ΣΤΙΣ ΠΗΓΕΣ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ (Νεοορθοδοξίας, Βιβλικής και Ευχαριστιακής θεολογίας)
Σέλλινγκ
Η σύγχρονη Μεταφυσική χαρακτηρίζεται από τον σύνθετο συμβιβασμό της ανάμεσα στόν νέο ορίζοντα, δηλαδή της υποκειμενικότητος και τής ιδρυτικής της λειτουργίας, και την επιβίωση τού κλασικού ορίζοντος. Το πιο γνωστό σημείο αυτού του συμβιβασμού, εκτός των συζητήσεων για τις αιώνιες αλήθειες, είναι ο εμφανής δυαλισμός ανάμεσα στην Τάξη της ανάγκης και στην Τάξη της ελευθερίας! Ο Ιδεαλισμός υπήρξε η πιο πετυχημένη προσπάθεια μέχρι στιγμής υπερβάσεως του δυαλισμού, λόγω της Αρχής της απολύτου ταυτότητος. Στην σύγχρονη σκέψη ο δυαλισμός φαίνεται να υπερβαίνεται εξίσου καλά και ίσως πιο ριζικά, από την Χαϊντεγκεριανή ερμηνεία – καταστροφή τής μεταφυσικής, σύμφωνα με την οποία η μοντέρνα μεταφυσική της υποκειμενικότητος δεν αντιτίθεται στην κλασσική μεταφυσική, καθώς η πιο βαθειά πρόθεση τής μεταφυσικής γενικώς είναι από την αρχή η «υποκειμενική» πραγματοποίηση της Βουλήσεως για Δύναμη, η ολοκληρωτική κυριαρχία της υποκειμενικότητος πάνω στο ΕΙΝΑΙ. Οι κατηγορίες που επινόησε, τής φροντίδος, της παραδοχής, της αναμνήσεως, περιορίζουν την λειτουργία τής υποκειμενικότητος σε ένα απλό άνοιγμα και στην φροντίδα τού χώρου εμφανίσεως τού Είναι, και έτσι ανατρέπουν την κυριαρχία της πάνω στο Είναι (ανθρωπισμός) αντικαθιστώντας την με μια ανανεωμένη προτεραιότητα του Είναι. Παρ’ όλα αυτά ο δυαλισμός δεν χάθηκε! Η σύγχρονη σκέψη αφού υπερύψωσε την θέση τής υποκειμενικότητος, δεν φαίνεται να μπορεί να εξορκίσει τον ενυπάρχοντα πάντοτε δυαλισμό, παρά μόνο συνεχίζοντας να σκέπτεται την ίδια την υποκειμενικότητα στο φως μιας οντολογίας της ανάγκης! Διότι κατά πρώτον διέλυσε στην υποκειμενικότητα το ίδιο το Είναι και διότι την ανύψωσε σε απόλυτο πνεύμα, στο οποίο η ελευθερία σαν αυτοκαθορισμός συμπίπτει με μια ανώτερη αναγκαιότητα ή διότι κατά δεύτερον στον Χαιντεγκερ η υποκειμενικότης, αναδιπλώθηκε και συμμορφώθηκε σε τελολογική μορφή, αν και όχι μοιραίας, του Είναι!
Καταλήξαμε εύκολα λοιπόν να διαθέτουμε και να διακρίνουμε μια ανώτερη μορφή υποκειμενικότητος[ Πρόσωπο] και μια υποβαθμισμένη μορφή ή αδιάφορη. Έτσι λοιπόν η σύγχρονη υποκειμενικότης, την ίδια στιγμή που κυριαρχούσε έβλεπε τον θρίαμβό της να διχοτομείται με διαλυτικά εξολοκλήρου συμπτώματα! Διαλυόμενη δηλαδή προς τα πάνω, στο amor Dei intellectualis ή στην νοησιαρχική έμπνευση ή στο απόλυτο πνεύμα ή τελευταίως στην ευθύνη του Είναι, και προς τα κάτω, στην απλή ιδιαιτερότητα και τυχαιότητα ή στην οντολογική αδιαφορία των υπαρξιακών αναγκών της επιβίωσης!
Έτσι όπως έχουν διαμορφωθεί τα πράγματα μόνον ο Σέλλινγκ είχε κατορθώσει στον καιρό του το ακατόρθωτο, το οποίο εκμεταλλεύτηκαν πρώτοι οι Ρώσοι Μπουλγκάκωφ και Φλωρένσκι, και το οποίο μπορούμε να βρούμε στο τελευταίο του βιβλίο «Φιλοσοφική εισαγωγή στην Φιλοσοφία της Μυθολογίας», ιδιαιτέρως δε στο μάθημα ΧΧΙV!
Εδώ λοιπόν ο Σέλλινγκ αποδεικνύει πως η πεπερασμένη υποκειμενικότης πάσχει από μία βασική, δομική αντίφαση! Μόνον μια φιλοσοφία της Ελευθερίας και της υπάρξεως μπορεί να την λύσει! Διότι η πεπερασμένη υποκειμενικότης όπως και κάθε πνεύμα, είναι Βούληση η οποία εμφανίζεται αφ’ εαυτής και θέλει τον εαυτό της, μία Βούληση αυτοκαθορισμού και ευτυχίας, μία αμείωτη ατομικότης. Μία τέτοια Βούληση όμως, αντιτίθεται στο Είναι, το οποίο αποτελεί την καθολική και αναγκαία Τάξη, και στον θεό, ο οποίος είναι η Αρχή αυτού του Είναι.
Ο τόπος όπου εμφανίζεται η αντίφαση είναι η πράξη. Στην πράξη ακριβώς, το πεπερασμένο υποκείμενο προσπαθεί να αυτοπροσδιοριστεί στην Βούλησή του, μόνο που η Βούλησή του αποκαλύπτεται εξαρτώμενη από το νόμο της νοήσεως, έτσι ώστε η ατομικότης φαντάζει υποχρεωμένη να προσδιοριστεί μόνον μέσω αυτού που την αρνείται καθ’ εαυτήν. Ο ηθικός νόμος καθώς είναι νοησιαρχικός νόμος, είναι από την ουσία του ανίκανος να οδηγήσει την ατομικότητα στην πραγμάτωσή της! Ο ηθικός νόμος λοιπόν, ακόμη και αν η ατομικότης υπακούσει θεληματικά σ’ αυτόν δεν πρόκειται να την δεχτεί ποτέ αληθινά, καθώς επειδή ακριβώς είναι Βούληση που θέλει τον εαυτό της, δεν μπορεί να ανεχθεί σε τελική ανάλυση, κανένα νόμο που δεν προέρχεται από τον εαυτό της. Έτσι κάτω από την ηγεμονία του νόμου (και εδώ ο Σέλλινγκ ακολουθώντας τον Λούθηρο ταυτίζει τον ηθικό νόμο με τον Νόμο στον οποίο αναφέρεται ο Απόστολος Παύλος, ανοίγοντας τοιουτοτρόπως τον δρόμο για την σύγχρονη παρωδία της εικονικής Φιλοσοφικής Χριστολογίας), η ατομικότης δεν μπορεί να συμφιλιωθεί με τον εαυτό της και με τον καθολικό νόμο του Είναι, αισθανόμενη κομματιασμένη και καταραμένη.
Αποφεύγοντας λοιπόν την πράξη, θα αναζητήσει καταφύγιο στον στοχασμό, ο οποίος ξεφεύγει από την αντίφαση, επειδή προσπαθεί να αρνηθεί έναν από τους όρους της, δηλαδή οδηγεί την ατομικότητα στην λήθη του εαυτού της, στην διάλυσή της στην θεωρία, η οποία στοχάζεται τον Ιδεατό κόσμο (το αναγκαίο Είναι) και στον ίδιο τον θεό.
Μόνον φαινομενικώς όμως λύνεται η αντίφαση καθώς ο άνθρωπος δεν μπορεί να αποφύγει την πράξη, δεν μπορεί να αποφύγει να είναι αυτό που είναι, να θέλει τον εαυτό του και συνεπώς να τείνει προς την πραγμάτωση τής ατομικής του βουλήσεως. Έτσι η μοναδική διαθέσιμη λύση, η οποία προσφέρεται για να ξεφύγουμε από την αντίφαση που θρυμματίζει την ύπαρξη και την οδηγεί στην απελπισία είναι η θρησκευτική σχέση! Σ’ αυτή την σχέση η ατομικότης βρίσκει αυτό που η σχέση της με το Είναι, νοηματοδοτημένο σαν καθολική ουδετερότης, δεν μπορεί ποτέ της να δώσει! Βρίσκει δηλαδή την δυνατότητα να αναγνωριστεί στο δικαίωμά της!
Μόνον επειδή ο θεός εμφανίζεται σαν ελευθερία η οποία βρίσκεται πάνω από την ουδέτερη καθολικότητα τού Είναι, υπάρχει μια δυνατότης ελευθερίας για το πεπερασμένο υποκείμενο. Μόνον ένα απόλυτο Άλλο μπορεί να αναγνωρίσει και να εξασφαλίσει απολύτως την δική του ετερότητα!, η οποία λόγω του πεπερασμένου της (της κτιστότητός της μας έμαθε να θεολογούμε ο Εκλεκτός κ. Ζηζιούλας) δηλαδή της εξαρτήσεώς της από άλλο, δεν μπορεί να ταυτιστεί σαν ελευθερία, εκτός και αν κάποιος, αναγνωρίζοντάς την, δηλαδή διαφοροποιώντας την από την υπόλοιπη πραγματικότητα, την αναγνωρίσει σαν τέτοια και δεν μπορεί να βεβαιωθεί ούτε και τώρα αληθινά, αν αυτός που την αναγνωρίζει δεν είναι αυτός ο ίδιος που την συστήνει!
Στην θρησκευτική σχέση πραγματοποιείται ο παράδοξος συμβιβασμός των αντιφάσεων, έτσι ώστε, για πρώτη φορά να μπορούν να συνυπάρξουν εκείνη η υπερύψωση και εκείνη η υποβάθμιση της υποκειμενικότητος που στη σύγχρονη σκέψη υπερβαίνει την μορφή της! Μόνο στην θρησκευτική σχέση η υποταγή του Εγώ συμπίπτει με τον αυτοκαθορισμό του, διότι το Εγώ υποτάσσεται στον θεό, όπως σ’ εκείνον τον κάποιον ο οποίος αναγνωρίζει και τροφοδοτεί την ελευθερία του!
«Αγάπα εξ’ όλης της ψυχής και όλης της διανοίας τον θεό τού εαυτού σου και την ελευθερία σου ως σεαυτόν».
Αμέθυστος
Συνεχίζεται
Η σύγχρονη Μεταφυσική χαρακτηρίζεται από τον σύνθετο συμβιβασμό της ανάμεσα στόν νέο ορίζοντα, δηλαδή της υποκειμενικότητος και τής ιδρυτικής της λειτουργίας, και την επιβίωση τού κλασικού ορίζοντος. Το πιο γνωστό σημείο αυτού του συμβιβασμού, εκτός των συζητήσεων για τις αιώνιες αλήθειες, είναι ο εμφανής δυαλισμός ανάμεσα στην Τάξη της ανάγκης και στην Τάξη της ελευθερίας! Ο Ιδεαλισμός υπήρξε η πιο πετυχημένη προσπάθεια μέχρι στιγμής υπερβάσεως του δυαλισμού, λόγω της Αρχής της απολύτου ταυτότητος. Στην σύγχρονη σκέψη ο δυαλισμός φαίνεται να υπερβαίνεται εξίσου καλά και ίσως πιο ριζικά, από την Χαϊντεγκεριανή ερμηνεία – καταστροφή τής μεταφυσικής, σύμφωνα με την οποία η μοντέρνα μεταφυσική της υποκειμενικότητος δεν αντιτίθεται στην κλασσική μεταφυσική, καθώς η πιο βαθειά πρόθεση τής μεταφυσικής γενικώς είναι από την αρχή η «υποκειμενική» πραγματοποίηση της Βουλήσεως για Δύναμη, η ολοκληρωτική κυριαρχία της υποκειμενικότητος πάνω στο ΕΙΝΑΙ. Οι κατηγορίες που επινόησε, τής φροντίδος, της παραδοχής, της αναμνήσεως, περιορίζουν την λειτουργία τής υποκειμενικότητος σε ένα απλό άνοιγμα και στην φροντίδα τού χώρου εμφανίσεως τού Είναι, και έτσι ανατρέπουν την κυριαρχία της πάνω στο Είναι (ανθρωπισμός) αντικαθιστώντας την με μια ανανεωμένη προτεραιότητα του Είναι. Παρ’ όλα αυτά ο δυαλισμός δεν χάθηκε! Η σύγχρονη σκέψη αφού υπερύψωσε την θέση τής υποκειμενικότητος, δεν φαίνεται να μπορεί να εξορκίσει τον ενυπάρχοντα πάντοτε δυαλισμό, παρά μόνο συνεχίζοντας να σκέπτεται την ίδια την υποκειμενικότητα στο φως μιας οντολογίας της ανάγκης! Διότι κατά πρώτον διέλυσε στην υποκειμενικότητα το ίδιο το Είναι και διότι την ανύψωσε σε απόλυτο πνεύμα, στο οποίο η ελευθερία σαν αυτοκαθορισμός συμπίπτει με μια ανώτερη αναγκαιότητα ή διότι κατά δεύτερον στον Χαιντεγκερ η υποκειμενικότης, αναδιπλώθηκε και συμμορφώθηκε σε τελολογική μορφή, αν και όχι μοιραίας, του Είναι!
Καταλήξαμε εύκολα λοιπόν να διαθέτουμε και να διακρίνουμε μια ανώτερη μορφή υποκειμενικότητος[ Πρόσωπο] και μια υποβαθμισμένη μορφή ή αδιάφορη. Έτσι λοιπόν η σύγχρονη υποκειμενικότης, την ίδια στιγμή που κυριαρχούσε έβλεπε τον θρίαμβό της να διχοτομείται με διαλυτικά εξολοκλήρου συμπτώματα! Διαλυόμενη δηλαδή προς τα πάνω, στο amor Dei intellectualis ή στην νοησιαρχική έμπνευση ή στο απόλυτο πνεύμα ή τελευταίως στην ευθύνη του Είναι, και προς τα κάτω, στην απλή ιδιαιτερότητα και τυχαιότητα ή στην οντολογική αδιαφορία των υπαρξιακών αναγκών της επιβίωσης!
Έτσι όπως έχουν διαμορφωθεί τα πράγματα μόνον ο Σέλλινγκ είχε κατορθώσει στον καιρό του το ακατόρθωτο, το οποίο εκμεταλλεύτηκαν πρώτοι οι Ρώσοι Μπουλγκάκωφ και Φλωρένσκι, και το οποίο μπορούμε να βρούμε στο τελευταίο του βιβλίο «Φιλοσοφική εισαγωγή στην Φιλοσοφία της Μυθολογίας», ιδιαιτέρως δε στο μάθημα ΧΧΙV!
Εδώ λοιπόν ο Σέλλινγκ αποδεικνύει πως η πεπερασμένη υποκειμενικότης πάσχει από μία βασική, δομική αντίφαση! Μόνον μια φιλοσοφία της Ελευθερίας και της υπάρξεως μπορεί να την λύσει! Διότι η πεπερασμένη υποκειμενικότης όπως και κάθε πνεύμα, είναι Βούληση η οποία εμφανίζεται αφ’ εαυτής και θέλει τον εαυτό της, μία Βούληση αυτοκαθορισμού και ευτυχίας, μία αμείωτη ατομικότης. Μία τέτοια Βούληση όμως, αντιτίθεται στο Είναι, το οποίο αποτελεί την καθολική και αναγκαία Τάξη, και στον θεό, ο οποίος είναι η Αρχή αυτού του Είναι.
Ο τόπος όπου εμφανίζεται η αντίφαση είναι η πράξη. Στην πράξη ακριβώς, το πεπερασμένο υποκείμενο προσπαθεί να αυτοπροσδιοριστεί στην Βούλησή του, μόνο που η Βούλησή του αποκαλύπτεται εξαρτώμενη από το νόμο της νοήσεως, έτσι ώστε η ατομικότης φαντάζει υποχρεωμένη να προσδιοριστεί μόνον μέσω αυτού που την αρνείται καθ’ εαυτήν. Ο ηθικός νόμος καθώς είναι νοησιαρχικός νόμος, είναι από την ουσία του ανίκανος να οδηγήσει την ατομικότητα στην πραγμάτωσή της! Ο ηθικός νόμος λοιπόν, ακόμη και αν η ατομικότης υπακούσει θεληματικά σ’ αυτόν δεν πρόκειται να την δεχτεί ποτέ αληθινά, καθώς επειδή ακριβώς είναι Βούληση που θέλει τον εαυτό της, δεν μπορεί να ανεχθεί σε τελική ανάλυση, κανένα νόμο που δεν προέρχεται από τον εαυτό της. Έτσι κάτω από την ηγεμονία του νόμου (και εδώ ο Σέλλινγκ ακολουθώντας τον Λούθηρο ταυτίζει τον ηθικό νόμο με τον Νόμο στον οποίο αναφέρεται ο Απόστολος Παύλος, ανοίγοντας τοιουτοτρόπως τον δρόμο για την σύγχρονη παρωδία της εικονικής Φιλοσοφικής Χριστολογίας), η ατομικότης δεν μπορεί να συμφιλιωθεί με τον εαυτό της και με τον καθολικό νόμο του Είναι, αισθανόμενη κομματιασμένη και καταραμένη.
Αποφεύγοντας λοιπόν την πράξη, θα αναζητήσει καταφύγιο στον στοχασμό, ο οποίος ξεφεύγει από την αντίφαση, επειδή προσπαθεί να αρνηθεί έναν από τους όρους της, δηλαδή οδηγεί την ατομικότητα στην λήθη του εαυτού της, στην διάλυσή της στην θεωρία, η οποία στοχάζεται τον Ιδεατό κόσμο (το αναγκαίο Είναι) και στον ίδιο τον θεό.
Μόνον φαινομενικώς όμως λύνεται η αντίφαση καθώς ο άνθρωπος δεν μπορεί να αποφύγει την πράξη, δεν μπορεί να αποφύγει να είναι αυτό που είναι, να θέλει τον εαυτό του και συνεπώς να τείνει προς την πραγμάτωση τής ατομικής του βουλήσεως. Έτσι η μοναδική διαθέσιμη λύση, η οποία προσφέρεται για να ξεφύγουμε από την αντίφαση που θρυμματίζει την ύπαρξη και την οδηγεί στην απελπισία είναι η θρησκευτική σχέση! Σ’ αυτή την σχέση η ατομικότης βρίσκει αυτό που η σχέση της με το Είναι, νοηματοδοτημένο σαν καθολική ουδετερότης, δεν μπορεί ποτέ της να δώσει! Βρίσκει δηλαδή την δυνατότητα να αναγνωριστεί στο δικαίωμά της!
Μόνον επειδή ο θεός εμφανίζεται σαν ελευθερία η οποία βρίσκεται πάνω από την ουδέτερη καθολικότητα τού Είναι, υπάρχει μια δυνατότης ελευθερίας για το πεπερασμένο υποκείμενο. Μόνον ένα απόλυτο Άλλο μπορεί να αναγνωρίσει και να εξασφαλίσει απολύτως την δική του ετερότητα!, η οποία λόγω του πεπερασμένου της (της κτιστότητός της μας έμαθε να θεολογούμε ο Εκλεκτός κ. Ζηζιούλας) δηλαδή της εξαρτήσεώς της από άλλο, δεν μπορεί να ταυτιστεί σαν ελευθερία, εκτός και αν κάποιος, αναγνωρίζοντάς την, δηλαδή διαφοροποιώντας την από την υπόλοιπη πραγματικότητα, την αναγνωρίσει σαν τέτοια και δεν μπορεί να βεβαιωθεί ούτε και τώρα αληθινά, αν αυτός που την αναγνωρίζει δεν είναι αυτός ο ίδιος που την συστήνει!
Στην θρησκευτική σχέση πραγματοποιείται ο παράδοξος συμβιβασμός των αντιφάσεων, έτσι ώστε, για πρώτη φορά να μπορούν να συνυπάρξουν εκείνη η υπερύψωση και εκείνη η υποβάθμιση της υποκειμενικότητος που στη σύγχρονη σκέψη υπερβαίνει την μορφή της! Μόνο στην θρησκευτική σχέση η υποταγή του Εγώ συμπίπτει με τον αυτοκαθορισμό του, διότι το Εγώ υποτάσσεται στον θεό, όπως σ’ εκείνον τον κάποιον ο οποίος αναγνωρίζει και τροφοδοτεί την ελευθερία του!
«Αγάπα εξ’ όλης της ψυχής και όλης της διανοίας τον θεό τού εαυτού σου και την ελευθερία σου ως σεαυτόν».
Αμέθυστος
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου