στην συλλογή: Zeit und Geschichte, Dankesgabe an Rudolf Bultmann zum 80. Geburtstag, ed. Erich Dinkler (Tubingen: J. C. B. Mohr, 1964), 381‑398.
I
Είναι γενικώς παραδεκτό, πως η φιλοσοφία του Martin Heidegger άσκησε μια από τις σημαντικότερες επιρροές στην πλειονότητα της θεολογικής σκέψης της εποχής μας. Λιγότερο κοινώς παραδεκτό είναι πως και το αντίστροφο είναι το ίδιο αληθές - ότι στα αποφασιστικά σημεία, το φιλοσοφικό έργο του Heidegger έχει λάβει αφορμές, και ίσως να έχει και καθοριστεί, από επιρροές που πηγάζουν από την σύγχρονη θεολογία.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
I
Είναι γενικώς παραδεκτό, πως η φιλοσοφία του Martin Heidegger άσκησε μια από τις σημαντικότερες επιρροές στην πλειονότητα της θεολογικής σκέψης της εποχής μας. Λιγότερο κοινώς παραδεκτό είναι πως και το αντίστροφο είναι το ίδιο αληθές - ότι στα αποφασιστικά σημεία, το φιλοσοφικό έργο του Heidegger έχει λάβει αφορμές, και ίσως να έχει και καθοριστεί, από επιρροές που πηγάζουν από την σύγχρονη θεολογία.
Μια από τις πολλές συνεισφορές της μελέτης του Otto Pöggeler[1], είναι πως κατέστησε σαφές, τόσο το γεγονός όσο και την φύση αυτής της αμοιβαίας επίδρασης. Μιλώντας για την σημαντική στροφή στην σκέψη του Heidegger, κατά τα χρόνια που ακολούθησαν τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, ο Pöggeler σχολιάζει: «ο Heidegger άρχισε το προσκύνημα του πλησίον της θεολογίας, η οποία ήταν πεπεισμένη περισσότερο πως τώρα, μετά από αιώνες, χιλιετίες μάλιστα, συσκότισης της χριστιανικής πίστης με την φιλοσοφία και την θεολογία, ήταν ανάγκη να υπάρξει μια νέα εμπειρια της πίστης αυτής μέσα στο πρωταρχικό της νόημα. Οι μάρτυρες της πίστεως, όπως ο Λούθηρος και ο Kierkegaard υποστήριζαν αυτή την άποψη, και ακριβώς αυτοί ήταν σημαντικοί για τον νεαρό Heidegger. Η σχέση του Heidegger με την μοντέρνα ιστορική σκέψη, που με τον Dilthey κατέστη φιλοσοφικά αυτοσυνείδητη, ήταν από την αρχή επισκιασμένη με την σχέση μέ μια άλλη, πιο αρχέγονη ιστορική σκέψη: πριν την εμφάνιση της μοντέρνας μορφής σκέψης περί ιστορίας, υπήρξε η εμπειρία της ιστορίας, όπως εκφράστηκε από την πρώιμη χριστιανική πίστη»[2].
Σύμφωνα με τον Pöggeler, στοχαζόμενος πάνω στην πρωτόγονη χριστιανική θρησκευτικότητα, ως μοντέλο εμπειρίας της ζωής, ως «πραγματικής» ή «ιστορικής», ο Heidegger απέκτησε τις καθοδηγητικές έννοιες, με τις οποίες ανέλαβε να αναπτύξει την οντολογική δομή της ανθρώπινης ύπαρξης στο «Είναι και Χρόνος». Την ίδια στιγμή, ο Heidegger είχε αρχίσει να διαπιστώνει με όλο και μεγαλύτερη σαφήνεια, πως η καθαρή εστίαση αυτής της πρωτόγονης εμπειρίας, θα μπορούσε να οδηγήσει σε τίποτα λιγότερο από την αποδόμηση ολόκληρης της μεταφυσικής-θεολογικής παράδοσης που πηγάζει από την κλασσική Ελλάδα. Οι μελέτες του πάνω στον Αυγουστίνο για παράδειγμα, τον έπεισαν για την αδυναμία συμφιλίωσης των αντιθέσεων μεταξύ της εννοιολόγησης της μεταφυσικής αυτής παράδοσης και της κατανόησης της ύπαρξης, που ο Αυγουστίνος και άλλοι προσπάθησαν να εξηγήσουν θεολογικά με εργαλείο την εννοιολόγηση αυτή. Είχε διαπιστώσει, πως δεδομένης αυτής της εννοιολόγησης, δεν μπορούσε να συλλάβει κανείς ορθώς, ούτε «την παροντικότητα της πραγμικής ύπαρξης» (ιστορικότητα του ανθρώπου) ούτε την «θεότητα του Θεού», όπως τις κατανοεί η χριστιανική πίστη[3]. Από την άλλη, διαπίστωσε, πως μια οντολογική ανάλυση, που θα έψαχνε τις καθοδηγητικές έννοιες στην κατανόηση της πίστεως, θα μπορούσε να οδηγηθεί μόνο σε ένα ριζικό αναπροσανατολισμό της παραδοσιακής μεταφυσικής σκέψης. Έτσι λοιπόν, σύμφωνα με τον Pöggeler, ο συγγραφέας του «Είναι και Χρόνος», ήταν ένας στοχαστής, η συνάντηση του οποίου με την Καινή Διαθήκη και τους θεολόγους όπως ο Αυγουστίνος, ο Λούθηρος και ο Kierkegaard, του «προκάλεσε την υποψία, ότι ο Θεός της φιλοσοφίας δεν είναι ο ζωντανός Θεός της πίστεως, και πως η μεταφυσική θεολογία δεν είναι η τελική απάντηση στα ερωτήματα περί σκέψης»[4].
Η σημασία της άποψης του Pöggeler για την τοποθέτηση μας στο παρόν κείμενο, ίσως βοηθήσει να κατανοήσουμε καλύτερα το απόσπασμα από το «Είναι και Χρόνος», με το οποίο θα ασχοληθούμε στο παρόν δοκίμιο. Σε μια υποσημείωση στο μέρος αυτού του έργου, όπου ο Heidegger διαπραγματεύεται την γένεση «της κοινής έννοιας του χρόνου», παρατίθενται οι εξής αξιωσημείωτες προτάσεις: «δεν απαιτείται εκτεταμένη συζήτηση για να δείξουμε πως η παραδοσιακή έννοια της αιωνιότητας, με την σημασία του «στατικού τώρα» (nunc stans), προέρχεται από την κοινή κατανόηση του χρόνου και περιορίζεται από τον προσανατολισμό στην ιδέα της «σταθερής» παρουσίας. Αν παραδεχθούμε πως η αιωνιότητα του Θεού έχει «κατασκευστεί» φιλοσοφικά, τότε μπορεί να κατανοηθεί μόνο ως μια πιο πρωτόγονη και «άπειρη» χρονικότητα. Το εάν ο via negationis et eminentiae είναι ένας πιθανός δρόμος προς τον σκοπό αυτό παραμένει αβέβαιο»[5].
Αποκάλεσα τις προτάσεις αυτές αξιωσημείωτες, για τέσσερις στενά συνδεόμενους λογους. Πρώτον, αποτελούν μια από τις λίγες συγκεκριμένες αναφορές στον Θεό ή την θεολογία, σε ένα έργο που ο κεντρικός του σκοπός και το θέμα του διαφέρουν από αυτά που κανονικά ορίζεται ως δουλειά του θεολόγου. Δεύτερον, το απόσπασμα αυτό είναι το μόνο όπου ο Heidegger κάνει σαφές, τι θα σήμαινε η προσπάθεια του να αναπροσανατολίσει την παραδοσιακή μεταφυσική σκέψη για την φιλοσοφική διδασκαλία περί Θεού. Στις άλλες του αναφορές, ο σκοπός του είναι ιστορικός ή κριτικός - όπου προσπαθεί να επισημάνει τους προγόνους ορισμένων ιδεών στην θεολογική παράδοση ή να διακρίνει την δική του «οντολογική» χρήση των εννοιών από την «οντική» σημασία όπως αυτή χρησιμοποιείται από τους θεολόγους. Στην υποσημείωση αυτή όμως, η προσπάθεια του είναι εποικοδομητική-να καταστήσει σαφή τα πλαίσια της φιλοσοφικής «κατασκευής» του Θεού, την οποία εισηγείται στην νέα του ανάλυση της βάσης της μεταφυσικής σκέψης. Τρίτον, η φιλοσοφική θεολογία την οποία ο Heidegger παρουσιάζει εδώ συνοπτικά, περιλαμβάνει μια ριζική απόκλιση από την κλασσική φιλοσοφική-θεολογική παράδοση. Κρίνοντας από την θέση αυτής της παράδοσης, η πρόταση του πως η αιωνιότητα του Θεού πρέπει να κατασκευστεί ως η «άπειρη χρονικοτητα του», αποτελεί εγκατάλειψη ακριβώς εκείνων των προϋποθέσεων, από τις οποίες μπορεί να αναπτυχθεί μια επαρκής διδασκαλία περί Θεού.
Αν είναι βέβαια ορθή η θεώρηση του Pöggeler περί του θεολογικού υπόβαθρου του «Είναι και Χρόνος», τότε υπάρχει και ένας τέταρτος και πιο σημαντικός λόγος γιατί αυτές οι προτάσεις είναι αξιοπρόσεκτες. Εαν η φαινομενολογική αναλύση από πλευράς του Heidegger, της ανθρώπινης ύπαρξης, παριστάνει την μετάφραση της αντίληψης περί ανθρώπου όπως τέθηκε από την Καινή Διαθήκη, σε τυπικές οντολογικές έννοιες, τότε η πρόταση του Heidegger για την φιλοσοφική κατασκευή της αιωνιότητας του Θεού ως άπειρης χρονικότητας, φαίνεται πως παριστάνει μια παρόμοια «οντολογικοποίηση» της πρωτόγονης χριστιανικής αντίληψης περί Θεού.
Φυσικά ο Heidegger δεν φαίνεται να έχει ερμηνεύσει τις παρατηρήσεις του με τον τρόπο που εισηγείται ο Pöggeler. Με βάση αυτό το δεδομένο, η υποσημείωση δεν κάνει κάτι άλλο από το να παραθέτει την φιλοσοφική ερμηνεία του Θεού που είναι σύμφωνη με την ανάλυση της ανθρώπινης ύπαρξης από τον Heidegger, και όπως αυτή η ανάλυση, έτσι και η περί Θεού πρόταση είναι πέρα για περα επαναστατική ως προς την συμβατική μεταφυσική σοφία. Αλλά ακόμα και έτσι, είμαι πεπεισμένος πως δεν είμαστε μακριά από την αλήθεια, εάν θεωρήσουμε πως η πρόταση του έλαβε αφορμή, ή ίσως και να καθορίστηκε από τις ίδιες θεολογικές επιρροές, που ήταν καθοριστικές για αυτή την φάση του έργου του. Θεωρώ ως πολύ πιθανό, πως εδώ, όπως σε ολόκληρο το «Είναι και Χρόνος», το ιστορικό υπόβαθρο τω δηλώσεων του Heidegger, είναι η αντίληψη περί ανθρώπου και Θεού, για την οποία τον πληροφόρησε η συνάντηση του με την χριστιανική θεολογία.
Ας είναι. Η κύρια έγνοια μου στο παρόν κείμενο, δεν είναι οι ιστορικοί πρόγονοι της πρότασης του Heidegger, αλλά η σημασία της πρότασης. Απ’ ότι γνωρίζω, το απόσπασμα αυτό σπάνια, ίσως και καθόλου, δεν έχει μελετηθεί από τους άλλους μελετητές της σκέψης του Heidegger. Γι’ αυτόν και μόνο τον λόγο φαίνεται πως υπάρχει πολύς χώρος για την διαπραγμάτευση που σκοπεύουμε. Τουλάχιστον, μια ερμηνεία της υποσημείωσης του Heidegger ίσως προσφέρει κάτι σαν μια υποσημείωση στην εκτεταμένη ερμηνεία της φιλοσοφίας του, που συνεχίζει να υπεραπασχολεί τόσα μορφωμένα και ικανά μυαλά. Αυτό όμως, εάν είναι ορθά όσα λέω, δεν εξαντλεί την σημασία της προσπάθειας ερμηνείας του αποσπάσματος αυτού. Όπως θα παραθέσω παρακάτω, οι συνηθισμένες προσπάθειες των θεολόγων σήμερα, να επαναδιατυπώσουν την χριστιανική αντίληψη περί Θεού, οδηγούν συνήθως σε ένα αδιέξοδο, από το οποίο η συμβατική φιλοσοφική σοφία, παλιά και νέα, δεν προσφέρει δυνατότητα διαφυγής. Η πεποίθηση μου είναι πως το είδος της φιλοσοφικής θεολογίας που προτείνει ο Heidegger προσφέρει ένα δρόμο που βγάζει από το αδιέξοδο. Αν η πεποίθηση αυτή αποδειχθεί ορθή, η προσπάθεια κατανόησης της πρότασης του ίσως αποκτήσει θεολογική σημασία, περισσότερο από επαρκή, για να δικαιλογήσει την προσπάθεια.
Στα όσα ακολουθούν θα ασχοληθούμε με δυο θέματα: πρώτον, να ερμηνεύσουμε την υποσημείωση του Heidegger, επισημαίνοντας τις συνέπειες που έχει στο ευρύτερο πλαίσιο του «Είναι και Χρόνος». Και δεύτερον, να δείξουμε πως αυτό που προτείνει ως φιλοσοφική ερμηνεία της αιωνιότητας του Θεού έχει μοναδική σημασία για τις προσπάθειες των χριστιανών θεολόγων να αναπτύξουν μια επαρκή για την εποχή μας διδασκαλία περί Θεού.
[1] O. Pöggeler, Der Denkweg Martin Heideggers, 1963
[2] Ibid. 35f
[3] Ibid. 45.
[4] Ibid. 46.
[5] M. Heidegger, Sein und Zeit, 1927, 427 n. I
Σύμφωνα με τον Pöggeler, στοχαζόμενος πάνω στην πρωτόγονη χριστιανική θρησκευτικότητα, ως μοντέλο εμπειρίας της ζωής, ως «πραγματικής» ή «ιστορικής», ο Heidegger απέκτησε τις καθοδηγητικές έννοιες, με τις οποίες ανέλαβε να αναπτύξει την οντολογική δομή της ανθρώπινης ύπαρξης στο «Είναι και Χρόνος». Την ίδια στιγμή, ο Heidegger είχε αρχίσει να διαπιστώνει με όλο και μεγαλύτερη σαφήνεια, πως η καθαρή εστίαση αυτής της πρωτόγονης εμπειρίας, θα μπορούσε να οδηγήσει σε τίποτα λιγότερο από την αποδόμηση ολόκληρης της μεταφυσικής-θεολογικής παράδοσης που πηγάζει από την κλασσική Ελλάδα. Οι μελέτες του πάνω στον Αυγουστίνο για παράδειγμα, τον έπεισαν για την αδυναμία συμφιλίωσης των αντιθέσεων μεταξύ της εννοιολόγησης της μεταφυσικής αυτής παράδοσης και της κατανόησης της ύπαρξης, που ο Αυγουστίνος και άλλοι προσπάθησαν να εξηγήσουν θεολογικά με εργαλείο την εννοιολόγηση αυτή. Είχε διαπιστώσει, πως δεδομένης αυτής της εννοιολόγησης, δεν μπορούσε να συλλάβει κανείς ορθώς, ούτε «την παροντικότητα της πραγμικής ύπαρξης» (ιστορικότητα του ανθρώπου) ούτε την «θεότητα του Θεού», όπως τις κατανοεί η χριστιανική πίστη[3]. Από την άλλη, διαπίστωσε, πως μια οντολογική ανάλυση, που θα έψαχνε τις καθοδηγητικές έννοιες στην κατανόηση της πίστεως, θα μπορούσε να οδηγηθεί μόνο σε ένα ριζικό αναπροσανατολισμό της παραδοσιακής μεταφυσικής σκέψης. Έτσι λοιπόν, σύμφωνα με τον Pöggeler, ο συγγραφέας του «Είναι και Χρόνος», ήταν ένας στοχαστής, η συνάντηση του οποίου με την Καινή Διαθήκη και τους θεολόγους όπως ο Αυγουστίνος, ο Λούθηρος και ο Kierkegaard, του «προκάλεσε την υποψία, ότι ο Θεός της φιλοσοφίας δεν είναι ο ζωντανός Θεός της πίστεως, και πως η μεταφυσική θεολογία δεν είναι η τελική απάντηση στα ερωτήματα περί σκέψης»[4].
Η σημασία της άποψης του Pöggeler για την τοποθέτηση μας στο παρόν κείμενο, ίσως βοηθήσει να κατανοήσουμε καλύτερα το απόσπασμα από το «Είναι και Χρόνος», με το οποίο θα ασχοληθούμε στο παρόν δοκίμιο. Σε μια υποσημείωση στο μέρος αυτού του έργου, όπου ο Heidegger διαπραγματεύεται την γένεση «της κοινής έννοιας του χρόνου», παρατίθενται οι εξής αξιωσημείωτες προτάσεις: «δεν απαιτείται εκτεταμένη συζήτηση για να δείξουμε πως η παραδοσιακή έννοια της αιωνιότητας, με την σημασία του «στατικού τώρα» (nunc stans), προέρχεται από την κοινή κατανόηση του χρόνου και περιορίζεται από τον προσανατολισμό στην ιδέα της «σταθερής» παρουσίας. Αν παραδεχθούμε πως η αιωνιότητα του Θεού έχει «κατασκευστεί» φιλοσοφικά, τότε μπορεί να κατανοηθεί μόνο ως μια πιο πρωτόγονη και «άπειρη» χρονικότητα. Το εάν ο via negationis et eminentiae είναι ένας πιθανός δρόμος προς τον σκοπό αυτό παραμένει αβέβαιο»[5].
Αποκάλεσα τις προτάσεις αυτές αξιωσημείωτες, για τέσσερις στενά συνδεόμενους λογους. Πρώτον, αποτελούν μια από τις λίγες συγκεκριμένες αναφορές στον Θεό ή την θεολογία, σε ένα έργο που ο κεντρικός του σκοπός και το θέμα του διαφέρουν από αυτά που κανονικά ορίζεται ως δουλειά του θεολόγου. Δεύτερον, το απόσπασμα αυτό είναι το μόνο όπου ο Heidegger κάνει σαφές, τι θα σήμαινε η προσπάθεια του να αναπροσανατολίσει την παραδοσιακή μεταφυσική σκέψη για την φιλοσοφική διδασκαλία περί Θεού. Στις άλλες του αναφορές, ο σκοπός του είναι ιστορικός ή κριτικός - όπου προσπαθεί να επισημάνει τους προγόνους ορισμένων ιδεών στην θεολογική παράδοση ή να διακρίνει την δική του «οντολογική» χρήση των εννοιών από την «οντική» σημασία όπως αυτή χρησιμοποιείται από τους θεολόγους. Στην υποσημείωση αυτή όμως, η προσπάθεια του είναι εποικοδομητική-να καταστήσει σαφή τα πλαίσια της φιλοσοφικής «κατασκευής» του Θεού, την οποία εισηγείται στην νέα του ανάλυση της βάσης της μεταφυσικής σκέψης. Τρίτον, η φιλοσοφική θεολογία την οποία ο Heidegger παρουσιάζει εδώ συνοπτικά, περιλαμβάνει μια ριζική απόκλιση από την κλασσική φιλοσοφική-θεολογική παράδοση. Κρίνοντας από την θέση αυτής της παράδοσης, η πρόταση του πως η αιωνιότητα του Θεού πρέπει να κατασκευστεί ως η «άπειρη χρονικοτητα του», αποτελεί εγκατάλειψη ακριβώς εκείνων των προϋποθέσεων, από τις οποίες μπορεί να αναπτυχθεί μια επαρκής διδασκαλία περί Θεού.
Αν είναι βέβαια ορθή η θεώρηση του Pöggeler περί του θεολογικού υπόβαθρου του «Είναι και Χρόνος», τότε υπάρχει και ένας τέταρτος και πιο σημαντικός λόγος γιατί αυτές οι προτάσεις είναι αξιοπρόσεκτες. Εαν η φαινομενολογική αναλύση από πλευράς του Heidegger, της ανθρώπινης ύπαρξης, παριστάνει την μετάφραση της αντίληψης περί ανθρώπου όπως τέθηκε από την Καινή Διαθήκη, σε τυπικές οντολογικές έννοιες, τότε η πρόταση του Heidegger για την φιλοσοφική κατασκευή της αιωνιότητας του Θεού ως άπειρης χρονικότητας, φαίνεται πως παριστάνει μια παρόμοια «οντολογικοποίηση» της πρωτόγονης χριστιανικής αντίληψης περί Θεού.
Φυσικά ο Heidegger δεν φαίνεται να έχει ερμηνεύσει τις παρατηρήσεις του με τον τρόπο που εισηγείται ο Pöggeler. Με βάση αυτό το δεδομένο, η υποσημείωση δεν κάνει κάτι άλλο από το να παραθέτει την φιλοσοφική ερμηνεία του Θεού που είναι σύμφωνη με την ανάλυση της ανθρώπινης ύπαρξης από τον Heidegger, και όπως αυτή η ανάλυση, έτσι και η περί Θεού πρόταση είναι πέρα για περα επαναστατική ως προς την συμβατική μεταφυσική σοφία. Αλλά ακόμα και έτσι, είμαι πεπεισμένος πως δεν είμαστε μακριά από την αλήθεια, εάν θεωρήσουμε πως η πρόταση του έλαβε αφορμή, ή ίσως και να καθορίστηκε από τις ίδιες θεολογικές επιρροές, που ήταν καθοριστικές για αυτή την φάση του έργου του. Θεωρώ ως πολύ πιθανό, πως εδώ, όπως σε ολόκληρο το «Είναι και Χρόνος», το ιστορικό υπόβαθρο τω δηλώσεων του Heidegger, είναι η αντίληψη περί ανθρώπου και Θεού, για την οποία τον πληροφόρησε η συνάντηση του με την χριστιανική θεολογία.
Ας είναι. Η κύρια έγνοια μου στο παρόν κείμενο, δεν είναι οι ιστορικοί πρόγονοι της πρότασης του Heidegger, αλλά η σημασία της πρότασης. Απ’ ότι γνωρίζω, το απόσπασμα αυτό σπάνια, ίσως και καθόλου, δεν έχει μελετηθεί από τους άλλους μελετητές της σκέψης του Heidegger. Γι’ αυτόν και μόνο τον λόγο φαίνεται πως υπάρχει πολύς χώρος για την διαπραγμάτευση που σκοπεύουμε. Τουλάχιστον, μια ερμηνεία της υποσημείωσης του Heidegger ίσως προσφέρει κάτι σαν μια υποσημείωση στην εκτεταμένη ερμηνεία της φιλοσοφίας του, που συνεχίζει να υπεραπασχολεί τόσα μορφωμένα και ικανά μυαλά. Αυτό όμως, εάν είναι ορθά όσα λέω, δεν εξαντλεί την σημασία της προσπάθειας ερμηνείας του αποσπάσματος αυτού. Όπως θα παραθέσω παρακάτω, οι συνηθισμένες προσπάθειες των θεολόγων σήμερα, να επαναδιατυπώσουν την χριστιανική αντίληψη περί Θεού, οδηγούν συνήθως σε ένα αδιέξοδο, από το οποίο η συμβατική φιλοσοφική σοφία, παλιά και νέα, δεν προσφέρει δυνατότητα διαφυγής. Η πεποίθηση μου είναι πως το είδος της φιλοσοφικής θεολογίας που προτείνει ο Heidegger προσφέρει ένα δρόμο που βγάζει από το αδιέξοδο. Αν η πεποίθηση αυτή αποδειχθεί ορθή, η προσπάθεια κατανόησης της πρότασης του ίσως αποκτήσει θεολογική σημασία, περισσότερο από επαρκή, για να δικαιλογήσει την προσπάθεια.
Στα όσα ακολουθούν θα ασχοληθούμε με δυο θέματα: πρώτον, να ερμηνεύσουμε την υποσημείωση του Heidegger, επισημαίνοντας τις συνέπειες που έχει στο ευρύτερο πλαίσιο του «Είναι και Χρόνος». Και δεύτερον, να δείξουμε πως αυτό που προτείνει ως φιλοσοφική ερμηνεία της αιωνιότητας του Θεού έχει μοναδική σημασία για τις προσπάθειες των χριστιανών θεολόγων να αναπτύξουν μια επαρκή για την εποχή μας διδασκαλία περί Θεού.
[1] O. Pöggeler, Der Denkweg Martin Heideggers, 1963
[2] Ibid. 35f
[3] Ibid. 45.
[4] Ibid. 46.
[5] M. Heidegger, Sein und Zeit, 1927, 427 n. I
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου