Συνεχίζεται από Πέμπτη, 15 Μαΐου 2014
του Werner Beierwaltes
Η θεωρία του Αυγουστίνου περί του Είναι στην ερμηνεία του «ego Sum qui sum» (Έξοδος 3, 14). «ΕΓΩ ΕΙΜΙ Ο ΩΝ»
του Werner Beierwaltes
Η θεωρία του Αυγουστίνου περί του Είναι στην ερμηνεία του «ego Sum qui sum» (Έξοδος 3, 14). «ΕΓΩ ΕΙΜΙ Ο ΩΝ»
3. Ο Πλούταρχος και η έννοια του Θεού σαν Είναι και Ένα.
Αυτή η έννοια του Θεού σαν άχρονου και άπειρου Είναι διαθέτει μια φιλοσοφική δομή, παρότι τα θεολογικά δόγματα την μεταθέτουν σ’ ένα εντελώς καινούργιο και διαφορετικό λειτουργικό και ουσιαστικό πλαίσιο, σε διαφορετικά συμφραζόμενα. Το μοντέλλο, στην βάση του οποίου ο Θεός ονομάζεται Είναι με την θεολογική σημασία ή στην βάση του οποίου, φιλοσοφικά, ο Θεός και το Είναι ταυτίζονται, αποτελείται από μερικά βασικά μέρη της έννοιας του Είναι η οποία αναπτύσσεται, στηριζόμενη στον Πλάτωνα, από την νεοπλατωνική φιλοσοφία και από τις φιλοσοφίες που «προετοίμασαν» τον νεοπλατωνισμό. (Πρώτος ο Ιουστίνος ο Μάρτυς, ταύτισε την πρόθεση του Πλάτωνος με εκείνη του Μωυσή και την χρησιμοποίησε σαν προτρεπτική προς τον Χριστιανισμό. Κάλεσμα στους Έλληνες, 22 PG 6, 281 Α: ο μεν γαρ Μωυσής, ο ὢν έφη, ο δε Πλάτων, το ὂν (Τίμαιος, 27 d 5. Επίσης): ο εκάτερον δε των ειρημένων τω αεί όντι θεώ, προσήκειν φαίνεται· αυτός γαρ εστί μόνος ο αεί ὢν, γένεσιν δε μη έχων). Μπορούμε εν προκειμένω να παρουσιάσουμε ορισμένες αποσπασματικές αντιλήψεις οι οποίες όμως είναι αρκετές για να μας ξεκαθαρίσουν τα πλατωνικά και νεοπλατωνικά στοιχεία της ιστορίας της προτάσεως της Εξόδου 3, 14.
Η έννοια του Είναι λοιπόν που σκέπτεται τον εαυτό του προετοιμάζεται από τον Πλούταρχο, ο οποίος πίστεψε πως μπορεί να ταυτίσει χωρίς αμφιβολία τον Θεό και το Είναι.
Εἶ (εσύ είσαι) είναι το μόνο όνομα που ταιριάζει ουσιαστικώς στον Θεό (Απόλλωνα). Η προσωνυμία αυτή ονομάζει την ουσία του. Είναι.
Αυτό το Είναι του Θεού αποτελεί την δομική ανατροπή της ανθρώπινης καταστάσεως: Εμείς δεν είμαστε: η Φύση μας παρουσιάζεται, καθότι φυλακισμένη στο κοσμικό ὂν του Ηράκλειτου, πάντοτε μόνον σαν σκοτεινή εικόνα και απολύτως μάλιστα ανασφαλής για τον εαυτό της. Και εμείς είμαστε, στον εαυτό μας, πολλαπλότητες (άθροισμα παντοδαπόν και πανηγυρικώς μεμειγμένον (περί του Ε των Δελφών, 18, 392 α) και επομένως καθοριζόμαστε στην διαφορά από την ετερότητα η οποία δεν μας βοηθά ποτέ να φθάσουμε σε μια σταθερή παρουσία σε μας τους ίδιους. Αντιθέτως ο Θεός είναι αληθινό Είναι: με την αυθεντική του σημασία, την καταγωγική, «το αιώνιο, που δεν γνωρίζει γίγνεσθαι και το άγνωστο, στο οποίο ο Χρόνος δεν εισάγει αλλαγή». (το αΐδιον και αγένετον και άφθαρτον, ὦ χρόνος μεταβολήν ουδέ εἶς επάγει).
Ο βασικός χαρακτήρας του Είναι λοιπόν είναι η άρνηση του χρόνου, να παραμένει αυτό το ίδιο με τρόπο που δεν επιτρέπει την πρόοδο, να είναι συστατικώς παρόν στον εαυτό του. Η έκφραση είναι – πάντοτε διατυπώνεται με όρους χρονικούς αλλά πρέπει να γίνεται κατανοητή με όρους ἅ-Χρονους και σαν τέτοια αναπαριστά την αιωνιότητα του θείου Είναι. «ο Θεός είναι ! Και δεν είναι σύμφωνα με τον Χρόνο , αλλά σύμφωνα με την αιωνιότητα, ακίνητος, άχρονος, αμετάβλητος, για την οποία δεν υπάρχει πριν και μετά, μέλλον και παρελθόν, πιο γέρικο και πιο νέο. Η αιωνιότης είναι μόνον ενοποιός, ενωμένη και γέμισε το πάντοτε με το μοναδικό της τώρα: Μόνον αυτό που υπάρχει σύμφωνα με την αιωνιότητα είναι αληθινό, αυτό που δεν άρχισε και ούτε θα πάψει να υπάρχει !» (αλλ’ εστίν ο Θεός, χρη φάναι, και εστί κατ’ ουδένα χρόνον αλλά κατά τον αιώνα τον ακίνητον και άχρονον και ανέγκλητον και οὗ πρότερον ουδέν εστίν ουδ’ ύστερον ουδέ μέλλον ουδέ παρωχημένον ουδέ πρεσβύτερον ουδέ νεώτερον αλλ’ εἷς ὢν ενί τῴ νυν το αεί πεπλήρωκε, και μόνον εστί το κατά τούτον όντως ὂν, οὐ γεγονός ουδ’ εσόμενον ουδ’ αρξάμενον ουδέ παυσόμενον).
Ο Χρόνος είναι περισπασμός, ενώ το άχρονο τώρα, καθότι πάντοτε, είναι ενότης. Το ὂν λοιπόν είναι ενότης, ἔν είναι δει το ὂν, ώσπερ ὂν το ἔν. Η ταυτότης, καθώς είναι έκφραση της αιωνιότητος χωρίς γίγνεσθαι, αποκλείει από το Είναι την ετερότητα, την διαφορετικότητα ! Η ετερότης είναι αρχή και αιτία του μη-είναι.
Το προσωνύμιο «εσύ είσαι» είναι λοιπόν ταυτόσημο με το όνομα «Εσύ είσαι το Ένα», και επομένως αυτό που λέει καθαυτό το όνομα: Α-πόλλων, η μη πολλαπλότης η οποία δεν διαθέτει διαφορά. Η ενότης σαν βασικού χαρακτήρος του Απόλλωνος (του θεού) δικαιολογεί και το άλλο του όνομα: ο «καθαρός» και ο «άγιος», (Φοίβος): το Ένα είναι καθαρό και αγνό (ειλικρινές και καθαρόν) μόνον επειδή είναι ελεύθερο από την διαφορά.
4. Η οντολογία του Πλωτίνου και το Είναι σαν Πνεύμα (Νους)
Ο Πλωτίνος εμβαθύνει και τροποποιεί αυτή την έννοια της ταυτότητος Είναι και Θεού. Το Ένα (στο οποίο ανήκει ακριβώς το όνομα του Θεού), δηλαδή η πρώτη αρχή ή η καθαυτή καταγωγή, δεν είναι το Είναι αλλά είναι πάνω από το Είναι, πέραν του Είναι. Το ΕΝΑ, καθόσον μη Είναι, αφαιρείται από το παν και διακρίνεται από τα όντα, χάρη στο μη-Είναι. (έτερον απάντων, αμιγές πάντων και υπέρ πάντα και αίτιον των πάντων). Το ὂν υπάρχει χάρη στο πνεύμα και επειδή είναι πνεύμα: Μία μόνη Φύσις είναι λοιπόν το ὂν και το πνεύμα: μία μεν οὖν Φύσις το τε ὂν ὃ τε νους (Ενν. V9, 8,16).
Να ζητήσουμε την βοήθεια του Πλωτίνου για να ξεκαθαρίσουμε την προβληματική μας λοιπόν είναι νόμιμο διότι πολλά ουσιώδη στοιχεία της έννοιας τους πνεύματος συμφωνούν με μερικούς χαρακτήρες της χριστιανικής έννοιας του Θεού, οι οποίοι στην επόμενη περίοδο του Πλωτίνου κατανοήθηκαν φιλοσοφικά ! Επιπλέον ο ίδιος ο Πλωτίνος ονομάζει το πνεύμα «μεγάλο Θεό» αναφορικά με το Ένα, το οποίο όμως είναι «βασιλεύς του βασιλέως (πνεύμα) και των βασιλέων, πατέρας των θεών» και μάλιστα συνδεόμενος με τον Νουμένιο ονομάζει το πνεύμα ο «δεύτερος Θεός»! Χάρη στον όρο θεός λοιπόν συμπεραίνεται άμεσα η οντολογική αξιοπρέπεια του πνεύματος.
Το Ένα δεν είναι ὂν, ενώ το ὂν υπάρχει εξ αιτίας του Ενός και μέσω του Ενός: Το Είναι χαρακτηρίζεται από το να μην-είναι. Το ΈΝΑ καθαυτό. Το Ένα προοδεύει στο Είναι και το Είναι, το ὂν είναι η πρόοδος του Ενός. Το Είναι, καθότι ιδιαίτερη Ουσία (υπόσταση), υποχρεώνει σε επιστροφή στο καταγωγικό Ένα την πρόοδό του, δηλαδή τον Εαυτό του σαν πρόοδος από το Ένα (Ενν. V2, 1, 9-12). Αυτή η επιστροφή του όνος ή του Ενός που είναι στο ὂν, στο καθαυτό Ένα πραγματοποιείται σαν αντίληψη ή σκέψη. Το ὂν που υπάρχει έξω από το Ένα, διότι προήλθε από το Ένα, είναι ουσιωδώς πνεύμα, το οποίο αναφέρεται (συσχετίζεται) στον εαυτό του και στην αρχή του στην σκέψη. Το Πνεύμα είναι λοιπόν ο αυτό-στοχασμός του Είναι.
Η σκέψη δεν είναι προϋπόθεση στο πνεύμα. Το πνεύμα σκέπτεται αφ’ εαυτού και λόγω του εαυτού του. Σκέφτεται τον εαυτό του, έτσι ώστε και το αντικείμενό του να μην είναι ξένο απ’ αυτό. Η αυτονομίας της σκέψης του στηρίζεται λοιπόν στην ταυτότητα της νοήσεως και του νοητού, της σκέψης και του αντικειμένου της, της σκέψης και του καρπού της, και επειδή το νόημα είναι το ὂν (η Ιδέα, η νόηση) στηρίζεται στην ταυτότητα σκέψης και Είναι. «Το Πνεύμα λοιπόν είναι το αληθινό ὂν, καθότι το σκέπτεται όχι σαν κάτι που έρχεται από άλλον τόπο (είναι ο Λόγος). Πράγματι το Είναι δεν είναι ούτε πριν ούτε μετά από το Πνεύμα. Το Πνεύμα είναι ο πρώτος νομοθέτης ή καλύτερα, ο ίδιος ο νόμος του όντος» (Ενν. V9, 5, 26-29). Ο νους άρα τα όντα όντως, ουχ οία εστίν άλλοθι νοών· ου γαρ εστίν ούτε προ αυτού ούτε μετ’ αυτόν αλλ’ οίον νομοθέτης πρώτος, μάλλον δε νόμος αυτός του Είναι!
Για να επιβεβαιώσει το γεγονός πως το Πνεύμα είναι τα όντα (οι Ιδέες) ή το άχρονο Είναι, καθότι το σκέπτεται, πως το Πνεύμα υπάρχει σκεπτόμενο τον εαυτό του (η σύγχρονη συνείδηση) και μόνον επειδή το ὂν σκέπτεται το Είναι σαν τον Εαυτό του, ο Πλωτίνος αφαιρεί μια αρχή του Παρμενίδη και την θέτει σαν μοντέλλο μιας απολύτου και υποστατικής σκέψης. «Ταυτόν γαρ εστίν νοείν τε και είναι»! (Παρμενίδης, απόσπασμα Β3, Ενν. V9, 5, 29).
Συνεχίζεται
Aμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου