Συνέχεια από Παρασκευή 26 Ιανουαρίου 2018
HENRI DE LUBAC
Όποιος επιθυμεί να δώσει μια χριστιανική αξιολόγηση δεν μπορεί να σταθεί σ’ αυτές όλες τις προοπτικές. Θεωρώντας τον Βουδισμό σαν μία από τις μεγάλες πνευματικές δυνάμεις που διεκδικούν την ανθρώπινη ψυχή, ο χριστιανός έχει συνείδηση του γεγονότος ότι τον αξιολογεί με μεγαλύτερη σοβαρότητα και σεβασμό από αυτόν που περιορίζεται να τον δει σαν μια στιγμή του γίγνεσθαι του πνεύματος ή που τον αντιλαμβάνεται σαν ένα θέαμα, ακόμη και αν είναι το πιο γοητευτικό (εξωτικό). Μ’ αυτόν τον τρόπο όμως πλησιάζει την Βουδιστικίζουσα στάση, αλλά αντίστροφα. Και πράγματι σ’ αυτή την λύση του ανθρώπινου προβλήματος, σ’ αυτή την ιδέα τής απελευθερώσεως, σ’ αυτή την πνευματικότητα, σ’ αυτό το ιδιαίτερο που διαθέτουν, οποιαδήποτε μορφή και αν φέρουν, δεν μπορεί παρά να αντιπαραθέσει μιαν απόρριψη. Ότι μερικοί εξαντλημένοι από τον πυρετό που προκαλείται από έναν πολιτισμό ολοένα και πιο εξωστρεφή, ξέχασαν τώρα πια αυτό που είναι το βάθος τής χριστιανικής ζωής, παρότι μερικές φορές συζητιέται από τους ειδικούς, μπορεί να κατακτηθούν από την «υπερφυσική ηρεμία που αντικατοπτρίζεται στο πρόσωπο του μεγάλου νικητού του κόσμου», είναι κατανοητό. Ότι αυτοί μ’ αυτόν τον τρόπο οδηγούνται να εγκαταλείψουν μερικές ψευδαισθήσεις και να ξαναβρούν την σημασία της αιωνιότητος, μας δίνει κάποια ευχαρίστηση. Δεν μας εκπλήσσει ούτε το γεγονός, παρότι μας στεναχωρεί, πως υπάρχουν μερικοί άλλοι, κατ’ όνομα χριστιανοί, που όμως υπήρξαν πάντοτε σκλάβοι μιας θρησκείας της συνήθειας, χωρίς ψυχή, που επιτρέπουν εξίσου να κατακτηθούν από ένα δόγμα που τους ωθεί για πρώτη φορά να ξανοιχτούν στην ζωή της σκέψης και να ανακαλύψουν απέραντους πνευματικούς ορίζοντες. Αλλά να τρέχουν να διδαχθούν στα βουδιστικά βιβλία, και να ξεδιψάσουν στις πηγές της βουδιστικής σοφίας –και το ίδιο θα μπορούσαμε να πούμε για κάθε ανατολίτικο δόγμα– όταν υπάρχει πάντοτε δίπλα μας η ασύγκριτη πνευματικότης των είκοσι αιώνων του χριστιανισμού, μοναδικά ισορροπημένη και τολμηρή στο σύνολό της, σε βάθος εμπειρίας και σκέψης, όταν υπάρχουν οι επιστολές του αποστόλου Παύλου με τον ύμνο της αγάπης και ο πρόλογος του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, και ακόμη περισσότερο όταν υπάρχει το πάτερ ημών και οι ακολουθίες…, σημαίνει τότε στ’ αλήθεια ότι γίνονται πράγματα ανόητα. Να εισέλθουν στην σχολή των «bhiksu» πρόθυμοι για την εμπειρία του νιρβάνα, όταν μπορούν να διαλογισθούν το πρόσωπο του Αγίου Φραγκίσκου της Ασσίζη και στο πρόσωπό του να ανακαλύψουν μια αντανάκλαση του προσώπου του Χριστού – είναι η πιο βλακώδης τρέλλα. Ο Νίτσε ο ίδιος δεν θα είχε τολμήσει να βάλει τα Sutra στο ίδιο επίπεδο των Ευαγγελίων.
Δεν είναι όμως μόνον αυτό. Δεν είναι μόνον ένα θέμα προτιμήσεων: η βουδιστική πνευματικότης δεν πρέπει να εγκαταλειφθεί μόνον επειδή δεν είναι αρκετά ωραία ή λιγότερο επαρκής. Εάν την εκλάβουμε στην ουσία της την ίδια και στην αντίθεση που παρουσιάζει πραγματικά στον Χριστιανισμό, είναι άξια να την πετάξουμε μακρυά μας με αηδία χωρίς αμφιβολία. Ο Βουδισμός δεν είναι ένα παιχνίδι χωρίς αξία ούτε ένα επιφανειακό λάθος. Υπάρχει σ’ αυτόν, όπως έγραφε ένας από τους πρόσφατους απολογητές του, μια πλευρά που είναι εξόχως μυστικιστική (A. Migot, Βουδισμός και Χριστιανισμός). Μπορούμε να πούμε δε ακόμη παραπάνω: Είναι ένα είδος καθαρού μυστικισμού. Έχει έναν μυστικισμό ανεπτυγμένον στην εντέλεια, αλλά δεν διαθέτει θεολογία. Και δεν έχει, ούτε μπορεί να έχει, διότι ο μυστικισμός του, ο πιο «καθαρός» και ίσως ο πιο συνεπής που μπορεί να υπάρξει, δεν αφήνει καμμία θέση για τον ζωντανό Θεό. Δεν πρέπει να το κρύψουμε: αυτός ο αθεϊσμός είναι ο βαθύτερος λόγος για τον οποίο ο Σοπενχάουερ, τόσο λίγο ασκητικός, τόσο λίγο μυστικιστής, αφέθηκε να παρασυρθεί με τόσο ενθουσιασμό, για μερικούς Ινδούς στοχαστές και ιδιαιτέρως για τον Βούδα: ήθελε να νικήσει με ένα θανατηφόρο Ματ τον «παρανοϊκό και αποκρουστικό θεϊσμό» της Βίβλου και εκείνη την ειδωλολατρία που σύμφωνα μ’ αυτόν δεν προϋποθέτει αναγκαίως ξύλινα αγάλματα ή πέτρινα ή μεταλλικά, ούτε ένα σύνολο από αφηρημένες έννοιες, αλλά υπάρχει «από την στιγμή που θα βρεθούμε στην παρουσία ενός προσωπικού όντος στο οποίο θυσιάζουμε και επικαλούμαστε και ευχαριστούμε».
Το μεγαλύτερο μέρος όσων συμπαθούν τον Βουδισμό, σε όλα τα Ευρωπαϊκά κράτη, εδώ και έναν αιώνα, είναι όλοι τους λιγότερο ή περισσότερο μαθητές του Σοπενχάουερ. Εάν όλοι αυτοί μερικές φορές αποκαλύπτονται, σαν τον δάσκαλό τους, συγκαταβατικοί προς τον Χριστιανισμό, το κάνουν αφού πρώτα τον έχουν απογυμνώσει, αρνούμενοι να αναγνωρίσουν όλα όσα οφείλονται στην αποκάλυψη της Π.Δ. και αρνούμενοι να δουν στον Ιησού τον Υιό του Πατρός που βρίσκεται στους Ουρανούς.
Η πίστη δεν γνωρίζει διαχωρισμούς και εκδιώκει τον αθεϊσμό όπου και αν βρίσκεται. Οι βιαιότητες του Κλωντέλ, χωρίς κανένα σεβασμό και χωρίς να λαβαίνει υπόψη του τις συνθήκες, αλλά από την άλλη τόσο αποτελεσματικές, εκφράζουν την εσωτερική πεποίθηση κάθε πιστής ψυχής. Μόνον μια ασάφεια, προερχόμενη από έναν επιφανειακό ανθρωπισμό θα μπορούσε να τις εκλάβει σαν ακατανόητες.
Γι’ αυτόν στον οποίο φανερώθηκε ο θεός, στον οποίο προσφέρθηκε ο θεός, η υποχώρηση στον Βουδιστικό πειρασμό θα ήταν σαν να επέλεγε «την σιωπή του δημιουργήματος οχυρωμένου στην ολοκληρωτική του απόρριψη, την αιμομικτική ησυχία της ψυχής κολλημένης στην ουσιώδη της διαφορά». Ο άνθρωπος φέρει μέσα του τον τρόμο αυτού που δεν είναι το Απόλυτο, φιλοδοξεί να σπάσει τον ψευδόμενο κύκλο της υπερηφάνειας και αλλαζονείας. Αλλά εάν πιστεύει πως μπορεί να το κατορθώσει, αρνούμενος την πίστη που παρέλαβε από ψηλά, τότε, στ’ αλήθεια, δεν κατορθώνει τίποτε άλλο από το να ολοκληρώνει την ύβρι των εθνικών. Και αυτή η αποστασία, όποια και αν είναι η ατομική παρουσία, είναι επίσης μια νοητική οπισθοδρόμηση.
Ας μας επιτραπεί να παρουσιάσουμε σ’ αυτό το σημείο την μαρτυρία μιας έξοχης συγγραφέως η οποία κατόρθωσε να περιγράψει και να ξεπεράσει τον πειρασμό. Είναι μια ανέκδοτη σελίδα της Ida Federica Görres:
Διαπιστώνεται σχεδόν παντού, σήμερα, αυτός ο μεγάλος και δυνατός πειρασμός, τόσο κατανοητός και τόσο λεπτός. Παρακολουθεί τον Χριστιανό που ωρίμασε, στην τύχη, στην ασχήμια, στην κενότητα μερικές φορές, ενός καθολικισμού τυπικού, επιφανειακού, μηχανοποιημένου, χωρίς να έχει πλησιάσει ποτέ του στις παραδοσιακές πηγές, χωρίς την ικανότητα να ακούσει την διδακτική φωνή της Εκκλησίας. Από την θρησκεία του δεν διαθέτει παρά μια γελοιογραφία. Και ξαφνικά βρίσκεται απέναντι στο ήσυχο και απλό μεγαλείο, στους απέραντους ορίζοντες των βουδιστικών εννοιών. Τότε η επιλογή δεν του γεννά καμμία αμφιβολία ανάμεσα στην τιποτένια βαρεμάρα τής μιας και την λαμπρότητα των άλλων. Ακόμη και αν ο νεαρός είχε δεχτεί μια αποτελεσματικότερη θρησκευτική κατήχηση, ακόμη και αν το μυστήριο του Χριστού του παρουσιάστηκε σε όλο του το βάθος και είχε υποψιαστεί την υπέροχη λαμπρότητα της Π.Δ., παρ’ όλα αυτά βρίσκει πάμπολλες λεπτομέρειες και ένα τόσο άκαμπτο σύνολο, στο οποίο η Βουδιστική πνευματικότης φαίνεται να αντιτάσσει την γοητεία μιας απέραντης καθαρότητος, κάτι από μια ανώτερη υπερβατικότητα… Στο βάθος ίσως να μην είναι τίποτε άλλο από την βαθειά γοητεία της αποφατικής θεολογίας, που απαντά σε μια πνευματική ανάγκη τού Είναι μας και ίσως παραμελήθηκε στην θρησκευτική της μορφή. Έτσι συμβαίνει ώστε τόσα πνεύματα που την γνωρίζουν για πρώτη φορά στις θρησκείες της Ασίας να ενθουσιάζονται.
Με όλο τον σεβασμό που οφείλουμε στον Βουδισμό, πρέπει να πούμε πως αυτή η λαμπρότης και αυτή η Ελευθερία, αυτή η υπερβατικότης και αυτή η καθαρότης πρέπει να υποβληθούν σε κριτική και πρέπει να υπενθυμίσουμε πως αυτές δεν είναι η τελευταία λέξη στην θρησκεία. Η αποκάλυψη κατερχόμενη από εκείνα τα ύψη στην μικρότητα του συγκεκριμένου, του ατομικού, με μια λέξη του ανθρώπινου, τις ξεπερνά ακόμη. Είναι η παράδοξη δόξα της ενσαρκώσεως που θεωρείται, που γίνεται ορατή. Είναι η άρρητη αξία αυτής της θείας ταπείνωσης στην Αποκάλυψη, ξεκινώντας στην Π.Δ. με τις παράδοξες επιφάνειες στον Μωυσή και σ’ όλο το Ισραήλ για να ολοκληρωθεί στην Θεοτόκο η οποία χώρεσε τον αχώρητο. Οι θεοί όπως και οι σοφοί της Ανατολής δεν έχουν αυτή την ταπεινότητα η οποία από την στιγμή που γίνει κατανοητή, μας ωθεί στην πιο απέραντη λατρεία.
(Συνεχίζεται και ολοκληρώνεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου