Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2018

ΣΤΙΣ ΠΗΓΕΣ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ (ΙI)

Η Διαλεκτική κτιστού και ακτίστου
ΚΑΤΟΙΚΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ

Το δόγμα τής Δημιουργίας ανεπτύχθη στην χριστιανική θεολογία πάνω στην βάση μιας διπλής απορρίψεως! Από το ένα μέρος κάθε δυαλισμού τής σχέσεως θεού και κόσμου, διότι ο δυαλισμός προσπαθεί να τοποθετήσει δίπλα στην θετική θεϊκή Αρχή, μια Αρνητική Αρχή και από το άλλο μέρος απορρίπτοντας κάθε Μονισμό ο οποίος θα συνέχεε το θεϊκό με το κοσμικό σε μια αδιαφοροποίητη ενότητα!
Οι δύο Αρχές που απορρίφθηκαν από τον χριστιανισμό, βεβαίως δεν χάθηκαν. Συνέχισαν την ζωή τους και την πρόοδό τους στην Δυτική σκέψη, φθάνοντας στο αποκορύφωμά τους, η μία σαν απόλυτο πνεύμα τού Εγελιανού συστήματος και η άλλη στην “φιλοσοφία τής αποκαλύψεως” τού Σέλλινγκ, όπου αναγνωρίζεται η παρουσία τού ΤΙΠΟΤΑ μέσα στον ίδιο τον θεό.
Η ηθική πραγματοποίηση αυτών των δύο ψευδο-αρχών είναι ακόμη πιο καταστροφική καθώς η μία οδηγεί στην άπειρη εμπιστοσύνη τής νοήσεως στις δημιουργικές της δυνατότητες, ενώ η Μανιχαϊστική πρόοδος καταλήγει σ’ έναν απαισιόδοξο μηδενισμό ο οποίος ενδόμυχα αναγνωρίζει την αναγκαιότητα τού κακού.
Από τις παρεκτροπές αυτές μας σώζει το χριστιανικό δόγμα τής Δημιουργίας. Ο θεός δημιούργησε τον κόσμο ελευθέρως, με την θέλησή του, από αγάπη. Εκ του μηδενός. Χωρίς Λογική, από αγάπη. Έτσι λοιπόν το δημιουργηθέν και η πραγματικότης του διαθέτουν και μια ανεξερεύνητη Μυστικότητα, λες και ο θεός κράτησε για τον εαυτό του το μυστικό και τον τελικό σκοπό τής Δημιουργίας. 
Αυτή η θεολογική Αρχή της Δημιουργίας συμπληρώνεται από την αποκάλυψη του Πάσχα. Ο θεός ο οποίος δημιουργεί τον κόσμο εκ του μηδενός είναι Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα. Ο θεός Μονάς και Τριάς. Ο θεός τής αρχής είναι ο θεός τής πασχαλινής πληρότητος, τελειώσεως, τής καταλλαγής, δηλαδή ο Πατήρ ο οποίος, όπως ακριβώς στην Ανάσταση του Εσταυρωμένου, έτσι και στην πρώτη αυγή τών όντων, ενεργεί μέσω τού Υιού με την δύναμη τού Αγίου Πνεύματος.
«Ο κόσμος έγινε από τον Πατέρα για τον Υιό μέσα στο Άγιο Πνεύμα». Έτσι το εξέφρασε τέλεια ο Αυγουστίνος: «Unus mundus factus est a Patre per Filium in Spirito Sancto», De Trinitate 1,6,12. Με την σειρά του όμως και ο Ακινάτης, στο τέλος αυτής της απέραντης παραδόσεως, συνθέτει την ίδια αλήθεια με τα λόγια: «Η γνώση των θείων προσώπων μάς ήταν απαραίτητη κατά δύο τρόπους. Κατά πρώτον για να αποκτήσουμε μια ακριβή εικόνα της δημιουργίας τών όντων. Ομολογώντας ότι ο θεός δημιούργησε τα πάντα μέσω τού Λόγου Του, γλιτώνουμε από το λάθος όλων εκείνων οι οποίοι ισχυρίζονται πως ο θεός δημιούργησε τα πάντα από ανάγκη. Τοποθετώντας δε στον θεό τήν πρόοδο τής αγάπης, φανερώνεται πως ο θεός δεν δημιούργησε τα όντα από κάποια υποχρέωση ή από κάποια εξωτερική αιτία, αλλά από την αγάπη τής αγαθότητός του! Κατά δεύτερον και κυρίως (μάς ήταν απαραίτητη η γνώση των θείων προσώπων) για να μπορέσουμε να αποκτήσουμε μια ακριβέστερη Ιδέα τής Σωτηρίας τού ανθρωπίνου γένους, η οποία επιτυγχάνεται δια μέσου τού Υιού ο οποίος ενσαρκώνεται, με την προσφορά του Αγίου Πνεύματος»! Summa Theol. I, q.32, a.1 ad 3.
Στην κοινή γραμμή λοιπόν τής παραδόσεως ο Ακινάτης συνδέει το δόγμα τής δημιουργίας με το δόγμα τής σωτηρίας το οποίο φυσικά προηγείται επηρεάζοντας τήν όλη θεώρηση και διευκολύνεται έτσι η ανάδυση τής καρδιάς των δύο δογμάτων στην Τριαδική αποκάλυψη!
Η μεγάλη Ιδέα η οποία αναπτύσσεται από τον Ακινάτη είναι η αντιστοιχία ανάμεσα στην αιώνια πρόοδο τής ζωής τής θεότητος και στην χρονική πρόοδο τής δημιουργίας των όντων: «Όπως η θεϊκή φύση, παρότι είναι κοινή στα τρία πρόσωπα, υπάρχει σ' αυτή με κάποια τάξη, καθώς ο Υιός δέχεται την θεϊκή φύση από τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα και από τα δύο, έτσι και η αρετή τής Δημιουργίας, παρότι κοινή και στα Τρία Πρόσωπα, υπάρχει ως προς αυτά σύμφωνα με μία τάξη: ο Υιός την λαμβάνει από τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα και από τα δύο». Summa theol. I, q.45,a.6 ad 2um.
«Ο θεός Πατήρ ενήργησε την Δημιουργία μέσω του Λόγου Του που είναι ο Υιός και μέσω της Αγάπης Του που είναι το Άγιο Πνεύμα! Γι' αυτό τον λόγο οι πρόοδοι τών προσώπων είναι οι λόγοι τής παραγωγής των κτισμάτων (processiones Personarum sunt rationes prodictionis creaturarum), καθώς περιέχουν τις ουσιώδεις ιδιότητες οι οποίες είναι η επιστήμη (αίτια) και η θέληση (processiones Personarum aeternae sunt “causa” et “ratio” totius prodictionis creaturarum). Όπως λοιπόν ο Πατήρ ομολογεί τον εαυτό του και κάθε κτίσμα μέσω του Γεννηθέντος Λόγου, καθώς ο Γεννηθείς Λόγος αντιπροσωπεύει επαρκώς τον Πατέρα και καθένα από τα κτίσματα, έτσι ακριβώς αγαπά τον εαυτό του και κάθε κτίσμα στο Άγιο Πνεύμα, καθώς το Άγιο Πνεύμα προοδεύει σαν η αγάπη τής πρώτης αγαθότητος, σύμφωνα με την οποία ο Πατήρ αγαπά τον εαυτό του και καθένα από τα κτίσματα». Summa theol. I, q.37,a.2.

Αυτές είναι οι θεολογικές βάσεις τής Λογικής οι οποίες προόδευσαν στις Μεταφυσικές βάσεις της Λογικής των Χάϊντεγκερ, Γιανναρά, Ζηζιούλα!

Η Δημιουργική πράξη λοιπόν τοποθετείται στο εσωτερικό αυτής της ίδιας τής ενδοτριαδικής κοινωνίας και στον αιώνιο δυναμισμό της, σαν μια πράξη που έχει εις εαυτήν το ίχνος των θείων προόδων: Αλλά ενώ αυτές είναι αναγκαίες, διότι συστήνουν αιωνίως την τριαδική θεότητα, η Δημιουργική πράξη είναι ελεύθερη δωρεά και ξεπετιέται από την θεία Αρχή σαν καθαρό ξεκίνημα, απροϋπόθετο, εκτός από την απόφαση, που 'χει σαν αιτία της μόνο την αγάπη, μια απόφαση που λαμβάνεται στον αιώνιο διάλογο των τριών προσώπων! Μόνον η Τριαδικότης μπορεί να εγγυηθεί την ελεύθερη δωρεά της Δημιουργικής πράξεως, ενώ ταυτοχρόνως αποκαλύπτει και την Σωτηριώδη Αρχή πως ο θεός είναι αγάπη!
Μέσα στην διατριαδική σχέση λοιπόν τοποθετείται η υπερβατική αιτία της Δημιουργίας τού κόσμου, η θεία προϋπόθεση τής δυνατότητος ώστε ο κόσμος να μπορεί να υπάρχει αυτόνομα και ταυτόχρονα να είναι αντικείμενο τής αιώνιας αγάπης, προορισμένος να ανταποκριθεί στην αγάπη αυτή! Μέσα στο παιχνίδι τού θεού Αγάπη υπάρχει χώρος και για τον αγαπώντα και για τον αγαπημένο και για την ίδια την προσωπική αγάπη, η οποία τους ενώνει και τους ανοίγει! Σ' αυτό το ίδιο παιχνίδι κατοικεί και ο υπερβατικός χώρος για την ύπαρξη του κτίσματος, το οποίο εκλήθη από το Μηδέν στο Είναι και το οποίο ταυτόχρονα αγκαλιάζεται από την θεία αγάπη η οποία το έφερε στην ύπαρξη και το διατηρεί σ' αυτή. Στην διάκριση Γεννήτορος και Γεννήματος ανάμεσα στην γόνιμη Σιγή της Αρχής και στον Αιώνιο Λόγο, βρίσκει θέση και η κοινωνία ανάμεσα στην άπειρη ετερότητα και στο κτίσμα. «Η σχέση των θείων προσώπων μεταξύ των είναι τόσο πλατιά και απέραντη που και ολόκληρος ο κόσμος χωράει μεταξύ τους» (Andrienne von Speyr). Σ' αυτή την προοπτική γίνεται φανερό πως l' opus Trinitatis ad extra δεν γίνεται κατανοητό σαν μια εξωτερικότης ως προς τον θεό, σαν να ήταν δυνατόν κάτι να μπορεί να υπάρχει έξω ή χωριστά απ' Αυτόν, αλλά πρέπει να γίνει κατανοητό, σαν ένδειξη της κτιστότητος του κόσμου, το ότι το είναι του βρίσκεται στον θεό, στον κόλπο των τριαδικών σχέσεων, σαν έκφραση ανάλογη και πεπερασμένη της άπειρης και αναγκαίας προόδου του Υιού στο Άγιο Πνεύμα!
Αυτό που αποκλείεται λοιπόν δεν είναι η εσωτερικότης τού κόσμου στον θεό, αλλά η αδιαφοροποίητη σύγχυση, ο μονισμός, η ανικανότης να σεβαστούμε την απόσταση ανάμεσα στους δύο κόσμους, αυτόν του Δημιουργού και αυτόν των δημιουργημάτων. Όπως ο Υιός υπάρχει στους κόλπους του Πατρός (Ιωαν. 1,18) έτσι και ο κόσμος βρίσκεται στον κόλπο της Αγίας Τριάδος «κρυμμένος μαζί με τον Χριστό στον θεό» (Κολ. 3,3).

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: