Μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου τη δεκαετία του 1990, εμφανίσθηκε ένα νέο κύμα επανεξέτασης της Ιστορίας του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου – ενώ σήμερα, με την επέλαση του ακροδεξιού λαϊκισμού στη Γερμανία, η πολιτική των αναμνήσεων λαμβάνει μία καινούργια, εντελώς διαφορετική, εκρηκτική δύναμη. Δεν είναι μόνο οι σχεδόν καθημερινές ειδήσεις που διαβάζουμε για ρατσιστικές και ακροδεξιές επιθέσεις εναντίον των νόμιμων και μη μεταναστών στη χώρα – αφού στο γερμανικό κοινό φαίνεται να εκδηλώνεται όλο και περισσότερο ένας μη συμπλεγματικός ρεβανσισμός του ναζιστικού παρελθόντος. Οι Γερμανοί νοιώθουν πια υπερήφανοι για το ναζιστικό παρελθόν τους, χωρίς κανένα σύμπλεγμα όπως μέχρι πρόσφατα – σημειώνοντας πως ο ρεβανσισμός είναι ένας πολιτικός και κοινωνικός όρος, ο οποίος υποδηλώνει τη στάση που καλλιεργείται υπό το πνεύμα της αντεκδίκησης, μετά από μία ήττα. Εύλογα λοιπόν αναρωτιέται κανείς γιατί μετά από 75 χρόνια από το τέλος του τοξικού κληροδοτήματος της κυριαρχίας των Ναζί, εμφανίζεται να έχει η συγκεκριμένη ιδεολογία μία τέτοια ισχύ.
Ανάλυση
Η Οικονομία είναι μία επιστήμη που δεν αναγνωρίζεται ως τέτοια, από αυτούς που μπορεί μεν να έχουν συναφείς γνώσεις, αλλά δεν την κατανοούν εννοιολογικά, από μέσα τους – δεν διαισθάνονται δηλαδή το πραγματικό νόημα της και την οπτική της γωνία, όσον αφορά την ερμηνεία όλων των εκφάνσεων της κοινωνικής ζωής. Όσον αφορά τις δύο βασικές υποδιαιρέσεις της, τη μακροοικονομία και τη μικροοικονομία, όπου η πρώτη αφορά τα κράτη και η δεύτερη τις επιχειρήσεις, έχουν πολλά κοινά μεταξύ τους, αλλά και θεμελιώδεις διαφορές – αν και οικοδομούνται στα ίδια θεμέλια. Σε κάθε περίπτωση, η Οικονομία δεν είναι μόνο στην υπηρεσία της ανώτερής της Πολιτικής αλλά, επί πλέον, την προσδιορίζει – όσο και αν κάτι τέτοιο δεν φαίνεται στους μη ειδικούς. Έχοντας σπουδάσει μακρο- και μικροοικονομία, στη θεωρία και στην πράξη, μπορώ ευτυχώς να συνδυάζω και τα δύο – κάτι που διευκολύνει πολύ στην κατανόηση του «γίγνεσθαι». Στο παρασκήνιο πάντως πολλών προβλημάτων, όπως σήμερα των εθνικογεωπολιτικών, των κοινωνικών ή του μεταναστευτικού στην Ελλάδα, κυριαρχεί η Οικονομία – όπως αναφέραμε στο άρθρο μας «Είναι η Οικονομία ανόητοι».
Περαιτέρω, ελάχιστοι μόνο οικονομολόγοι αναρωτιούνται εάν εισερχόμαστε σε μία νέα εποχή της πολιτικής ιστορίας – συνειδητοποιώντας τις βαθιές αλλαγές που συντελούνται στις μεγάλες χώρες, όπως στις Η.Π.Α., στην Κίνα και στη Ρωσία, καθώς επίσης σε μερικές μικρότερες. Εν προκειμένω οι αναμνήσεις, η σημασία και η επεξεργασία του παρελθόντος, ήταν πάντοτε έντονα αμφισβητούμενες και άκρως πολιτικές – ειδικά η αντιμετώπιση των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας του 20ου αιώνα από το Χίτλερ, το Στάλιν ή τον Μάο, όπου όμως τα θύματα των δύο τελευταίων ήταν κυρίως οι δικοί τους συμπατριώτες.
Μετά το τέλος πάντως του ψυχρού πολέμου τη δεκαετία του 1990, εμφανίσθηκε ένα νέο κύμα επανεξέτασης της Ιστορίας του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου – ενώ σήμερα, με την επέλαση του ακροδεξιού λαϊκισμού στη Γερμανία, η πολιτική των αναμνήσεων λαμβάνει μία καινούργια, εντελώς διαφορετική, εκρηκτική δύναμη. Δεν είναι μόνο οι σχεδόν καθημερινές ειδήσεις που διαβάζουμε για ρατσιστικές και ακροδεξιές επιθέσεις εναντίον των νόμιμων και μη μεταναστών στη χώρα – αφού στο γερμανικό κοινό φαίνεται να εκδηλώνεται όλο και περισσότερο ένας μη συμπλεγματικός ρεβανσισμός του ναζιστικού παρελθόντος.
Με απλά λόγια, οι Γερμανοί νοιώθουν πια υπερήφανοι για το ναζιστικό παρελθόν τους, χωρίς κανένα σύμπλεγμα όπως μέχρι πρόσφατα – σημειώνοντας πως ο ρεβανσισμός είναι ένας πολιτικός και κοινωνικός όρος, ο οποίος υποδηλώνει τη στάση που καλλιεργείται υπό το πνεύμα της αντεκδίκησης, μετά από μία ήττα. Εύλογα λοιπόν αναρωτιέται κανείς γιατί μετά από 75 χρόνια από το τέλος του τοξικού κληροδοτήματος της κυριαρχίας των Ναζί, εμφανίζεται να έχει η συγκεκριμένη ιδεολογία μία τέτοια ισχύ – ενώ θα μπορούσε να έχει σχέση με τη μη υπογραφείσα συμφωνία του BREXIT, αφού οι προϋποθέσεις της για τους Βρετανούς ήταν τόσο οδυνηρές που έμοιαζαν με κάποια μορφής εκδίκηση της ηττημένης στον πόλεμο Γερμανίας, προς έναν εκ των νικητών του.
Ελεύθερος να υπακούω
Συνεχίζοντας, πρόσφατα εκδόθηκε στη Γαλλία ένα βιβλίο με το τίτλο «Ελεύθερος να υπακούω» (Libres d’ obéir) – ένα δοκίμιο ενός Γάλλου ιστορικού, το οποίο έχει ήδη αναταράξει τα νερά, παρέχοντας ορισμένα σημαντικά στοιχεία που συμβάλουν στο να δοθεί απάντηση στο παραπάνω ερώτημα: στην αναβίωση της ναζιστικής ιδεολογίας. Ο Γάλλος είναι καθηγητής στη Σορβόννη, με πολλές εκδόσεις βιβλίων για την εποχή των Ναζί – ενώ σήμερα θεωρείται ως ο σημαντικότερος ειδικός της χώρας του, σχετικά με τις ιδεολογικές βάσεις της ναζιστικής κυριαρχίας (χωρίς να στηρίζεται σε μία συγκεκριμένη ιδεολογία που να την εφαρμόζει απαρέγκλιτα, δεν μπορεί ποτέ να κυριαρχήσει κανένα πολιτικό κόμμα).
Το βιβλίο είναι μικρό, ολιγοσέλιδο και επικεντρώνεται κυρίως στην πνευματική βιογραφία ενός και μόνο αξιωματούχου των ναζί – πρόκειται όμως για μία βιογραφία που τα έχει όλα, με την έννοια πως δίνει μία ολοκληρωμένη εικόνα του τι συμβαίνει σήμερα στη Γερμανία, σε σχέση με το ναζιστικό παρελθόν της. Διαπραγματεύεται την καριέρα του Reinhard Höhn – ενός κρατικού διοικητικού δικηγόρου, γεννημένου το 1904, ο οποίος την εποχή των Ναζί αναρριχήθηκε κατακόρυφα στα ανώτατα αξιώματα. Ειδικότερα, ως μέλος της ονομαζόμενης «Υπηρεσίας Ασφαλείας», μίας ελίτ οργάνωσης εντός των SS, έφτασε στο βαθμό του στρατηγού – εξελισσόμενος σε έναν από τους σημαντικότερους διανοούμενους των Ναζί.
Από το 1939 έως το 1945 είχε τη θέση του διευθυντή του Ινστιτούτου Κρατικής Έρευνας στο Πανεπιστήμιο Friedrich-Wilhelm του Βερολίνου – ενώ από το 1941 έως το 1944 ήταν εκδότης του περιοδικού «Ράιχ – Λαϊκή Τάξη – Ζωτικός χώρος», του βασικού γεωπολιτικού οργάνου των SS. Οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ πως ο όρος «Ζωτικός χώρος» (LEBENSRAUM) ήταν η βασική αρχή της ναζιστικής εξωτερικής πολιτικής – όπου ο Χίτλερ πίστευε ότι, η Ανατολική Ευρώπη έπρεπε να κατακτηθεί, για να δημιουργηθεί μία τεράστια γερμανική αυτοκρατορία με περισσότερο φυσικό χώρο, με μεγαλύτερο πληθυσμό και με μία νέα επικράτεια για την προμήθεια τροφίμων και πρώτων υλών. Επίσης πως σήμερα οι κατακτήσεις δεν επιτυγχάνονται κυρίως με στρατιωτικά μέσα, αλλά με οικονομικά – τουλάχιστον στα αρχικά τους στάδια (ανάλυση).
Η δεύτερη ζωή του Reinhard Höhn
Περαιτέρω, παρά το ότι μία τέτοια καριέρα είναι εντυπωσιακή, ακόμη πιο εντυπωσιακή ήταν η δεύτερη ζωή του Reinhard Höhn – ο οποίος, μετά τον πόλεμο, κρύφτηκε για μερικά χρόνια με πλαστογραφημένα χαρτιά και επιβίωσε ως πρακτικός φυσικοθεραπευτής. Εν τούτοις, ήδη από το 1950 άρχισε να εμφανίζεται με το πραγματικό του όνομα, ενώ το 1953 έγινε διευθυντής της «Γερμανικής Οικονομικής Εταιρείας» – μίας δεξαμενής σκέψης που χρηματοδοτούταν από τη γερμανική βιομηχανία και στην οποία συμμετείχε ένα δίκτυο πρώην στελεχών των SS. Τελικά, το 1956, ανέλαβε τη διεύθυνση της νεοϊδρυθείσας «Ακαδημίας Διευθυντικών Στελεχών» στο Bad Harzburg.
Η Ακαδημία, η οποία σχεδιάσθηκε κατά τα πρότυπα του «Harvard Business School», εξελίχθηκε στο σημαντικότερο γερμανικό εκπαιδευτικό ίδρυμα για ανώτερα διοικητικά στελέχη της δεκαετίας του 1950 και 1960 – ενώ το σύστημα που εφηύρε ο Reinhard Höhn, το ονομαζόμενο «Μοντέλο Harzburg», εξελίχθηκε στο σπουδαιότερο γερμανικό σύστημα διαχείρισης (management) των ετών του γερμανικού οικονομικού θαύματος (ανάλυση) που χρηματοδοτήθηκε κυρίως από τα κλεμμένα χρήματα των ναζί.
Τεκμηρίωσε δε κάτι που αδυνατούμε να καταλάβουμε εμείς οι Έλληνες: πως χωρίς οικονομικά ινστιτούτα, δεξαμενές σκέψεις και αποτελεσματικά εκπαιδευτικά ιδρύματα, δεν μπορεί καμία χώρα να αναπτυχθεί σωστά – ούτε φυσικά η Ελλάδα, παρά τις τεράστιες δυνατότητες και το μεγάλο φυσικό της πλούτο που αποτελεί πάντοτε κατάρα για εκείνα τα κράτη που δεν διαθέτουν σωστά εκπαιδευμένο ανθρώπινο δυναμικό και αμυντικές δυνάμεις, αφού τοποθετούνται στο στόχαστρο των υπολοίπων.
Συνεχίζοντας, έως το 2000 που απεβίωσε ο Reinhard Höhn, 600.000 στελέχη των γερμανικών επιχειρήσεων παρακολούθησαν τα προγράμματα της Ακαδημίας – ενώ από την BMW, τη VW και την BAYER, έως την ALDI, τη LIDL, την THYSSEN και την KRUPP, αμέτρητοι γερμανικοί όμιλοι έστελναν τα ανώτερα διοικητικά τους στελέχη στο Bad Harzburg. Μεταξύ των πελατών του υπήρχαν επί πλέον πολλές γερμανικές δημόσιες διοικητικές Αρχές, καθώς επίσης ο γερμανικός στρατός – ενώ το βιβλίο του «Ηγετική διαχείριση της Οικονομίας», θεωρείται ένα κλασσικό εγχειρίδιο που αναδημοσιεύεται ξανά και ξανά.
Μόλις στις αρχές της δεκαετίας του 1970 έγινε θέμα στα γερμανικά ΜΜΕ το ναζιστικό παρελθόν του Reinhard Höhn – οπότε ο τότε υπουργός άμυνας της Γερμανίας, ο σοσιαλδημοκράτης Helmut Schmidt, αποφάσισε να σταματήσει τη συνεργασία (μόνο) του στρατού με την Ακαδημία. Σε κάθε περίπτωση, ένας στρατηγός των SS και ο σημαντικότερος ιδεολόγος των Ναζί, ο οποίος ήταν ο σπουδαιότερος θεωρητικός του εθνικοσοσιαλισμού και της ηγεσίας των ανθρώπων, ήταν η αδιαμφισβήτητη ηγετική μορφή (management authority) του γερμανικού οικονομικού θαύματος.
Η σημασία του γεγονότος
Εύλογα τώρα αναρωτιέται κανείς γιατί δημοσιεύεται σήμερα η πνευματική βιογραφία του στρατηγού των SS από το Γάλλο – ειδικά σε μία εποχή που η Μ. Βρετανία, μία από τις νικήτριες δυνάμεις του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου αποχώρησε από την ΕΕ, διαισθανόμενη ίσως πως τα σκοτεινά σύννεφα του ναζισμού καλύπτουν ξανά τον ουρανό της Ευρώπης. Πόσο μάλλον όταν η οικονομική κυριαρχία της Γερμανίας είναι αδιαμφισβήτητη στην Ευρωζώνη, ειδικά μετά την κρίση χρέους του 2010, με όλες τις θέσεις κλειδιά δικές της – καθώς επίσης στα υπόλοιπα κράτη, ειδικά σε αυτά της Ανατολικής Ευρώπης, όπου οι βιομηχανίες και οι λοιποί όμιλοι της έχουν κατακτήσει τα πάντα (ευτυχώς με εξαίρεση τις τράπεζες που αποτελούν την Αχίλλειο πτέρνα της – ειδικά τη χρεοκοπημένη Deutsche Bank).
Εν προκειμένω ένας προφανής λόγος είναι το ότι, αποτελεί ένα παράδειγμα που κόβει κυριολεκτικά την ανάσα, όσον αφορά την επιφανειακή «αποναζιστικοποίηση» της σύγχρονης Γερμανίας – την επιπόλαιη δηλαδή θεώρηση πως η χώρα δεν έχει πια καμία σχέση με το ναζιστικό παρελθόν της. Ειδικά αφού τα πρώην ηγετικά στελέχη της «Υπηρεσίας Ασφαλείας» των ναζί, κατάφεραν εντυπωσιακά συχνά να συνεχίσουν τη σταδιοδρομία τους στη Δυτική και σήμερα Ομοσπονδιακή Γερμανία – με περισσότερο ή λιγότερο άμεμπτο τρόπο.
Ακόμη σημαντικότερο όμως είναι το ερώτημα για τις ιδεολογικές συνέπειες και συνέχειες – όπου προκύπτουν οι εξής απορίες: ο προσανατολισμένος προς την καριέρα του, Reinhard Höhn ήταν (α) απλά ένας οπορτουνιστής υψηλού επιπέδου (=κινητοποιούμενος από συμφεροντολογικά ελατήρια και όχι από την πίστη του σε μία πάγια αρχή), ο οποίος χωρίς καμία σκέψη μετατράπηκε από φανατικό ιδεολόγο του ναζισμού σε φιλελεύθερο οικονομικό σύμβουλο ή μήπως (β) δεν ήταν απαραίτητη από πολλές οπτικές γωνίες η συγκεκριμένη αλλαγή του;
Ακριβώς για τους λόγους αυτούς, ο Γάλλος επικεντρώνεται στην ανάλυση του βιβλίου του στο ιδεολογικό προφίλ του Γερμανού στρατηγού των SS – από την οποία προκύπτει η παρακάτω σειρά εντυπωσιακών συμπερασμάτων που προκαλούν μεγάλη αμηχανία:
(1) Ένα κεντρικό σημείο σύγκλισης μεταξύ της κοσμοθεωρίας του θεωρητικού των SS και της μετέπειτα διδασκαλίας της μικροοικονομίας στην Ακαδημία του, είναι η αντίθεση του με το κράτος – ο αντικρατικισμός (Anti-Etatismus), όπου ο κρατικισμός θεωρείται ως το βασικό χαρακτηριστικό του μερκαντιλισμού, του μαρξισμού/κομμουνισμού και του εθνικοσοσιαλισμού. Μπορεί να ακούγεται εδώ αντιφατικό το ότι, το ολοκληρωτικό κράτος των Ναζί στηριζόταν σε μία αντί-κρατικιστική ιδεολογία – αλλά αυτό ακριβώς ίσχυε. Εν προκειμένω, ο Reinhard Höhn έγραψε το 1938 τα εξής:
“Το κράτος δεν είναι η ανώτατη πολιτική Αρχή. Αντίθετα, οφείλει να περιορίζεται στην εκτέλεση των εντολών που του δίνονται από την ηγεσία, στην υπηρεσία και προς όφελος της λαϊκής κοινότητας”.
Δηλαδή, το ανώτατο σημείο αναφοράς στη ναζιστική ιδεολογία είναι η λαϊκή κοινότητα και η ράτσα – η οποία καθοδηγείται από τον ηγέτη (Führer) που προέρχεται από το κόμμα και όχι από το κράτος. Οι ομοιότητες εδώ με τον κινεζικό κομμουνισμό, με το 3ο Ράιχ του 21ου αιώνα όπως αποκαλείται, αλλά και με άλλα μεγάλα κράτη είναι εμφανείς. Σε αυτό το κυριαρχικό μοντέλο, ο κρατικός μηχανισμός είναι απλά ένα μέσον για την επίτευξη των σκοπών του Έθνους – ένας δυνητικός ταραχοποιός που πρέπει πάντοτε να τον βάζει κανείς στη θέση του, αφού απειλεί και υπονομεύει το λαό, την κοινωνία των Πολιτών, μέσω των αργών Θεσμών και των άκαμπτων δομών του.
Επί πλέον η ιδέα του κράτους, όπως προσπαθεί να τεκμηριώσει ο Reinhard Höhn σε πολλά ιστορικά κείμενα του ως «συνταγματικός δικηγόρος των ναζί», προέρχεται από τη Λατινική-Ρωμαϊκή κουλτούρα και παράδοση – η οποία κακοποιείται από τον Εβραϊσμό, για να πετύχει (ο τελευταίος) τους στόχους του. Αντίθετα, η «γερμανική ελευθερία» πρέπει να γνωρίζει πώς να αμύνεται απέναντι στον κρατικό μηχανισμό.
Στα πλαίσια αυτά το συμπέρασμα του Γάλλου, σύμφωνα με το οποίο οι Ναζί είναι πεπεισμένοι «αντί-κρατικιστές», είναι σωστό – οπότε ο «αντί-κρατικιστικός» οικονομικός φιλελευθερισμός, οπαδός του οποίου ήταν ο Reinhard Höhn μετά τον πόλεμο, πόσο μάλλον ο σημερινός νεοφιλελευθερισμός, συνδέεται και ταιριάζει απόλυτα με την ιδεολογία του.
(2) Από την άλλη πλευρά, το αυταρχικό ναζιστικό κράτος είχε συντριπτική ισχύ – αν και δρομολογούνταν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για την αποδυνάμωση του, όπως ακριβώς σήμερα από τον ακραίο νεοφιλελευθερισμό που προσπαθεί να μεταφέρει στους ιδιώτες ακόμη και τις φυλακές, τα νοσοκομεία, το στρατό ή τα σχολεία.
Οι Ναζί δημιούργησαν ένα «πολυκρατικό μοντέλο εξουσίας», μέσω της συνεχούς ίδρυσης ανταγωνιστικών μεταξύ τους Θεσμών – όπως τα SS και τη Βέρμαχτ ή την Υπηρεσία Ασφαλείας και την Γκεστάπο, καθώς επίσης την πανίσχυρη Αρχή τετραετούς σχεδιασμού του Hermann Göring και το υπουργείο οικονομικών του Ράιχ. Το ναζιστικό κράτος ήταν ένα απίστευτο χάος ανταγωνιζομένων μεταξύ τους διοικητικών υπηρεσιών που ήταν συνδεδεμένες με ειδικές αποστολές (missions) – οι οποίες υπονόμευαν μόνιμα τους θεσμοθετημένους τομείς ευθύνης.
Ο Reinhard Höhn διατύπωσε τη δεκαετία του 1930 τη θεωρία της υπεροχής αυτού του συστήματος, επαινώντας την ευελιξία του – την ίδια εποχή που ο κεντρικός τραπεζίτης του Ράιχ, ο μάγος του χρήματος όπως αποκαλούταν (ανάλυση), αναδιαμόρφωνε το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Τριάντα χρόνια αργότερα δε, τη δεκαετία του 1960, έγινε ο Απόστολος μίας μεγάλης διοικητικής μεταρρύθμισης – η οποία δρομολόγησε τα βασικά χαρακτηριστικά της μεταγενέστερης «Νέας Δημόσιας Διοίκησης». Επρόκειτο ξανά για ευέλικτες διοικητικές δομές, συνδεδεμένες μεταξύ τους με ειδικές αποστολές – αυτή τη φορά όμως στο όνομα της ανώτερης αποτελεσματικότητας του ιδιωτικού τομέα, στην οποία θα έπρεπε να προσαρμοσθούν οι δημόσιες υπηρεσίες. Μία από αυτές, η οικονομική αστυνομία, λειτουργεί όπως ακριβώς τα SS – ενώ τα στελέχη της εισπράττουν bonus επιτυχίας, ως ποσοστό επί των δημοσίων εισπράξεων.
Στα πλαίσια αυτά, μετά το 1969, διοργανώνονταν στην Ακαδημία του στο Bad Harzburg ειδικά σεμινάρια για ανώτατους υπαλλήλους της δημόσιας και ομοσπονδιακής διοίκησης, στα οποία εκπαιδεύονταν στις σύγχρονες μεθόδους διαχείρισης (management) – ενώ σήμερα οι συγκεκριμένες μέθοδοι χρησιμοποιούνται στις χώρες κατοχής της Γερμανίας, όπως είναι η Ελλάδα, αφού προηγουμένως καταληφθούν οι φορολογικές και εισπρακτικές τους δομές (η ΑΑΔΕ εν προκειμένω).
(3) Ο πυρήνας, το κέντρο βάρους του ηγετικού μοντέλου του Bad Harzburg, είναι η αυτοδιάθεση – η μεταφορά της ευθύνης στα διάφορα επίπεδα της ιεραρχίας (delegation). Με απλά λόγια η διαχειριστική θεωρία βασίζεται στην αρχή, σύμφωνα με την οποία τα ανώτατα διοικητικά στελέχη καθορίζουν μεν τους στόχους, αλλά δίνουν στους συνεργάτες τους όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αυτονομία σε σχέση με τις επί μέρους αποφάσεις – όσον αφορά την επίτευξη των προκαθορισμένων στόχων.
Εν προκειμένω ο Reinhard Höhn άντλησε τη συγκεκριμένη αρχή της προσωπικής ευθύνης από τη γερμανική στρατιωτική παράδοση – η οποία προήλθε από μία μελέτη, σχετικά με έναν πρώσο στρατιωτικό μεταρρυθμιστή που τοποθέτησε στο κέντρο της μεταρρύθμισης του την «τακτική της εντολής».
Ο πρώσος θεωρούσε πως η ηγεσία πρέπει μεν να τοποθετεί τους στρατηγικούς στόχους, αλλά η επιλογή της τακτικής οφείλει να επαφίεται σε εκείνους που εκτελούν τις εντολές της – ενώ σε αυτήν την ελευθερία βασίσθηκε η «ελαστικότητα» του στρατού του, η αποτελεσματικότητα του και η «φανατική βούληση» των στρατιωτών του, οι οποίοι ωθούνταν έτσι σε κορυφαίες αποδόσεις.
Κάτι ανάλογο λοιπόν πρέπει να κάνουν σήμερα οι αυτόνομοι διαχειριστές (manager) των επιχειρήσεων, κατά τον Reinhard Höhn – αφού η επιχειρηματική δραστηριότητα έχει πολύ περισσότερα κοινά με την πολεμική, από όσο όλοι μας πιστεύουμε. Με απλά λόγια, οι Γερμανοί αντιμετωπίζουν την επιχειρηματική ζωή όπως ακριβώς τον πόλεμο – οπότε δεν είναι λάθος όταν διαπιστώνει κανείς πως ο οικονομικός πόλεμος που διεξάγουν δεν διαφέρει καθόλου από τον στρατιωτικό.
(4) Με στόχο την αύξηση της αποδοτικότητας, ο ηγέτης πρέπει να κάνει ευτυχισμένη την ομάδα του – κάτι που εφαρμόζουν οι σύγχρονες επιχειρήσεις, με τα σεμινάρια γιόγκα που διοργανώνουν, με τις γιορτές για το προσωπικό τους ή με άλλες μεθόδους. Ακριβώς το ίδιο γνώριζαν και οι ναζί – όπου το ναζιστικό κράτος ήταν μεν ένα βασίλειο του τρόμου, το οποίο είχε ως στόχο του την καταστροφή όλων των αντιπάλων του και των «κατώτερων ανθρωπίνων φυλών» που δεν ανήκαν στην εθνική κοινότητα (Άρια φυλή), αλλά η «εθνική φυλή» θα έπρεπε να είναι ευτυχισμένη, ικανοποιημένη.
Η αιτία δεν ήταν βέβαια το ότι χρωστούσε το καθεστώς φροντίδα στα άτομα του, πως ενδιαφερόταν δηλαδή για το καλό τους, αλλά η βελτιστοποίηση των επιδόσεων τους – για την παροχή καλύτερων υπηρεσιών στην εθνική κοινότητα. Αυτός ήταν ο λόγος που οι ναζί επένδυαν πολλά χρήματα, για παράδειγμα στην οργάνωση «Δύναμη μέσω της χαράς» – η οποία φρόντιζε για την καλύτερη διαμόρφωση του ελεύθερου χρόνου των «μικρών ανθρώπων».
Όπως αναφέρει ο Γάλλος στο βιβλίο του, οι ναζί προσπαθούσαν να έχουν τη στήριξη του γερμανικού λαού, με εξτρεμιστικά μεγάλη προσοχή – ενώ η εκπαίδευση για να έχουν όλοι κίνητρα (motivation training), έπρεπε να διενεργείται στο επίπεδο ολόκληρης της εθνικής κοινότητας.
Επίλογος
Η μελέτη του βιβλίου «Ελεύθερος να υπακούω» δημιουργεί ψυχικές και διανοητικές διαταραχές υψηλού βαθμού – ειδικά επειδή υπάρχουν προφανώς πολλές «συνέχειες, συνέπειες και συνοχές», μεταξύ της προπολεμικής και μεταπολεμικής εποχής. Ο συγγραφέας δεν έχει βέβαια την πρόθεση να ισχυρισθεί πως οι σημερινές αρχές του management ή οι φιλελεύθερες αντιλήψεις της οικονομίας, είναι στην πραγματικότητα εθνικοσοσιαλιστικές – αφού ένα τέτοιο συμπέρασμα θα ήταν προφανώς ανόητο και παράλογο. Άλλωστε, ούτε ο αντισημιτισμός, ούτε ο ρατσισμός, ούτε η κολεκτιβοποίηση της λαϊκής κοινότητας διαδραμάτισαν έναν σημαντικό ρόλο στη δεύτερη ζωή του Reinhard Höhn.
Το θέμα, το νόημα είναι κάτι εντελώς διαφορετικό: η σύνδεση της ναζιστικής ηγεσίας των ανθρώπων και της σύγχρονης θεωρίας του management. Εν προκειμένω, η διασταύρωση των ιδεολογιών είναι εκπληκτική – ενώ από τη δεύτερη ζωή του Reinhard Höhn φάνηκε καθαρά πως το μονοπάτι από το φανατικό ναζί στο σύγχρονο οικονομικό (επιχειρηματικό) γκουρού είναι πανεύκολο. Εύλογα λοιπόν αναρωτιέται κανείς πόσο εύκολος είναι ο δρόμος προς την αντίθετη κατεύθυνση – από τον οικονομικό γκουρού δηλαδή στο φανατικό ναζί, αφού όπως όλα δείχνουν η Γερμανία και όχι μόνο ευρίσκονται ήδη στο συγκεκριμένο μονοπάτι.
Βασίλης Βιλιάρδος9 Φεβρουαρίου 2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου