Η λύση δεν είναι άλλη από τη διάλυση της Ευρωζώνης, ταυτόχρονα όμως με τις μαζικές αναδιαρθρώσεις δημοσίων και ιδιωτικών χρεών που θα είναι αδύνατον να εξυπηρετηθούν στο εγγύς μέλλον – ενώ το όποιο ευρωομόλογο θα είχε τότε μόνο αποτέλεσμα, εάν αγοραζόταν από την ΕΚΤ και πάγωνε η αποπληρωμή του, συνεχίζοντας όμως να μην επιλύει το πρόβλημα της διαφορετικής ανταγωνιστικότητας και των διαφορετικών ευρώ. Όσο περνάει δε ο χρόνος, τόσο διογκώνεται το πρόβλημα και τόσο πιο επικίνδυνο γίνεται για την ΕΕ και για τον υπόλοιπο πλανήτη – γεγονός που σημαίνει πως οδηγούμαστε όλοι μαζί στο γκρεμό. Μία επόμενη δυνατότητα θα ήταν βέβαια η απόσχιση των χωρών του Βορά, έτσι ώστε να δημιουργηθούν δύο νομισματικές ζώνες, με σχετικά ισορροπημένα νομίσματα μεταξύ τους – οπότε να ανακτηθεί η χαμένη ανταγωνιστικότητα του Νότου. Σε κάθε περίπτωση, όποια και αν είναι η εξέλιξη, το μόνο σίγουρο είναι το ότι, η σημερινή κατάσταση δεν μπορεί να διατηρηθεί για πολύ ακόμη – οπότε όλες οι χώρες οφείλουν να προετοιμαστούν για τα χειρότερα.
Ανάλυση
Εάν δεν καταλάβουμε πώς λειτουργεί η Οικονομία, στα βασικά της χαρακτηριστικά, δεν πρόκειται ποτέ να ξεφύγουμε από την κρίση που μαστίζει την Ελλάδα τα τελευταία δέκα έτη – ενώ τα χρόνια που θα ακολουθήσουν, λόγω της πανδημίας, θα είναι κατά πολύ χειρότερα. Εάν δε συνεχίσουμε να θεωρούμε πως η έκφραση «Πρώτα η Ελλάδα» είναι πολιτική και όχι οικονομική, αφορώντας κυρίως το μεταναστευτικό, θα βιώσουμε τρομακτικές καταστάσεις.
Ειδικότερα, οι χώρες που ανακάλυψαν πρώτες πώς μπορούν να εκμεταλλεύονται τους εταίρους τους σε μία νομισματική ένωση, δηλαδή η Ολλανδία, αμέσως μετά η Γερμανία και στο τέλος η Αυστρία, κατανόησαν κάτι εξαιρετικά απλό: το ότι έπρεπε να αυξήσουν την ανταγωνιστικότητα τους, ενώ η άνοδος της εξαρτιόταν από τη σχέση των μισθών με την παραγωγικότητα των εργαζομένων.
Απλούστατα, διατηρώντας την εξέλιξη των μισθών σταθερά χαμηλότερη από την παραγωγικότητα, την οποία αύξαναν κυρίως μέσω των επενδύσεων, μείωναν την εσωτερική (=εντός της Ευρωζώνης) ισοτιμία των νομισμάτων τους – με αποτέλεσμα αφενός μεν να περιορίζεται η αγοραστική δυνατότητα του πληθυσμού τους, οπότε περιορίζονταν οι εισαγωγές, να μην αγοράζουν δηλαδή οι Πολίτες τους τόσα αγαθά, όσα παρήγαγαν, αφετέρου να πουλούν τα προϊόντα τους σε χαμηλότερες τιμές από τις άλλες χώρες, αυξάνοντας τις εξαγωγές τους.
Με αυτόν τον απλό τρόπο, ο οποίος είναι συνώνυμος με το «Πρώτα η Ολλανδία» (η Γερμανία, η Αυστρία κλπ.), αύξαναν τα πλεονάσματα του εμπορικού ισοζυγίου και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών τους – όταν την ίδια στιγμή αυξάνονταν αντίστοιχα τα ελλείμματα των άλλων. Κατ’ επέκταση μειώνονταν τα χρέη τους, ενώ αυξάνονταν τα χρέη των άλλων – κάτι που δεν θα μπορούσε να συμβεί εάν είχαν το δικό τους νόμισμα και όχι το ευρώ, επειδή τότε θα ανατιμιόταν ανάλογα με την αύξηση της ανταγωνιστικότητας τους.
Επομένως σχεδόν αυτόματα θα περιορίζονταν οι εξαγωγές, θα αυξανόταν οι εισαγωγές και ως εκ τούτου δεν θα είχαν πλεονάσματα – σημειώνοντας πως η Ελβετία συγκρατεί την ανατίμηση του νομίσματος της με τις συνεχείς παρεμβάσεις της κεντρικής της τράπεζας, όπου όμως τις πληρώνει πανάκριβα με την υπερβολικά μεγάλη διόγκωση του ισολογισμού της που κάποια στιγμή θα είναι εκτός ελέγχου.
Συνεχίζοντας, η Γαλλία ήταν η μοναδική χώρα που σεβάσθηκε τον κανόνα, με τον οποίο είχαν όλα τα κράτη της νομισματικής ένωσης συμφωνήσει: να αυξάνει τους μισθούς των εργαζομένων της ακριβώς όσο η παραγωγικότητα τους, συν το ποσοστό του πληθωρισμού που είχε συμφωνηθεί (2%). Αντίθετα η Ολλανδία, η Γερμανία και η Αυστρία κυρίως διατηρούσαν τους μισθούς από το ξεκίνημα της Ευρωζώνης χαμηλότερους – ενώ η Ιταλία, η Ισπανία και η Ελλάδα σταθερά υψηλότερους.
Το αποτέλεσμα ήταν να νομίζουν όλες οι χώρες πως έχουν το ίδιο νόμισμα, χωρίς όμως να ισχύει. Για παράδειγμα, εάν η Ιταλία θελήσει να αντισταθμίσει νομισματικά την απώλεια της ανταγωνιστικότητας της, θα διαπιστώσει πως το ιταλικό ευρώ είναι υπερτιμημένο απέναντι στο ολλανδικό ή στο γερμανικό ευρώ κατά περίπου 40% – οπότε για να το επιτύχει, θα πρέπει να μειώσει ανάλογα τις αμοιβές των εργαζομένων της.
Φυσικά δεν είναι πια σε θέση να το κάνει, αφού σπάνια οι εργαζόμενοι αποδέχονται μία τέτοια ονομαστική μείωση των μισθών τους – ενώ εάν το κάνει, όπως υποχρεώθηκε η Ελλάδα με τα μνημόνια, η καταστροφή που θα υποστεί θα είναι ακόμη μεγαλύτερη, λόγω της κατάρρευσης της εγχώριας ζήτησης (οπότε των τιμών των ακινήτων που οδηγούν σε τραπεζικές κρίσεις κλπ.). Άλλωστε οι χώρες που το πέτυχαν, όπως η Ολλανδία, τα κατάφεραν σταδιακά από το 2000, παγώνοντας σε κάποιο βαθμό τους μισθούς ή απλά αυξάνοντας τους ελάχιστα – οπότε μετά από τόσα χρόνια λανθασμένης συγκριτικά μισθολογικής πολιτικής, οι διαφορές που έχουν συσσωρευτεί είναι τεράστιες και αδύνατον να εξισορροπηθούν.
Μπορεί δε να κατηγορείται μόνο η Γερμανία όσον αφορά το συγκεκριμένο γεγονός, λόγω του μεγάλου μεγέθους της οικονομίας της (3,9 τρις $ έναντι 900 δις $ της Ολλανδίας), αλλά ο βασικός ένοχος είναι η Ολλανδία – αφού είναι η πρώτη που δρομολόγησε την πολιτική αυτή πριν το 2000, ενώ τα πλεονάσματα της ως προς το ΑΕΠ της είναι μεγαλύτερα από της Γερμανίας και υπήρχαν ήδη από το 1995 (γράφημα). Η Αχίλλειος πτέρνα της βέβαια είναι το θηριώδες ιδιωτικό της χρέος που υπερβαίνει το 200% (ανάλυση) – ενώ της Γερμανίας και της Αυστρίας είναι φυσιολογικό (τα πλεονάσματα της Αυστρίας είναι πολύ χαμηλότερα, της τάξης του 2%, αφού ξεκίνησε τελευταία να εφαρμόζει τη συγκεκριμένη πολιτική).
Περαιτέρω, για τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης η μισθολογική αυτή πολιτική ήταν καταστροφική – αφού τα προϊόντα και οι υπηρεσίες της Ολλανδίας, της Γερμανίας και λιγότερο της Αυστρίας, τα νομίσματα των οποίων ήταν κατά μέσον όρο 30% φθηνότερα, αύξαναν συνεχώς τα μερίδια αγοράς τους. Το κυριότερο θύμα ήταν η Ιταλία, επίσης η Ισπανία και η Ελλάδα – αφού η άνοδος των μισθών ήταν μεγαλύτερη από την αύξηση της παραγωγικότητας των εργαζομένων τους και του πληθωρισμού. Η Γαλλία, παρά την υψηλότερη παραγωγικότητα της από τη Γερμανία, υπέφερε επίσης – λόγω της μισθολογικής της πολιτικής.
Ακόμη χειρότερα, λόγω της μισθολογικής συγκράτησης, οι Ολλανδοί, οι Γερμανοί και οι Αυστριακοί αργότερα κατανάλωναν λιγότερο, αγοράζοντας ακόμη λιγότερα προϊόντα και υπηρεσίες από τις άλλες χώρες, όπως από την Ιταλία και τη Γαλλία, αφού ήταν κατά 30% ακριβότερα από τα δικά τους – οπότε οι χώρες του Νότου έχαναν διπλά. Πρώτον επειδή τα προϊόντα και οι υπηρεσίες τους, λόγω του υψηλότερου κόστους ανά μονάδα παραγομένου προϊόντος, δεν ήταν ανταγωνιστικά και δεύτερον επειδή η αγοραστική δυνατότητα των Πολιτών των χωρών του Βορά ήταν μικρότερη, οπότε αγόραζαν λιγότερα προϊόντα. Έτσι αυξάνονταν νομοτελειακά τα χρέη τους, σε αντίθεση με τα κράτη του Βορά – με αποκορύφωμα την ευρωπαϊκή κρίση χρέους, όπου τα επιτόκια δανεισμού τους διαμορφώθηκαν ανάλογα με την οικονομική τους κατάσταση.
Μετά την επέμβαση τώρα της ΕΚΤ το 2012 τα επιτόκια υποχώρησαν τεχνητά, χωρίς όμως να επιλυθεί το πρόβλημα – αφού η προσπάθεια άμεσης εφαρμογής του ολλανδικού ουσιαστικά μοντέλου του μισθολογικού dumping στις χώρες του Νότου, μαζί με τα «περιοριστικά» δημοσιονομικά μέτρα για την αντιμετώπιση του δημοσίου χρέους (περιορισμός του κράτους πρόνοιας, αύξηση των φόρων, κατάρρευση των επενδύσεων οπότε ακόμη μεγαλύτερη μείωση της παραγωγικότητας κλπ.), μείωσαν τρομακτικά τη ζήτηση και προκάλεσαν πολλά άλλα προβλήματα – όπως την πτώση των τιμών των ακινήτων, την εκρηκτική άνοδο του ιδιωτικού χρέους, την αδυναμία των τραπεζών να ανταπεξέλθουν κοκ.
Ενώ η Ιταλία λοιπόν έως το 2004 είχε το ίδιο κατά κεφαλήν ΑΕΠ με τη Γερμανία, το 2018 είχε περί το 37% χαμηλότερο (γράφημα) – ενώ η κρίση λόγω της πανδημίας θα αυξήσει το δημόσιο χρέος της πάνω από το 150% του ΑΕΠ της, όταν της Γερμανίας έχει μειωθεί σημαντικά σε σχέση με το 2010 στο 60% του ΑΕΠ (της Ολλανδίας από 67,8% το 2014 στο 48,6% το 2019).
Στα πλαίσια αυτά, λόγω των προβλεπομένων κινδύνων από τη δυσχερή οικονομική θέση κρατών όπως η Ιταλία, καθώς επίσης των συνεπειών της πανδημίας, ο Βοράς αρνείται να εκδώσει κοινά ομόλογα με το Νότο. Ακόμη όμως και να συνέβαινε το αντίθετο, ασφαλώς δεν θα έλυνε το πρόβλημα της νομισματικής ένωσης – στην οποία υπάρχουν τόσα ευρώ, όσα και τα κράτη-μέλη της, με διαφορετικές ισοτιμίες μεταξύ τους που είναι αδύνατον να εξισορροπηθούν από τις δυνάμεις της ελεύθερης αγοράς (=ανατιμήσεις των μεν, υποτιμήσεις των δε).
Η μοναδική λύση είναι αυτή που εφαρμόζεται εντός της ομοσπονδιακής Γερμανίας – όπου η πλεονασματική Βαυαρία μεταφέρει τα πλεονάσματα της στο ελλειμματικό Βερολίνο, για να υπάρχει ισορροπία μεταξύ τους.
Η λύση αυτή βέβαια (=δημοσιονομική ένωση) δεν μπορεί να επιβληθεί και δεν θα ήταν αποδεκτή από τους Βορείους (=Ολλανδία, Γερμανία, Αυστρία) – ενώ η πανδημία θα επιταχύνει σημαντικά τις όποιες εξελίξεις. Η εναλλακτική λύση λοιπόν δεν είναι άλλη από τη διάλυση της Ευρωζώνης, ταυτόχρονα όμως με τις μαζικές αναδιαρθρώσεις δημοσίων και ιδιωτικών χρεών που θα είναι αδύνατον να εξυπηρετηθούν στο εγγύς μέλλον – ενώ το όποιο ευρωομόλογο θα είχε τότε μόνο αποτέλεσμα, εάν αγοραζόταν από την ΕΚΤ και πάγωνε η αποπληρωμή του, συνεχίζοντας όμως να μην επιλύει το πρόβλημα της διαφορετικής ανταγωνιστικότητας και των διαφορετικών ευρώ.
Όσο περνάει δε ο χρόνος, τόσο διογκώνεται το πρόβλημα και τόσο πιο επικίνδυνο γίνεται για την ΕΕ και για τον υπόλοιπο πλανήτη – γεγονός που σημαίνει πως οδηγούμαστε όλοι μαζί στο γκρεμό. Μία επόμενη δυνατότητα θα ήταν βέβαια η απόσχιση των χωρών του Βορά, έτσι ώστε να δημιουργηθούν δύο νομισματικές ζώνες με σχετικά ισορροπημένα νομίσματα μεταξύ τους – οπότε να ανακτηθεί η χαμένη ανταγωνιστικότητα του Νότου. Σε κάθε περίπτωση, όποια και αν είναι η εξέλιξη, το μόνο σίγουρο είναι το ότι, η σημερινή κατάσταση δεν μπορεί να διατηρηθεί για πολύ ακόμη – οπότε όλες οι χώρες οφείλουν να προετοιμαστούν για τα χειρότερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου