ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΒΙΩΜΑΤΑ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ.
Τον
πρώτο ήδη καιρό των μεταπτυχιακών μου σπουδών στο Παρίσι γνώρισα τον Γάλλο
ορθόδοξο -ιεροδιάκονο ακόμη τότε- Πέτρο L` HULIIER, ό όποιος στη συνέχεια προήχθη σε
αρχιεπίσκοπο Νέας Ύόρκης της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας της Αμερικής. Ό π.
Πέτρος είχε επανειλημμένως επισκεφτεί την Ελλάδα και μιλούσε πολύ καλά τά
Ελληνικά, αυτή δε ή συμπάθειά του για τη χώρα μου μάς έφερνε κοντά τον έναν προς
τον άλλο. Πολύ σύντομα δημιουργήθηκε ένας πνευματικός δεσμός μεταξύ μας, ό
όποιος διατηρήθηκε μέχρι τον θάνατό του στις 17 Νοεμβρίου 2007. Ό π. Πέτρος ανήκε
τότε στη δικαιοδοσία τού Πατριαρχείου της Μόσχας, αλλά αυτό δεν ήταν εμπόδιο για
να διατηρεί καλές σχέσεις με το Ινστιτούτο τού Αγίου Σέργιου.
Έτσι ερχόταν εκεί αρκετά τακτικά, συναντιόμασταν και κάναμε διάφορες ενδιαφέρουσες συζητήσεις. Μία ημέρα με ρώτησε αν γνώριζα τον π. Σωφρόνιο Σαχάροφ. Στην αρχή δεν κατάλαβα για ποιόν μου μιλούσε, όταν όμως μού διευκρίνισε ότι ό λόγος ήταν περί ενός Ρώσου ιερομονάχου, ό όποιος είχε ζήσει από πολλά χρόνια στο Άγιον ’Όρος και τώρα βρισκόταν κάπου έξω από το Παρίσι, κατάλαβα περί τίνος επρόκειτο. Τού είπα ότι για τον π. Σωφρόνιο είχα ακούσει πολλά στο Άγιον ’Όρος, αλλά δεν είχα ευτυχήσει ποτέ να τον γνωρίσω προσωπικώς, διότι αυτός είχε εγκαταλείψει τον Άθω προτού τον επισκεφτώ εγώ για πρώτη φορά. «Εντοιαύτη περιπτώσει», μού είπε ό π. Πέτρος, «θα φροντίσω εγώ να τον γνωρίσεις, διότι πρέπει να τον γνωρίσεις». Τού απήντησα ότι το επιθυμούσα και εγώ πάρα πολύ. Έτσι κάποια ημέρα επιβιβαστήκαμε στον σιδηρόδρομο και κατευθυνθήκαμε στη SAINTE GENEVIEVE ένα ωραίο προάστιο των Παρισίων.
Αφού
αφήσαμε τον σιδηρόδρομο, προχωρήσαμε με τά πόδια και φθάσαμε σε ένα μέρος όπου υπήρχε
ένας μεσαιωνικός πύργος φρουρίου, με τον όποιο συνδεόταν ένα μεσαιωνικό κτήριο.
Εκεί μέσα ζούσε ό π. Σωφρόνιος με την πνευματική του συνοδεία. Ευθύς εξαρχής
κατάλαβα ότι ό γέροντας είχε επιλέξει έναν τόπο πού να τού θυμίζει το Άγιον Όρος,
δηλαδή απομονωμένο από κατοικίες, μεσαιωνικό κατοικητήριο με πύργο και βλάστηση
γύρω του. Προχωρήσαμε στα ενδότερα αυτού τού συγκροτήματος, το όποιο δεν ήταν
ιδιαιτέρως μεγάλο, είχε δε επάνω του έντονα τά ίχνη τού χρόνου, τά όποια
τόνιζαν κυρίως ή αίσθηση της εγκαταλείψεως και της ελλείψεως συντηρήσεως. Με
κατέτρυχε μια περιέργεια να δω ποιοι ζούσαν σ’ αυτό το μεσαιωνικό κτήριο, για το
όποιο, λόγω της μακροχρόνιας εγκαταλείψεως, αποκτούσε κανείς την εντύπωση ότι επέστρεφε
σε μια πραγματικότητα αιώνες πίσω. Χτυπήσαμε την πόρτα της εισόδου και μάς
άνοιξε ένας μοναχός, τριάντα περίπου ετών, με πλούσια γενειάδα, ό όποιος μάς
υποδέχθηκε πρόσχαρα και μάς υπέδειξε να περάσουμε πιο μέσα. Ήταν ό π.
Ιερώνυμος, ό όποιος ήταν ρωσικής καταγωγής και προερχόταν από την Αθήνα. Αμέσως
μετά εμφανίστηκε ένας άλλος μοναχός, υψηλός, με λίγα αραιά γένια στο πηγούνι και
με μορφή σαφώς ταταρική. Αυτός ήταν μεγαλύτερος στην ηλικία από τον π. Ιερώνυμο
και ονομαζόταν Σιλουανός, ένα όνομα πού τού είχε δώσει ό π. Σωφρόνιος εις ανάμνηση
τού γέροντος του Σιλουανού τού Αγιορείτου. Αυτός μάς οδήγησε στη συνέχεια σε
ένα μεγάλο δωμάτιο όπου βρισκόταν ό π. Σωφρόνιος.
Ό
γέροντας, ό όποιος ήταν κανονικού αναστήματος, δεν είχε τίποτε το ξεχωριστό στην
εμφάνισή του, είχε όμως ένα γαλήνιο βλέμμα και λεπτούς άριστοκρατικούς
τρόπους. Μάς μίλησε Γαλλικά, και αφού ό π. Πέτρος με συνέστησε στον γέροντα,
εκείνος μάς ζήτησε να καθίσουμε μέσα στον πολύ απέριττο εκείνο χώρο. Καθίσαμε και
επικράτησε για λίγο μία σιγή. Ό γέροντας με κοίταξε με το γαλήνιο βλέμμα του και
με ρώτησε από πού προέρχομαι. Του είπα ότι είμαι από τη Θεσσαλονίκη. Ή πρώτη
του ερώτηση, με μία συγκρατημένη ανυπομονησία, ήταν αν έχω επισκεφτεί το Άγιον Όρος.
Ή απάντησή μου ότι είχα πάει εκεί πολλές φορές, και ότι γνωρίζω πολλούς
Αγιορείτες πατέρες, και μάλιστα ότι προτού αναχωρήσω για το Παρίσι πήγα να πάρω
την ευλογία του Άθω, άναψαν ακόμη περισσότερο την ανυπομονησία του γέροντος. «Με
ποιό μοναστήρι συνδέεσθε περισσότερο;» με ρώτησε. Του απάντησα ότι έχω
ιδιαίτερους δεσμούς με τη Μονή Διονυσίου, αλλά ότι πηγαίνω τακτικά και στις
Μονές Αγίου Παύλου, Ιβήρων και Αγίου Παντελεήμονος. Ή απάντηση μου του εξήψε ακόμη
περισσότερο το ενδιαφέρον να πληροφορηθεί περισσότερα σχετικώς προς το Άγιον Όρος.
Με ρώτησε ιδιαιτέρως για τον ηγούμενο της Μονής Διονυσίου, τον π. Γαβριήλ, ό
όποιος ήταν μία προσωπικότητα ευρέως γνωστή για την πνευματικότητα του. Δεν
σταματούσε να έρωτά για Αγιορείτες πατέρες, τούς οποίους γνώριζε πολύ καλά και
εκτιμούσε πολύ. Με άκουγε με πολλή προσοχή και τά μάτια του πρόδιδαν τη
νοσταλγία πού έκρυβε ή ψυχή του για τον ιερό εκείνο τόπο. Θυμήθηκε τά χρόνια
πού είχε περάσει στη Μονή Παντελεήμονος κοντά στον π. Σιλουανό, και στη
συνέχεια το ερημητήριό του στη Νέα Σκήτη, κοντά στη Μονή Αγίου Παύλου, όπου εξομολογούσε
τούς Αγιορείτες πατέρες. Θυμήθηκε τον π. Γεράσιμο Μενάγια, ένα διαπρεπή μοναχό της
μονής αυτής, ό όποιος ήταν προηγουμένως χημικός στην Ελβετία, και με τον όποιο
είχαν πνευματικές συζητήσεις. Ή ανάμνηση του ’Άθω γέμιζε την ψυχή του
πνευματική νοσταλγία για έναν κόσμο, πού όπως ό ίδιος ομολογούσε, δεν επρόκειτο
να τον βρει ποτέ ξανά στη ζωή του.
Όπως μάς εξήγησε, ό λόγος πού έλαβε τη
μεγάλη απόφαση να εγκαταλείψει το Άγιον Όρος ήταν ή επιθυμία του να εκδώσει το
βιβλίο του για τον γέροντα Σιλουανό, και να το διαδώσει στον Δυτικό κόσμο, να
καταστήσει δηλαδή ευρύτερα γνωστή την πνευματικότητα του μεγάλου αυτού
ανθρώπου. Την εποχή πού συνάντησα τον π. Σωφρόνιο το έργο του για τον π.
Σιλουανό κυκλοφορούσε σε ένα χονδρό, ακαλαίσθητο πολυγραφημένο τόμο. Ήταν μία
πρώτη πρόχειρη έκδοση, μία πρώτη γνωριμία με τον πλούτο εκείνο της
πνευματικότητας, ό όποιος στη συνέχεια θα γινόταν κτήμα χιλιάδων ανθρώπων σε
χιλιάδες αντίτυπα και θα αποκάλυπτε μία νέα πτυχή της ορθοδόξου
πνευματικότητας, για να αποδειχτεί ό ακένωτος και ατελεύτητος πλούτος της. Έως
τότε δεν γνώριζα τίποτε γι’ αυτό το έργο, διότι ακόμη δεν πωλείτο στα
βιβλιοπωλεία, κυκλοφορούσε μόνο σε πολύ μικρό αριθμό αντιτύπων από χέρι σε
χέρι. Τότε άκουσα και τον π. Σωφρόνιο να μάς μιλάει με πολύ σεβασμό για τον
γέροντά του και να μάς λέγει ότι σκοπός πλέον της ζωής του ήταν να καταστήσει
γνωστή την πνευματικότητά του στον κόσμο.
Όση
ώρα μέναμε με τον γέροντα τον κοίταζα με θαυμασμό και ευγνωμοσύνη, διότι ή
πνευματική ευωδία πού εξέπεμπε με έφερνε και πάλι στην αγαπημένη μου ατμόσφαιρα
του Αγίου Όρους, και ζωντάνευε στη μνήμη μου τούς όσιους πατέρες πού είχα
γνωρίσει εκεί. Ό γέροντας Σωφρόνιος ήταν πραγματικός Αγιορείτης, όπως τέτοιοι
ήταν και ό επίσκοπος Κασσιανός Μπεζομπράζοφ και ό π. Βασίλειος Κριβοσέιν. Το
Άγιον Όρος δημιουργεί μια ιδιαίτερη πνευματική προσωπικότητα του μοναχού, διότι
αποτελεί μία αιωνόβια κοινωνία με τούς δικούς της πνευματικούς κανόνες, έτσι
όπως τούς έχει διαμορφώσει μία μακραίωνη ασκητική εμπειρία, βαπτισμένη στις διδαχές
των ασκητών πατέρων και βεβαιωμένη με αγώνες πού τούς στήριζε ή νοερά προσευχή.
Ή επίκληση του θείου ονόματος του Ιησού πλημμυρίζει τον τόπο με τη θεία Χάρη
Του, αποδιώκει τούς δαίμονες και σκεπάζει ολόκληρη την αγιορείτικη αδελφότητα, την
όποια καθιστά μία κοινωνία προσευχόμενων ανθρώπων.
Από αυτή την κοινωνία
προερχόταν και ό γέρων Σωφρόνιος, ό όποιος μέχρι τέλους της ζωής του παρέμεινε
ένας Αγιορείτης και μετέδωσε το πνεύμα του ιερού εκείνου τόπου και στη δική του
αδελφότητα. Κοντά του ένιωθα σαν να μην είχα απομακρυνθεί από τον Άθω. Μιλήσαμε
για τούς μοναχούς, για τά μοναστήρια, για στιγμές της σύγχρονης ιστορίας του ιερού
τόπου, για λεπτομέρειες της αγιορείτικης ζωής. Μιλούσε ό γέροντας με μία έκδηλη
νοσταλγία για όλα αυτά, μιλούσε για αυτά τά όποια είχε ζήσει και ήταν ή ίδια ή
ζωή του. Ό πύργος στον όποιο ζούσε ό γέροντας με τούς πατέρες Σιλουανό και
Ειρηναίο μου θύμισε αγιορείτικο κελί, με γέροντα και τη συνοδεία του.
Αυτή
δεν ήταν ή τελευταία επίσκεψη μας στον γέροντα Σωφρόνιο, διότι επαναλήφτηκε και
πάλι στις 17 Ιουνίου 1955. Ζήσαμε τις ίδιες πνευματικές στιγμές όπως και την
προηγούμενη φορά. Ένιωσα και πάλι αυτό που είχα νιώσει πολλές φορές στο Άγιον Όρος
συνομιλώντας με όσιους γέροντες μοναχούς, δηλαδή να εκπέμπει το σώμα τους μια
πνευματική δύναμη και μια αίσθηση αγιότητας. Αισθανόσουν ότι συνομιλείς με έναν
όσιο και ένιωθες την αγιότητα να σε περικυκλώνει. Δυστυχώς την εποχή εκείνη
νομίζαμε ότι ή ύπαρξη αγίων δίπλα μας είναι μία αυτονόητη πραγματικότητα της
ζωής μας, αργότερα όμως, όταν αυτοί οι άγιοι έφυγαν από τη ζωή, τότε
συνειδητοποιήσαμε πόσο δεν είχαμε καταλάβει τί δώρο μάς είχε χαρίσει ό Κύριος.
Τότε αισθανθήκαμε την έλλειψη τους, καθώς και το κενό πού έμεινε γύρω μας. Αυτό
συνέβη και με τον γέροντα Σωφρόνιο. Μιλούσαμε με αυτή την όσια μορφή και
νομίζαμε ότι είναι δεδομένο να υπάρχουν οι όσιοι δίπλα μας. Αργότερα κατανοήσαμε
τί πνευματικό θησαυρό είχαμε χάσει. ’Έφθασε για μία ακόμη φορά ή ώρα να
ζητήσουμε την ευλογία του γέροντα και να αποχωρήσουμε. Ενώ προχωρήσαμε για να
φύγουμε αυτός μάς είπε: «Περιμένετε μία στιγμή», και πήγε σε ένα διπλανό
δωμάτιο. Σε μερικά λεπτά επέστρεψε, κρατώντας στο χέρι ένα πολύ μικρό, πολύ
παλαιό ωραίο βιβλιαράκι, δεμένο με κόκκινο δέρμα και στολισμένο με χρυσά
έκτυπώματα. Στράφηκε προς εμένα και μου το προσέφερε: «Πάρτε το για να με
θυμάστε» μου είπε. Ήταν ένα ελληνικό τετραευαγγέλιο, τυπωμένο στα Ιωάννινα το
1805, από τον διαπρεπή Έλληνα τυπογράφο Νικόλαο Γλυκύ. Με πλημμύρισε συγκίνηση.
Του φίλησα το χέρι, πήρα το πολύτιμο δώρο, και το κρατώ ως σήμερα σαν ευλογία του
γέροντος Σωφρονίου μέσα στο σπίτι μου.
Ή
τελευταία φορά πού συνάντησα τον γέροντα Σωφρόνιο ήταν όχι στον πύργο του αλλά
σε ένα άλλο μέρος. Ήταν ή Διακαινήσιμος εβδομάδα τού 1956. Μου τηλεφώνησε ό π.
Πέτρος και μου είπε ότι ό π. Σωφρόνιος επρόκειτο να λειτουργήσει στο παρεκκλήσιο
τού ρωσικού γηροκομείου της SAINTE
GENEVIEVE DES
BOIS
και ότι αυτός θα
πήγαινε στη θεία Λειτουργία και αν ήθελα να τον συνοδεύσω. Τού είπα ότι θα το
έκανα με πολλή χαρά. Πραγματικά εγκαίρως το πρωί βρεθήκαμε στη θεία Λειτουργία.
Στον ναΐσκο υπήρχαν λίγα γεροντάκια. Ό γέρων Σωφρόνιος λειτουργούσε μόνος του. Hταν εξαϋλωμένος. Το πρόσωπό του
είχε μία πνευματική λάμψη και μία φωτεινότητα πού μου θύμισε αυτό πού λέγεται στον
βίο τού άγιου Σέργιου τού Ράντονεζ, ότι οι μαθητές του Ισαάκ και Σίμων έβλεπαν
εμβρόντητοι όταν λειτουργούσε ό άγιος να τον περιβάλλει ένα θείο φως. Κάτι
ανάλογο μου έδειχνε ή αρπαγή τού γέροντος Σωφρονίου μέσα στη θεία άτμόσφαιρα της
Λειτουργίας, όπου αισθανόταν να συλλειτουργούν μαζί του τά Χερουβείμ και τά
Σεραφείμ. Έβλεπες ότι είχε φύγει από τη γήινη πραγματικότητα και ζούσε την άλήθεια
των έπουρανίων. Τελείωσε ή θεία Λειτουργία και οι πιστοί άρχισαν ό ένας μετά τον
άλλο να αποχωρούν από τον ναΐσκο. Μείναμε τελικώς μόνοι ό π. Πέτρος και εγώ. Σε
λίγο ό π. Σωφρόνιος βγήκε από τη βόρεια πύλη τού ιερού και ήλθε και στάθηκε
μπροστά στήν ιερή πύλη. Έκανε τρεις φορές τον σταυρό του, έβαλε τρεις μετάνοιες
και στάθηκε μπροστά στην ωραία πύλη σιωπηλός για αρκετή ώρα βλέποντας ψηλά. Μία
γαλήνια σιγή βασίλευε μέσα στον ναΐσκο. Τελικά γύρισε προς το μέρος μας και
είπε με χαμηλή, πού μόλις ακουγόταν, φωνή:
«Είθε ή θεία αυτή Λειτουργία να μην
είχε τελειώσει ποτέ...».
Φύγαμε
γεμάτοι κατάνυξη, αυτή πού μάς είχε εμπνεύσει ό γέροντας με την ιερουργία και με
τά λόγια του. Δεν τον είδα ποτέ ξανά, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έφυγε από τη
ζωή μου. Τά γραπτά του μένουν ως μία μόνιμη μαρτυρία της πνευματικής του
παρουσίας μέσα μου. Οι ζωντανές αναμνήσεις πού έχω από αυτόν με τρέφουν σε
στιγμές ακηδίας. Το 1987 τού έστειλα το βιβλίο μου, στο όποιο εξέδιδα τά έως
τότε ανέκδοτα βιογραφικά κείμενα τού οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκι. Μου απάντησε
στέλνοντάς μου το δικό του έξοχο βιβλίο «Όψόμεθα τον Θεόν καθώς έστί με μία ευγενική
αφιέρωση:
«Με Αγάπη και πολλές προσευχές, ο Αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος, 6
Ιανουάριου 1988 (Το βιβλίο αυτό είναι μία συνέχεια της ασκητικής και μυστικής
παραδόσεως τού ρωσικού αγιορείτικου μοναχισμού, έτσι όπως άριστα τον
εκπροσώπησαν στον 20ό αιώνα ό γέρων Σιλουανός και ό αντάξιος μαθητής του γέρων
Σωφρόνιος. Είμαι ευτυχής διότι οι προσευχές της αφιερώσεως, πού μού έγραψε στο
βιβλίο του, με συνοδεύουν στη ζωή μου. Ό Γέρων Σωφρόνιος, τον όποιο ίσως κάποια
ημέρα ή Ορθόδοξος Εκκλησία μας αναγνωρίσει ως όσιο, μένει για πάντα ζωντανός στη
μνήμη μου και στην ψυχή μου.
πηγή:ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. Ο ΡΩΣΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΜΟΥ. ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΒΙΩΜΑΤΑ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ. ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΤΑΧΙΑΟΣ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΝ ΠΛΩ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου