Η ΚΑΤΑ ΤΟΝ π.ΤΥΧΩΝΑ (ΣΤΑΥΡΟΝΙΚΗΤΙΑΝΟ) ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ. (Α΄)
Δὲν ἔφτανε τὸ κείμενο τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ Ἁγίου Ὄρους (17/30 Ἰουνίου 2017) ποὺ γέμισε θλίψι καὶ πικρία ὅποιον τὸ διάβασε, ἦρθε καὶ τὸ κείμενο τοῦ Ἡγουμένου τῆς Ἱ. Μ. Σταυρονικήτα ἀρχιμανδρίτου Τύχωνος (3 Αὐγούστου 2017)νὰ ἐπιτείνει τὴν ἐξ ἁγίου Ὅρους σύγχισι πρὸς τὸ ταλαίπωρο πλήρωμα τῆς ταλαιπώρου Ὲκκλησίας μας.
Διότι τὸ μὲν κείμενο τοῦ π. Βασιλείου Γοντικάκη, ποὺ φέρει τὴν ὑπογραφὴ τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος, βοᾶ ὅτι εἶναι κείμενο ποὺ προσπαθεῖ νὰ συμβιβάσει τὰ ἀσυμβίβαστα, νὰ ἐκτελέσει παραγγελιά καὶ νὰ ξεχρεώσει ὑποχρεώσεις καὶ χρησιμοποιῶντας τὸ κῦρος τοῦ Ἁγίου Ὅρους νὰ προσδώσει κῦρος στὸ γεγονὸς καὶ τὶς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τοῦ Κολυμβαρίου, κρατῶντας δῆθεν καὶ κάποιες «ὀρθόδοξες» ἐπιφυλάξεις. Ὅλα κατανοητὰ στὴν κατάστασι ποὺ ἔχωμε περιπέσει.
Ὅμως τὸ κείμενο τοῦ π. Τύχωνος (στὸ ἐξῆς π.Τ.) μᾶς εἰσάγει σὲ μιὰ ἄλλη πραγματικότητα. Ἐρμηνεῦει τὰ κείμενα τῆς Συνόδου μὲ ἕναν τρόπο παντελῶς αὐθαίρετο καὶ ἐνάντιο σὲ κάθε πραγματικότητα καὶ λογική, καὶ προσπαθεῖ νὰ πείσει, χωρὶς καθόλου ἐπιχειρήματα, ἀλλὰ ἐρμηνεύοντας ὡς σύγχρονη Πυθία τοὺς ὑποτίθεται «ἀκατανόητους χρησμοὺς» μιᾶς Συνόδου.
Ἴσως παλαιώτερα σὲ καταστάσεις «γλωσολαλιᾶς» ἦταν ἀναγκαία καὶ ἡ παρουσία «ἐρμηνευτῶν», ἀλλὰ στὸ καιρό μας –πλὴν τοῦ χώρου τῶν Πεντηκοστιανῶν- δὲν φαίνεται νὰ ὑπάρχει τέτοια ἀναγκαιότης. Τὰ γεγονότα τῶν τελευταίων ἐκατὸ ἐτῶν, τὰ ὅσα προηγήθηκαν τὰ ὅσα διαδραματίστηκαν καὶ τὰ ὅσα ἀκολούθησαν τὴν Σύνοδο αὐτὴν δὲν χρειάζονται «φαντασία» καὶ «ὑποθέσεις» καὶ ἐρμηνεῖες. Δὲν ἀνέβηκε κανεὶς νέος Μωϋσής (ὁ Πατριάρχης καὶ οἱ ἄλλοι Προκαθήμενοι) στὸ νέο καπνιζόμενον ὅρος Σινά (Ὀρθόδοξη Ἀκαδημία Κρήτης) καὶ ἐν μέσῳ ἀστραπῶν καὶ βροντῶν ξανασυνάντησε τὸν Θεό καὶ τοῦ ἔδωσε τυπωμένες τὶς νέες ἐντολὲς (τὰ κείμενα τῆς Συνόδου) τὰ ὁποία χρήζουν ἑρμηνείας, λόγῳ τοῦ θεϊκοῦ βάθους τους, ὥστε νὰ χρειαζόμαστε τὴν βοήθεια διερμηνέων, πράγμα τὸ ὁποῖο ἀνάγκασε, θείᾳ ἐπινεῦσει προφανῶς, τὸν ἁγιορείτη γέροντα νὰ διακόψει τὴν ἄσκησί του καὶ νὰ μᾶς ἀπευθύνει τὶς θεόπνευστες ἑρμηνεῖες του.
Ἐπειδὴ ἀδυνατοῦμε νὰ γνωρίζουμε τὰ κίνητρα τοῦ π.Τ. μένουμε στὰ γραφόμενά του καὶ προκειμένου νὰ τὰ προσεγγίσουμε μὲ τὴν στοιχειώδη κοινὴ λογικὴ ποὺ διαθέτουμε - σὰν κάθε ἄνθρωπος, θεωροῦμε δὲ ἀναγκαῖο νὰ θέσουμε κάποιες κοινῶς ἀποδεκτὲς προϋποθέσεις καὶ βάσεις.
Α΄. Ἡ ἀναγκαιότης νὰ διαφυλαχτεῖ ἀνόθευτη ἡ παραδεδομένη πίστις τῆς Ἐκκλησίας.
«Στὴ ζωή μας ἀγωνιζόμαστε, ὄχι ὅτι στρεφόμαστε «ἐναντίον» κάποιων (μή γένοιτο!), ἀλλὰ ὅτι θέλουμε νὰ διαφυλάξουμε ἀβλαβῆ καὶ ἀμείωτη ἀπὸ τὶς διδαχὲς τῶν ἀνθρώπων ἐκείνη τὴν ἀλήθεια ποὺ διδαχθήκαμε ἀπὸ τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους καὶ τοὺς Πατέρες. Ἀναγκαζόμαστε ἐξαιτίας αὐτοῦ νὰἀποκλίνουμε ἀπὸ κάθε διαστροφὴ τῆς ἀληθείας ἁπὸ ὁπουδήποτε καὶ ἄν προέρχεται αὐτή». (Ἀρχιμ. Σωφρονίου: Τὸ Μυστήριο τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς. Β΄ ἔκδοσις. 2011. σελ. 290)
Δὲν ἀμφιβάλουμε ὅτι τὰ αὐτὰ φρονεῖ ὁ π.Τ. μὲ τὸν ἐπίσης ἁγιορείτη ἀρχιμανδρίτη καὶ ἐπ᾿ ἀρετῇ καὶ ὄντως θεολογίᾳ διαλάμψαντα Γέροντα Σωφρόνιο.
Β΄ Προκειμένου ὁ λόγος νὰ εἶναι τεκμηριωμένος καὶ πειστικὸς πρέπει νὰ ἐδράζεται στὴν διδαχὴ τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων.
Αὐτὸ εἶναι καὶ φιλάνθρωπο καὶ ἀναγκαῖο. Ἀναγκαῖο διότι ὁ κάθε ἄνθρωπος ἐπιζητεῖ τεκμηριωμένες ἀπόψεις καὶ ὄχι γνῶμες τοῦ «κάθε ἀνθρώπου». Καὶ τεκμηριωμένες ἀπόψεις εἶναι οἱ ἀπόψεις τῶν θεοφόρων Πατέρων. Διότι ὡς γνωστὸν, οἱ ἅγιοι δὲν λένε προσωπικὲς ἀπόψεις καὶ ἐκτιμήσεις, ἀλλὰ ὅτι τοὺς δίδει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Καὶ φιλάνθρωπο εἶναι διότι δίνεις στὸν ζαλισμένο ἄνθρωπο νὰ ἀκουμπησει σὲ ἀκλόνητο στήριγμα, ἄν φυσικὰ θέλει, καὶ ὄχι σὲ γνῶμες ἀνθρώπων, ὅποιοι καὶ ἄν εἶναι αὐτοὶ.
Δὲν ἀμφιβάλουμε ὅτι τὸ αὐτὸ φρονεῖ καὶ ὁ π. Τύχων, ὡς μοναχὸς καὶ ἁγιορείτης.
Γ΄ Ὅ,τι γράφεται καὶ λέγεται νὰ ἀποσκοπεῖ στὴν ὡφέλεια τῶν ἀνθρώπων, δηλαδὴ στὴν ὡφέλεια τῆς Ἐκκλησίας.
Κανεὶς δὲν ἀπορίπτεται, κανεὶς δὲν περιφρονεῖται, κανεὶς δὲν εἶναι ἀμελητέος, κανεὶς δὲν εἶναι ἐχθρὸς καὶ ξένος. Αὐτὸ εἶναι αὐτονόητο γιὰ ὅσους πιστεύουν σὲ Ἐκεῖνον ποὺ ἀφήνει τὰ 99 πρόβατα γιὰ νὰ ψάξει τὸ ἀπολωλός.
Μὲ αὐτὲς τὶς στοιχειώδεις ἀρχὲς θὰ προσπαθήσουμε νὰ προσεγγίσουμε τὰ γραφόμενα τοῦ π.Τ.:
1.Γράφει ὁ π.Τ.:«Δὲν σκοπεύουμε νὰ ἀπαντήσουμε εἰς τὰ ἐπιχειρήματα τῶν ἐναντιουμένων πρὸς τὴν Ἁγίαν Σύνοδον, ἀλλὰ θὰ προσπαθήσουμε νὰ ἐμφανίσουμε καὶ νὰ προβάλουμε τὰ ὅσα ἐδίδαξε καὶ ἀπεφάσισε ἡ Σύνοδος αὐτὴ διὰ μέσου τῶν κειμένων Της».
Οἱ Πατέρες παντοῦ καὶ πάντοτε, ὅταν ὑπῆρχε πρόβλημα μὲ τὴν παρεκλίνουσα τῆς ἀληθείας διδασκαλία κάποιων μελῶν τῆς ἐκκλησίας ἤ καὶ ἀνθρώπων ποὺ εὐρίσκοντο σὲ σχίσμα ἤ καὶ σὲ αἴρεσι τὸ πρῶτο πράγμα ποὺ ἔκαναν ἦταν νὰ ἀνασκευάσουν τὶς θέσεις καὶ τὰ ἐπιχειρήματα τους. Ἡ ἀναίρεσις γινόταν πάντοτε ἐπὶ τῇ βάσει τῶν ἁγίων Γραφῶν καὶ τῶν λόγων τῶν ἁγίων Πατέρων (οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι συμπεριλαμβάνονται στὸν Πατερικό λόγο). Ἔτσι πετύχαιναν δύο πράγματα. Πρῶτον ἔδιδαν καὶ στοὺς ἴδιους τοὺς αἱρεσιάρχες ἤ τοὺς πλανεμένους ἤ τοὺς μπερδεμένους, τὴν δυνατότητα νὰ ξανασκεφτοῦν τὶς ἀπόψεις τους, καὶ σὲ ὅσους τοὺς ἀκολουθοῦσαν νὰ προβληματιστοῦν βλέποντας τὶς θέσεις τῶν ἡγετῶν τους φωτισμένες μὲ φῶς Πατερικό. Δεύτερον ὀχύρωναν τοὺς πιστοὺς ἤ τοὺς ταλαντευομένους ἀπὸ τὴν ἐπίδρασι τῆς νοσούσης διδασκαλίας.
Ὁ π. Τ.δηλώνει ὅτι δὲν σκοπεύει νὰ κάνει κάτι τέτοιο. Γιατὶ δὲν τό κάνει; Δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ ὅλους ἐκείνους ποὺ «ἐναντιώνονται» στὴν «Ἁγία Σύνοδο»; Δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν ἀναίρεσι τῶν ἐπιχειρημάτων τους; Μὰ ἐδὼ δὲν ὑπάρχουν «κάποιοι ἐναντιούμενοι». Ὁλόκληρες Ἐκκλησίες (Ρωσίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας, Ἀντιοχείας), πάμπολλοι ἐπίσκοποι ἀπὸ ὅλες τὶς ἐκκλησίες (ἄλλοι ἀρνήθηκαν νὰ πᾶνε, ἄλλοι δὲν κλήθηκαν, ἄλλοι πήγαν καὶ διατύπωσαν τὶς ἀντιρρήσεις τους, ἄλλοι λένε ὅτι χλευάστηκαν καὶ πιέστηκαν), ἱερεῖς μοναχοὶ, λαϊκοί... Ἔτσι τὸ προσπερνοῦμε αὐτό; Τί εἶναι ὅλοι τοῦτοι; «Κάποιοι»; Κάποιοι ἀμελητέοι; Οἱ κακοί;
Θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ὑποθέσει ὅτι ἐπειδὴ ὑπάρχει δυσκολία στὴν ἀναίρεσι τῶν θέσεων τῶν «ἐναντιουμένων», μὲ ἐπιχειρήματα καθαρῶς λογικὰ καὶ θεολογικὰ, καταφεύγει σὲ τέτοιες ὑπεκφυγές, χωρὶς νὰ πρωτοτυπεῖ ὅμως καὶ χωρὶς νὰ νοιάζεται γιὰ τοὺς «ἐναντιούμενους» ἀδελφούς. Πάλι καλά, ὅμως. Ἄλλοι πατέρες, τιμημένοι μὲ ἀξιώματα ἐκκλησιαστικά (ἐπίσκοποι) πρὶν κἄν ξεκινήσει ἡ Σύνοδος ἀποκαλοῦσαν τοὺς ἔχοντας ἐπιφυλλάξεις: ἀνοήτους, μικρόνοες, συκοφάντες κατηγόρους, μικρόψυχους, στενοκέφαλους, ἀνεύθυνους, γκρινιάρηδες, πάσχοντες ἐθνοφυλετισμὸ καὶ φιλοπρωτεία!!! [1]
Στὴν συνέχεια ὁ π. Τ. τονίζει: «Κάθε καλοπροαίρετος θὰ δυνηθῆ νὰ σχηματίση ἀντικειμενικὴ καὶ ἀνεπηρέαστη γνώμη γιὰ τὴν ὀρθότητα καὶ πιστότητα τῶν ἀποφάσεων Αὐτῆς πρὸς τὴν ἀεὶ βιουμένη ὑπὸ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Πίστεως». (μάλλον τὴν ἀεὶ βιουμένη... Πίστιν θὰ ἤθελε νὰ γράψει ὁ π.Τ.) Δὲν εἶναι καὶ μικρὸ τὸ ἐγχείρημα τοῦ π. Τ. Θὰ δοῦμε παρακάτω πῶς προσπαθεῖ νὰ τὸ ἐπιτύχη.
Ἀλλὰ γιατὶ ἀπευθύνεται στοὺς καλοπροαίρετους; Ποιοί εἶναι οἱ καλοπροαίρετοι; Καὶ ποιοί εἶναι οἱ κακοπροαίρετοι; Τί εἴδους διαχωρισμὸς εἶναι αὐτός; Ἄν δηλαδὴ κάποιος, ἀκολουθῶντας τὴν συλλογιστικὴ τοῦ π. Τ. , σχηματίση... γνώμη γιὰ τὴν ὀρθότητα καὶ πιστότητα τῶν ἀποφάσεων Αὐτῆς ἡ μὲν γνώμη θὰ εἶναιἀντικειμενικὴ καὶ ἀνεπηρέαστη αὐτὸς δὲ καλοπροαίρετος. Κατὰ λογικὴ ἀκολουθία ὅποιος δὲν θεωρήσει τὶς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου ὀρθὲς καὶ ἀκόλουθες πρὸς τὴν «ἀεὶ βιουμένη ὑπὸ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Πίστιν»αὐτὸς δὲν ἔχει «ἀντικειμενικὴ καὶ ἀνεπηρέαστη γνώμη»ἀφ᾿ ἑνὸς, εἶναι δὲ ἀφ᾿ ἐτέρου κακοπροαίρετος.
Ἄρα ἐξ ἀρχῆς διατυπώνεται μιὰ ξεκάθαρη θέσις: Σὲ ὅσους ἔχουν ἀντιρρήσεις δὲν ἀπαντοῦμε. Γιὰ ὅσους διαβάσουν τὸ κείμενο ἄν μὲν συμφωνήσουν ὅτι οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου εἶναι ὀρθές καὶ ὅτι ἀκολουθοῦν τὴν ἀεὶ βιουμένη ὑπὸ τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πίστιν τότε σημαίνει ὅτι ἔχουν γνώμη ἀντικειμενικὴ καὶ ἀνεπηρέαστη καὶ εἶναι ἄνθρωποι καλοπροαίρετοι, ἄν ὅμως δὲν συμφωνήσουν γιὰ τὴν ὀρθότητα τῶν ἀποφάσεων τότε ἡ γνώμη τους δὲν εἶναι ἀντικειμενικὴ, εἶναι ἐπηρεασμένη (ἀπὸ ποιούς;), καὶ εἶναι ἄνθρωποι κακοπροαίρετοι.
Δὲν φαίνεται πουθενὰ νὰ προβληματίζεται κάπως γιὰ τὴν ποιότητα τῶν θέσεων καὶ τῶν ἐπιχειρημάτων ποὺ παραθέτει καὶ τὴν συμβολή τους στὴν διαμόρφωσι τῆς γνώμης τοῦ ἀναγνώστου. Ἔτσι φαίνεται νὰ ἀποποιεῖται κάθε εὐθύνη ὁ ἴδιος καὶ νὰ μεταθέτει κάθε εὐθύνη στὸν ἀναγνώστη. Ἀφιλάνθρωπο καὶ ἐπιπόλαιο καὶ ἀντιπατερικό μοῦ φαίνεται κάτι τέτοιο, ἄν ὑπάρχει βέβαια συναίσθησις τῶν συνεπειῶν τῶν λόγων ποὺ ἐκάστοτε κατατίθενται.
2 Γράφει ὁ π. Τ.: α)«Εἰς τὸ κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον» ἀπ’ αὐτῆς τῆς ἀρχῆς τοῦ κειμένου, εἰς τὴν πρώτην παράγραφον, διακηρύσσεται ὅτι «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, οὖσα ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἐν τῇ βαθείᾳ ἐκκλησιαστικῇ αὐτοσυνειδησίᾳ αὐτῆς…», ἐκφράζοντας ἀφ’ ἑνὸς μὲν τὴν διαχρονικὴ Πίστι τῆς Ἐκκλησίας, δεσμεύουσα δὲ καὶ ὁριοθετοῦσα συγχρόνως τὰ ὅρια ἐντός τῶν ὁποίων εἶναι δυνατὸν νὰ ἑρμηνευθοῦν καί νά κατανοηθοῦν τὰ ὅσα περιλαμβάνονται στὴν συνέχεια τοῦ κειμένου».
Ἀπὸ ποὺ προκύπτει αὐτὴ ἡ δέσμευσις καὶ ἡ ὁριοθέτησις σχετικῶς μὲ τὴν ἐρμηνεία καὶ τὴν κατανόησι ὅσων ἀκολουθοῦν; Αὐτὸ ἀποτελεῖ μιὰ προσωπικὴ ἐρμηνεία καὶ ἄποψι τοῦ π.Τ. Ὅσα λέει παρακάτω ὁ π. Τ. περὶ ἐκκλησίας εἶναι ὀρθά, ἀλλὰ τὸ κρίσιμο σημεῖο, ὅτι δηλαδὴ ἡ ἐπίσης ὀρθὴ διατύπωσις Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, οὖσα ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία δεσμεῦει καὶ ὁριοθετεῖ τὰ παρακάτω, εἶναι ἔωλη καὶ ἀποτελεῖ μιὰν αὐθαίρετη προσωπική ἄποψι τοῦ π.Τ. Ἄν παραθέσουμε δίπλα της τὴν ἄποψι ποὺ διετύπωσε ὁ ἐπίσης ἁγιορείτης καὶ ἐπίσης παλαιότερα ἡγούμενος τῆς Ἱ. Μ. Σταυρονικήτα π. Βασίλειος Γοντικάκης ὅτι: «Στό Κείμενο γιά τίς σχέσεις μέ τόν λοιπό Χριστιανικό κόσμο, ἐνῶ ἀναφέρεται στήν ἀρχή ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική Ἐκκλησία, ὅλο τό ὑπόλοιπο Κείμενο αὐτό τό ἀκυρώνει τελείως καί τό ἀναιρεῖ! Τί κάνουμε, λοιπόν!»[2] ἀντιλαμβάνεται ὁ καθεὶς, καλοπροαίρετος ἤ κακοπροαίρετος - ἀλλὰ μὲ στοιχειώδη λογικὴ, ὅτι κάτι τέτοιες ἀπόψεις δὲν ἔχουν καμμιὰ ἀντικειμενικὴ βαρύτητα.
Ἀντιλαμβάνεστε τί συμβαίνει ὅταν ὅλα ὅσα ἀκολουθοῦν, στὸ κείμενο τοῦ π.Τ., στηρίζονται πάνω σὲ αὐτὸ τὸ θεμέλιο, σὲ αὐτὴ τὴν παραδοχή, κατὰ τὰ δικά του λόγια.
Τὸ συνοδικὸ κείμενο ἀναφέρει κατ᾿ ἀκρίβειαν τὰ ἐξῆς:
«Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, οὖσα ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἐν τῇ βαθείᾳ ἐκκλησιαστικῇ αὐτοσυνειδησίᾳ αὐτῆς πιστεύει ἀκραδάντως ὅτι κατέχει κυρίαν θέσιν εἰς τήν ὑπόθεσιν τῆς προωθήσεως τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος ἐντός τοῦ συγχρόνου κόσμου».
Τὸ κεντρικὸ σημεῖο τῆς προτάσεως εἶναι ὅτι ἡ Ὁρθόδοξος Ἐκκλησία κατέχει κυρίαν θέσιν εἰς τὴν ὑπόθεσιν τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος καὶ αὐτὸ ὡς ἀποτέλεσμα τῆς βαθειᾶς ἐκκλησιαστικῆς αὐτοσυνειδησίας της. Ἡ «προώθησις τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος» καὶ ἡ «κυρία θέσις» ποὺ κατέχει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι τὸ στοιχεῖο ποὺ «ὁριοθετεῖ καὶ δεσμεῦει τὰ παρακάτω»! Ἡ παράθεσις «οὖσα ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία» ποὺ ἀναφέρεται στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησίαδὲν ἐπηρεάζει τὴν κεντρικὴ κατεύθυνσι τοῦ συλλογισμοῦ.
Βέβαια τὸ ἐπεξηγηματικὸ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς τῆς Μίας Ἀγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀκόλουθο τῆς διδασκαλίας τῶν ἁγίων Πατέρων. Τὰ ὑπόλοιπα εἶναι; Ἀπὸ ποὺ συνάγεται ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία «πιστεῦει ἀκραδάντως» ὅλα ὅσα ἀκολουθοῦν; Ποὺ οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἔχουν διατυπῶσει τέτοιες θέσεις; Γνωρίζουμε τοὺς Ἱεροὺς κανόνες περὶ ἐπανεισδοχῆς τῶν διαφόρων αἰρετικῶν καὶ σχισματικῶν κατὰ περίπτωσιν. Αὐτὰ τὰ γενικὰ , ποὺ ἀναφέρονται παραπάνω, ὅτι δηλαδὴ «κατέχει κυρίαν θέσιν εἰς τήν ὑπόθεσιν τῆς προωθήσεως τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος ἐντός τοῦ συγχρόνου κόσμου» ποιοὶ Πατέρες καὶ ποιὲς Σύνοδοι καὶ πότε τὰ διετύπωσαν, ἤ ἀπὸ ποιὲς ἀποφάσεις καὶ διατυπώσεις προκύπτουν; Κανεὶς Ἅγιος Πατὴρ καὶ ποτὲ καὶ πουθενά.
Βεβαίως αὐτὰ φρονοῦν οἱ ἀσπαζόμενοι τὴν γραμμὴ τὴν Οἰκουμενιστική, ὅμως δὲν εἶναι αὐτὴ αὔτη ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ποὺ φρονεῖ καὶ ἀσπάζεται τέτοιες ἀπόψεις. Ἄρα ἀφετηριακὰ καὶ ἡ Συνοδικὴ αὐτὴ ἀπόφασις εἶναι ἀναπόδεικτη καὶ ἔωλη. Αὐτὰ ἐγράφησαν ἀπὸ τοὺς συντάκτες τῶν κειμένων. Εἶναι ἡ ἄποψις τῶν συντακτῶν τῶν κειμένων. Πολὺ εὔκολα μπορεῖ νὰ διακρίνει κανεὶς τὴν πατρότητα αὐτῆς τῆς ἀπόψεως στοὺς ἐκπροσώπους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου[3], οἱ ὁποῖοι ἐμφοροῦνται ἀπὸ οἰκουμενιστικὲς ἀντιλήψεις.Δὲν ὑπάρχει πουθενὰ Πατερικὴ τεκμηρίωσις γιὰ ὅλα αὐτὰ οὔτε ὅμως καὶ ἀποδοχὴ ἀπὸ τὶς ἐκκλησίες κατόπιν οὐσιαστικῆς μελέτης ἐξετάσεως καὶ κανονικῶν συνοδικῶν ἀποφάσεων.
Ἀντιθέτως βλέπει κανεὶς ὅτι ἡ ἄποψις ὅτι ἡ ὀρθόδοξος Ἐκκλησία «κατέχει κυρίαν θέσιν εἰς τήν ὑπόθεσιν τῆς προωθήσεως τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος ἐντός τοῦ συγχρόνου κόσμου» εἶναιπαλαιωτάτη, ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, -τότε διετυποῦτο ὡς «ἡ Ἁγία Ὀρθόδοξος ἡμῶν ἐκκλησία κατέχει καίριαν πρωτόβουλον δημιουργικὴν θέσιν» - καὶ αὐτὴ εἶναι ποὺ ἔχειδεσμεύσει καὶ ὁριοθετήσει ὅλες τὶς ἐνέργειες ποὺ ἔχουν γίνει ἔκτοτε στὶς Προσυνοδικὲς Ἐπιτροπές καὶ στὴν ἵδια τὴν Σύνοδο καὶ ὄχι τὸ ἐπεξηγηματικὸ «ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία» ὅπως φαντἀζεται ἤ ὑποθέτει ὁ π. Τ. Ἐξ ἄλλου χωρὶς πολὺ κόπο θὰ διαπιστώσει , ὅποιος κάνει τὸν κόπο νὰ δεῖ τὰ «Πρακτικὰ» τῶν διαφόρων Προσυνοδικῶν συναντήσεων, άλλὰ καὶ τὶς Πατριαρχικὲς Ἐγκυκλίους (1902,1904, 1920 κλπ) ὅτι τὶς αἱρετικὲς ὁμάδες τὶς ἀντιλαμβάνονται ὡς κανονικὲς κανονικότατες Ἐκκλησίες, μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ (φαίνεται καὶ στὸ παραπάνω παράθεμα....).
(ἔπεται συνέχεια....)
[1] Προικονήσου κ. Ἰωσήφ. Στὸν ἐσπερινὸ τῆς ἑορτῆς τῆς Ἁγίας Τριάδος στὴν Ἱ. Μ. ἁγίας Τριάδος στὰ Χανιὰ Κρήτης.Ἕνα ἀπὸ τὰ πάμπολλα παραδείγματα.
[2]Τό παρασκήνιον τοῦ ἀνακοινωθέντος τῆς Διπλῆς Συνάξεως ὑπό Δημ. Κ. Ἀναγνώστου, Θεολόγου http://aktines.blogspot.gr/2017/07/blog-post_37.html#more
[3]ἐνδεικτικῶς καὶ μόνον: «... ὑπὸ τὸ φῶς σκέψεων, ὰποκρυσταλλωθεισῶν ἐν τῷ Οἰκουμενικῷ Πατριαρχείῳ ἐκ τῆς μελέτης τῶν θεμάτων τούτων, ἐπὶ τῇ βάσει μὲν τῆς ἄχρι τοῦδε ἀποκομισθείσης πείρας καὶ τῶν σημειωθεισῶν ἐξελίξεων...» ΣΥΝΟΔΙΚΑ VI,σελ.19
«... ὁδηγήσασαι εἰς τὴν καλλιέργειαν τοῦ οἰκουμενικοῦ πνεύματος καὶ εἰς ἀνάπτυξιν τῆς οἰκουμενικῆς κινήσεως, ἐντὸς τῶν εὐρυτέρων πλαισίων τῶν ὁποίων διεμορφώθη ἡ σήμερον ἐν τῷ καθόλου χριστιανικῷ κόσμῳ κρατοῦσα εὐτυχὴς καὶ ἐλπιδοφόρος κατάστασις τῆς γενικῆς τάσεως πρὸς ἑνότητα καὶ ἀναπτύσσονται μεταξὺ τῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν ὅλων σχεδὸν τῶν Ὁμολογιῶν σοβαραὶ προσπάθειαι πρὸς πραγματοποίησιν τοῦ ἁγίου θελήματος τοῦ Ἰδρυτοῦ καὶ κυρίου τῆς Ἐκκλησίας «ἵνα πάντες ἕν ὦσι». ... Ἀπλῶς περιοριζόμεθα νὰ ὑπομνήσωμεν εἰς ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους ὅτι ἐν τῇ γενέσει καὶ ἀναπτύξει τοῦ σπουδαίου καὶ παρηγόρου τούτου διαχριστιανικοῦ ἑνωτικοῦ φαινομένου, ἡ Ἁγία Ὀρθόδοξος ἡμῶν ἐκκλησία κατέχει καίριαν πρωτόβουλον δημιουργικὴν θέσιν. ΣΥΝΟΔΙΚΑ VI,σελ 24-25
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου