Παρασκευή 24 Ιουλίου 2015

(Ιστορικά τεκμήρια περί "Δήθεν Διαπραγμάτευσης"): Διάλογος Μηλίων και Αθηναίων: ένα μνημείο πολιτικού αμοραλισμού...Μέρος Β΄


Διάλογος Μηλίων και Αθηναίων: ένα μνημείο πολιτικού αμοραλισμού.

(Αθηναίοι προς Μήλιους :

Και, μεταξύ μας, καλό είναι να μην ξεχνάτε ότι το δίκαιο, όπως το καταλαβαίνουν οι άνθρωποι, ισχύει, όταν οι αντίπαλοι είναι ίσοι. Διαφορετικά οι δυνατοί κάνουν αυτό που θέλουν και οι αδύνατοι υποχωρούν».)
Β΄ μέρος.

γράφει η Καίτη Βασιλάκου

Ο διάλογος Μηλίων και Αθηναίων συνεχίζεται.
Οι Αθηναίοι έχουν εξηγήσει στους Μήλιους ότι θεωρούν επικίνδυνους για την ηγεμονία τους όσους νησιώτες δεν έχουν ακόμα υποτάξει. Τους έχουν επίσης εξηγήσει ότι η συζήτηση που κάνουν, δεν μπορεί να στηριχτεί στην έννοια του δικαίου αλλά στο συμφέρον του ισχυρότερου.

 Ότι αν θέλουν να σωθεί η πόλη τους, πρέπει να υποταχθούν στην αθηναϊκή ηγεμονία. Ότι δεν τους ενδιαφέρει η φιλία τους, αλλά αντίθετα προτιμούν το μίσος τους που θα είναι η απόδειξη της δύναμής τους πάνω στους συμμάχους και τους υποτελείς τους.
Τέλος ότι όσοι νησιώτες έχουν την απαίτηση να παραμείνουν ανεξάρτητοι, είναι απλώς απερίσκεπτοι και αυτό οι Αθηναίοι δεν μπορούν να το επιτρέψουν.


Μήλιοι:
«Επομένως, αν εσείς αναλαμβάνετε τόσο μεγάλους κινδύνους για να μην καταλυθεί η εξουσία σας κι αν οι υπόδουλοι διακινδυνεύουν τόσο πολύ για να απαλλαγούν από αυτήν, τότε εμείς που είμαστε ακόμα ελεύθεροι , θα θεωρηθούμε τελείως ανίκανοι και δειλοί, αν δεν φτάσουμε στα έσχατα προκειμένου να μην υποδουλωθούμε».

Αθηναίοι:
«Δεν χρειάζεται καθόλου να φτάσετε στα έσχατα, αν σκεφτείτε φρόνιμα. Διότι δεν αγωνίζεστε περί αρετής εναντίον ίσων αντιπάλων, όποτε θα ήταν ντροπή να υποχωρήσετε, αλλά αγωνίζεστε για τη σωτηρία σας. Επομένως δεν πρέπει να αντισταθείτε σε πολύ ανώτερούς σας».
Μια παρατήρηση εδώ:
Στους περσικούς πολέμους, για τους οποίους τόσο επαίρονταν οι Αθηναίοι (χωρίς να είναι οι μόνοι από τους Έλληνες που νίκησαν τους Πέρσες), είχαν αγωνιστεί περί αρετής εναντίον πολύ ισχυρότερου αντίπαλου. Η επιθυμία για ελευθερία ήταν αυτό που έδωσε τη νίκη στους Έλληνες και όχι η υπεροπλία και η αριθμητική υπεροχή. Στο διάλογο με τους Μήλιους οι Αθηναίοι φαίνεται να το έχουν ξεχάσει. Απαιτούν μάλιστα υποταγή με την ίδια ωμότητα που την απαιτούσαν οι Πέρσες από τους Έλληνες.
Μήλιοι:
«Ωστόσο καμιά φορά το αποτέλεσμα του πολέμου εξαρτάται από την τύχη και όχι από την υπεροχή δυνάμεων. Αν τώρα εμείς αμέσως χωρίς αντίσταση υποχωρήσουμε, δεν έχουμε καμιά ελπίδα σωτηρίας. Αν όμως αντισταθούμε, υπάρχει ελπίδα να σωθούμε».
Προσέξτε πώς απαντούν οι Αθηναίοι σ’ αυτό το εν πάση περιπτώσει αρκετά ρεαλιστικό επιχείρημα:
«Η ελπίδα την ώρα του κινδύνου είναι παρηγοριά στον άρρωστο. Κι αν βλάψει αυτούς που έχουν άφθονα πολεμικά μέσα, τουλάχιστον δεν τους καταστρέφει εντελώς. Αλλά όσοι τα παίζουν όλα για όλα, όπως στα ζάρια, στηριγμένοι στην ελπίδα, όταν διαψευσθούν, βλέπουν ότι καταστράφηκαν και δεν τους έχει μείνει πια τίποτε. 

Εσείς λοιπόν που είστε αδύναμοι και βρίσκεστε σε τόσο κρίσιμη θέση, κοιτάξτε να μην το πάθετε αυτό. 

Ούτε να μοιάσετε με εκείνους που ενώ μπορούν να σωθούν, όταν ζοριστούν και εξανεμιστεί και η τελευταία φανερή ελπίδα τους, το γυρίζουν στις αφανείς ελπίδες, στους χρησμούς και στις μαντικές και σε όλες αυτές τις ανοησίες που τους προσφέρουν αβέβαιη ελπίδα και τους καταστρέφουν».
Αυτό που τους λένε με άλλα λόγια είναι η γνωστή παροιμία « ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται» και τους συμβουλεύουν να μη φτάσουν ως αυτό το σημείο.
Μήλιοι:
«Ναι, το ξέρουμε, είναι δύσκολο να αγωνιζόμαστε συγχρόνως εναντίον σας και εναντίον της τύχης, εφόσον η τύχη δεν είναι ίση και για τους δυο μας. Αλλά με τη βοήθεια των θεών πιστεύουμε ότι δεν θα είμαστε πιο άτυχοι από σας, γιατί εμείς αγωνιζόμαστε δίκαιοι εναντίον αδίκων.
Κι αν είμαστε πιο αδύναμοι από σας, υπολογίστε και τη δύναμη των Σπαρτιατών που θα προστεθεί. Γιατί αυτοί θα έρθουν οπωσδήποτε σε βοήθειά μας, αν όχι γι άλλο λόγο, τουλάχιστον λόγω φυλετικής συγγένειας και από φιλότιμο, αφού είμαστε άποικοί τους.
Επομένως το θάρρος που επιδεικνύουμε δεν είναι παράλογο».
Και τα δύο επιχειρήματα των Μηλίων είναι σαθρά. Είναι, θα λέγαμε, επιχειρήματα απελπισίας. Οι Αθηναίοι τα καταρρίπτουν πολύ εύκολα :
«Ούτε κι εμείς θα στερηθούμε την εύνοια των θεών. Δεν κάνουμε τίποτα που να είναι αντίθετο προς την ευσέβεια απέναντι στο θείο ή αντίθετο στην ανθρώπινη επιθυμία για τις ανθρώπινες σχέσεις. Σύμφωνα με την κρατούσα αντίληψη, οι θεοί και οι άνθρωποι άρχουν κατά φυσική ορμή εκεί που είναι ανώτεροι. Αυτό το φυσικό νόμο ακολουθούμε κι εμείς. 

Δεν τον έχουμε θέσει εμείς ούτε και είμαστε οι πρώτοι που τον χρησιμοποιούμε. Υπήρχε, τον παραλάβαμε και μετά από μας θα υπάρχει αιώνια. Το ίδιο θα κάνατε κι εσείς στη θέση μας, το ίδιο θα κάνουν όλοι όσοι φτάσουν στο σημείο της δικής μας δύναμης. 

Άρα, όσον αφορά στους θεούς, δεν έχουμε κανένα λόγο να φοβόμαστε ότι θα είμαστε πιο άτυχοι από σας. Όσο για τους Σπαρτιάτες που πιστεύετε ότι θα σας βοηθήσουν, είστε πολύ αφελείς. 

Αυτοί φέρονται τίμια στις δικές τους υποθέσεις μέσα στη χώρα τους. Όταν όμως έχουν να κάνουν με τους άλλους, τότε τίμια είναι γι αυτούς τα ευχάριστα και δίκαια όσα τους συμφέρουν. Άρα δεν σας ωφελεί η παράλογη ελπίδα ότι θα σας βοηθήσουν».
Μήλιοι:
«Εμείς πιστεύουμε το αντίθετο. Ότι δηλαδή για το συμφέρον τους, εφόσον είμαστε άποικοί τους, δεν θα θελήσουν να μας προδώσουν, γιατί έτσι θα φανούν αναξιόπιστοι στους φίλους τους, πράγμα που θα ωφελήσει τους εχθρούς τους».
Αθηναίοι:
«Το συμφέρον συμβαδίζει με την ασφάλεια. Το δίκαιο και το τίμιο γίνεται με κίνδυνο. Τέτοιο πράγμα δεν το αποτολμούν οι Σπαρτιάτες».
Αυτό με σημερινούς όρους θα το λέγαμε ρεαλιστική πολιτική.
Μήλιοι:
«Οι Σπαρτιάτες θα αναλάβουν αυτόν τον κίνδυνο για χάρη μας και θα μας θεωρούν πιστότερους από τους άλλους, γιατί βρισκόμαστε πολύ κοντά στην Πελοπόννησο. Αλλά και ως προς το φρόνημα θα μας βρουν πιστότερους λόγω φυλετικής συγγένειας».
Αυτό, με σημερινούς όρους πάλι, θα το χαρακτηρίζαμε πολιτική αφέλεια. Οι Αθηναίοι, έμπειροι γνώστες της διεθνούς πολιτικής της εποχής τους, γνωρίζουν ότι κάτι τέτοιο δεν θα συμβεί.
Αθηναίοι:
«Η καλή θέληση αυτών που ζητούν βοήθεια, δεν εγγυάται καμιά ασφάλεια στους συμμάχους. Ασφάλεια είναι η πραγματική υπεροχή των δυνάμεων που διαθέτουν. Αυτό ενδιαφέρει τους Σπαρτιάτες. Δεν πρόκειται να έρθουν σε νησί, όσο εμείς είμαστε θαλασσοκράτορες».
Μήλιοι:
«Μπορούν όμως να μας στείλουν άλλους συμμάχους τους. Και ναι μεν, είστε θαλασσοκράτορες εσείς, αλλά το Κρητικό πέλαγος είναι μεγάλο και δεν θα καταφέρετε να τους πιάσετε. Αλλά κι αν ακόμα αποτύχουν οι Σπαρτιάτες στη θάλασσα, μπορούν να στραφούν εναντίον της χώρας σας και εναντίον των συμμάχων σας. 

Και τότε ο πόλεμος που θα αναλάβετε, δεν θα αφορά τη Μήλο, μια ξένη γη για σας, αλλά τον ίδιο σας τον τόπο και την επικράτειά σας».
Κάτι τέτοιο όμως θα σήμαινε παραβίαση της Νικίειου ειρήνης εκ μέρους των Σπαρτιατών. Ήταν άραγε η Μήλος τόσο πολύτιμη γι αυτούς, όσο νομίζουν οι Μήλιοι; Ή απλώς θέλουν να φοβερίσουν τους Αθηναίους σαν το ποντίκι που βρυχάται;
Αθηναίοι:
«Ίσως. Αλλά πολύ καλά γνωρίζετε ότι οι Αθηναίοι δεν έλυσαν ποτέ καμιά πολιορκία από φόβο για άλλες υποθέσεις.
Παρατηρούμε ωστόσο ότι, αν και είπατε ότι θα μιλήσετε για τη σωτηρία σας, όμως παρά τα πολλά σας λόγια, τίποτα δεν αναφέρατε ως τώρα σχετικά με το πώς μπορείτε να σωθείτε. Αυτά όλα που μας αραδιάζετε ως ακλόνητα επιχειρήματα είναι μόνο μελλοντικές ελπίδες, ενώ η δύναμή σας σε σύγκριση με τη δική μας είναι μηδαμινή. 

Θα δείξετε λοιπόν μεγάλη απερισκεψία, αν μετά το τέλος αυτής της συζήτησης δεν αποφασίσετε κάτι λογικότερο. Θα προτιμήσετε με άλλα λόγια την οδό της ντροπής, αν δεν υποταχθείτε με τη θέλησή σας. Η οποία ντροπή οδηγεί σε κινδύνους εξευτελιστικούς και ολοφάνερους.
Πολλοί άνθρωποι μολονότι είδαν το μεγάλο κίνδυνο προς τον οποίο ανοήτως οδηγούνταν, όμως δελεάστηκαν και παρασύρθηκαν από τη δύναμη της λέξης «αισχρό» (την υπακοή δηλαδή στους ισχυρότερους). 

Έτσι έπεσαν εκούσια σε αθεράπευτες συμφορές και δοκίμασαν χειρότερη ντροπή υποδουλωμένοι με δική τους απόφαση. Στη ντροπή αυτή προστέθηκε και η κατηγορία της ανοησίας τους και όχι της κακής τους τύχης.
Από αυτό θα προφυλαχτείτε, αν σκεφτείτε φρόνιμα. Αν δεν θεωρήσετε άπρεπο να υποταχθείτε σε ισχυρότατη πόλη που σας κάνει ήπιες προτάσεις, δηλαδή να γίνετε σύμμαχοί της, να κατέχετε τη χώρα σας και να καταβάλλετε φόρο.
Σας δόθηκε η ευκαιρία να εκλέξετε μεταξύ πολέμου και ειρήνης, μην αποφασίσετε λοιπόν το χειρότερο.
Πολλά κατορθώνουν αυτοί που δεν υποχωρούν στους ίσους τους, που υπακούν στους ισχυρότερούς τους και που φέρονται με μετριοπάθεια στους κατώτερούς τους.
Τώρα που εμείς αποχωρούμε, σκεφτείτε ότι αποφασίζετε για την πατρίδα σας που είναι μία. Με μία μόνο απόφασή σας θα την ανορθώσετε ή θα την καταστρέψετε».
Όταν έφυγαν οι Αθηναίοι, οι Μήλιοι συζήτησαν μεταξύ τους και κατόπιν έδωσαν στους Αθηναίους την εξής περήφανη απάντηση που ηχεί αλλόκοτα σε κείνους αλλοτριωμένους καιρούς:
«Ούτε την αρχική μας απόφαση αλλάζουμε ούτε θα επιτρέψουμε να καταργηθεί μέσα σε λίγο χρόνο η ελευθερία μιας πόλης που κατοικείται εδώ και εφτακόσια χρόνια. Πιστεύοντας στην καλή τύχη από μέρους των θεών και στη βοήθεια από μέρους των ανθρώπων και ιδιαίτερα από μέρους των Σπαρτιατών, θα προσπαθήσουμε να τη σώσουμε.
Σας ζητάμε να φύγετε από τη χώρα μας. Είμαστε φίλοι και με σας και με τους Σπαρτιάτες. Ας κάνουμε μεταξύ μας συνθήκες επωφελείς και για τους δυο μας».
Με τη σειρά τους οι πρέσβεις των Αθηναίων τούς έδωσαν την εξής ειρωνική, περιφρονητική, κυνική και απόλυτα ρεαλιστική απάντηση:
«Όπως φαίνεται από την απόφασή σας, μόνο εσείς από όλους τους ανθρώπους πιστεύετε ότι τα μέλλοντα είναι πιο σίγουρα από αυτά που βρίσκονται μπροστά στα μάτια σας. Βλέπετε να πραγματοποιούνται τώρα τα αόρατα, επειδή αυτό επιθυμείτε. Θα αποτύχετε οικτρά παραδομένοι στις ελπίδες σας, στην τύχη και στους Σπαρτιάτες».
Αμέσως μετά άρχισε η πολιορκία της πόλης της Μήλου.
Το χειμώνα του επόμενου έτους και ίσως μετά από προδοσία οι Μήλιοι εξαντλημένοι από την πείνα αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν άνευ όρων. Οι Αθηναίοι σκότωσαν όλο τον ανδρικό πληθυσμό του νησιού και πούλησαν ως δούλους τις γυναίκες και τα παιδιά τους.
Μετά τη γενοκτονία έστειλαν στο νησί να κατοικήσουν πεντακόσιοι αθηναίοι κληρούχοι.
Μερικές παρατηρήσεις ακόμα:
Μέσα στην τραγωδία του πολέμου, όπως μας την αφηγείται ο Θουκυδίδης, ο διάλογος Αθηναίων και Μηλίων θυμίζει στάσιμο. Ο ιστορικός σταματά για λίγο την εξιστόρηση των γεγονότων και χωρίζει το χορό σε δύο ημιχόρια, τα οποία βάζει να ανταλλάσσουν σκέψεις πάνω στο δίκαιο του πολέμου. 

Κάθε ιδεολογικό πρόσχημα εγκαταλείπεται και ο πόλεμος παρουσιάζεται όπως είναι στην πραγματικότητα. Ο αναγνώστης παρακολουθεί βουβός και παγωμένος.
Οι Αθηναίοι δεν αισθάνονται ότι προσβάλλουν το θείο δίκαιο. Μιλούν για το φυσικό νόμο του ισχυρού που επιβάλλεται πάντα στον αδύνατο:
« Αυτό το φυσικό νόμο ακολουθούμε κι εμείς. Δεν τον έχουμε θέσει εμείς ούτε και είμαστε οι πρώτοι που τον χρησιμοποιούμε. Υπήρχε, τον παραλάβαμε και μετά από μας θα υπάρχει αιώνια. Το ίδιο θα κάνατε κι εσείς στη θέση μας, το ίδιο θα κάνουν όλοι όσοι φτάσουν στο σημείο της δικής μας δύναμης».
Η άποψη αυτή των Αθηναίων βρίσκει την πλήρη εφαρμογή της από τότε μέχρι σήμερα χωρίς καμιά εξαίρεση.
Τα επιχειρήματα των Αθηναίων είναι ωμά και κυνικά και μας προκαλούν αποστροφή. Απορρίπτουν κάθε ευγενική ιδέα και κάθε έννοια δικαίου. Ωστόσο βαθύτατα γνωρίζουμε, όπως εξάλλου το γνωρίζει και ο Θουκυδίδης, ότι τελικά αυτά τα επιχειρήματα θα επαληθευθούν, γιατί αυτή είναι η λογική του πολέμου και της πολιτικής.
Οι Μήλιοι πολέμησαν για την αξιοπρέπεια και την ελευθερία τους, αλλά δυστυχώς η Ιστορία θα δικαιώσει τους Αθηναίους.
Κανείς δεν ήρθε να βοηθήσει τους Μήλιους. Οι Σπαρτιάτες τούς αγνόησαν, γιατί δεν ήθελαν να παραβιάσουν τη Νικίειο ειρήνη. Αγωνίστηκαν λίγοι και αδύναμοι εναντίον πολλών και δυνατών και έχασαν, όπως είχαν προβλέψει οι Αθηναίοι. Η συμπάθειά μας σαφώς κλίνει υπέρ των Μηλίων, κάτι που δεν είναι άσχετο με την τέχνη του ιστορικού.
Αν και στο διάλογο οι Αθηναίοι ισχυρίστηκαν ότι οι δυνατοί φέρονται με μετριοπάθεια στους αδύνατους, οι ίδιοι φέρθηκαν με απίστευτη σκληρότητα, όταν οι Μήλιοι συνθηκολόγησαν.
Τέλος:
Γιατί οι Μήλιοι δεν δέχτηκαν τις προτάσεις των Αθηναίων;
Δεν στάθμισαν σωστά τα δεδομένα τους; Ήταν επιπόλαιοι; Ήταν πατριώτες; Βασίστηκαν υπερβολικά σε φρούδες ελπίδες;
Η απάντηση ίσως υπάρχει στα τελευταία λόγια των Αθηναίων: «Θεωρείτε τα μέλλοντα πιο βέβαια από αυτά που βρίσκονται μπροστά στα μάτια σας».
Οι Μήλιοι έκαναν κακούς υπολογισμούς.
Μια αμαχητί παράδοση θα ήταν οπωσδήποτε όνειδος. Δεν φαντάστηκαν όμως ότι θα έμεναν μόνοι και αβοήθητοι ως το τέλος.
Αυτό το παράδοξο έχει η περίπτωσή τους, όπως μας την παραθέτει ο Θουκυδίδης. Θαυμάζουμε το φρόνημά τους, ενώ παράλληλα ξέρουμε ότι η λογική των πραγμάτων θα δικαιώσει τους Αθηναίους.
Γενναίοι ή επιπόλαιοι;
Άνθρωποι ελεύθεροι ή κακοί υπολογιστές;
Ό,τι κι αν ισχύει, οι Μήλιοι παραμένουν συμπαθείς και τραγικοί ως το τέλος.
(Θουκ. Ε, 84-116)

Δεν υπάρχουν σχόλια: