ΠΗΓΗ
Συνέχεια από τή προηγούμενη ανάρτηση
ΝΟΥΣ: Πράγματι, ἡ καρδιὰ δὲν ἀντιστέκεται γιὰ πολὺ στὸν λογισμό, στὸν καλὸ καὶ θεάρεστο λογισμό, ὡστόσο, ὑποτάσσεται γιὰ μιὰ στιγμὴ καὶ μετὰ ἐπαναστατεῖ. Ἐπαναστατεῖ μὲ τόση δύναμη, μὲ τόση ὁρμητικότητα, μὲ τόση βιαιότητα, ποὺ σχεδὸν πάντοτε μὲ νικᾶ. Καὶ ἀφοῦ μὲ νικήσει, ἀρχίζει νὰ γεννᾶ μέσα μου τὶς πιὸ ἄπρεπες παραστάσεις, ποὺ ἀποκαλύπτουν τὰ κρυμμένα πάθη.
. Τί νὰ πῶ γιὰ τοὺς λογισμούς μου; Ἡ σύγχυση καὶ ἡ φθορά, πού μοῦ προξένησε ἡ ἁμαρτία, εἶχαν ὡς συνέπεια τὴν μεγάλη ἀστάθεια τῶν λογισμῶν. Ἔτσι, γιὰ παράδειγμα, τὸ πρωὶ γεννιοῦνται μέσα μου οἱ γνωστοὶ καλοὶ λογισμοὶ γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωή, γιὰ τὸν ἐπίπονο ἀσκητικὸ ἀγώνα, γιὰ τὶς συνθῆκες τοῦ ἐπίγειου βίου, γιὰ τὴν αἰωνιότητα. Αὐτοὶ οἱ λογισμοὶ φαίνονται τότε οὐσιώδεις, σημαντικοί. Ἀλλὰ ξαφνικά, τὸ μεσημέρι ἢ καὶ νωρίτερα, ἐξαφανίζονται ἀπὸ κάποιαν ἀπροσδόκητη συνάντηση καὶ δίνουν τὴν θέση τους σὲ ἄλλους, ποὺ γίνονται κι αὐτοὶ μὲ τὴν σειρὰ τοὺς δεκτοὶ ὡς ἀξιοπρόσεκτοι τὸ βράδυ, ἀπὸ νέες ἀφορμὲς καὶ μὲ νέες δικαιολογίες, ἐμφανίζονται καὶ κυριαρχοῦν ἄλλοι λογισμοί.
. Ἄλλοι, πάλι, ποὺ μὲ παραμόνευαν καλὰ κρυμμένοι στὴ διάρκεια τῆς ἡμέρας, παρουσιάζονται ξαφνικὰ μπροστά μου, μέσα στὴ σιωπὴ τῆς νύχτας, καὶ μὲ συνταράζουν μὲ τὴ σαγηνευτικὴ καὶ συνάμα θανάσιμη ἀπεικόνιση τῆς ἁμαρτίας.
. Μάταια διδάχθηκα ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ νὰ δέχομαι ὡς ὀρθοὺς ἐκείνους μόνο τοὺς λογισμοὺς στοὺς ὁποίους ἐσύ, ψυχή, ἀνταποκρίνεσαι μὲ βαθιὰ εἰρήνη, ταπεινοφροσύνη καὶ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον. Μάταια γνωρίζω καλὰ πὼς ὅλοι οἱ λογισμοί, μ’ ὁποιοδήποτε προσωπεῖο δικαιοσύνης κι ἂν ἐμφανίζονται, ὅταν σοῦ προξενοῦν δυσφορία, ταραχὴ ἢ σύγχυση, ὅταν ἀκολουθοῦνται ἀπὸ τὴν ἐκδήλωση τῆς παραμικρῆς σκληρότητας μέσα σου, εἶναι ξένοι πρὸς τὴν ἀλήθεια, εἶναι ἐντελῶς ἀπατηλοὶ καὶ ὀλέθριοι. Ναί, μάταιη εἶναι ἡ γνώση μου, μάταια κατέχω αὐτὸ τὸ ἀσφαλὲς κριτήριο τῆς ἀλάθητης διακρίσεως τοῦ καλοῦ ἀπὸ τὸ κακὸ στὸν κόσμο τῶν πνευμάτων!
. Ἐξ αἰτίας τῆς ἀσύλληπτης ἀσθένειάς μου, ποὺ τὴν ἀντιλαμβάνομαι μόνο ἐμπειρικά, δὲν μπορῶ νὰ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ τοὺς θανατηφόρους λογισμοὺς τῆς ἁμαρτίας. Δὲν μπορῶ νὰ τοὺς πνίξω, δὲν μπορῶ νὰ τοὺς διώξω, ὅταν ἀρχίζουν νὰ βράζουν μέσα μου σὰν τὰ σκουλήκια, δὲν μπορῶ νὰ τοὺς ἀποκρούσω, ὅταν ρίχνονται πάνω μου σὰν τοὺς ληστές, σὰν τὰ ἄγρια κι αἱμοβόρα θηρία. Μὲ αἰχμαλωτίζουν, μὲ κρατοῦν σὲ σκληρὴ δουλεία, μὲ ταλαιπωροῦν, μὲ βασανίζουν. Κάθε ὥρα εἶναι ἕτοιμοι νὰ μὲ ἐξοντώσουν, νὰ προκαλέσουν τὸν αἰώνιο θάνατό μου.
. Γιὰ τὸ μαρτύριο, στὸ ὁποῖο μᾶς ὑποβάλλουν οἱ λογισμοί, δὲν εἶμαι μόνο ἐγὼ ποὺ σὲ πληροφορῶ, ψυχή. Σὲ πληροφορεῖ ἀκόμα καὶ τὸ σῶμα μας, ποὺ εἶναι ἀσθενικὸ καὶ ἀδύναμο, ἐπειδὴ ἀκριβῶς πληγώθηκε ἐπανειλημμένα ἀπὸ τὰ βέλη καὶ τὰ ξίφη τῆς ἁμαρτίας.
. Κι ἐσύ, ψυχή, φαρμακωμένη μὲ τὸ φαρμάκι τοῦ αἰωνίου θανάτου, καταθλίβεσαι. Ζητᾶς παρηγοριά, μὰ πουθενὰ δὲν τὴν βρίσκεις. Μάταια ἐλπίζεις νὰ παρηγορηθεῖς ἀπὸ μένα. Γιατί κι ἐγὼ θάφτηκα μαζὶ μ’ ἐσένα στὸν στενόχωρο καὶ σκοτεινὸ τάφο τῆς ἀγνωσίας, τῆς ἀγνοίας τοῦ Θεοῦ. Ἡ σχέση μας μὲ τὸν ἀληθινὸ Θεό, σχέση σὰν μὲ ἕνα νεκρὸ καὶ ἀνύπαρκτο ὄν, ἀποτελεῖ ἀδιάψευστη ἀπόδειξη τῆς δικῆς μας νεκρώσεως.
ΨΥΧΗ: Μ’ ἔκανες ν’ ἀπελπιστῶ! Ἂν ἐσύ, νοῦ, ποὺ εἶσαι ἡ ἀνώτερη πνευματική μου δύναμη, τὸ μάτι μου καὶ ὁ ὁδηγός μου, ἂν ἐσύ, ποὺ εἶσαι τὸ φῶς μου, ὁμολογεῖς πὼς ἔχεις βυθιστεῖ στὸ σκοτάδι, τότε τί νὰ περιμένω ἀπὸ τὶς ἄλλες δυνάμεις μου, τὶς δυνάμεις ποὺ ὑπάρχουν καὶ στὰ ἄλογα ζῶα; Τί νὰ περιμένω ἀπὸ τὴν βούληση καὶ τὴν ἐπιθυμία μου ἢ ἀπὸ τὸν φυσικὸ θυμὸ καὶ τὸν ζῆλο μου, πού, γιὰ νὰ ἐνεργήσουν διαφορετικὰ ἀπὸ τὶς ἀντίστοιχες δυνάμεις τῶν κτηνῶν καὶ τῶν δαιμόνων, πρέπει νὰ βρίσκονται κάτω ἀπὸ τὴν δική σου καθοδήγηση;
. Μοῦ εἶπες ὅτι, παρ’ ὅλη τὴν ἀδυναμία σου, παρ’ ὅλη τὴν ζόφωσή σου, παρ’ ὅλη τὴν νέκρωσή σου, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἐνεργεῖ ἀκόμα πάνω σου καὶ σὲ κάθε περίπτωσή σου παρέχει τὴ δυνατότητα νὰ ξεχωρίζεις, μολονότι πολὺ δύσκολα, τὸ καλὸ ἀπὸ τὸ κακό. Συμμετέχω κι ἐγὼ σ’ αὐτὴ τὴ δυνατότητα! Ἔτσι, ὅταν ἀρχίζω νὰ αἰσθάνομαι ταραχὴ καὶ σύγχυση, ἀντιλαμβάνομαι ὅτι βρίσκομαι σὲ λάθος δρόμο. Ἀντιμετωπίζω, λοιπόν, μὲ δυσπιστία τὴν ἐσωτερική μου αὐτὴ κατάσταση τὴν ἀπεχθάνομαι καὶ ἀγωνίζομαι νὰ τὴν ἀποδιώξω ὡς ἀφύσικη καὶ ἐχθρική.
. Ἀπεναντίας, ὅταν ἐσὺ στέκεσαι ἔστω καὶ γιὰ μικρὸ χρονικὸ διάστημα, σὰν σὲ γνώριμη καὶ στοργικὴ ἀγκαλιά, σὲ λογισμοὺς καλούς, σὲ λογισμοὺς ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ὤ, τί παρηγοριὰ αἰσθάνομαι τότε! πῶς δοξολογῶ τὸν Θεὸ ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ εἶναι μου, ἀπὸ τοὺς θησαυροὺς τῆς καρδιᾶς μου! Τί εὐλάβεια μὲ κυριεύει μπροστὰ στὸ μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ, ὅταν Ἐκεῖνος ἀποκαλύπτεται σ’ ἐμένα, ἕναν τιποτένιο κόκκο σκόνης μέσα στὸ τεράστιο καὶ ποικιλόμορφο σύμπαν! Τί μακάρια εἰρήνη, σὰν αὔρα τοῦ παραδείσου, ἀρχίζει νὰ φυσᾶ μέσα μου καὶ νὰ μὲ δροσίζει μέσα στὸν καύσωνα! Τί γλυκὰ καὶ ἰαματικὰ δάκρυα γεννιοῦνται στὴν καρδιά, ἀνεβαίνουν στὸ κεφάλι καὶ τρέχουν στ’ ἀναψοκοκκινισμένα μάγουλα ἀπὸ τὰ μάτια! Τί βλέμμα ταπεινὸ καὶ πράο ἀγκαλιάζει ὅλους καὶ ὅλα μὲ ἠρεμία καὶ ἀγάπη!
. Τότε ἐξαφανίζεται ὁ ἐσωτερικὸς πόλεμος! Τότε νιώθω πὼς ἡ φύση μου θεραπεύεται! Τότε οἱ δυνάμεις μου, ποὺ εἶχαν διασπαστεῖ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἑνώνονται πάλι μεταξύ τους ἀλλὰ καὶ μ’ ἐσένα καὶ μὲ τὸ σῶμα σ’ ἕνα ἑνιαῖο σύνολο. Τότε αἰσθάνομαι τὸ ἔλεος τοῦ Πλάστη πρὸς τὸ πεσμένο πλάσμα Του. Τότε κατανοῶ ἀπόλυτα τὴν σημασία τῆς λυτρώσεως καὶ τὴν δύναμη τοῦ Λυτρωτῆ, ποὺ μὲ θεράπευσε μὲ τὸν παντοδύναμο καὶ ζωογόνο λόγο Του. Πιστεύω καὶ ὁμολογῶ τὸν Κύριο! Βλέπω καὶ τὴν ἐνέργεια τοῦ προσκυνητοῦ Παναγίου Πνεύματος, ποὺ ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ στέλνεται ἀπὸ τὸν Υἱό! Βλέπω τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ-Πνεύματος, διὰ τοῦ Θεοῦ-Λόγου, νὰ φανερώνει τὴν θεότητά Του μὲ τὴν δημιουργική Του δύναμη, μὲ τὴν ὁποία ἀποκαθιστᾶ τὸ συντετριμμένο σκεῦος στὴν ἀρχική του ὁλοκληρία καὶ ὡραιότητα, σὰν νὰ μὴν εἶχε ποτὲ συντριβεῖ.
. Νοῦ μου, στρέψου στὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὸν ὁποῖο λάβαμε ἀναρίθμητα ἀγαθά, ἀλλὰ τὰ χάσαμε ἀπὸ ραθυμία καὶ ψυχρότητα. Ἀπὸ τὰ ἀνεκτίμητα πνευματικὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ προτιμήσαμε τὰ ἀπατηλά, τὰ ψεύτικα δῶρα τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ κόσμου, ποὺ ἦταν γεμάτα φαρμάκι. Νοῦ μου, στρέψου στὸν λόγο τοῦ Θεοῦ! Ἐκεῖ ψάξε τὴν παρηγοριὰ πού σου ζητῶ! Ἀβάσταχτη εἶναι ἡ θλίψη μου τὴν ὥρα τούτη. Φοβᾶμαι μὴ πέσω στὴν τελειωτικὴ καταστροφή, τὴν ἀπελπισία.
ΝΟΥΣ: Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ψυχή, λύνει τὴν ἀπορία μας μὲ τὸν πιὸ ἱκανοποιητικὸ ὁρισμό. Πολλοὶ ἄνθρωποι, ὡστόσο, ὅταν ἄκουσαν τὸν λόγο τοῦ Πνεύματος, τὸν παρανόησαν μὲ τὸν σαρκικό τους λογισμὸ καὶ εἶπαν: «Σκληρὸς εἶναι αὐτὸς ὁ λόγος, ποιός μπορεῖ νὰ τὸν ἀκούει;» Ἄκου, λοιπόν, ψυχή μου, τί εἶπε ὁ Κύριος: «Ὅποιος θελήσει νὰ σώσει τὴ ζωή του, θὰ τὴν χάσει· κι ὅποιος χάσει τὴν ζωή του γιὰ μένα, θὰ τὴν σώσει». «Αὐτὸς ποὺ ἀγαπᾶ τὴν ζωή του, θὰ τὴν χάσει αὐτός, ὅμως, ποὺ δὲν λογαριάζει τὴν ζωή του στὸν κόσμο αὐτό, θὰ τὴν φυλάξει γιὰ τὴν αἰώνια ζωή».
ΨΥΧΗ: Πρόθυμη εἶμαι νὰ χάσω τὴν ζωή μου, ἂν τὸ προστάζει ὁ Θεός. Ἀλλὰ πῶς νὰ πεθάνω, ἀφοῦ εἶμαι ἀθάνατη; δὲν γνωρίζω κάτι ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ μοῦ στερήσει τὴν ζωή.
ΝΟΥΣ: Μὴ νομίζεις, ψυχή, πὼς ὁ Χριστὸς παραγγέλλει νὰ πεθάνεις μόνο ἐσύ. Ὄχι! τὸ ποτήρι τοῦ θανάτου πρέπει νὰ τὸ μοιραστῶ μαζί σου, πίνοντας μάλιστα πρῶτος ὡς κύριος αἴτιος τῆς κοινῆς μας πτώσεως. Ἡ ἀποφυγὴ τοῦ ποτηρίου αὐτοῦ συνεπάγεται ὄλεθρο, θάνατο πρόσκαιρο καὶ αἰώνιο. Ὁ θάνατος, ποὺ μᾶς ζητάει ὁ Κύριος, δὲν συνίσταται στὴν ἐξόντωση τῆς ὑπάρξεώς μας, ἀλλὰ στὴν ἐξόντωση τοῦ ἐγωισμοῦ, ποὺ τὸν ταυτίσαμε μὲ τὴν ζωή μας. Ὁ ἐγωισμὸς εἶναι στρεβλὴ ἀγάπη τοῦ πεσμένου ἀνθρώπου πρὸς τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτό. Ὁ ἐγωισμὸς θεοποιεῖ τὴν μεταπτωτικὴ ψευδώνυμη σοφία του καὶ προσπαθεῖ πάντοτε νὰ ἱκανοποιεῖ τὸ μεταπτωτικὸ θέλημά του, ποὺ κατευθύνεται ἀπὸ τὸ ψεῦδος. Ὡς πρὸς τὴν σχέση του μὲ τὸν πλησίον, ὁ ἐγωισμὸς ἐκδηλώνεται εἴτε μὲ ἀvτιπάθεια εἴτε μὲ ἀνθρωπαρέσκεια, δηλαδὴ μὲ κάποιο πάθος. Ἀλλὰ καὶ τὰ ἐγκόσμια πράγματα τὰ κακομεταχειρίζεται, τὰ χρησιμοποιεῖ μὲ ἐμπάθεια. Ὅπως ἡ ἀγάπη δένει σὲ τέλειο σύνολο ὅλες τὶς ἀρετὲς καὶ ἀποτελεῖ τὴν τέλεια ἐκπλήρωσή τους, ἔτσι κι ὁ ἐγωισμὸς δένει ὅλα τὰ πάθη καὶ ἀποτελεῖ τὴν τελεία ἐκπλήρωσή τους.
. Γιὰ νὰ θανατώσω τὸν ἐγωισμό μου, πρέπει ν’ ἀπαρνηθῶ ὅλους «τοὺς ἀπατηλοὺς καὶ κούφιους συλλογισμοὺς τῆς ἀνθρωπίνης σοφίας, ποὺ στηρίζονται σὲ ἀνθρώπινες παραδόσεις καὶ σὲ μία ἐσφαλμένη πίστη στὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου». Πρέπει ν’ ἀποκτήσω βαθιὰ συναίσθηση τῆς πνευματικῆς μου φτώχειας. Καί, γυμνὸς μέσα σ’ αὐτὴ τὴ φτώχεια, λουσμένος στὰ δάκρυα τοῦ πένθους, μαλακωμένος μὲ τὴν πραότητα, τὴν καθαρότητα καὶ τὸ ἔλεος, νὰ δεχθῶ τὸν τρόπο σκέψεως ποὺ εὐδόκησε νὰ χαράξει πάνω μου τὸ δεξὶ χέρι τοῦ Λυτρωτῆ μου. Κι αὐτὸ τὸ χέρι εἶναι τὸ Εὐαγγέλιο.
. Ὅσο γιὰ σένα, ψυχή, πρέπει ν’ ἀπαρνηθεῖς τὸ θέλημά σου, ἔστω κι ἂν αὐτὴ ἡ ἀπάρνησή σου φαίνεται βαριά, ἔστω κι ἂν στὰ αἰσθήματα καὶ τὶς τάσεις τῆς καρδιᾶς σου δὲν βρίσκεις κανένα σφάλμα, κανένα κακό. Ἀντὶ γιὰ τὸ δικό σου θέλημα, νὰ κάνεις τὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτήρα μας, κι ἂς εἶναι αὐτὸ σκληρὸ γιὰ τὴν ἐγωιστική σου καρδιά!
. Νά, λοιπόν, ποιὸ θάνατο ζητάει ἀπὸ μᾶς ὁ Θεός: Μᾶς ζητάει νὰ θανατώσουμε ἑκούσια τὸν θάνατο ποὺ ζεῖ μέσα μας, καὶ νὰ λάβουμε ὡς δῶρο τὴν ἀνάσταση καὶ τὴν ζωὴ ποὺ ξεχύνεται ἀπὸ τὸν Κύριο Ἰησοῦ.
ΨΥΧΗ: Ἀποφασίζω ν’ ἀποκτήσω αὐταπάρνηση! Καὶ μόνο ἀπὸ τὰ λόγια σου γι’ αὐτήν, ἄρχισα κιόλας νὰ αἰσθάνομαι χαρὰ καὶ παρηγοριά. Ἂς ἀφήσουμε τὴν ζωὴ ποὺ γεννᾶ τὴν ἀπελπισία. Ἂς δεχθοῦμε τὸν θάνατο ποὺ ἐγγυᾶται τὴν σωτηρία. Ὁδήγησέ με, νοῦ, στὰ ἴχνη τῶν θελημάτων τοῦ Θεοῦ. Κι ἐσὺ μεῖνε σταθερὰ προσκολλημένος στὸν Λόγο ἐκεῖνο ποὺ εἶπε γιὰ τὸν ἑαυτό Του: «Ὅποιος μένει ἑνωμένος μαζί μου κι ἐγὼ μαζί του, αὐτὸς δίνει πολὺ καρπό, γιατί χωρὶς ἐμένα δὲν μπορεῖτε νὰ κάνετε τίποτα». Ἀμήν.
Συνέχεια από τή προηγούμενη ανάρτηση
ΝΟΥΣ: Πράγματι, ἡ καρδιὰ δὲν ἀντιστέκεται γιὰ πολὺ στὸν λογισμό, στὸν καλὸ καὶ θεάρεστο λογισμό, ὡστόσο, ὑποτάσσεται γιὰ μιὰ στιγμὴ καὶ μετὰ ἐπαναστατεῖ. Ἐπαναστατεῖ μὲ τόση δύναμη, μὲ τόση ὁρμητικότητα, μὲ τόση βιαιότητα, ποὺ σχεδὸν πάντοτε μὲ νικᾶ. Καὶ ἀφοῦ μὲ νικήσει, ἀρχίζει νὰ γεννᾶ μέσα μου τὶς πιὸ ἄπρεπες παραστάσεις, ποὺ ἀποκαλύπτουν τὰ κρυμμένα πάθη.
. Τί νὰ πῶ γιὰ τοὺς λογισμούς μου; Ἡ σύγχυση καὶ ἡ φθορά, πού μοῦ προξένησε ἡ ἁμαρτία, εἶχαν ὡς συνέπεια τὴν μεγάλη ἀστάθεια τῶν λογισμῶν. Ἔτσι, γιὰ παράδειγμα, τὸ πρωὶ γεννιοῦνται μέσα μου οἱ γνωστοὶ καλοὶ λογισμοὶ γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωή, γιὰ τὸν ἐπίπονο ἀσκητικὸ ἀγώνα, γιὰ τὶς συνθῆκες τοῦ ἐπίγειου βίου, γιὰ τὴν αἰωνιότητα. Αὐτοὶ οἱ λογισμοὶ φαίνονται τότε οὐσιώδεις, σημαντικοί. Ἀλλὰ ξαφνικά, τὸ μεσημέρι ἢ καὶ νωρίτερα, ἐξαφανίζονται ἀπὸ κάποιαν ἀπροσδόκητη συνάντηση καὶ δίνουν τὴν θέση τους σὲ ἄλλους, ποὺ γίνονται κι αὐτοὶ μὲ τὴν σειρὰ τοὺς δεκτοὶ ὡς ἀξιοπρόσεκτοι τὸ βράδυ, ἀπὸ νέες ἀφορμὲς καὶ μὲ νέες δικαιολογίες, ἐμφανίζονται καὶ κυριαρχοῦν ἄλλοι λογισμοί.
. Ἄλλοι, πάλι, ποὺ μὲ παραμόνευαν καλὰ κρυμμένοι στὴ διάρκεια τῆς ἡμέρας, παρουσιάζονται ξαφνικὰ μπροστά μου, μέσα στὴ σιωπὴ τῆς νύχτας, καὶ μὲ συνταράζουν μὲ τὴ σαγηνευτικὴ καὶ συνάμα θανάσιμη ἀπεικόνιση τῆς ἁμαρτίας.
. Μάταια διδάχθηκα ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ νὰ δέχομαι ὡς ὀρθοὺς ἐκείνους μόνο τοὺς λογισμοὺς στοὺς ὁποίους ἐσύ, ψυχή, ἀνταποκρίνεσαι μὲ βαθιὰ εἰρήνη, ταπεινοφροσύνη καὶ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον. Μάταια γνωρίζω καλὰ πὼς ὅλοι οἱ λογισμοί, μ’ ὁποιοδήποτε προσωπεῖο δικαιοσύνης κι ἂν ἐμφανίζονται, ὅταν σοῦ προξενοῦν δυσφορία, ταραχὴ ἢ σύγχυση, ὅταν ἀκολουθοῦνται ἀπὸ τὴν ἐκδήλωση τῆς παραμικρῆς σκληρότητας μέσα σου, εἶναι ξένοι πρὸς τὴν ἀλήθεια, εἶναι ἐντελῶς ἀπατηλοὶ καὶ ὀλέθριοι. Ναί, μάταιη εἶναι ἡ γνώση μου, μάταια κατέχω αὐτὸ τὸ ἀσφαλὲς κριτήριο τῆς ἀλάθητης διακρίσεως τοῦ καλοῦ ἀπὸ τὸ κακὸ στὸν κόσμο τῶν πνευμάτων!
. Ἐξ αἰτίας τῆς ἀσύλληπτης ἀσθένειάς μου, ποὺ τὴν ἀντιλαμβάνομαι μόνο ἐμπειρικά, δὲν μπορῶ νὰ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ τοὺς θανατηφόρους λογισμοὺς τῆς ἁμαρτίας. Δὲν μπορῶ νὰ τοὺς πνίξω, δὲν μπορῶ νὰ τοὺς διώξω, ὅταν ἀρχίζουν νὰ βράζουν μέσα μου σὰν τὰ σκουλήκια, δὲν μπορῶ νὰ τοὺς ἀποκρούσω, ὅταν ρίχνονται πάνω μου σὰν τοὺς ληστές, σὰν τὰ ἄγρια κι αἱμοβόρα θηρία. Μὲ αἰχμαλωτίζουν, μὲ κρατοῦν σὲ σκληρὴ δουλεία, μὲ ταλαιπωροῦν, μὲ βασανίζουν. Κάθε ὥρα εἶναι ἕτοιμοι νὰ μὲ ἐξοντώσουν, νὰ προκαλέσουν τὸν αἰώνιο θάνατό μου.
. Γιὰ τὸ μαρτύριο, στὸ ὁποῖο μᾶς ὑποβάλλουν οἱ λογισμοί, δὲν εἶμαι μόνο ἐγὼ ποὺ σὲ πληροφορῶ, ψυχή. Σὲ πληροφορεῖ ἀκόμα καὶ τὸ σῶμα μας, ποὺ εἶναι ἀσθενικὸ καὶ ἀδύναμο, ἐπειδὴ ἀκριβῶς πληγώθηκε ἐπανειλημμένα ἀπὸ τὰ βέλη καὶ τὰ ξίφη τῆς ἁμαρτίας.
. Κι ἐσύ, ψυχή, φαρμακωμένη μὲ τὸ φαρμάκι τοῦ αἰωνίου θανάτου, καταθλίβεσαι. Ζητᾶς παρηγοριά, μὰ πουθενὰ δὲν τὴν βρίσκεις. Μάταια ἐλπίζεις νὰ παρηγορηθεῖς ἀπὸ μένα. Γιατί κι ἐγὼ θάφτηκα μαζὶ μ’ ἐσένα στὸν στενόχωρο καὶ σκοτεινὸ τάφο τῆς ἀγνωσίας, τῆς ἀγνοίας τοῦ Θεοῦ. Ἡ σχέση μας μὲ τὸν ἀληθινὸ Θεό, σχέση σὰν μὲ ἕνα νεκρὸ καὶ ἀνύπαρκτο ὄν, ἀποτελεῖ ἀδιάψευστη ἀπόδειξη τῆς δικῆς μας νεκρώσεως.
ΨΥΧΗ: Μ’ ἔκανες ν’ ἀπελπιστῶ! Ἂν ἐσύ, νοῦ, ποὺ εἶσαι ἡ ἀνώτερη πνευματική μου δύναμη, τὸ μάτι μου καὶ ὁ ὁδηγός μου, ἂν ἐσύ, ποὺ εἶσαι τὸ φῶς μου, ὁμολογεῖς πὼς ἔχεις βυθιστεῖ στὸ σκοτάδι, τότε τί νὰ περιμένω ἀπὸ τὶς ἄλλες δυνάμεις μου, τὶς δυνάμεις ποὺ ὑπάρχουν καὶ στὰ ἄλογα ζῶα; Τί νὰ περιμένω ἀπὸ τὴν βούληση καὶ τὴν ἐπιθυμία μου ἢ ἀπὸ τὸν φυσικὸ θυμὸ καὶ τὸν ζῆλο μου, πού, γιὰ νὰ ἐνεργήσουν διαφορετικὰ ἀπὸ τὶς ἀντίστοιχες δυνάμεις τῶν κτηνῶν καὶ τῶν δαιμόνων, πρέπει νὰ βρίσκονται κάτω ἀπὸ τὴν δική σου καθοδήγηση;
. Μοῦ εἶπες ὅτι, παρ’ ὅλη τὴν ἀδυναμία σου, παρ’ ὅλη τὴν ζόφωσή σου, παρ’ ὅλη τὴν νέκρωσή σου, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἐνεργεῖ ἀκόμα πάνω σου καὶ σὲ κάθε περίπτωσή σου παρέχει τὴ δυνατότητα νὰ ξεχωρίζεις, μολονότι πολὺ δύσκολα, τὸ καλὸ ἀπὸ τὸ κακό. Συμμετέχω κι ἐγὼ σ’ αὐτὴ τὴ δυνατότητα! Ἔτσι, ὅταν ἀρχίζω νὰ αἰσθάνομαι ταραχὴ καὶ σύγχυση, ἀντιλαμβάνομαι ὅτι βρίσκομαι σὲ λάθος δρόμο. Ἀντιμετωπίζω, λοιπόν, μὲ δυσπιστία τὴν ἐσωτερική μου αὐτὴ κατάσταση τὴν ἀπεχθάνομαι καὶ ἀγωνίζομαι νὰ τὴν ἀποδιώξω ὡς ἀφύσικη καὶ ἐχθρική.
. Ἀπεναντίας, ὅταν ἐσὺ στέκεσαι ἔστω καὶ γιὰ μικρὸ χρονικὸ διάστημα, σὰν σὲ γνώριμη καὶ στοργικὴ ἀγκαλιά, σὲ λογισμοὺς καλούς, σὲ λογισμοὺς ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ὤ, τί παρηγοριὰ αἰσθάνομαι τότε! πῶς δοξολογῶ τὸν Θεὸ ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ εἶναι μου, ἀπὸ τοὺς θησαυροὺς τῆς καρδιᾶς μου! Τί εὐλάβεια μὲ κυριεύει μπροστὰ στὸ μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ, ὅταν Ἐκεῖνος ἀποκαλύπτεται σ’ ἐμένα, ἕναν τιποτένιο κόκκο σκόνης μέσα στὸ τεράστιο καὶ ποικιλόμορφο σύμπαν! Τί μακάρια εἰρήνη, σὰν αὔρα τοῦ παραδείσου, ἀρχίζει νὰ φυσᾶ μέσα μου καὶ νὰ μὲ δροσίζει μέσα στὸν καύσωνα! Τί γλυκὰ καὶ ἰαματικὰ δάκρυα γεννιοῦνται στὴν καρδιά, ἀνεβαίνουν στὸ κεφάλι καὶ τρέχουν στ’ ἀναψοκοκκινισμένα μάγουλα ἀπὸ τὰ μάτια! Τί βλέμμα ταπεινὸ καὶ πράο ἀγκαλιάζει ὅλους καὶ ὅλα μὲ ἠρεμία καὶ ἀγάπη!
. Τότε ἐξαφανίζεται ὁ ἐσωτερικὸς πόλεμος! Τότε νιώθω πὼς ἡ φύση μου θεραπεύεται! Τότε οἱ δυνάμεις μου, ποὺ εἶχαν διασπαστεῖ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἑνώνονται πάλι μεταξύ τους ἀλλὰ καὶ μ’ ἐσένα καὶ μὲ τὸ σῶμα σ’ ἕνα ἑνιαῖο σύνολο. Τότε αἰσθάνομαι τὸ ἔλεος τοῦ Πλάστη πρὸς τὸ πεσμένο πλάσμα Του. Τότε κατανοῶ ἀπόλυτα τὴν σημασία τῆς λυτρώσεως καὶ τὴν δύναμη τοῦ Λυτρωτῆ, ποὺ μὲ θεράπευσε μὲ τὸν παντοδύναμο καὶ ζωογόνο λόγο Του. Πιστεύω καὶ ὁμολογῶ τὸν Κύριο! Βλέπω καὶ τὴν ἐνέργεια τοῦ προσκυνητοῦ Παναγίου Πνεύματος, ποὺ ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ στέλνεται ἀπὸ τὸν Υἱό! Βλέπω τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ-Πνεύματος, διὰ τοῦ Θεοῦ-Λόγου, νὰ φανερώνει τὴν θεότητά Του μὲ τὴν δημιουργική Του δύναμη, μὲ τὴν ὁποία ἀποκαθιστᾶ τὸ συντετριμμένο σκεῦος στὴν ἀρχική του ὁλοκληρία καὶ ὡραιότητα, σὰν νὰ μὴν εἶχε ποτὲ συντριβεῖ.
. Νοῦ μου, στρέψου στὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὸν ὁποῖο λάβαμε ἀναρίθμητα ἀγαθά, ἀλλὰ τὰ χάσαμε ἀπὸ ραθυμία καὶ ψυχρότητα. Ἀπὸ τὰ ἀνεκτίμητα πνευματικὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ προτιμήσαμε τὰ ἀπατηλά, τὰ ψεύτικα δῶρα τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ κόσμου, ποὺ ἦταν γεμάτα φαρμάκι. Νοῦ μου, στρέψου στὸν λόγο τοῦ Θεοῦ! Ἐκεῖ ψάξε τὴν παρηγοριὰ πού σου ζητῶ! Ἀβάσταχτη εἶναι ἡ θλίψη μου τὴν ὥρα τούτη. Φοβᾶμαι μὴ πέσω στὴν τελειωτικὴ καταστροφή, τὴν ἀπελπισία.
ΝΟΥΣ: Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ψυχή, λύνει τὴν ἀπορία μας μὲ τὸν πιὸ ἱκανοποιητικὸ ὁρισμό. Πολλοὶ ἄνθρωποι, ὡστόσο, ὅταν ἄκουσαν τὸν λόγο τοῦ Πνεύματος, τὸν παρανόησαν μὲ τὸν σαρκικό τους λογισμὸ καὶ εἶπαν: «Σκληρὸς εἶναι αὐτὸς ὁ λόγος, ποιός μπορεῖ νὰ τὸν ἀκούει;» Ἄκου, λοιπόν, ψυχή μου, τί εἶπε ὁ Κύριος: «Ὅποιος θελήσει νὰ σώσει τὴ ζωή του, θὰ τὴν χάσει· κι ὅποιος χάσει τὴν ζωή του γιὰ μένα, θὰ τὴν σώσει». «Αὐτὸς ποὺ ἀγαπᾶ τὴν ζωή του, θὰ τὴν χάσει αὐτός, ὅμως, ποὺ δὲν λογαριάζει τὴν ζωή του στὸν κόσμο αὐτό, θὰ τὴν φυλάξει γιὰ τὴν αἰώνια ζωή».
ΨΥΧΗ: Πρόθυμη εἶμαι νὰ χάσω τὴν ζωή μου, ἂν τὸ προστάζει ὁ Θεός. Ἀλλὰ πῶς νὰ πεθάνω, ἀφοῦ εἶμαι ἀθάνατη; δὲν γνωρίζω κάτι ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ μοῦ στερήσει τὴν ζωή.
ΝΟΥΣ: Μὴ νομίζεις, ψυχή, πὼς ὁ Χριστὸς παραγγέλλει νὰ πεθάνεις μόνο ἐσύ. Ὄχι! τὸ ποτήρι τοῦ θανάτου πρέπει νὰ τὸ μοιραστῶ μαζί σου, πίνοντας μάλιστα πρῶτος ὡς κύριος αἴτιος τῆς κοινῆς μας πτώσεως. Ἡ ἀποφυγὴ τοῦ ποτηρίου αὐτοῦ συνεπάγεται ὄλεθρο, θάνατο πρόσκαιρο καὶ αἰώνιο. Ὁ θάνατος, ποὺ μᾶς ζητάει ὁ Κύριος, δὲν συνίσταται στὴν ἐξόντωση τῆς ὑπάρξεώς μας, ἀλλὰ στὴν ἐξόντωση τοῦ ἐγωισμοῦ, ποὺ τὸν ταυτίσαμε μὲ τὴν ζωή μας. Ὁ ἐγωισμὸς εἶναι στρεβλὴ ἀγάπη τοῦ πεσμένου ἀνθρώπου πρὸς τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτό. Ὁ ἐγωισμὸς θεοποιεῖ τὴν μεταπτωτικὴ ψευδώνυμη σοφία του καὶ προσπαθεῖ πάντοτε νὰ ἱκανοποιεῖ τὸ μεταπτωτικὸ θέλημά του, ποὺ κατευθύνεται ἀπὸ τὸ ψεῦδος. Ὡς πρὸς τὴν σχέση του μὲ τὸν πλησίον, ὁ ἐγωισμὸς ἐκδηλώνεται εἴτε μὲ ἀvτιπάθεια εἴτε μὲ ἀνθρωπαρέσκεια, δηλαδὴ μὲ κάποιο πάθος. Ἀλλὰ καὶ τὰ ἐγκόσμια πράγματα τὰ κακομεταχειρίζεται, τὰ χρησιμοποιεῖ μὲ ἐμπάθεια. Ὅπως ἡ ἀγάπη δένει σὲ τέλειο σύνολο ὅλες τὶς ἀρετὲς καὶ ἀποτελεῖ τὴν τέλεια ἐκπλήρωσή τους, ἔτσι κι ὁ ἐγωισμὸς δένει ὅλα τὰ πάθη καὶ ἀποτελεῖ τὴν τελεία ἐκπλήρωσή τους.
. Γιὰ νὰ θανατώσω τὸν ἐγωισμό μου, πρέπει ν’ ἀπαρνηθῶ ὅλους «τοὺς ἀπατηλοὺς καὶ κούφιους συλλογισμοὺς τῆς ἀνθρωπίνης σοφίας, ποὺ στηρίζονται σὲ ἀνθρώπινες παραδόσεις καὶ σὲ μία ἐσφαλμένη πίστη στὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου». Πρέπει ν’ ἀποκτήσω βαθιὰ συναίσθηση τῆς πνευματικῆς μου φτώχειας. Καί, γυμνὸς μέσα σ’ αὐτὴ τὴ φτώχεια, λουσμένος στὰ δάκρυα τοῦ πένθους, μαλακωμένος μὲ τὴν πραότητα, τὴν καθαρότητα καὶ τὸ ἔλεος, νὰ δεχθῶ τὸν τρόπο σκέψεως ποὺ εὐδόκησε νὰ χαράξει πάνω μου τὸ δεξὶ χέρι τοῦ Λυτρωτῆ μου. Κι αὐτὸ τὸ χέρι εἶναι τὸ Εὐαγγέλιο.
. Ὅσο γιὰ σένα, ψυχή, πρέπει ν’ ἀπαρνηθεῖς τὸ θέλημά σου, ἔστω κι ἂν αὐτὴ ἡ ἀπάρνησή σου φαίνεται βαριά, ἔστω κι ἂν στὰ αἰσθήματα καὶ τὶς τάσεις τῆς καρδιᾶς σου δὲν βρίσκεις κανένα σφάλμα, κανένα κακό. Ἀντὶ γιὰ τὸ δικό σου θέλημα, νὰ κάνεις τὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτήρα μας, κι ἂς εἶναι αὐτὸ σκληρὸ γιὰ τὴν ἐγωιστική σου καρδιά!
. Νά, λοιπόν, ποιὸ θάνατο ζητάει ἀπὸ μᾶς ὁ Θεός: Μᾶς ζητάει νὰ θανατώσουμε ἑκούσια τὸν θάνατο ποὺ ζεῖ μέσα μας, καὶ νὰ λάβουμε ὡς δῶρο τὴν ἀνάσταση καὶ τὴν ζωὴ ποὺ ξεχύνεται ἀπὸ τὸν Κύριο Ἰησοῦ.
ΨΥΧΗ: Ἀποφασίζω ν’ ἀποκτήσω αὐταπάρνηση! Καὶ μόνο ἀπὸ τὰ λόγια σου γι’ αὐτήν, ἄρχισα κιόλας νὰ αἰσθάνομαι χαρὰ καὶ παρηγοριά. Ἂς ἀφήσουμε τὴν ζωὴ ποὺ γεννᾶ τὴν ἀπελπισία. Ἂς δεχθοῦμε τὸν θάνατο ποὺ ἐγγυᾶται τὴν σωτηρία. Ὁδήγησέ με, νοῦ, στὰ ἴχνη τῶν θελημάτων τοῦ Θεοῦ. Κι ἐσὺ μεῖνε σταθερὰ προσκολλημένος στὸν Λόγο ἐκεῖνο ποὺ εἶπε γιὰ τὸν ἑαυτό Του: «Ὅποιος μένει ἑνωμένος μαζί μου κι ἐγὼ μαζί του, αὐτὸς δίνει πολὺ καρπό, γιατί χωρὶς ἐμένα δὲν μπορεῖτε νὰ κάνετε τίποτα». Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου