίσης"δήλωσε στη Γενεύη τον Απρίλιο του 2013. Η επιβράδυνση του διεθνούς εμπορίου, ως ποσοστό στο ΑΕΠ τους, εμφανίζεται εντονότερη στην περίπτωση των αναδυόμενων οικονομιών, και τούτο επειδή οι εξαγωγές τους επηρεάστηκαν από την πτώση της ζήτησης των προηγμένων οικονομιών, εξαιτίας της κρίσης, ενώ οι εισαγωγές τους, είναι πιο ευαίσθητες σε περιόδους κρίσης από τις αντίστοιχες των προηγμένων οικονομιών. Εξάλλου, η παγκοσμιοποίηση φαίνεται να έχει  εξαντληθεί , και διότι  οι δασμοί είναι, κατά μέσο όρο σε παγκόσμια βάση, κατώτεροι του 5% της αξίας των εισαγωγών και είναι δύσκολο να μειωθούν περισσότερο.
Περισσότερο, ωστόσο, από τη στασιμότητα του διεθνούς εμπορίου, η επιβράδυνση της παγκοσμιοποίησης  επιβεβαιώνεται από τη σαφή τάση των εθνικών οικονομιών να συνάπτουν περιφερειακές συμφωνίες. Κυρίως οι ΗΠΑ περιορίζουν, πρόσφατα, τη δραστηριότητά τους στις παγκόσμιες συναλλαγές, συνάπτοντας εμπορικές συμφωνίες με τους κατεξοχήν συμμάχους τους, που είναι η  NAFTA, η EE, η Ασία, η Ιαπωνία, η Νότιος Κορέα, η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία. Με τις περιφερειακές αυτές συμφωνίες, που επιφέρουν τελικά ισχυρό πλήγμα κατά της παγκοσμιοποίησης, οι ΗΠΑ κατορθώνουν να  εξασθενούν τις αντιδράσεις  των τριών αναδυόμενων οικονομιών, της Κίνας, της Ινδίας και της Βραζιλίας, που επιδιώκουν  να περισώσουν τα δικά τους εθνικά συμφέροντα[16]. Πράγματι, οι αναδυόμενες οικονομίες, που συνειδητοποίησαν την αύξηση του ειδικού τους βάρους στην παγκόσμια οικονομική αρένα, ενώνουν τις δυνάμεις τους και εμφανίζονται ολοένα και λιγότερο πρόθυμες  στο να αποδέχονται συμφωνίες που κρίνουν ότι μπορεί να είναι βλαπτικές για τη συνέχιση της ταχύρυθμης ανάπτυξής τους.  Είναι ο λόγος που αντέδρασαν στην επιθυμία των προηγμένων οικονομιών να επεκτείνουν την απελευθέρωση των διεθνών συναλλαγών στις υπηρεσίες, στο καθεστώς των  ξένων επενδύσεων  και στις  αγορές του δημόσιου τομέα. 

Γ. Επανεγκατάσταση των επιχειρήσεων

Η τάση επαναπατρισμού των επιχειρήσεων στη γενέτειρά τους θα αναγνωριστεί,  πιθανότατα, στο προσεχές μέλλον, ως η σπουδαιότερη ένδειξη της αποπαγκοσμιοποίησης. Στο αποκορύφωμα της απελευθέρωσης των συναλλαγών κυριάρχησε στην υφήλιο το φαινόμενο της μετεγκατάστασης των επιχειρήσεων ή της απλής απειλής περί εγκατάλειψης του τόπου έδρας μιας  επιχείρησης, με προορισμό τμήμα της ή και ολόκληρης  σε αναδυόμενη ή αναπτυσσόμενη οικονομία. Η  εκτεταμένη αυτή πρακτική είχε ως αποτέλεσμα την προς τα κάτω εξίσωση των μισθών, και συνεπώς τη δημιουργία ανεξέλεγκτων ανισοτήτων. Ήδη από το 2013, και αρχίζοντας από τις ΗΠΑ, καταγράφεται, δειλά στην αρχή, η αντίστροφη τάση της επιστροφής των επιχειρήσεων στη γενέτειρα. Η πολύ σημαντική αρχή αυτής της επανόδου έγινε από την Apple, που επανεγκατέστησε εργοστάσιό της παραγωγής υπολογιστών στο Τέξας. Ακολούθησε η GeneralElectric, η οποία  επανέφερε στις ΗΠΑ την παραγωγή ψυγείων, πλυντηρίων και  φορητών θερμαστρών. Πολυάριθμες μεγάλες πολυεθνικές, όπως η Caterpillar, η ET Water Systems εγκατέλειψαν την Κίνα, επιστρέφοντας στις ΗΠΑ[17]. Εκτιμάται[18] ότι το 37% των επιχειρήσεων με τζίρο ανώτερο του 1 εκατομμυρίου δολαρίων  δηλώνουν την πρόθεσή τους επαναπατρισμού τμήματος της παραγωγής των επιχειρήσεών τους. Αναμφίβολα, η σημαντική αύξηση της απασχόλησης στις ΗΠΑ  εξηγείται από την τάση αυτή των αμερικανικών επιχειρήσεων να επιστρέφουν στην πατρίδα τους.   Αλλά η ίδια αυτή τάση επανόδου των επιχειρήσεων στην πατρίδα τους επεκτείνεται και στην Ευρώπη με κάποια καθυστέρηση. Οι ερμηνείες αυτής της εξέλιξης, εν πολλοίς κοινές για Αμερική και Ευρώπη κινούνται προς την κατεύθυνση του περιορισμού της παγκοσμιοποίησης. Ενδεικτικά, αναφέρω το ανερχόμενο ενδιαφέρον των καταναλωτών στις ΗΠΑ, αλλά και στην Ευρώπη, για την προέλευση των αγαθών που αποκτούν και που φαίνεται να προτιμούν, ολοένα και περισσότερο, τα «δικά τους» προϊόντα. Το νέο αυτό στοιχείο, από τα  σημαντικότερα της αντιπαγκοσμιοποίησης, μπορεί να ερμηνευτεί και από τη συνειδητοποίηση των δεινών της παγκοσμιοποίησης, αλλά και από την απόδοση μεγαλύτερης σημασίας, από πριν, στην ποιότητα των αγαθών. Καταλυτικής σημασίας, εξάλλου, για τον επαναπατρισμό των επιχειρήσεων είχε ο πρόσφατος  περιορισμός του ανοίγματος ανάμεσα στο επίπεδο μισθών στις  αναδυόμενες/αναπτυσσόμενες και στις προηγμένες οικονομίες. Πράγματι, στην Κίνα, που ήταν ο σπουδαιότερος προορισμός της μετεγκατάστασης επιχειρήσεων, οι μισθοί κατέγραψαν αύξηση,  μέχρι και  19% μετά το 2005. Και από την άλλη πλευρά, η παρατεταμένη πολιτική λιτότητας, που εφαρμόζεται στις προηγμένες οικονομίες,, και κυρίως στην ΕΕ έχει συμβάλλει στο πάγωμα, ή ακόμη και στη μείωση των πραγματικών μισθών σε αυτές. 


Δ. Η κοινή γνώμη εναντίον της παγκοσμιοποίησης

Με το ξέσπασμα της κρίσης αποκαλύφθηκε σημαντική μεταβολή της κοινής γνώμης απέναντι  στην απελευθέρωση των διεθνών συναλλαγών, που δικαιολογείται από  τη συνειδητοποίηση των δυσμενών συνεπειών της. Εκτιμάται ότι γύρω στο 65% των Ευρωπαίων είναι υπέρ του περιορισμού της ελευθερίας των συναλλαγών, υπέρ δηλαδή της αποπαγκοσμιοποίησης. Ωστόσο, τα υψηλότερα ποσοστά δυσαρεστημένων από  τα αποτελέσματα της παγκοσμιοποίησης  διαπιστώνονται στις ΗΠΑ όπου το 71% των πολιτών ανησυχεί για την  καταστροφή θέσεων εργασίας, εξαιτίας των εμπορικών συναλλαγών με την Κίνα, και το 78% θεωρεί πολύ σοβαρό πρόβλημα την δημοσιονομική (financière) εξάρτηση της Αμερικής από την Κίνα[19]. Αντιθέτως, μόνο το 15% των μεγάλων επιχειρηματιών της Αμερικής  δηλώνουν ότι είναι εναντίον της παγκοσμιοποίησης. 

Ε. Το περιβάλλον, που αναγγέλλει το τέλος της παγκοσμιοποίησης

Υπάρχει διάχυτη, στις προηγμένες όσο και στις αναδυόμενες οικονομίες, η επιθυμία   για περισσότερη  ασφάλεια και για ανάληψη μικρότερου κινδύνου, από πριν. Η ικανοποίηση αυτών των τάσεων απαιτεί περιορισμό  της απόλυτης ελευθερίας, και επάνοδο των ρυθμίσεων στις αγορές, που είχαν καταργηθεί επί παγκοσμιοποίησης. Απαιτεί απομάκρυνση από τις ιδεοληψίες των «αόρατων χεριών» των κλασικών, που δήθεν ρυθμίζουν την αγορά και, ταυτόχρονα, συμφιλίωση με την ανάγκη παρέμβασης του κράτους στην οικονομία. Τα σύνορα, που είχαν ουσιαστικά καταργηθεί με την παγκοσμιοποίηση γίνονται, και πάλι επιθυμητά, καθώς εγγυώνται μεγαλύτερη ασφάλεια. Η ανεύθυνη  ανάληψη χρεών περιορίζεται, και  γίνεται ανεκτός κάποιος ελεγχόμενος βαθμός πληθωρισμού, που διευκολύνει την αποπληρωμή των συσσωρευμένων χρεών, επί παγκοσμιοποίησης. 


ΙΙ. Τα αίτια της αποπαγκοσμιοποίησης: τα αρνητικά αποτελέσματα της παγκοσμιοποίησης

Αν, πράγματι, έχει αρχίσει η αποπαγκοσμιοποίηση, όπως φαίνεται από πολυάριθμες ενδείξεις, από Ι παραπάνω θα ήταν ενδιαφέρον να απαντηθεί ποια είναι τα ειδικότερα αίτια   αυτής της   ανατροπής. Πρόκειται, άραγε, για τη θεωρία που αναπτύσσει ο François  Lenglet, περί του κύκλου των 80 περίπου ετών, με τα δύο ημικύκλια, με βάση την οποίαν είμαστε τώρα στα πρόθυρα μεταβολής;  Είναι μια πολύ πιθανή ερμηνεία, που ωστόσο δεν αποκλείει και άλλες μερικότερες και συμπληρωματικές, όπως κυρίως το επιχείρημα ότι η μεταβολή της διεθνούς οικονομικής τάξης πραγματοποιείται υπό την πίεση των αρνητικών συνεπειών της κάθε φάσης των 40 περίπου ετών, οι οποίες εντείνονται και πολλαπλασιάζονται όσο πλησιάζουν προς το τέλος της. Στο μερικότερο, εξάλλου, αυτό επιχείρημα μπορεί επίσης να προστεθεί και η αντίδραση που ασκείται εκάστοτε υπέρ της ανατροπής από εκείνες τις κοινωνικές ομάδες, εναντίον των οποίων στρέφεται το υπό ανατροπή διεθνές καθεστώς.  
Με τις παραπάνω αυτές σκέψεις θα επιχειρηθεί η διερεύνηση των κυριοτέρων αιτίων της αποπαγκοσμιοποίησης.
Είναι πια ευρύτατα  αποδεκτό ότι η παγκοσμιοποίηση κατέληξε σε σειρά αρνητικών συνεπειών, και αθέτησε όλες σχεδόν τις αρχικές της υποθέσεις. Συγκεκριμένα πρόκειται για :


ΑΚορύφωση ανισοτήτων

Η παγκοσμιοποίηση αποδείχθηκε ως σύστημα που ευνοεί τους ισχυρούς και που δημιουργεί  αβυσσαλέες  ανισότητες σε όλους τους τομείς. 

α)  Σε ότι αφορά την προσωπική κατανομή του εισοδήματος, όπου οι εξελίξεις υπήρξαν καταιγιστικές μετά την επιβολή της παγκοσμιοποίησης και του νεοφιλελευθερισμού,  το 1% των  πλουσιότερων κατοίκων  της Γης ελέγχει το 45%  περίπου του παγκόσμιου πλούτου….και το 50% των φτωχότερων κατοίκων του πλανήτη καλείται να μοιραστεί το 1% του παγκόσμιου πλούτου. Για μετά το τέλος της κρίσης προβλέπεται ότι  το ποσοστό ελέγχου της παγκόσμιας ελίτ θα αυξηθεί ακόμη περισσότερο. 
β) Τα μερίδια εργασίας και κεφαλαίου στο εθνικό εισόδημα, όπως αυτά εκφράζονται  στη συνάρτηση  Cobb-Douglas θεωρήθηκαν ως σταθερά και μη μεταβαλλόμενα,  ως το ’80, ως την έλευση δηλαδή της παγκοσμιοποίησης, και με τις εξελίξεις που τη συνόδευσαν. Με βάση τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ [20],  το μερίδιο των μισθών, στις χώρες-μέλη του G7 μειώθηκε  κατά 5.8%, στην περίοδο 1983-2006, και πιο συγκεκριμένα κατά 8.8% στις χώρες-μέλη της ΕΕ[21], ενώ κατά 9.3 βαθμούς στη Γαλλία. Η κάθετη αυτή πτώση του μεριδίου της εργασίας προς όφελος των κερδών, στο ΑΕΠ των προηγμένων οικονομιών συνοδεύτηκε και από  κύμα μεταρρυθμίσεων, που είχε ως αποτέλεσμα τον περιορισμό  των μέτρων προστασίας των εργαζομένων, κυρίως στα πλαίσια της ΕΕ και κυρίως στις χρεωμένες οικονομίες του ευρωπαϊκού Νότου, έτσι που να μην είναι υπερβολικό το επιχείρημα ότι η εργασία βρίσκεται  υπό διωγμό[22].
Η εύλογη  ερμηνεία της έξαρσης των ανισοτήτων, στην προσωπική και στη λειτουργική κατανομή (répartition fonctionnelle,) κατά τη φάση της  παγκοσμιοποίησης, είναι  ότι αυτή οφείλεται στην απελευθέρωση των συναλλαγών, η οποία περιλαμβάνει πολυάριθμες όψεις. Πολύ ισχυρή είναι η ερμηνεία για  την τάση ισοπέδωσης των μισθών προς τα κάτω, που είναι  συνέπεια της απελευθέρωσης του διεθνούς εμπορίου και της μετεγκατάστασης επιχειρήσεων, γιατί θέτει σε ανταγωνισμό το επίπεδο μισθών προηγμένων και αναπτυσσόμενων οικονομιών. Ακόμη, να αναφέρω και την πτωτική τάση της παραγωγικότητας, εξαιτίας της υποκατάστασης θέσεων εργασίας χωρίς εξειδίκευση στη βιομηχανία,  που εκπατρίστηκαν σε αναδυόμενες, από θέσεις εργασίας στον τομέα των υπηρεσιών, με χαμηλότερη παραγωγικότητα. Ταυτόχρονα όμως δημιουργείται και μικρός αριθμός θέσεων εργασίας, με πολύ υψηλή παραγωγικότητα και, συχνά, αστρονομικούς μισθούς, που οφείλονται κυρίως στον βίαιο διαχωρισμό  εικονικής και πραγματικής οικονομίας. Είναι  οι αμοιβές των traders, οι οποίοι διαχειρίζονται τεράστια ποσά αποταμίευσης που διακινούνται ανεξέλεγκτα  από το ένα άκρο της υφηλίου στο άλλο, αναζητώντας το μέγιστο δυνατό κέρδος, οι αμοιβές αυτών που εργάζονται στο internet η στο σύγχρονο  marketing Ωστόσο, υπάρχει και δεύτερη ερμηνεία, που αρνείται ότι οι ανισότητες προέρχονται από την απελευθέρωση των συναλλαγών, κα προσκομίζει δεδομένα, από τα οποία φαίνεται να προκύπτει  ότι, ειδικά, για τις ΗΠΑ οι συναλλαγές είναι ανεπαρκείς, σε σύγκριση με το μέγεθος της οικονομίας, και συνεπώς ανίκανες  να προκαλέσουν αυτής της έκτασης τις ανισότητες, οι οποίες είναι ορθότερο  να αποδοθούν στις νέες τεχνολογίες[23]. Να σημειωθεί, επίσης, ότι η μετεγκατάσταση επιχειρήσεων δημιούργησε στις  αναδυόμενες οικονομίες μια ανερχόμενη μεσαία τάξη, που στρέφεται εναντίον των ανισοτήτων. 
γ) Το χάσμα μεταξύ Βορρά και Νότου έχει παύσει να περιορίζεται  τα τελευταία χρόνια[24], κυρίως αναφορικά με τους βασικούς δείκτες της παιδικής θνησιμότητας, της ελπίδας ζωής και του αναλφαβητισμού[25]. Και το χάσμα ανάμεσα στο μέσο κάτοικο των φτωχών και των πλούσιων χωρών διευρύνεται: το 1990 ένας μέσος Αμερικανός ήταν 38 φορές πλουσιότερος από έναν μέσο κάτοικο της Τανζανίας, ενώ το 2007 η διαφορά αυτή ανέρχεται σε 61 φορές[26]. Το πρόβλημα της διεύρυνσης των διαφορών, ειδικά ανάμεσα στο  Βορρά και στο Νότο της Ευρώπης,  έγινε ανεξέλεγκτο και επικίνδυνο για τη συνέχιση της ΕΕ, κάτω από τη συνδυασμένη επίδραση της παγκοσμιοποίησης και των διαφόρων συνθηκών της ΕΕ[27] .

Β.  Απενεργοποίηση του αναδιανεμητικού ρόλου του κράτους
Με αρχή τις ΗΠΑ, επεκτάθηκαν και στην υπόλοιπη προηγμένη υφήλιο οι φορολογικές μεταρρυθμίσεις που περιόρισαν σημαντικά το φορολογικό βάρος και, ταυτόχρονα, τις αναδιανεμητικές δυνατότητες του κράτους και το κράτος Πων ανισορόνοιας. Αναπόφευκτή ήταν η επικίνδυνη διεύρυνση των ανισοτήτων  κατανομής[28]. Η παγκοσμιοποίηση, σε συνδυασμό με τον ακραίο φιλελευθερισμό είναι εχθρική στην επιβολή φόρων, εφόσον θεωρεί επιζήμιο τον παρεμβατικό ρόλο του κράτους στην οικονομία. Επί των ημερών της παγκοσμιοποίησης αναπτύχθηκαν σε ανεξέλεγκτο πια βαθμό οι φορολογικοί παράδεισοι, αλλά και η διαφθορά[29]. Οι πλούσιοι, με μεγάλη ευκολία μπόρεσαν να μεταφέρουν τα υπάρχοντά τους σε τόπους με χαμηλή ή  ανύπαρκτη φορολογική επιβάρυνση[30]



Γ.  Η απελευθέρωση των συναλλαγών δεν ωφελεί το σύνολο των συναλλασσομένων

Σε αντίθεση με τα όσα σχετικά υποστηρίζει η επικρατούσα θεωρία, δηλαδή ότι το ελεύθερο εμπόριο ωφελεί όλους, τα αποτελέσματα και αυτής της προς το παρόν τελευταίας παγκοσμιοποίησης δεν την επαληθεύουν. Η συμπόρευση της απελευθέρωσης των συναλλαγών με  ακραίας μορφής φιλελευθερισμό κατέληξε στην,  χωρίς όρους, υποχρέωση  των αναπτυσσόμενων χωρών για  διάνοιξη των οικονομικών τους συνόρων στο ελεύθερο εμπόριο, με την απειλή ότι σε περίπτωση άρνησης δεν θα λάμβαναν βοήθεια. Το πιο απογοητευτικό παράδειγμα  προσφέρεται από την υποσαχάρια Αφρική  της οποίας οι εξαγωγές ανέρχονται στο 40% περίπου του ΑΕΠ της[31]. Αλλά και  οι άμεσες ξένες επενδύσεις, που σύμφωνα με την επικρατούσα θεωρία θα έπρεπε να κατευθύνονται προς τις  αναπτυσσόμενες οικονομίες,  μόνο το 4% του συνόλου τους προσελκύονται από αυτές. Πράγματι, αν εξαιρεθεί η Κίνα, οι άμεσες ξένες επενδύσεις προτιμούν τις ήδη προηγμένες οικονομίες
Δ.  Οι κρίσεις έγιναν συχνότερες

Η παγκοσμιοποίηση έκανε συχνότερες της κρίσεις,  τόσο στις προηγμένες, όσο και στις αναδυόμενες οικονομίες, παρότι είχε προβλέψει το δήθεν τέλος τους, χάρις στη λειτουργία της «νέας οικονομίας». Πρόκειται κυρίως για κρίσεις  χρηματοπιστωτικές και τραπεζικές που ωστόσο εξελίσσονται συχνά  σε συστημικές ή  σε κρίσεις χρέους, όπως  συνέβη με την προς  το παρόν,  τελευταία που άρχισε το 2007. Πράγματι, στη δεκαετία του ’90 το ξέσπασμα  κρίσεων  έγινε  δέκα φορές πιθανότερο σε σύγκριση με τη δεκαετία του ’70[32]. Και όχι μόνον, αλλά καταγράφεται και μια διαρκή επιβράδυνση της Δύσης, που εύλογα  δικαιολογεί  βάσιμους φόβους για το τέλος της οικονομικής μεγέθυνσης και για την υποκατάστασή της από μακροχρόνια  στασιμότητα[33]. Οι κρίσεις, στην παγκοσμιοποίηση τροφοδοτούνται από την άναρχη ελευθερία της κίνησης  κεφαλαίων[34].Υπάρχει διάχυτη η  άγνοια του κινδύνου, που ωθεί τους  οικονομικούς φορείς σε ακραίες συμπεριφορές, και σε υπερχρέωση του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα,. Οι κάθε μορφής  ανισορροπίες συσσωρεύονται, έτσι, στην παγκοσμιοποίηση..  
Η παραπάνω ενδεικτική αναφορά των πολλών και σοβαρών δυσμενών συνεπειών της παγκοσμιοποίησης μπορεί να δικαιολογήσει  την ανατροπή της, από κοινού και με άλλες ερμηνείες, που ήδη αναφέρθηκαν παραπάνω

Ε.  Η τελευταία αυτή παγκοσμιοποίηση εξελίχθηκε πολύ γρήγορα σε συνωμοτική[35]

 Η παγκοσμιοποίηση, σε εξέλιξη, περιέλαβε σταδιακά στους στόχους και στον τρόπο λειτουργίας της, στοιχεία ετερόκλητα, που δεν  εξυπηρετούν  τα συμφέροντα της ολότητας, αλλά τα συμφέροντα των, εκάστοτε. ισχυρών κοινωνικών ομάδων. Και που, επιπλέον, ήταν άσχετα τα στοιχεία αυτά με το περιεχόμενο και με τον  γενικό ορισμό της που  είναι η  ελεύθερη και απρόσκοπτη διακίνηση αγαθών και υπηρεσιών.  
Αυτά τα στοιχεία προέρχονται από τον εναγκαλισμό της παγκοσμιοποίησης με τον ultralibéralisme.  Εντελώς, ενδεικτικά, θα αναφερθώ στη θεοποίηση της ανταγωνιστικότητας, που  εξισώνεται με την ελαχιστοποίηση της εργατικής αμοιβής, και  γι αυτό δικαιολογεί μαζικές απολύσεις εργαζομένων, εσπευσμένες ιδιωτικοποιήσεις και εξασθένιση του κράτους Πρόνοιας[36]. Ακόμηη πεποίθηση ότι «les marchés s’autorégulent tant au niveau national qu’international” est un mythe. Pour mentionner un seul, des ouvrages en plusieurs tomes, d’avant les années ’70  au sujet de la libéralisation des marchés :   « …elle mène au chaos, accumule les inégalités et détruit la cohésion sociale , et ceci dans tous les pays et au cours de toutes les époques où on l’avait tentée»[37]

III. Τα προβλεπόμενα χαρακτηριστικά του νέου διεθνούς οικονομικού συστήματος-Ο προατατευτισμός  σ 212

Η ανατροπή ενός διεθνούς συστήματος που  δείχνει να άγγιξε τα όριά του είναι αναπόφευκτη.  Η εναλλαγή των συστημάτων οφείλεται στις ακρότητες και στις υπερβολές, στις οποίες αυτά επιδίδονται, προς το τέλος της κυριαρχίας τους, και αυτές εντείνουν τη δυσαρέσκεια και τις αντιδράσεις των όσων θίγονται από αυτές.              Ο γύρος του κύκλου, αέναος μέσα στο χρόνο, εξασφαλίζει τη συνεχή διαδοχή της παγκοσμιοποίησης και του προστατευτισμού, που αν και εμφανίζουν το καθένα από αυτά, τις ίδιες πάντα κυρίαρχες  κατευθύνσεις, ωστόσο εμπλουτίζονται και με κάποια πρόσθετα  χαρακτηριστικά,  σε κάθε επόμενη εμφάνιση τους,. Και τώρα ερωτάται αν είναι καθοδόν ένα διεθνές οικονομικό σύστημα, που καταργεί την παγκοσμιοποίηση ή τουλάχιστον που περιορίζει πολύ το πεδίο και την ένταση της εφαρμογής της; Και αν ναι,  ποιο θα είναι αυτό,  τι βασικά χαρακτηριστικά θα έχει και, το σπουδαιότερο, το  σύστημα αυτό θα είναι καλύτερο  από το απερχόμενο; Ποια τα  πλεονεκτήματα και ποια τα μειονεκτήματά του; Καταρχήν, να τονιστεί ότι και τα δύο διαθέσιμα συστήματα έχουν  και πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα, και για αυτό ο συνδυασμός τους είναι  πάντα προτιμότερος από την μονομερή και απόλυτη εφαρμογή τους. Στην αρχή της επικράτησης ενός από τα δύο, η προσοχή συγκεντρώνεται μόνο στα πλεονεκτήματά του, ενώ παραβλέπονται, κατά κάποιο τρόπο, τα μειονεκτήματά του. Ακριβώς, το αντίθετο συμβαίνει στο τέλος της κυριαρχίας του.

Ένα πολύ συχνό ερώτημα, σχετικά με τα δύο αυτά διεθνή οικονομικά συστήματα, είναι ποιό από τα δύο, με βάση την ιστορία τους,  καταγράφει τα καλύτερα αποτελέσματα για την οικονομία, αλλά και για τους πολίτες. Παρότι ο προστατευτισμός  εμφανίζεται από τους εκάστοτε ισχυρούς της υφηλίου ως το κατάλληλο σύστημα για τους αδύναμους, για  αυτούς που δεν αντέχουν τον ανταγωνισμό και σχεδόν για καθυστερημένους, ωστόσο αποδεικνύεται ότι έχει  την πιο μακρόχρονη εφαρμογή, συγκριτικά με την αντίστοιχη της  απελευθέρωσης των συναλλαγών, αλλά επιπλέον καταγράφει και  θετική επίδραση στην ανάπτυξη. Το σύστημα του προστατευτισμού, όμως,  περιβάλλεται από φοβία και συχνά υστερία, ενώ υπογραμμίζονται με τρόπο, συχνά, υπερβολικό τα μειονεκτήματά του. Η στάση αυτή μπορεί να  εξηγηθεί από το γεγονός ότι για τα τελευταία 100 χρόνια η απελευθέρωση, κυρίως,  των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών ευνοεί  στο έπακρον τις πολυεθνικές και τους τραπεζίτες, που δεν θέλουν με τίποτε να χάσουν τα προνόμιά τους[38]. Οι ακόλουθες σχετικές απόψεις του Larry Summers είναι ιδιαιτέρως[39] διαφωτιστικές: «élites sans patrie qui ont fait allégance à lamondialisation économique et à leur propre prospérité, plutôt quaux intérêts dela nation où elles vivent” Γενικότερα, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η επιλογή ανάμεσα στα δύο αυτά συστήματα είναι, κύρια και πρωταρχικά, θέμα σταδίου ανάπτυξης. Η προτροπή του Friedrich List to 1840[40], σχετικά με  την ανάγκη λήψης προστατευτικών μέτρων  στις αναπτυσσόμενες οικονομίες, μέχρις ότου αυτές εκπαιδευθούν και  είναι έτοιμες να αντιμετωπίσουν το διεθνή ανταγωνισμό, κυρίως  στο χώρο της  βιομηχανίας, διατηρεί και σήμερα την αξία της. Τα προστατευτικά μέτρα, κατά τον List, έχουν ως στόχο την προετοιμασία των νέων οικονομιών για τον διεθνή  ανταγωνισμό, και με την έννοια αυτή, πρέπει να είναι περιορισμένης έκτασης και προσωρινά[41]. Ακριβώς,  ο κίνδυνος για τις αναπτυσσόμενες οικονομίες, ήταν ότι η τελευταία παγκοσμιοποίηση δεν σεβάστηκε την ανάγκη τους για προστατευτισμό, προκειμένου να προετοιμαστούν για την έκθεσή τους στο διεθνή ανταγωνισμό, αλλά αντιθέτως τις υποχρέωσε σε, χωρίς όρους, διάνοιξη των συνόρων τους. Το κύριο μέσο προστατευτισμού είναι η επιβολή  δασμών, που στοχεύει γενικά στην προστασία της εσωτερικής παραγωγής και της εσωτερικής απασχόλησης. Μέτρο προστατευτισμού είναι, ακόμη, η ηθελημένη μείωση της παραγωγής ορισμένων αγαθών, κυρίως γεωργικών, προκειμένου να μην μειωθεί η τιμή τους στη διεθνή αγορά[42]. Οπωσδήποτε, όμως, το αν τα προστατευτικά μέτρα, τελικά, θα  ωφελήσουν ή όχι την οικονομία που τα υιοθετεί, εξαρτάται από σωρεία παράλληλων δεδομένων, έτσι που κάθε περίπτωση να είναι διαφορετική. Ωστόσο, η στροφή οικονομιών, προς την υιοθέτηση του προστατευτισμού, σε κάποιον βαθμό του, εξηγείται σχεδόν πάντοτε από την κόπωση των πολιτών, που έχουν βιώσει την αγριότητα   της παγκοσμιοποίησης. Η  έντονη επιθυμία τους  για την εξασφάλιση μεγαλύτερου βαθμού  προστασίας, τους κάνει να παραβλέπουν, έστω   παροδικά, τα μειονεκτήματα  του προστατευτισμού. Επειδή, ακριβώς, και τα δύο διαθέσιμα  διεθνή συστήματα, διαθέτουν και μειονεκτήματα και πλεονεκτήματα, η δόση και ο συνδυασμός των οποίων δεν είναι δυνατόν να προβλεφθεί εκ των προτέρων, η άριστη επιλογή με τις συνθήκες αυτές είναι η προσπάθεια  ταυτόχρονης εφαρμογής τους.

Συμπέρασμα
Η παγκοσμιοποίηση δείχνει να έχει  φθάσει στα όριά της, ενώ η συνέχισή της προσκρούει στο γεγονός ότι δεν υπάρχει διεθνής δύναμη που να την συντονίζει. Πράγματι, οι ΗΠΑ δεν ήταν, από την αρχή διατεθειμένες να επωμιστούν το ρόλο που είχε αναλάβει η M. Βρετανία στην προηγούμενη φάση της απελευθέρωσης των συναλλαγών, ενώ η Κίνα, που θεωρητικά, θα μπορούσε, δεν είναι ακόμη έτοιμη για έναν ρόλο διεθνή τόσο σημαντικό.  
Στο αρχικό  ερώτημα, τώρα,  του αν δηλαδή πρόκειται για αυθόρμητη  ή προκαλούμενη εξέλιξη  αυτή της αποπαγκοσμιοποίησης, η απάντηση που μου φαίνεται ορθότερη είναι ότι είναι συνέπεια και των δύο. Εξάλλου, αν πράγματι είμαστε στα πρόθυρα της υιοθέτησης του προστατευτισμού,  σε βαθμό πιο εμφανή και πιο επίσημο του ήδη υπάρχοντος, πιστεύω ότι θα είναι προς όφελος της ανθρωπότητας, της οποίας τα πολυσχιδή δεινά της παγκοσμιοποίησης πρέπει να αντιμετωπιστούν και, κατά το δυνατόν, να θεραπευθούν. 

* Εισήγηση που παρουσιάστηκε στο διεθνές συνέδριο της Κροατίας τον Απρίλιο του 2015(υπό δημοσίευση, στα γαλλικά) στον τόμο πρακτικών του συνεδρίου)

Ανάρτηση από: http://marianegreponti-delivanis.blogspot.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: