Βασίλης Καραποστόλης
Είναι ένα σημείο του καιρού μας, και κάθε άλλο παρά ευοίωνο σημείο, ότι ο σύγχρονος άνθρωπος φαίνεται σαν να θέλει να αποσυρθεί από τον κόσμο μέσα στον οποίο ζει. Να αποσυρθεί, όχι με την έννοια της εγκατάλειψης ενός άβολου τόπου, αλλά με μιαν άλλη, παράδοξη, που δείχνει πως η ψυχή του καταλαμβάνεται όλο και περισσότερο από ένα μείγμα οκνηρίας, δειλίας και καιροσκοπισμού. Θέλει να κρατά μια αυξομειούμενη απόσταση από τα πράγματα, ώστε να μπορεί να αποσπά απ’ αυτά οτιδήποτε πρόσφορο για το συμφέρον του, αν δει πως δεν θα του κοστίσει σε περιπέτειες οι οποίες δεν ξέρει πού θα τον βγάλουν. Παρατηρεί, και καιροφυλακτεί αδρανώντας. Αλλά ένας τέτοιος κόσμος κατοικημένος από ανθρώπους που προσπαθούν να τον χρησιμοποιήσουν με τον πιο πρόχειρο και άμεσο τρόπο αντί να τον ζήσουν, έτσι όπως θα ζούσε ένας ένοικος μέσα στην ασφάλεια και την τάξη του σπιτιού του, τι είδους κόσμος είναι; Η πρώτη απάντηση που μπορούμε να δώσουμε είναι ότι αυτό το οίκημα, ο κόσμος, ορθώνεται πλέον σαν μια πελώρια κατασκευή που ενώ εξακολουθεί να περιβάλλει τα άτομα και τις ομάδες, έχει πάψει να τα περιέχει. Ή μάλλον, οι ίδιοι οι άνθρωποι έχουν πάψει να θεωρούν ότι τους περιέχει. Με άλλα λόγια, αυτό που ονομαζόταν, κάποτε, Κοινά, η αίσθηση πως οι ανθρώπινες μονάδες βρίσκονται κάτω από την ίδια στέγη, διέρχεται σήμερα μια κρίση χωρίς προηγούμενο. Ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας δεν είχε εκδηλωθεί τόσο έντονη διάθεση φυγής από τον κόσμο. Ας αναλογισθούμε για λίγο τι προηγήθηκε.
Η αρχαία ελληνική πόλις με τις λειτουργίες της και τα ήθη της που υποβαστάζουν τους νόμους, συγκρατεί μέσα στους κόλπους της τους πολίτες και τους κάνει συχνά να νιώθουν ταυτισμένοι με τις τύχες της. Ανάλογη, αν και μέσα από διαφορετικές διαδικασίες, είναι η θέση που παραχωρεί η Ρώμη στους πολίτες. Η πόλις γίνεται κράτος και το κράτος αποτελεί έμβλημα στο οποίο αποτυπώνεται η ατομική ταυτότητα. Ο τρόπος που ο Ρωμαίος αντιλαμβάνεται τον εαυτό του προκύπτει από τη σχέση του με τον κραταιό θεσμό, με τη στρατιωτική ισχύ, με το εκθαμβωτικό μεγαλείο μιας αυτοκρατορίας από την οποία λαμβάνει το ατομικό του μερίδιο. Αργότερα, στους Μεσαιωνικούς χρόνους, η κατάσταση αλλάζει, δεδομένου ότι το θάμβος της εξουσίας δεν διαχέεται πλέον προς τα κάτω. Οι ευγενείς κυβερνούν, οι ταπεινοί δουλεύουν. Παρ’ όλα αυτά, ανάμεσα στους ταπεινούς διατηρείται η αίσθηση ότι βρίσκονται όλοι στην ίδια βάρκα, και από την άλλη, ότι το σκάφος των ηγεμόνων ακολουθεί περίπου τον ίδιο πλου. Οι διαφορές, οι αντιθέσεις των συμφερόντων υπάρχουν φυσικά και είναι οδυνηρά αισθητές, αλλά δεν φθάνουν να αποσυνθέσουν στην αντίληψη των ανθρώπων μια ορισμένη ενότητα του κόσμου. Σ’ αυτό, βέβαια, συμβάλλει και η χριστιανική διδασκαλία. Με την αυξανόμενη επιρροή της καλλιεργεί τη βεβαιότητα πως ό,τι κι αν είναι ο επίγειος κόσμος είναι για τους θνητούς κατ’ ουσίαν κοινός. Τα καθήκοντα για τους ανθρώπους, οι φροντίδες για την σωτηρία της ψυχής τους, δεν διαφέρουν κατά άτομο ή κατά κοινωνική ομάδα ή τάξη. Όλοι προορισμένοι για τον ίδιο σκοπό, με την ίδια προσδοκία λυτρώσεως. Αυτήν ακριβώς την προοπτική, ή μάλλον τη μέθοδο για να την ακολουθήσει κάποιος αποδοτικά, την αμφισβήτησε ανοικτά, όπως γνωρίζουμε, η Μεταρρύθμιση. Από τη σκοπιά που μας ενδιαφέρει εδώ αρκεί να σημειωθεί ότι η προτεσταντική ανατροπή οδηγεί και παροτρύνει το άτομο σε μια ουσιαστικά μοναχική πορεία. Ο καθένας θα δώσει λογαριασμό στον Κύριο μόνος του, με τα έργα του από τα οποία το κυριότερο είναι η εμβάθυνση της πίστης. Να είσαι μόνος και να προσπαθείς να σωθείς με την πίστη σου και ο μόνος που μπορεί να σε βοηθήσει για να ενισχύσεις την πίστη σου να είναι πάλι ο ίδιος ο Θεός, που θα σε κρίνει. «Πιστεύω, Κύριε, βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ» μονολογεί ο πατέρας του δαιμονισμένου παιδιού στο κατά Μάρκον Ευαγγέλιο (9΄, 24). Πιστεύω, αλλά βοήθα με Κύριε να βγω από την απιστία.
Ανεξάρτητα από τις άλλες συνέπειες που έχει αυτή η θεώρηση και τα δόγματα που γεννά, στη ψυχικοπνευματική σφαίρα εδραιώνεται το αίσθημα της μοναξιάς. Το άτομο είναι μεν ενταγμένο σε μια κοινωνική δομή, εργάζεται, συντηρεί τον εαυτό του ή και την οικογένειά του και μπορεί επίσης κάποια βράδυα να απευθύνει προς τον ύψιστο Κριτή του μια προσευχή που έχει πάντα μέσα της μια πολύ δυνατή νότα απολογίας και ενοχής. Το άτομο δεν μοιράζεται με τα όμοιά του αυτό το βάρος, και γι’ αυτό ακριβώς ριζώνει η αμφιβολία σχετικά με το αν οι άλλοι, ο Άλλος, είναι ικανοί να παρηγορήσουν ή να στηρίξουν τον κάθε μοναχικό στον αγώνα του να γίνει καλύτερος, αγνότερος.
Από το σημείο αυτό εγκαινιάζεται μια νέα ιστορική φάση απόσπασης του ατόμου από τους ομοίους του. Μπορεί μεν να συνεργάζεται επαγγελματικά μαζί τους –κι αυτό υπαγορεύει η νέα βιομηχανική εποχή–, μπορεί να τους συναναστρέφεται ή να συναγελάζεται μ’ αυτούς –κι αυτό υπαγορεύει η μαζικότητα στην κοινωνική ζωή– όμως όλο και πιο δύσκολα θα δεχθεί να συμπράξει μαζί τους για μια υπόθεση που ξεπερνά τα προσωπικά του οφέλη.
Όλα τα κανονίζει η δυσπιστία, αυτή η τοξίνωση του εμπορικού πνεύματος: το τι θα πάρει κανείς, το τι αναγκαστικά θα εκχωρήσει. Όμως το τι θα μπορούσε να μοιραστεί με άλλους ή να συνδημιουργήσει μένει ανοικτό, μια ιδέα που, καθώς οι χαρές της επισκιάζονται από τον φόβο των περιπλοκών, στο τέλος εγκαταλείπεται. Όσο οι δοσοληψίες πληθαίνουν, τόσο εξασθενούν οι δεσμοί.
Και η πιο απλή σκέψη καθιστά προφανές το γεγονός ότι μια τέτοια αδιαφορία απέναντι στους κανόνες της αμοιβαιότητας –αδιαφορία που η άλλη όψη της είναι η ιδιοτέλεια– συνιστά σήμερα μια ακραία μορφή εθελοτυφλίας. Σε όλους τους τομείς ο κοινός βίος δείχνει να πάσχει από την έλλειψη ενεργού ενδιαφέροντος όσων τυπικά μετέχουν σ’ αυτόν. Το χάσμα ανάμεσα στις πολιτικές ηγεσίες και το πλήθος των πολιτών μεγαλώνει και είναι μια από τις πιο σοβαρές αιτίες που οι κυβερνώμενοι καθώς στρέφουν τα νώτα προς τους κυβερνώντες, κατακυριεύονται από μνησικακία. Μνησικακία είναι το νόσημα των ανήμπορων που δεν αποφασίζουν να αντιδράσουν, είχε πει ο Μαξ Σέλερ. Έτσι, η πολιτική, για να χρησιμοποιήσω τα λόγια ενός άλλου οξυδερκούς στοχαστή, καταλήγει να γίνεται σε αυξανόμενο βαθμό η τέχνη του να κάνεις τους άλλους να μην αναμειγνύονται στα πράγματα που τους αφορούν.
Αν όμως συμβαίνει αυτό τότε οι αποκλεισμένοι από τη δράση, θα πρέπει να αναζητήσουν μια διέξοδο για να αντισταθμίσουν τον υποβιβασμό τους. Και αναζητούν, πράγματι, ένα αντιστάθμισμα στην ενασχόληση με το εγώ τους. Δεν χρειάζεται να επιμείνω στο φαινόμενο. Το γνωρίζουμε όλοι, το βλέπουμε γύρω μας, πόσο πολύ η στροφή προς τα ψυχικά ενδότερα έχει πάρει τον χαρακτήρα μιας εμμονής για την οποία τίποτα δεν αξίζει να γνωρίσει ή και να πράξει κανείς όσο το να βρει «γιατί να αισθάνεται όπως αισθάνεται». Η επιχείρηση περιστρέφεται χωρίς τέλος γύρω από τέτοιους άξονες. Δεν είναι το θέμα μας εδώ να εξετάσουμε τι αποτελέσματα προκύπτουν από τη σκοπιά της ατομικής ψυχοπαθολογίας. Εννοείται ότι υπάρχουν περιπτώσεις όπου οι ενδοσκοπήσεις ανακουφίζουν, ρίχνοντας κάποιο φως στις σκοτεινές υποσυνείδητες περιοχές και άλλες περιπτώσεις όπου το εξαγόμενο δεν είναι πολύ παραπάνω από τη συνήθεια μιας εκφόρτισης. Δεν θα επεκταθώ σ’ αυτό. Το ουσιώδες για μας δεν είναι να εκτιμηθεί το πόσο αποδίδει κατ’ άτομο η αυτοεξέταση με τη συνδρομή ειδικών. Άλλο είναι το σημαντικό: είναι να επισημάνουμε ότι κατά κανόνα η προσέγγιση και ανάλυση του εγώ και του εαυτού γενικότερα απορροφάται μέσα στο ίδιο της το αντικείμενο. Δεν πρόκειται για γνώση του εαυτού που ενδιαφέρεται να επιστρέψει στο περιβάλλον μέσα στο οποίο σχηματίζεται ο εαυτός. Όποια πορίσματα βγουν –αυτή είναι η συνταγή– καλό είναι να τεθούν στην υπηρεσία της ατομικής ευζωίας. Το άτομο μπορεί να νιώσει πιο ήρεμο, πιο ασφαλές, πιο πολύ συμφιλιωμένο με τα ελαττώματά του- που άλλωστε γιατί να θεωρούνται εντελώς ελαττώματα; Ακόμη και τα μειονεκτήματα έχουν τις χάρες τους. Αυτό λέει η σύγχρονη κοινωνία, δια στόματος των ειδικών και με ελάχιστες εξαιρέσεις. Από τι υποφέρουν τόσοι και τόσοι; Από την αίσθηση της αχρήστευσης, του παραγκωνισμού· δεν μετέχουν αρκετά στον κόσμο, δεν τους αφήνουν να ξεδιπλώσουν τις όποιες ικανότητές τους. Και τι τους συστήνουν λοιπόν; Να εξετάσουν τι έχει «απομείνει» μέσα τους ώστε μ’ αυτό το υπόλειμμα να μπορέσουν να προσαρμοσθούν σε όσα ισχύουν εκεί έξω, εκεί όπου ποτέ δεν θα μπορέσουν να έχουν πρόσβαση.
Η γενικότερη συνέπεια απ’ όλα αυτά είναι να δημιουργείται μια τεράστια ασυμμετρία ανάμεσα στο τι χρειάζεται η ανθρωπότητα σήμερα και στο πώς ανταποκρίνονται στις ανάγκες της οι άνθρωποι. Είναι εμφανές ότι από αντικειμενική άποψη υπάρχει μεγάλη ανάγκη για ενεργό παρουσία των ανθρώπων σε όσα οργανώνονται, κατασκευάζονται και ρυθμίζονται γύρω τους. Συνήθως λέγεται το αντίθετο. Ότι το σύστημα ή η μεγαμηχανή του συστήματος, δουλεύει από μόνο του. Τα άτομα, λένε, δεν είναι παρά παθητικοί χρήστες των προϊόντων και των υπηρεσιών. Αλλά να που τα γρανάζια της μηχανής κάποτε σκαλώνουν. Σημειώνεται εμπλοκή, η κίνηση αναστέλλεται. Τι γίνεται τότε; Φυσικά, καμμιά μηχανή δεν είναι σε θέση να διορθώσει μόνη της τον εαυτό της –απαιτείται λοιπόν να υπάρχουν άνθρωποι αρκετά πρόθυμοι για να επέμβουν και να αποκαταστήσουν τη βλάβη.
Σήμερα ακριβώς τέτοιοι άνθρωποι χρειάζονται και τέτοιοι λείπουν. Δεν λείπουν μόνο οι επιδιορθωτές, λείπουν ακόμη περισσότερο εκείνοι που με αφορμή το σταμάτημα της μηχανής, θα θελήσουν να επινοήσουν μιαν άλλη, εντελώς διαφορετική, ένα κατασκεύασμα που θα θυμίζει πάντα ότι είναι έργο του μυαλού, των χεριών αλλά και της καρδιάς του ανθρώπου. Παρά το γεγονός, ωστόσο, ότι οι ικανότητες υπάρχουν, η προθυμία σπανίζει. Η ανθρωπότητα φαίνεται να στερείται εκείνα τα μέλη της που άλλοτε είτε με εξεγέρσεις, είτε με επαναστάσεις, είτε με μεταρρυθμιστικό πνεύμα θέλησαν να αναμορφώσουν την πραγματικότητα. Από τη μια ήταν ο εαυτός τους, από την άλλη ο κόσμος. Χάρη στην πρωτοβουλία τους ο κόσμος μετατράπηκε σε «ύλη εαυτού», όπως θα ’λεγαν οι στωϊκοί φιλόσοφοι. Ο άνθρωπος είναι ένα ον προορισμένο να αναπλάσει ό,τι μπορεί από την αδρανή ύλη που τον περιβάλλει. Αλλά γι’ αυτό το έργο, απαιτείται σθένος, μια ένταση της βούλησης, και κατά καιρούς μια ψυχική ανάταση που δεν λογαριάζει θυσίες. Τα αποθέματα αυτά λιγοστεύουν σήμερα. Και εδώ χρειάζεται να αναρωτηθούμε σχετικά με το ποιες πηγές ανθρώπινης ενέργειας έχουν ακόμη αρκετά περιθώρια αξιοποίησης ώστε οι απώλειες να αναπληρωθούν. Η χριστιανική συνείδηση είναι μια από όμως κυριώτερες. Υπό ποιους όρους, πράγματι, είναι δυνατή σήμερα η επάνοδός της στα Κοινά;
Αφετηρία μας είναι η παρατήρηση ότι η παράδοση της χριστιανικής σκέψης είναι σημαδεμένη από την άρνηση τής εντύπωσης (την οποία δημιουργεί η ίδια η κίνηση του κόσμου) ότι ο κόσμος θα διαρκέσει. Το εφήμερο, το πεπερασμένο υποχωρεί μπροστά στο άπειρο. Όσο λαμπρά κι αν είναι τα ανθρώπινα τεχνουργήματα θα παρέλθουν. Οπότε γιατί να εξαντλείται η ψυχή και η βούληση στο να τα βελτιώνουν; Κατά βάθος τα επίγεια δεν είναι παρά ένα πεδίο για να ασκηθεί η ψυχή ώστε να γίνει καθαρότερη, απαλλαγμένη, δηλαδή από ματαιότητες. Δεν εννοώ ότι στους θεολογικούς κύκλους η άποψη αυτή κατέλαβε τη θέση ενός αξιώματος. Ασφαλώς, οι συζητήσεις δεν θα πάψουν γύρω απ’ αυτό. Όμως, όσον αφορά τη μεγάλη πλειονότητα των θρησκευόμενων, θεωρώ ότι η πιο πάνω διαπίστωση διατηρεί την ισχύ της. Επί αιώνες ο κόσμος στα μάτια του απλού πιστού εμφανιζόταν περισσότερο ως πειρασμός, ή ως δοκιμασία παρά ως ανοικτός χώρος και χρόνος μέσα στον οποίο θα μπορούσε να αναπτύξει τις ικανότητές του, να δημιουργήσει αξιέπαινα έργα και να γνωρίσει την εκτίμηση ή ακόμη και τον θαυμασμό των συνανθρώπων του. Κύριο εμπόδιο στη γένεση τέτοιων βλέψεων ήταν η καταδίκη, ιδίως στην Καινή Διαθήκη, της αυταρέσκειας και της έπαρσης. Καλά έργα ενδέχεται να γίνουν, δεν επιτρέπεται όμως να νομίζει ο άνθρωπος ότι είναι ο αποκλειστικός αυτουργός τους. Είναι χαρακτηριστικό, φερειπείν, ότι στον κανονισμό του τάγματος των Βενεδικτίνων είναι ρητή η καταδίκη της υπερηφάνειας· αν κάποιος έφτιαξε κάτι για το οποίο υπερηφανεύεται, θα πρέπει να το αφήσει και να ασχοληθεί με κάτι διαφορετικό.
Πρόκειται, βέβαια, για ακρότητες, ίσως πει κάποιος. Ωστόσο, μέσα απ’ αυτές διαφαίνονται οι διαστάσεις ενός σημαντικού προβλήματος. Το πρόβλημα αυτό αφορά στα ανθρώπινα κίνητρα. Αν το άτομο δεν κινηθεί από την προοπτική μιας κάποιας ικανοποίησης, μιας αυτοεκπλήρωσης χάρη στην οποία θα ανέλθει στα ίδια τα μάτια του τη στιγμή που και οι άλλοι θα το επιδοκιμάσουν, πώς θα μπορούσε διαφορετικά να επέμβει στις κοινές υποθέσεις; Προβλέπονται τριβές, παρεξηγήσεις, συγκρούσεις. Για να αντεπεξέλθει όποιος δρα, χρειάζεται ώθηση. Στους αρχαίους χρόνους την παρείχε η προσδοκία της δόξας, της επίγειας αθανασίας. Στις μεταγενέστερες εποχές οι ριζικές αποφάσεις και τα τολμήματα ενισχύονται από παρόμοιες αξίες, αν και η έννοια της δόξας συχνά κατεβαίνει αρκετά σκαλοπάτια για να φθάσει στο επίπεδο απλώς της φήμης, πιο περιορισμένης και λιγότερο ανθεκτικής στη λήθη. Έντονη είναι επίσης σε άλλες περιόδους και σε άλλα άτομα η αναμονή για δικαίωση από την Ιστορία. Αυτή η έννοια επεσκίασε για ένα διάστημα την αιωνιότητα· γοήτευσε ιδιαίτερα τους ταγούς των κοινωνικών επαναστάσεων. Παρά τις μεγάλες διαφορές μεταξύ τους ό,τι ήταν ο υπέρτατος Λόγος για τον Ροβεσπιέρο και τον Δαντών ήταν ο ιστορικός «Νόμος της διαλεκτικής» για τον Λένιν. Σε κάθε περίπτωση δίχως επίκληση σε μια δεσπόζουσα δύναμη ή αρχή και δίχως την προσμονή μιας κάποιας επιβράβευσης δύσκολα η ανθρώπινη θέληση επιμένει να φέρει βαθιές αλλαγές στον κόσμο.
Ως προς αυτό, με μια πρώτη ματιά ο χριστιανισμός μοιάζει να παγιδεύει την ίδια του τη δυναμική. Διαθέτει πιστούς που στο όνομά του καλού θα ήταν έτοιμοι να δώσουν αγώνες εμπλεκόμενοι στο δίχτυ των εγκόσμιων πραγμάτων. Με τον ζήλο τους – ελεγχόμενο από μια διάθεση κατανόησης εκείνων οι οποίοι τους αντιμάχονται – θα ήταν δυνατόν να προκαλέσουν τομές στη λειτουργία των θεσμών, πρώτα απ’ όλα της κρατικής προνοίας, στην εκπαίδευση, στην απονομή της δικαιοσύνης. Έχουν όμως αντίκρυ τους την προειδοποίηση ότι καιροφυλακτεί η έπαρση. Γενικεύεται, έτσι, ένα δίλημμα από τα πιο βαθιά: ή θα διατρέξεις τον κίνδυνο να καυχηθείς για τον εαυτό σου και τα έργα του, αν επιτύχουν, ή θα παραμείνεις στην άκρη, καλλιεργώντας την ταπεινότητα και ευελπιστώντας ότι τη γαλήνη τη βρίσκει κανείς σ’ ένα είδος απραξίας παρά σε οποιοδήποτε είδος πράξης.
Ένα τέτοιο δίλημμα ασφαλώς δεν είναι δυνατόν να λυθεί με δραστικά μέσα. Απαιτούνται ειδικές προσπάθειες, εσωτερική αναθεώρηση και επανειλημμένες δοκιμές. Το βέβαιο είναι ότι ο ερημωμένος σχεδόν δημόσιος χώρος ζητά επειγόντως σήμερα να εισρεύσει στους κόλπους του ένα νέο αίμα, ένα αίμα καλής θέλησης και ανωτερότητας. Ο χριστιανισμός εξακολουθεί να είναι πηγή μιας τέτοιας ενέργειας. Προϋπόθεση όμως για να ρεύσει στην κοινωνία η ενέργεια αυτή είναι να αρθεί ο φραγμός που χωρίζει το ιδιωτικό καλό από το δημόσιο. Ο κίνδυνος της υποκρισίας είναι πάντοτε υπαρκτός, αυτό δεν αλλάζει. Όμως, τα περιθώρια έχουν στενέψει τόσο σήμερα ώστε ο κίνδυνος θα πρέπει να αναληφθεί. Σε σύγκριση με τον φαρισαϊσμό ή και τον ναρκισσισμό, η απάθεια και ο κυνισμός είναι σοβαρότερες απειλές. Οι πράξεις που αποσκοπούν στο κοινό καλό θα πρέπει επομένως να έλθουν περισσότερο στο φως, όχι όμως για να εντυπωσιάσουν, αλλά για να προσελκύσουν μιμητές.
Γίνεται συχνά λόγος στις μέρες μας για το πρόβλημα της απουσίας προτύπων, ιδιαίτερα ενώπιον της νεολαίας. Αλλά οι φλυαρίες, τα ευχολόγια και οι αοριστολογίες είναι τα πραγματικά εμπόδια για να γίνει μια συζήτηση που αποβλέπει ειλικρινά σε συμπεράσματα. Στην ουσία αυτό που απουσιάζει είναι η κατάλληλη δημόσια παρουσίαση του αγώνα που δίνει κάποιος ο οποίος ενδιαφέρεται για το κοινό καλό και, ειδικότερα, η ιδιαίτερη χαρά που παίρνει από την ίδια του την προσπάθεια. Είναι ένας αγώνας διαποτισμένος από μια έξαρση, μια αφοσίωση που ανοίγει την καρδιά, αντί να την περισφίγγει, όπως γίνεται όταν πρόκειται για έναν εξαναγκασμό ή για την τυπική εκπλήρωση μιας υποχρέωσης. Ο άνθρωπος που θέλει να ωφελήσει τον πλησίον του δεν μπορεί να εμφανίζεται σαν κάποιος που σηκώνει το Σταυρό του. Κι ούτε επίσης μπορεί να λέει ότι ενεργώντας έτσι εκτελεί πειθήνια το θέλημα του Θεού. Αν προβάλλουν μ’αυτόν τον τρόπο οι ευγενείς πράξεις του χριστιανού μέσα στον κοινωνικό χώρο θα καταδικασθούν σε παραμερισμό. Θα θεωρηθούν σαν κάτι υπερβολικά βαρύ, σαν ένα ασήκωτο φορτίο και επιπλέον θα θίξουν ενοχλητικά την επικρατούσα διάθεση του αυτοπροσδιορισμού. Τι πάει να πει, «εκτελώ το θέλημα του Κυρίου;». Είναι πολύ δύσκολο σήμερα να γίνει κατανοητή ακόμη και από τους πιο ανοιχτόμυαλους αγνωστικιστές και αθέους η εμπειρία της υπακοής. Η σύγχρονη ελευθεροφροσύνη συχνά δεν είναι παρά η άλλη όψη της άκοπης ιδιώτευσης: δεν θέλουν να δεσμεύονται, δεν θέλουν να υπάγονται σε μια υπέρτερη αρχή. Γι’ αυτό και η έννοια του υπηρετώ, της υπηρέτησης έχει φθάσει να θεωρείται συνώνυμο της δουλικής εξάρτησης και της υποταγής. Ακούστε αυτές τις φράσεις: «… ὅταν ποιήσετε πάντα τὰ διαταχθέντα ὑμῖν, λέγετε ὅτι δοῦλοι ἀχρεῖοι ἐσμέν, ὅτι ὃ ὠφείλομεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν».
Όταν κάνετε όλα όσα σας προστάζει ο Θεός, να λέτε: «είμαστε ανάξιοι δούλοι· κάναμε αυτό που οφείλαμε να κάνουμε». Η ρήση του Αποστόλου Λουκά (17, 10) ηχεί ακατανόητα παθητική στα αυτιά εκείνων που θέλουν να λένε πως είναι κυρίαρχοι του εαυτού τους. Τι περισσότερο κάνουν όμως τον εαυτό τους πολλοί απ’αυτούς εκτός από το να τον διευκολύνουν να μην πράξει τίποτα άξιο λόγου και να μη νιώθει τίποτα αληθινά διεγερτικό;
Παρ’ όλα αυτά, μια γέφυρα επιβάλλεται να ριχθεί ανάμεσα στις δύο πλευρές. Και είναι αυτό ακριβώς που χρειάζεται στις μέρες μας ο κόσμος. Από τη μεριά του χριστιανισμού θα είχε μεγάλη αξία να φανεί πως το να υπηρετεί ο άνθρωπος τον κόσμο των ανθρώπων είναι ο μόνος τρόπος για να υπηρετεί τον Θεό. Δεν είναι υποταγή αυτό, είναι συναίνεση. Είναι μάλιστα μια συναίνεση την οποία ο Θεός περιμένει από το πλάσμα του, ή –για να χρησιμοποιήσω μια έκφραση που ίσως ξενίσει μερικούς– που τη θέλει να γίνει έτσι ώστε ο άνθρωπος να προαχθεί, κατά κάποιον τρόπο, σε συνεργό του Θεού. Αυτά όμως αποτελούν αντικείμενο ατελεύτητων θεολογικών συζητήσεων. Εκείνο που εν προκειμένω μας απασχολεί είναι άλλο. Είναι το πώς ο κοινός βίος, ο δημόσιος χώρος ειδικότερα θα ξαναγίνουν στίβος για ανθρώπινα αθλήματα και ανθρώπινους άθλους.
Ανεξάρτητα από το τι πρεσβεύουν σχετικά με την ύπαρξη ή μη του Θεού, οι άνθρωποι με καλές προθέσεις θα ήταν δυνατόν να συναντηθούν και να συμπράξουν έτσι ώστε να διασφαλισθεί η πιθανότητα ότι ο αγώνας εναντίον του πεπερασμένου θα συνεχίζεται. Χωρίς μιαν υπερβατική αρχή που να δεσπόζει στις ανθρώπινες υποθέσεις, η ζωή θα κατρακυλά από βάσανα σε βάσανα, από πλήξη σε πλήξη, από μικρότητες σε μικρότητες. Υπάρχουν ανθρώπινοι τύποι που αρνούνται να βουλιάξουν σ’ ένα τέτοιο τέλμα. Ο χριστιανός που κατέχεται από σπλαχνική αγάπη για τον πλησίον, που λυπάται για τη θνητότητα των ομοίων του και του ιδίου και αγαπά για να ξεπεράσει τη θλίψη του, και εκείνος ο άλλος χαρακτήρας που με γνώμονα μιαν αταλάντευτη πεποίθησή του πασχίζει να είναι δίκαιος και προσηνής, είναι υπάρξεις οι οποίες θα έπρεπε, παρά τις διαφορές τους, να αποτελούν, συμπράττοντας, τη μαγιά για έναν κόσμο καλύτερο. Η φιλευσπλαχνία μπορεί να δώσει το χέρι της στην ευσυνειδησία ή ακόμη και σε ένα φρόνημα πιο μαχητικό. Ας γίνει δεκτό ότι η επιθυμία για το καλώς πράττειν έρχεται από διαφορετικές πηγές. Και ανεξάρτητα από το αν η προέλευσή της είναι η γνησιότητα του θρησκευτικού αισθήματος ή η ειλικρίνεια των πεποιθήσεων ενός ατόμου, εκείνο που μετρά είναι το αποτέλεσμα. Η μέριμνα για το δίκαιο έγινε αναγκαία στις κοινωνίες επειδή δεν υπήρξε ποτέ αρκετή αγάπη. Αυτό όμως, δεν σημαίνει ότι οι δίκαιοι έχουν ξεχάσει να αγαπούν ή ότι οι αγαπώντες δεν ξέρουν να είναι δίκαιοι. Ο κόσμος έχει ανάγκη και από τα δύο. Και από τον πιστό και από τον ακέραιο. Και από την καρδιά και από τη βούληση. Και από τη θρησκεία και από την ηθική.
Η αρχαία ελληνική πόλις με τις λειτουργίες της και τα ήθη της που υποβαστάζουν τους νόμους, συγκρατεί μέσα στους κόλπους της τους πολίτες και τους κάνει συχνά να νιώθουν ταυτισμένοι με τις τύχες της. Ανάλογη, αν και μέσα από διαφορετικές διαδικασίες, είναι η θέση που παραχωρεί η Ρώμη στους πολίτες. Η πόλις γίνεται κράτος και το κράτος αποτελεί έμβλημα στο οποίο αποτυπώνεται η ατομική ταυτότητα. Ο τρόπος που ο Ρωμαίος αντιλαμβάνεται τον εαυτό του προκύπτει από τη σχέση του με τον κραταιό θεσμό, με τη στρατιωτική ισχύ, με το εκθαμβωτικό μεγαλείο μιας αυτοκρατορίας από την οποία λαμβάνει το ατομικό του μερίδιο. Αργότερα, στους Μεσαιωνικούς χρόνους, η κατάσταση αλλάζει, δεδομένου ότι το θάμβος της εξουσίας δεν διαχέεται πλέον προς τα κάτω. Οι ευγενείς κυβερνούν, οι ταπεινοί δουλεύουν. Παρ’ όλα αυτά, ανάμεσα στους ταπεινούς διατηρείται η αίσθηση ότι βρίσκονται όλοι στην ίδια βάρκα, και από την άλλη, ότι το σκάφος των ηγεμόνων ακολουθεί περίπου τον ίδιο πλου. Οι διαφορές, οι αντιθέσεις των συμφερόντων υπάρχουν φυσικά και είναι οδυνηρά αισθητές, αλλά δεν φθάνουν να αποσυνθέσουν στην αντίληψη των ανθρώπων μια ορισμένη ενότητα του κόσμου. Σ’ αυτό, βέβαια, συμβάλλει και η χριστιανική διδασκαλία. Με την αυξανόμενη επιρροή της καλλιεργεί τη βεβαιότητα πως ό,τι κι αν είναι ο επίγειος κόσμος είναι για τους θνητούς κατ’ ουσίαν κοινός. Τα καθήκοντα για τους ανθρώπους, οι φροντίδες για την σωτηρία της ψυχής τους, δεν διαφέρουν κατά άτομο ή κατά κοινωνική ομάδα ή τάξη. Όλοι προορισμένοι για τον ίδιο σκοπό, με την ίδια προσδοκία λυτρώσεως. Αυτήν ακριβώς την προοπτική, ή μάλλον τη μέθοδο για να την ακολουθήσει κάποιος αποδοτικά, την αμφισβήτησε ανοικτά, όπως γνωρίζουμε, η Μεταρρύθμιση. Από τη σκοπιά που μας ενδιαφέρει εδώ αρκεί να σημειωθεί ότι η προτεσταντική ανατροπή οδηγεί και παροτρύνει το άτομο σε μια ουσιαστικά μοναχική πορεία. Ο καθένας θα δώσει λογαριασμό στον Κύριο μόνος του, με τα έργα του από τα οποία το κυριότερο είναι η εμβάθυνση της πίστης. Να είσαι μόνος και να προσπαθείς να σωθείς με την πίστη σου και ο μόνος που μπορεί να σε βοηθήσει για να ενισχύσεις την πίστη σου να είναι πάλι ο ίδιος ο Θεός, που θα σε κρίνει. «Πιστεύω, Κύριε, βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ» μονολογεί ο πατέρας του δαιμονισμένου παιδιού στο κατά Μάρκον Ευαγγέλιο (9΄, 24). Πιστεύω, αλλά βοήθα με Κύριε να βγω από την απιστία.
Ανεξάρτητα από τις άλλες συνέπειες που έχει αυτή η θεώρηση και τα δόγματα που γεννά, στη ψυχικοπνευματική σφαίρα εδραιώνεται το αίσθημα της μοναξιάς. Το άτομο είναι μεν ενταγμένο σε μια κοινωνική δομή, εργάζεται, συντηρεί τον εαυτό του ή και την οικογένειά του και μπορεί επίσης κάποια βράδυα να απευθύνει προς τον ύψιστο Κριτή του μια προσευχή που έχει πάντα μέσα της μια πολύ δυνατή νότα απολογίας και ενοχής. Το άτομο δεν μοιράζεται με τα όμοιά του αυτό το βάρος, και γι’ αυτό ακριβώς ριζώνει η αμφιβολία σχετικά με το αν οι άλλοι, ο Άλλος, είναι ικανοί να παρηγορήσουν ή να στηρίξουν τον κάθε μοναχικό στον αγώνα του να γίνει καλύτερος, αγνότερος.
Από το σημείο αυτό εγκαινιάζεται μια νέα ιστορική φάση απόσπασης του ατόμου από τους ομοίους του. Μπορεί μεν να συνεργάζεται επαγγελματικά μαζί τους –κι αυτό υπαγορεύει η νέα βιομηχανική εποχή–, μπορεί να τους συναναστρέφεται ή να συναγελάζεται μ’ αυτούς –κι αυτό υπαγορεύει η μαζικότητα στην κοινωνική ζωή– όμως όλο και πιο δύσκολα θα δεχθεί να συμπράξει μαζί τους για μια υπόθεση που ξεπερνά τα προσωπικά του οφέλη.
Όλα τα κανονίζει η δυσπιστία, αυτή η τοξίνωση του εμπορικού πνεύματος: το τι θα πάρει κανείς, το τι αναγκαστικά θα εκχωρήσει. Όμως το τι θα μπορούσε να μοιραστεί με άλλους ή να συνδημιουργήσει μένει ανοικτό, μια ιδέα που, καθώς οι χαρές της επισκιάζονται από τον φόβο των περιπλοκών, στο τέλος εγκαταλείπεται. Όσο οι δοσοληψίες πληθαίνουν, τόσο εξασθενούν οι δεσμοί.
Και η πιο απλή σκέψη καθιστά προφανές το γεγονός ότι μια τέτοια αδιαφορία απέναντι στους κανόνες της αμοιβαιότητας –αδιαφορία που η άλλη όψη της είναι η ιδιοτέλεια– συνιστά σήμερα μια ακραία μορφή εθελοτυφλίας. Σε όλους τους τομείς ο κοινός βίος δείχνει να πάσχει από την έλλειψη ενεργού ενδιαφέροντος όσων τυπικά μετέχουν σ’ αυτόν. Το χάσμα ανάμεσα στις πολιτικές ηγεσίες και το πλήθος των πολιτών μεγαλώνει και είναι μια από τις πιο σοβαρές αιτίες που οι κυβερνώμενοι καθώς στρέφουν τα νώτα προς τους κυβερνώντες, κατακυριεύονται από μνησικακία. Μνησικακία είναι το νόσημα των ανήμπορων που δεν αποφασίζουν να αντιδράσουν, είχε πει ο Μαξ Σέλερ. Έτσι, η πολιτική, για να χρησιμοποιήσω τα λόγια ενός άλλου οξυδερκούς στοχαστή, καταλήγει να γίνεται σε αυξανόμενο βαθμό η τέχνη του να κάνεις τους άλλους να μην αναμειγνύονται στα πράγματα που τους αφορούν.
Αν όμως συμβαίνει αυτό τότε οι αποκλεισμένοι από τη δράση, θα πρέπει να αναζητήσουν μια διέξοδο για να αντισταθμίσουν τον υποβιβασμό τους. Και αναζητούν, πράγματι, ένα αντιστάθμισμα στην ενασχόληση με το εγώ τους. Δεν χρειάζεται να επιμείνω στο φαινόμενο. Το γνωρίζουμε όλοι, το βλέπουμε γύρω μας, πόσο πολύ η στροφή προς τα ψυχικά ενδότερα έχει πάρει τον χαρακτήρα μιας εμμονής για την οποία τίποτα δεν αξίζει να γνωρίσει ή και να πράξει κανείς όσο το να βρει «γιατί να αισθάνεται όπως αισθάνεται». Η επιχείρηση περιστρέφεται χωρίς τέλος γύρω από τέτοιους άξονες. Δεν είναι το θέμα μας εδώ να εξετάσουμε τι αποτελέσματα προκύπτουν από τη σκοπιά της ατομικής ψυχοπαθολογίας. Εννοείται ότι υπάρχουν περιπτώσεις όπου οι ενδοσκοπήσεις ανακουφίζουν, ρίχνοντας κάποιο φως στις σκοτεινές υποσυνείδητες περιοχές και άλλες περιπτώσεις όπου το εξαγόμενο δεν είναι πολύ παραπάνω από τη συνήθεια μιας εκφόρτισης. Δεν θα επεκταθώ σ’ αυτό. Το ουσιώδες για μας δεν είναι να εκτιμηθεί το πόσο αποδίδει κατ’ άτομο η αυτοεξέταση με τη συνδρομή ειδικών. Άλλο είναι το σημαντικό: είναι να επισημάνουμε ότι κατά κανόνα η προσέγγιση και ανάλυση του εγώ και του εαυτού γενικότερα απορροφάται μέσα στο ίδιο της το αντικείμενο. Δεν πρόκειται για γνώση του εαυτού που ενδιαφέρεται να επιστρέψει στο περιβάλλον μέσα στο οποίο σχηματίζεται ο εαυτός. Όποια πορίσματα βγουν –αυτή είναι η συνταγή– καλό είναι να τεθούν στην υπηρεσία της ατομικής ευζωίας. Το άτομο μπορεί να νιώσει πιο ήρεμο, πιο ασφαλές, πιο πολύ συμφιλιωμένο με τα ελαττώματά του- που άλλωστε γιατί να θεωρούνται εντελώς ελαττώματα; Ακόμη και τα μειονεκτήματα έχουν τις χάρες τους. Αυτό λέει η σύγχρονη κοινωνία, δια στόματος των ειδικών και με ελάχιστες εξαιρέσεις. Από τι υποφέρουν τόσοι και τόσοι; Από την αίσθηση της αχρήστευσης, του παραγκωνισμού· δεν μετέχουν αρκετά στον κόσμο, δεν τους αφήνουν να ξεδιπλώσουν τις όποιες ικανότητές τους. Και τι τους συστήνουν λοιπόν; Να εξετάσουν τι έχει «απομείνει» μέσα τους ώστε μ’ αυτό το υπόλειμμα να μπορέσουν να προσαρμοσθούν σε όσα ισχύουν εκεί έξω, εκεί όπου ποτέ δεν θα μπορέσουν να έχουν πρόσβαση.
Η γενικότερη συνέπεια απ’ όλα αυτά είναι να δημιουργείται μια τεράστια ασυμμετρία ανάμεσα στο τι χρειάζεται η ανθρωπότητα σήμερα και στο πώς ανταποκρίνονται στις ανάγκες της οι άνθρωποι. Είναι εμφανές ότι από αντικειμενική άποψη υπάρχει μεγάλη ανάγκη για ενεργό παρουσία των ανθρώπων σε όσα οργανώνονται, κατασκευάζονται και ρυθμίζονται γύρω τους. Συνήθως λέγεται το αντίθετο. Ότι το σύστημα ή η μεγαμηχανή του συστήματος, δουλεύει από μόνο του. Τα άτομα, λένε, δεν είναι παρά παθητικοί χρήστες των προϊόντων και των υπηρεσιών. Αλλά να που τα γρανάζια της μηχανής κάποτε σκαλώνουν. Σημειώνεται εμπλοκή, η κίνηση αναστέλλεται. Τι γίνεται τότε; Φυσικά, καμμιά μηχανή δεν είναι σε θέση να διορθώσει μόνη της τον εαυτό της –απαιτείται λοιπόν να υπάρχουν άνθρωποι αρκετά πρόθυμοι για να επέμβουν και να αποκαταστήσουν τη βλάβη.
Σήμερα ακριβώς τέτοιοι άνθρωποι χρειάζονται και τέτοιοι λείπουν. Δεν λείπουν μόνο οι επιδιορθωτές, λείπουν ακόμη περισσότερο εκείνοι που με αφορμή το σταμάτημα της μηχανής, θα θελήσουν να επινοήσουν μιαν άλλη, εντελώς διαφορετική, ένα κατασκεύασμα που θα θυμίζει πάντα ότι είναι έργο του μυαλού, των χεριών αλλά και της καρδιάς του ανθρώπου. Παρά το γεγονός, ωστόσο, ότι οι ικανότητες υπάρχουν, η προθυμία σπανίζει. Η ανθρωπότητα φαίνεται να στερείται εκείνα τα μέλη της που άλλοτε είτε με εξεγέρσεις, είτε με επαναστάσεις, είτε με μεταρρυθμιστικό πνεύμα θέλησαν να αναμορφώσουν την πραγματικότητα. Από τη μια ήταν ο εαυτός τους, από την άλλη ο κόσμος. Χάρη στην πρωτοβουλία τους ο κόσμος μετατράπηκε σε «ύλη εαυτού», όπως θα ’λεγαν οι στωϊκοί φιλόσοφοι. Ο άνθρωπος είναι ένα ον προορισμένο να αναπλάσει ό,τι μπορεί από την αδρανή ύλη που τον περιβάλλει. Αλλά γι’ αυτό το έργο, απαιτείται σθένος, μια ένταση της βούλησης, και κατά καιρούς μια ψυχική ανάταση που δεν λογαριάζει θυσίες. Τα αποθέματα αυτά λιγοστεύουν σήμερα. Και εδώ χρειάζεται να αναρωτηθούμε σχετικά με το ποιες πηγές ανθρώπινης ενέργειας έχουν ακόμη αρκετά περιθώρια αξιοποίησης ώστε οι απώλειες να αναπληρωθούν. Η χριστιανική συνείδηση είναι μια από όμως κυριώτερες. Υπό ποιους όρους, πράγματι, είναι δυνατή σήμερα η επάνοδός της στα Κοινά;
Αφετηρία μας είναι η παρατήρηση ότι η παράδοση της χριστιανικής σκέψης είναι σημαδεμένη από την άρνηση τής εντύπωσης (την οποία δημιουργεί η ίδια η κίνηση του κόσμου) ότι ο κόσμος θα διαρκέσει. Το εφήμερο, το πεπερασμένο υποχωρεί μπροστά στο άπειρο. Όσο λαμπρά κι αν είναι τα ανθρώπινα τεχνουργήματα θα παρέλθουν. Οπότε γιατί να εξαντλείται η ψυχή και η βούληση στο να τα βελτιώνουν; Κατά βάθος τα επίγεια δεν είναι παρά ένα πεδίο για να ασκηθεί η ψυχή ώστε να γίνει καθαρότερη, απαλλαγμένη, δηλαδή από ματαιότητες. Δεν εννοώ ότι στους θεολογικούς κύκλους η άποψη αυτή κατέλαβε τη θέση ενός αξιώματος. Ασφαλώς, οι συζητήσεις δεν θα πάψουν γύρω απ’ αυτό. Όμως, όσον αφορά τη μεγάλη πλειονότητα των θρησκευόμενων, θεωρώ ότι η πιο πάνω διαπίστωση διατηρεί την ισχύ της. Επί αιώνες ο κόσμος στα μάτια του απλού πιστού εμφανιζόταν περισσότερο ως πειρασμός, ή ως δοκιμασία παρά ως ανοικτός χώρος και χρόνος μέσα στον οποίο θα μπορούσε να αναπτύξει τις ικανότητές του, να δημιουργήσει αξιέπαινα έργα και να γνωρίσει την εκτίμηση ή ακόμη και τον θαυμασμό των συνανθρώπων του. Κύριο εμπόδιο στη γένεση τέτοιων βλέψεων ήταν η καταδίκη, ιδίως στην Καινή Διαθήκη, της αυταρέσκειας και της έπαρσης. Καλά έργα ενδέχεται να γίνουν, δεν επιτρέπεται όμως να νομίζει ο άνθρωπος ότι είναι ο αποκλειστικός αυτουργός τους. Είναι χαρακτηριστικό, φερειπείν, ότι στον κανονισμό του τάγματος των Βενεδικτίνων είναι ρητή η καταδίκη της υπερηφάνειας· αν κάποιος έφτιαξε κάτι για το οποίο υπερηφανεύεται, θα πρέπει να το αφήσει και να ασχοληθεί με κάτι διαφορετικό.
Πρόκειται, βέβαια, για ακρότητες, ίσως πει κάποιος. Ωστόσο, μέσα απ’ αυτές διαφαίνονται οι διαστάσεις ενός σημαντικού προβλήματος. Το πρόβλημα αυτό αφορά στα ανθρώπινα κίνητρα. Αν το άτομο δεν κινηθεί από την προοπτική μιας κάποιας ικανοποίησης, μιας αυτοεκπλήρωσης χάρη στην οποία θα ανέλθει στα ίδια τα μάτια του τη στιγμή που και οι άλλοι θα το επιδοκιμάσουν, πώς θα μπορούσε διαφορετικά να επέμβει στις κοινές υποθέσεις; Προβλέπονται τριβές, παρεξηγήσεις, συγκρούσεις. Για να αντεπεξέλθει όποιος δρα, χρειάζεται ώθηση. Στους αρχαίους χρόνους την παρείχε η προσδοκία της δόξας, της επίγειας αθανασίας. Στις μεταγενέστερες εποχές οι ριζικές αποφάσεις και τα τολμήματα ενισχύονται από παρόμοιες αξίες, αν και η έννοια της δόξας συχνά κατεβαίνει αρκετά σκαλοπάτια για να φθάσει στο επίπεδο απλώς της φήμης, πιο περιορισμένης και λιγότερο ανθεκτικής στη λήθη. Έντονη είναι επίσης σε άλλες περιόδους και σε άλλα άτομα η αναμονή για δικαίωση από την Ιστορία. Αυτή η έννοια επεσκίασε για ένα διάστημα την αιωνιότητα· γοήτευσε ιδιαίτερα τους ταγούς των κοινωνικών επαναστάσεων. Παρά τις μεγάλες διαφορές μεταξύ τους ό,τι ήταν ο υπέρτατος Λόγος για τον Ροβεσπιέρο και τον Δαντών ήταν ο ιστορικός «Νόμος της διαλεκτικής» για τον Λένιν. Σε κάθε περίπτωση δίχως επίκληση σε μια δεσπόζουσα δύναμη ή αρχή και δίχως την προσμονή μιας κάποιας επιβράβευσης δύσκολα η ανθρώπινη θέληση επιμένει να φέρει βαθιές αλλαγές στον κόσμο.
Ως προς αυτό, με μια πρώτη ματιά ο χριστιανισμός μοιάζει να παγιδεύει την ίδια του τη δυναμική. Διαθέτει πιστούς που στο όνομά του καλού θα ήταν έτοιμοι να δώσουν αγώνες εμπλεκόμενοι στο δίχτυ των εγκόσμιων πραγμάτων. Με τον ζήλο τους – ελεγχόμενο από μια διάθεση κατανόησης εκείνων οι οποίοι τους αντιμάχονται – θα ήταν δυνατόν να προκαλέσουν τομές στη λειτουργία των θεσμών, πρώτα απ’ όλα της κρατικής προνοίας, στην εκπαίδευση, στην απονομή της δικαιοσύνης. Έχουν όμως αντίκρυ τους την προειδοποίηση ότι καιροφυλακτεί η έπαρση. Γενικεύεται, έτσι, ένα δίλημμα από τα πιο βαθιά: ή θα διατρέξεις τον κίνδυνο να καυχηθείς για τον εαυτό σου και τα έργα του, αν επιτύχουν, ή θα παραμείνεις στην άκρη, καλλιεργώντας την ταπεινότητα και ευελπιστώντας ότι τη γαλήνη τη βρίσκει κανείς σ’ ένα είδος απραξίας παρά σε οποιοδήποτε είδος πράξης.
Ένα τέτοιο δίλημμα ασφαλώς δεν είναι δυνατόν να λυθεί με δραστικά μέσα. Απαιτούνται ειδικές προσπάθειες, εσωτερική αναθεώρηση και επανειλημμένες δοκιμές. Το βέβαιο είναι ότι ο ερημωμένος σχεδόν δημόσιος χώρος ζητά επειγόντως σήμερα να εισρεύσει στους κόλπους του ένα νέο αίμα, ένα αίμα καλής θέλησης και ανωτερότητας. Ο χριστιανισμός εξακολουθεί να είναι πηγή μιας τέτοιας ενέργειας. Προϋπόθεση όμως για να ρεύσει στην κοινωνία η ενέργεια αυτή είναι να αρθεί ο φραγμός που χωρίζει το ιδιωτικό καλό από το δημόσιο. Ο κίνδυνος της υποκρισίας είναι πάντοτε υπαρκτός, αυτό δεν αλλάζει. Όμως, τα περιθώρια έχουν στενέψει τόσο σήμερα ώστε ο κίνδυνος θα πρέπει να αναληφθεί. Σε σύγκριση με τον φαρισαϊσμό ή και τον ναρκισσισμό, η απάθεια και ο κυνισμός είναι σοβαρότερες απειλές. Οι πράξεις που αποσκοπούν στο κοινό καλό θα πρέπει επομένως να έλθουν περισσότερο στο φως, όχι όμως για να εντυπωσιάσουν, αλλά για να προσελκύσουν μιμητές.
Γίνεται συχνά λόγος στις μέρες μας για το πρόβλημα της απουσίας προτύπων, ιδιαίτερα ενώπιον της νεολαίας. Αλλά οι φλυαρίες, τα ευχολόγια και οι αοριστολογίες είναι τα πραγματικά εμπόδια για να γίνει μια συζήτηση που αποβλέπει ειλικρινά σε συμπεράσματα. Στην ουσία αυτό που απουσιάζει είναι η κατάλληλη δημόσια παρουσίαση του αγώνα που δίνει κάποιος ο οποίος ενδιαφέρεται για το κοινό καλό και, ειδικότερα, η ιδιαίτερη χαρά που παίρνει από την ίδια του την προσπάθεια. Είναι ένας αγώνας διαποτισμένος από μια έξαρση, μια αφοσίωση που ανοίγει την καρδιά, αντί να την περισφίγγει, όπως γίνεται όταν πρόκειται για έναν εξαναγκασμό ή για την τυπική εκπλήρωση μιας υποχρέωσης. Ο άνθρωπος που θέλει να ωφελήσει τον πλησίον του δεν μπορεί να εμφανίζεται σαν κάποιος που σηκώνει το Σταυρό του. Κι ούτε επίσης μπορεί να λέει ότι ενεργώντας έτσι εκτελεί πειθήνια το θέλημα του Θεού. Αν προβάλλουν μ’αυτόν τον τρόπο οι ευγενείς πράξεις του χριστιανού μέσα στον κοινωνικό χώρο θα καταδικασθούν σε παραμερισμό. Θα θεωρηθούν σαν κάτι υπερβολικά βαρύ, σαν ένα ασήκωτο φορτίο και επιπλέον θα θίξουν ενοχλητικά την επικρατούσα διάθεση του αυτοπροσδιορισμού. Τι πάει να πει, «εκτελώ το θέλημα του Κυρίου;». Είναι πολύ δύσκολο σήμερα να γίνει κατανοητή ακόμη και από τους πιο ανοιχτόμυαλους αγνωστικιστές και αθέους η εμπειρία της υπακοής. Η σύγχρονη ελευθεροφροσύνη συχνά δεν είναι παρά η άλλη όψη της άκοπης ιδιώτευσης: δεν θέλουν να δεσμεύονται, δεν θέλουν να υπάγονται σε μια υπέρτερη αρχή. Γι’ αυτό και η έννοια του υπηρετώ, της υπηρέτησης έχει φθάσει να θεωρείται συνώνυμο της δουλικής εξάρτησης και της υποταγής. Ακούστε αυτές τις φράσεις: «… ὅταν ποιήσετε πάντα τὰ διαταχθέντα ὑμῖν, λέγετε ὅτι δοῦλοι ἀχρεῖοι ἐσμέν, ὅτι ὃ ὠφείλομεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν».
Όταν κάνετε όλα όσα σας προστάζει ο Θεός, να λέτε: «είμαστε ανάξιοι δούλοι· κάναμε αυτό που οφείλαμε να κάνουμε». Η ρήση του Αποστόλου Λουκά (17, 10) ηχεί ακατανόητα παθητική στα αυτιά εκείνων που θέλουν να λένε πως είναι κυρίαρχοι του εαυτού τους. Τι περισσότερο κάνουν όμως τον εαυτό τους πολλοί απ’αυτούς εκτός από το να τον διευκολύνουν να μην πράξει τίποτα άξιο λόγου και να μη νιώθει τίποτα αληθινά διεγερτικό;
Παρ’ όλα αυτά, μια γέφυρα επιβάλλεται να ριχθεί ανάμεσα στις δύο πλευρές. Και είναι αυτό ακριβώς που χρειάζεται στις μέρες μας ο κόσμος. Από τη μεριά του χριστιανισμού θα είχε μεγάλη αξία να φανεί πως το να υπηρετεί ο άνθρωπος τον κόσμο των ανθρώπων είναι ο μόνος τρόπος για να υπηρετεί τον Θεό. Δεν είναι υποταγή αυτό, είναι συναίνεση. Είναι μάλιστα μια συναίνεση την οποία ο Θεός περιμένει από το πλάσμα του, ή –για να χρησιμοποιήσω μια έκφραση που ίσως ξενίσει μερικούς– που τη θέλει να γίνει έτσι ώστε ο άνθρωπος να προαχθεί, κατά κάποιον τρόπο, σε συνεργό του Θεού. Αυτά όμως αποτελούν αντικείμενο ατελεύτητων θεολογικών συζητήσεων. Εκείνο που εν προκειμένω μας απασχολεί είναι άλλο. Είναι το πώς ο κοινός βίος, ο δημόσιος χώρος ειδικότερα θα ξαναγίνουν στίβος για ανθρώπινα αθλήματα και ανθρώπινους άθλους.
Ανεξάρτητα από το τι πρεσβεύουν σχετικά με την ύπαρξη ή μη του Θεού, οι άνθρωποι με καλές προθέσεις θα ήταν δυνατόν να συναντηθούν και να συμπράξουν έτσι ώστε να διασφαλισθεί η πιθανότητα ότι ο αγώνας εναντίον του πεπερασμένου θα συνεχίζεται. Χωρίς μιαν υπερβατική αρχή που να δεσπόζει στις ανθρώπινες υποθέσεις, η ζωή θα κατρακυλά από βάσανα σε βάσανα, από πλήξη σε πλήξη, από μικρότητες σε μικρότητες. Υπάρχουν ανθρώπινοι τύποι που αρνούνται να βουλιάξουν σ’ ένα τέτοιο τέλμα. Ο χριστιανός που κατέχεται από σπλαχνική αγάπη για τον πλησίον, που λυπάται για τη θνητότητα των ομοίων του και του ιδίου και αγαπά για να ξεπεράσει τη θλίψη του, και εκείνος ο άλλος χαρακτήρας που με γνώμονα μιαν αταλάντευτη πεποίθησή του πασχίζει να είναι δίκαιος και προσηνής, είναι υπάρξεις οι οποίες θα έπρεπε, παρά τις διαφορές τους, να αποτελούν, συμπράττοντας, τη μαγιά για έναν κόσμο καλύτερο. Η φιλευσπλαχνία μπορεί να δώσει το χέρι της στην ευσυνειδησία ή ακόμη και σε ένα φρόνημα πιο μαχητικό. Ας γίνει δεκτό ότι η επιθυμία για το καλώς πράττειν έρχεται από διαφορετικές πηγές. Και ανεξάρτητα από το αν η προέλευσή της είναι η γνησιότητα του θρησκευτικού αισθήματος ή η ειλικρίνεια των πεποιθήσεων ενός ατόμου, εκείνο που μετρά είναι το αποτέλεσμα. Η μέριμνα για το δίκαιο έγινε αναγκαία στις κοινωνίες επειδή δεν υπήρξε ποτέ αρκετή αγάπη. Αυτό όμως, δεν σημαίνει ότι οι δίκαιοι έχουν ξεχάσει να αγαπούν ή ότι οι αγαπώντες δεν ξέρουν να είναι δίκαιοι. Ο κόσμος έχει ανάγκη και από τα δύο. Και από τον πιστό και από τον ακέραιο. Και από την καρδιά και από τη βούληση. Και από τη θρησκεία και από την ηθική.
Το κείμενο αυτό είναι από ομιλία στην 3η Πανελλήνια συνάντηση Θεολόγων ( Θεολογικός Σύνδεσμος «Καιρός»), στις 6/9/2019.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Γιώργου Κόρδη, από την ενότητα “Το Δώμα των Αθώων”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου