Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2025

XΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ - Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ (17)

  Συνέχεια από: Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2025

ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ

Σπουδή στον Ιωάννη της Κλίμακος

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΩΔΩΝΗ, 1971

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

Η ΚΑΤΑΦΑΣΗ ΣΤΟ ΠΑΘΟΣ 

Στὴ διδασκαλία τῆς Κλίμακος τοῦ Ἰωάννου βρίσκουμε ἀναλυτικὰ διατυπωμένη τὴν ἄποψη ὅτι τὰ πάθη εἶναι «συστατικὰ τῆς φύσεως ἰδιώματα» καταρχήν θετικά, ποὺ διαστρέφονται ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη θέληση καὶ τὴν ἐπαναστατημένη ἐπιθυμία1. Ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀφετηριακὰ ἀγαθή, τίποτα στὴ φύση δὲν εἶναι οὐσιαστικά κακό.

«Κακία ἢ πάθος φυσικῶς ἐν τῇ φύσει οὐ πέφυκεν. Οὐ γὰρ ἐστι κτίστης παθῶν ὁ Θεός»2.

Δὲν εἶναι ἡθικὰ ἀδιάφορη ἡ φύση, ὅπως τὴν ὥρισε ὁ ᾿Αριστοτέλης καὶ ἀργότερα ὁ ᾿Ακινάτης, δὲν εἶναι ἁπλῶς τὸ οὐδέτερο ἔδαφος στὸ ὁποῖο ἡ ἀνθρώπινη θέληση πραγματοποιεῖ τὴν ἀρετὴ ἢ τὴν κακία. Ἡ φύση εἶναι καταρχὴν ἀγαθὴ γιατὶ εἶναι ποίημα τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ Θεὸς «ἐποίησε τὰ πάντα καλὰ λίαν»3. Ἡ ἁμαρτία, ριζωμένη στὴν ἀνθρώπινη θέληση δὲν εἶναι μιὰ δυνατότητα τῆς φύσεως, ἀλλὰ ἕνα παράσιτο τῆς φύσεως.[ΤΑ ΙΔΙΩΜΑΤΑ TA ΟΠΟΙΑ ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΑΜΕ ΣΕ ΠΑΘΗ ΑΝΗΚΟΥΝ ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΞΟΔΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ, ΑΦΟΥ ΠΑΡΑΔΩΣΑΜΕ ΑΜΑΧΗΤΙ ΤΗ ΦΥΣΗ ΣΤΟΝ ΕΧΘΡΟ ΜΑΣ. ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΚΑΛΑ ΛΙΑΝ ΔΕΝ ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ ΠΛΕΟΝ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟ ΑΛΛΟΙΩΜΕΝΟ ΚΑΤ' ΕΙΚΟΝΑ]

«Ηπατήθησαν δέ τινες φήσαντες
φυσικὰ εἶναί τινα τῶν παθῶν ἐν τῇ ψυχῇ,
ἀγνοήσαντες ὅτι τὰ συστατικὰ τῆς φύσεως
ἰδιώματα ἡμεῖς εἰς πάθη μετηνέγκαμεν. Οἷον·
φύσει ἐν ἡμῖν ἡ σπορὰ διὰ τεκνογονίαν,
μετεποιήσαμεν δὲ ἡμεῖς αὐτὴν εἰς πορνείαν·
φύσει ἐν ἡμῖν ὁ θυμὸς κατὰ τοῦ ὄφεως,
κεχρήμεθα δὲ ἡμεῖς αὐτῷ κατὰ τοῦ πλησίον·
φύσει ἐν ἡμῖν ὁ ζῆλος διὰ τὸ τὰς ἀρετὰς ζηλοῦν,
ἡμεῖς δὲ ἐπὶ κακῷ ζηλοῦμεν·
φύσει τῇ ψυχῇ πρόσεστι τὸ δόξης ἐπιθυμεῖν,
ἀλλὰ τῆς ἄνω·
φύσει τὸ ὑπερηφανεύεσθαι,
ἀλλὰ κατὰ τῶν δαιμόνων·
ὁμοίως ἡ χαρά,
ἀλλὰ διὰ τὸν Κύριον καὶ τὴν τοῦ πλησίον εὐπραγίαν·
εἰλήφαμεν καὶ μνησικακίαν,
ἀλλὰ κατὰ τῶν ἐχθρῶν τῆς ψυχῆς·
εἰλήφαμεν ἔφεσιν τρυφῆς,
οὐ μέντοι ἀσωτίας»4.

Ἡ προγενέστερη πατερικὴ διδασκαλία ποὺ ὥρισε τὰ πάθη «ἀφορμηθέντα ἐκ τῆς κτηνώδους ἀλογίας» δὲν γίνεται δεκτὴ ἀπὸ τὴν Κλίμακα. Ἐδῶ ὡς ἀφετηρία τῶν παθῶν ὁρίζονται τὰ συστατικά τῆς φύσεως ἰδιώματα ποὺ εἶναι θετικά καθεαυτὰ[ ΣΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΖΩΗΣ ΤΗΣ ΠΤΩΣΕΩΣ] καὶ ὄχι ἄλογα ἢ κτηνώδη. Τὰ ἴδια τὰ πάθη στὴν ἀρχική, «φυσική» τους καταβολὴ συνιστοῦν προτερήματα καὶ ἀρετὲς τῆς φύσεως: ἡ μνησικακία καὶ ἡ ἔφεση τῆς τρυφῆς καὶ ἡ ἐπιθυμία τῆς δόξας καὶ ἡ ὑπερηφάνεια καὶ ὁ θυμὸς καὶ ὁ φυσικὸς τρόπος τῆς διαδοχῆς εἶναι θετικὰ ἰδιώματα ποὺ ἀναφέρονται στὴν καταρχὴν ὑπαρκτικὴ πραγματικότητα τοῦ ἀνθρώπου «κατὰ λόγον» καὶ «κατὰ φύσιν» καὶ ὄχι σὲ μιὰ ἀφετηριακή κτηνώδη ἀλογία τῆς φύσεως. Μόνο ἡ ἁμαρτία εἶναι ἡ θεληματικὴ ἀλλοίωση τῶν φυσικῶν αὐτῶν ἰδιωμάτων, ἡ ἐπαναστατημένη ἀπολυτοποίησή τους, ἡ ἀποστασία ἀπὸ τὴ «φυσική» – «κατὰ λόγον» καὶ «κατὰ φύσιν» – ζωή. Αν στὴν καθημερινὴ ἐμπειρία καὶ ἔκφραση τὸ πάθος ταυτίζεται καὶ γίνεται συνώνυμο μὲ τὴν κακία αὐτὸ ὀφείλεται καὶ σὲ μιὰ λαθεμένη ἀγωγὴ δυσπιστίας γιὰ τὰ θετικὰ ἰδιώματα τῆς φύσεως, ἀλλά, οπωσδήποτε, καὶ στὸ γεγονὸς ὅτι συναντᾶμε συχνότερα τὴν ἀλλοίωση καὶ διαστροφὴ τῶν ἰδιωμάτων τῆς φύσεως καὶ ὄχι τὴν ἀγαθὴ ἀρχική τους μορφὴ καὶ φανέρωση.[ΤΙΠΟΤΕ ΑΓΑΘΟ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ, ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΕΔΑΦΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΩΝ ΠΑΝΤΩΝ. Η ΜΗΤΡΑ ΤΩΝ ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΕΧΝΗΤΩΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΩΝ]

(Συνεχίζεται)

Σημειώσεις
1. Ἔχουν τὰ πάθη καταρχὴν ἕνα ἠθικὸ προσδιορισμό; Οἱ ἀπόψεις τῆς Κλίμακος προϋποθέτουν μιὰ σύντομη ἱστορικὴ ἀναδρομή.
Πρῶτος ὁ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ εἶχε ἀπαντήσει στὸ ἐρώτημα ἀρνητικά. «Πάθη μὲν οὖν οὐκ εἰσὶν οὔθ᾽ αἱ ἀρεταὶ οὔθ᾽ αἱ κακίαι, ὅτι οὐ λεγόμεθα κατὰ τὰ πάθη σπουδαῖοι ἢ φαῦλοι, κατὰ δὲ τὰς ἀρετὰς καὶ τὰς κακίας λεγόμεθα καὶ ὅτι κατὰ μὲν τὰ πάθη οὔτ᾽ ἐπαινούμεθα οὔτε ψεγόμεθα (οὐ γὰρ ἐπαι νεῖται ὁ φοβούμενος, οὐδὲ ψέγεται ὁ ἁπλῶς ὀργιζόμενος ἀλλ᾿ ὁ πῶς) κατὰ δὲ τὰς ἀρετὰς καὶ τὰς κακίας ἐπαινούμεθα ἢ ψεγόμεθα. ἔτι ὀργιζόμεθα καὶ ἐπαινούμεθα ἀπροαιρέτως, αἱ δὲ ἀρεταὶ προαιρέσεις τινὲς ἢ οὐκ ἄνευ προαιρέσεως». (Ηθικά Νικομάχεια ΙΙ 4, 1105 β΄ 28 - 1106α 6).
Σύμφωνα, λοιπόν, μὲ τὴν ἀντίληψη τοῦ ᾿Αριστοτέλη τὰ πάθη καθεαυτὰ ἔχουν χαρακτήρα ἠθικὰ ἀδιάφορο, δὲν μποροῦμε νὰ τὰ κατατάξουμε στὶς ἀρετὲς ἢ στὶς κακίες ἀφοῦ ἐκδηλώνονται «ἀπροαιρέτως». Ἡ ἀνθρώπινη προαίρεση εἶναι ποὺ δίνει στὰ πάθη ἠθικὸ προσδιορισμό. Πρὶν ἀπὸ τὸν προσδιορισμὸ τῆς προαιρέσεως τὰ πάθη εἶναι ἁπλῶς μιὰ ἀπὸ τὶς τρεῖς περιοχές «τῶν ἐν τῇ ψυχῇ γινομένων». Ο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ὀρίζει ὅτι «τὰ ἐν τῇ ψυχῇ γινόμενα τρία ἐστί, πάθη δυνάμεις ἔξεις... λέγω δὲ πάθη μὲν ἐπιθυμίαν ὀργὴν φόβον θάρσος φθόνον χαρὰν φιλίαν μίσος πόθον ζῆλον ἔλεον, ὅλως οἷς ἔπεται ἡδονὴ ἢ λύπη... πρὸς δὲ τούτοις κατὰ μὲν τὰ πάθη κινεῖ-σθαι λεγόμεθα, κατὰ δὲ τὰς ἀρετὰς καὶ τὰς κακίας οὐ κινεῖσθαι ἀλλὰ διακεῖσθαί πως» (1105β 20 κ.ε.). Δὲν διατυπώνεται ἀπὸ τὸν ᾿Αριστοτέλη καμμιὰ ἐπιφύλαξη γιὰ τὰ φυσικὰ αὐτὰ κινήματα τῆς ψυχῆς ποὺ ἔχουν ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ἡδονὴ ἢ τὴ λύπη. Δὲν ὑπάρχει πρόβλημα γιὰ τὸν λογικὸ ἢ ἄλογο χαρακτήρα τῶν παθῶν. ᾿Αν ὑπάρχη κάποιος βιολογικός - σωματικός χαρακτήρας στὰ πάθη εἶναι μόνο τὸ ὅτι βρίσκουν τὴν ἔκφρασή τους διαμέσον τοῦ σώματος, εἶναι «ἀχώριστα τῆς φυσικῆς ὕλης τῶν ζώων». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὸ πάθος, παρόλο ποὺ εἶναι μιὰ κίνηση τῆς ψυχῆς, ἔχει ταυτόχρονα καὶ μιὰν ἄμεση ἀναφορὰ στὸ σῶμα, εἶναι κίνησις «ἀθρόα καὶ αἰσθητὴ εἰς τὴν ὑπάρχουσαν φύσιν». (Βλ. Περὶ ψυχῆς Ι, 403α 16 - Ρητορ. ΙΙ, 1369β 33).
᾿Αντίθετα μὲ τὸν ᾿Αριστοτέλη οἱ Στωϊκοὶ εἶδαν τὸ πάθος νὰ ἀντιστρατεύεται στὸ ἀνθρώπινο λογικὸ μὲ μιὰ δύναμη φυσικὴ καὶ ἄλογη. Τὸ εἶδαν ὡς θυελλώδη ψυχοσωματική κίνηση στὴν ὁποία μετέχει ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος, γιατὶ μέσα στὸ πάθος ἐνεργοῦν οἱ ἄλογες δυνάμεις καὶ τοῦ σώματος καὶ τῶν αἰσθήσεων καὶ τοῦ νοῦ. (Βλ. Ρaul BARTH, Die Stoa, Stuttgart 1946, σελ. 189. J. HIRSCHBERGER, Geschichte der Philosophie, Ι, σελ. 258. Michael WITTMANN, Die Ethik des hl. Thomas von Aquin, München 1933, unveränderter Nachdruck 1962, Frankfurt, σελ. 199).
᾿Αφετηρία τῶν παθῶν εἶναι οἱ παραστάσεις τῶν αἰσθήσεων. Οἱ παραστάσεις τῶν αἰσθήσεων εἶναι πάντοτε ὑποκειμενικὲς καὶ γι' αὐτὸ πολὺ συχνά λαθεμένες, σκοτίζουν τὸ λογικὸ καὶ δὲν τὸ ἀφήνουν νὰ ἐνεργήση σωστά. Ἡ Ἠθικὴ τῶν Στωϊκῶν ἀποβλέπει νὰ χαλιναγωγήση τὰ πάθη ἀπαλλάσσοντας τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὶς λαθεμένες ἀντιλήψεις, ἐντυπώσεις καὶ καταστάσεις ποὺ δημιουργοῦν οἱ παραστάσεις καὶ φαντασιώσεις τῶν αἰσθήσεων. Γράφει χαρακτηριστικά ὁ ΕΠΙΚΤΗΤΟΣ :
«Μέμνησο, ὅτι οὐχ ὁ λοιδορῶν ἢ τύπτων ὑβρίζει, ἀλλὰ τὸ δόγμα τὸ περὶ τούτων, ὡς ὑβριζόντων. ὅταν οὖν ἐρεθίσῃ σε τις, ἴσθι, ὅτι ἡ σή σε ὑπόληψις ἠρέθισε τοιγαροῦν ἐν πρώτοις πειρῶ ὑπὸ τῆς φαντασίας μὴ συναρπασθῆναι· ἂν γὰρ ἅπαξ χρόνου καὶ διατριβῆς τύχοις, ρᾷον κρατήσεις σεαυτοῦ». Εγχειρίδιον, Κεφ. η' ἔκδοσις Dresdae et Lipsiae 1756, σελ. 54). Αὐτὴ ἡ ἀναγωγὴ ἀπὸ τὶς φαντασιώσεις τῶν αἰσθήσεων στὴν ἀταραξία τοῦ νοῦ συνιστᾶ τὴν ὁδὸ τῆς στωϊκῆς «ἀπάθειας», στὴν ὁποία θὰ χρειαστῆ νὰ ἐπανέλθουμε.
O ZENKOWSKY σημειώνει (Das Bild vom Menschen in der Ostkirche, σελ. 52) ὅτι στὴν ψυχολογία τῶν Στωϊκῶν βρίσκουμε ἀρκετὰ νωρὶς κάποιο μετριασμὸ τῆς ἀρχικῆς θέσεως γιὰ τὸν «ἄλογο» (χωρίς λόγο - χωρὶς λογικό, πνεῦμα Θεοῦ) χαρακτήρα τῶν παθῶν. Ἡ διαπίστωση δὲν ἀναφέρεται σε συγκεκριμένα ἀποσπάσματα τῆς διδασκαλίας τῶν Στωϊκῶν. Τὸ μόνο ἔρεισμα θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι οἱ ἀπόψεις γιὰ τὰ εὐγενῆ πάθη ποὺ ἔχουν διατυπωθῆ ἀπὸ τοὺς Στωϊκοὺς (HIRSCH-BERGER I, 260). Τὰ εὐγενῆ πάθη εἶναι ἡ θετικὴ ἐκδοχὴ τῶν ἄλογων παθῶν. Ἡ ἐπιθυμία, ὁ πόθος, εἶναι τὸ ἄλογο πάθος, ἡ ἀγαθὴ θέληση τὸ εὐγενές, Παρόμοια ἀντιστοιχία ὑπάρχει ἀνάμεσα στὸ φόβο καὶ στὴ σύνεση, στὴν ἡδονὴ καὶ στὴ χαρά. Πρόκειται γιὰ «ἐξανθρωπισμένες» διασκευὲς τῶν καταρχὴν ἄλογων παθῶν.
Μαζὶ μὲ τοὺς Στωϊκοὺς καὶ ὁ ΦΙΛΩΝ συμμμερίζεται τὴν ἀντίληψη περὶ τῆς ἀλογίας τῶν παθῶν. «Πᾶν μὲν πάθος ἐπίληπτον, γράφει, ἐπεὶ καὶ πᾶσα ἄμετρος καὶ πλεονάζουσα ὁρμὴ καὶ τῆς ψυχῆς ἡ ἄλογος καὶ παρὰ φύσιν κίνησις ὑπαίτιος... εἴ τις οὖν μὴ μέτρα ταῖς ὁρμαῖς ὁρίζει μηδὲ χαλινὸν ὥσπερ τοῖς ἀφηνιασταῖς ἵπποις ἐντίθησι, πάθει χρῆται δυσιάτῳ, κάπειτα λήσεται διὰ τὸν ἀφηνιασμὸν ἐξενεχθεὶς οἷα ὑπὸ ἁρμάτων ἡνίοχος εἰς φάραγγας ή βάραθρα δυσαναπόρευτα, ἐξ ὧν μόλις ἔστι σώζεσθαι». (Περὶ τῶν ἐν μέρει διαταγμάτων, - De Spec. Leg. Βιβλ. IV 79, Έκδοσις Berolini 1906).
῎Αν καὶ εἶναι σύγχρονες, σχεδόν, μὲ τὴν Καινή Διαθήκη οἱ διδασκαλίες αὐτές, ὡστόσο δὲν ἐπέδρασαν στὰ κείμενα τῶν Εὐαγγελίων ἢ στὸν Παῦλο. ῾Ο ᾿Απόστολος Παῦλος χρησιμοποιεῖ τὸν ὅρο «πάθος» σὲ τρεῖς μόνο περιπτώσεις, ἀλλὰ μὲ τὸ περιεχόμενο μὲ τὸ ὁποῖο χρησιμοποιήθηκε ἀπὸ τὴν Ιουδαϊκὴ καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν ἐλληνική γραμματεία (βλ. Wilhelm MICHAELIS, πάθος – ThWNT, IV, 927). «Οἱ χαρακτηριστικοὶ ὅροι τῆς στωϊκῆς Ἠθικῆς λείπουν ἐντελῶς ἀπὸ τὸν Παῦλο, (ἀπάθεια, ἀταραξία, εὐδαιμονία, ὅπως καὶ : ἡγεμονικόν, φαντασία) ἢ χρησιμοποιήθηκαν μὲ τὴ σημασία ποὺ εἶχαν στὴν κοινὴ γλώσσα καὶ ὄχι μὲ τὸ εἰδικὸ φιλοσοφικό τους περιεχόμενο (π.χ. πάθος καὶ δόξα). Περὶ «παθῶν ἀτιμίας» δὲν μιλάει κανένας ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες καὶ ἡ ἐξομοίωση τῆς ἔννοιας τοῦ πάθους μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἐπιθυμίας (Κολάσ. 3,5) ἦταν γιὰ τοὺς Στωϊκούς λογικὰ ἀδύνατη. ᾿Αλλὰ καὶ τὸ πνεῦμα, ἡ κεντρικὴ ἔννοια τῆς παυλιανῆς ἀνθρωπολογίας, δὲν ἔχει καμμιὰ σχέση μὲ τὸ πνεῦμα τῶν Στωϊκῶν». (Μax POHLENZ, Paulus und die Stoa, Zeitschrift für die neutestamentliche Wissenschaft und die Kunde der älteren Kirche, 42 (1949) σελ. 81, 82). Ο Παῦλος ἀναφέρεται σὲ «πάθη ἀτιμίας» προσδιορίζοντας συγκεκριμένα τὶς ἐρωτικές διαστροφές (Ρωμ. 1, 26). Καὶ στὶς δυὸ ἄλλες περιπτώσεις ποὺ ἀναφέρεται στὸ πάθος (Κολασ. 3,5 – 1 Θεσ. 4,5) ἡ ἔννοια καὶ πάλι δὲν εἶναι γενική, δὲν προϋποθέτει τὸ πάθος ὡς καθαρή φύση (naturam puram), ἀλλὰ εἶναι ταυτόσημη μὲ τὴν ἐρωτικὴ ἐπιθυμία, ἀκριβῶς ὅπως καὶ στὴν παράδοση τῆς ἰουδαϊκῆς γραμματείας (βλ. Τh WNT, V, 926-927).
Δύσκολο πρόβλημα, ποὺ θὰ χρειαζότανε μιὰ ἐπίπονη καὶ εὐρύτατη μελέτη γιὰ νὰ ἐρευνηθῆ καὶ νὰ ἑρμηνευθῆ, εἶναι ἡ περὶ πάθους διδασκαλία τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς ᾿Ανατολῆς. Φαίνεται ὅτι ὑπάρχει μιὰ καταρχὴν κοινὴ πεποίθηση γιὰ τὸν ἄλογο καὶ κτηνώδη χαρακτήρα τῶν παθῶν, ὅμως αὐτὴ ἡ ἀλογία καὶ κτηνωδία δὲν ἀναφέρεται στη φύση ἀλλὰ στὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου. Τὰ πάθη καθεαυτὰ ἔχουν μόνο ἀρνητικό χαρακτήρα, συνιστοῦν τὴ διαφθορὰ τῆς «πεπτωκυίας» φύσεως καὶ εἶναι ἡ ἀρνητικὴ προϋπόθεση τῆς ἠθικῆς προσπάθειας τοῦ ἀνθρώπου. Αν ὁ πονηρὸς νοῦς συνεργήση μὲ τὰ πάθη, τότε αὐτὰ ἑδραιώνονται ὡς κακίες, ἂν ἡ ἀγαθὴ θέληση κυριαρχήση στὰ πάθη, ὑπάρχει δυνατότητα νὰ ἐξελιχθοῦν σὲ ἀρετές. Ο ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ διαγράφει ἐπιγραμματικὰ αὐτὸ τὸ ἐνδεχόμενο : «Τὰ καθ᾿ ἕκαστον πάθη πάντα τῆς κτηνώδους ἀλογίας ἀφορμηθέντα, διὰ τῆς πονηρᾶς τοῦ νοῦ χρήσεως κακία ἐγένετο, ὥσπερ οὖν καὶ τὸ ἔμπαλιν, εἴπερ ὁ λογισμὸς τῶν τοιούτων κινημάτων ἀντιμεταλάβοι τὸ κράτος, εἰς ἀρετῆς εἶδος ἕκαστον τούτων ἀντιμεταθίσταται... ᾿Αλλ᾽ ἐπειδὴ βαρεῖά τις ἐστὶ καὶ κατωφερὴς ἡ τῆς ἁμαρτίας ροπή, πλεῖον τὸ ἕτερον γίνεται· μᾶλλον γὰρ τῷ βάρει τῆς ἀλόγου φύσεως συγκατασπᾶται τὸ ἡγεμονικὸν τῆς ψυχῆς, ἤπερ τῷ ὕψει τῆς διανοίας τὸ βαρύ τε καὶ χοϊκὸν ἀνυψοῦται». (Περὶ ἀνθρ. κατασκ. ΙΗ' Migne P.G. 44, 193).
Τόσο ὁ Νύσσης ὅσο καὶ ὁ Χρυσόστομος καὶ ὁ Δαμασκηνὸς ἀναφέρουν τὸν κτηνώδη καὶ ἄλογο χαρακτήρα τοῦ πάθους κατεξοχὴν στὴν ἐρωτικὴ ἐπιθυμία, ὄχι ὅμως μὲ τὴν παυλιανὴ ἔννοια τῆς ὁρμῆς ποὺ ἀντιστρατεύεται τὴν ἀγαθὴ θέληση τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ μὲ τὴν ἔννοια τῆς φυσικῆς ἀναγκαιότητος γιὰ τὴ διαδοχὴ τοῦ ἀνθρώπινου γένους ποὺ εἶναι καθεαυτὴν ἄλογη καὶ κτηνώδης. Ο τρόπος τῆς διαδοχῆς καθεαυτὸν συνιστᾶ μιὰ πτώση καὶ διαφθορά. Αν καὶ ἡ διάκριση τῶν φύλων, σύμφωνα μὲ τὴ διήγηση τῆς γενέσεως, εἶναι προπτωτικὴ καὶ ἡ αὔξηση καὶ ὁ πολλαπλασιασμὸς τῶν ἀνθρώπων ἀποτέλεσμα ἰδιαίτερης εὐλογίας τοῦ Θεοῦ (Γεν. 1, 28), ὡστόσο οἱ Πατέρες ποὺ ἀναφέραμε ὑποστηρίζουν ὅτι θὰ ἐπικρατοῦσε ἄλλος τρόπος διαδοχῆς στὸ ἀνθρώπινο γένος, «ἄρρητος καὶ ἀνεπινόητος στοχασμοῖς ἀνθρωπίνοις τρόπος», αὐτός ποὺ ἰσχύει γιὰ τὴ φύση τῶν ἀγγέλων, ἂν δὲν μεσολαβοῦσε ἡ πτώση. Ἐπειδὴ ἡ θεία Οἰκονομία προέβλεπε τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου, προνοητικὰ «ἐγκατεσκεύασε τῇ φύσει ἀντὶ τῆς ἀγγελικῆς μεγαλοφυΐας τὸν κτηνώδη τε καὶ ἄλογον τῆς ἐξ ἀλλήλων διαδοχῆς τρόπον» (ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Περὶ ἀνθρ. κατασκ. ΙΖ' Migne PG. 44). «Μέχρι τῆς παραβάσεως καθάπερ ἄγγελοι οὕτω διητῶντο ἐν τῷ παραδείσῳ, οὐχ ὑπὸ ἐπιθυμίας φλεγόμενοι, οὐχ ὑπὸ ἑτέρων παθῶν πολιορκούμενοι, οὐ ταῖς ἀνάγκαις τῆς φύσεως ὑποκείμενοι» (ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εἰς τὸ κεφ. II τῆς Γενέσεως, ὁμιλία ΙΕ', Migne P.G. 53, 125). «Η πρώτη πλάσις γένεσις λέγεται καὶ οὐ γέννησις. Γένεσίς μεν γάρ ἐστι ἡ ἐκ Θεοῦ πρώτη πλάσις· γέννησις δέ, ἡ ἐκ καταδίκης τοῦ θανάτου, διὰ τὴν παράβασιν ἐξ ἀλλήλων διαδοχή». (ΙΩΑΝ. ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Περὶ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, βιβλ. Β΄ 30, Migne P.G. 94, 976β. Βλ. καὶ Π.Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Δογματική Ι, 507 - 509). Μὲ τὴν ἄποψη αὐτὴ συντονίζεται καὶ ὁ ΜΑΞΙΜΟΣ ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, παρόλο ποὺ ἔχει δεχθῆ καὶ ἀντίθετες ἐπιδράσεις. (Βλ. LOSSKY, Théologie mystique... σελ. 103 καὶ H.U.v. BALTHASAR, Kosmische Liturgie, σελ. 184). Γράφει περὶ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ δευτέρου ᾿Αδὰμ ὁ ἅγιος Μάξιμος ὅτι «τὸ παθητὸν φυσικῶς εἰληφὼς τὸ ἁμαρτητικὸν οὐ προσείληφε καὶ γίνεται νέος ᾿Αδάμ, γένεσιν λαμβάνων τὴν αὐτὴν ἀναμάρτητον καὶ γεννήσεως τῆς αὐτῆς παθητῆς ἀνεχόμενος... τῆς μὲν πρώτης καὶ τιμίας τὴν δευτέραν καὶ ἄτιμον ποιούμενος σωστικήν τε καὶ ἀνανεωτικήν, τῆς δὲ δευτέρας τὴν πρώτην συστατικὴν καὶ περιποιητικὴν καταστήσας. Ακρα δέ φημι τῆς μὲν γενέσεως πρώτης καὶ τιμίας ὑπαρχούσης τὸ ἄφθαρτον, ὡς ἀναμαρτησίας ἀρχή, τῆς δὲ γεννήσεως ὡς δευτέρας οὔσης καὶ ἀτίμου τὸ ἁμαρτητικόν, ὡς παντὸς πάθους αἴτιον καὶ φθορᾶς». (Περὶ διαφόρων ἀπόρων, Migne P.G. 91, 1317 ΑΒ). Ὑπάρχει, ὡστόσο, σαφέστατα ἀνεπτυγμένη μέσα στὴν Πατερική γραμματεία καὶ ἡ καταξίωση τῆς ἐρωτικῆς δυνατότητος τοῦ ἀνθρώπου, τῆς «ἀγαπητικῆς δυνάμεώς» του. Ἡ ὑπέρβαση τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς πτώσεως ἀναδείχνει τὴν ἐρωτικὴ δυνατότητα σὲ κατεξοχήν ὁδὸ Θεογνωσίας. (Βλ. Χρ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Η Θεολογία τῆς ἀπουσίας καὶ τῆς ἀγνωσίας τοῦ Θεοῦ, σελ. 81 κ.ε.).
Στὴ Δύση ἡ διδασκαλία τοῦ ΘΩΜΑ ΑΚΙΝΑΤΗ ἐμφανίζεται συνεπής στὴν ἀριστοτελικὴ ἀντίληψη γιὰ τὰ πάθη. Ὁ ᾿Ακινάτης δὲν ἀναγνωρίζει ἄλογα στοιχεῖα στὸ πάθος, ὁ χαρακτήρας τῶν παθῶν εἶναι καταρχὴν ἠθικὰ ἀδιάφορος. Ὁ ἁμαρτητικὸς χαρακτήρας τοῦ πάθους εἶναι ἀποτέλεσμα πειθαρχίας ἢ ἀπειθαρχίας στὸν λόγο. (Ad tertium dicendum quod passiones animae, inquantum sunt paeter ordinem rationis, inclinant ad peccatum: inquantum autem sunt ordinatae a ratione, pertinent ad virtutem. Summa Theologica, 10, I-II, 22-48, Έρωτ. 24, De bono et malo in animae passionibus, Άρθρο 2). Ο WITTMANN στὸ βιβλίο του «Die Ethik des hl. Thomas von Aquin» διαπραγματεύεται διεξοδικὰ τὶς ἀντιλήψεις τοῦ ᾿Ακινάτη γιὰ τὰ ἀνθρώπινα πάθη σὲ ξεχωριστὸ κεφάλαιο (σελ. 195 - 216). Θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθῇ ὡς συμπερασματική του διατύπωση ἡ ἀκόλουθη: «Ὁ σχολαστικός (᾿Ακινάτης) ὁρίζει τὴ σχέση ἀνάμεσα στὸ πάθος καὶ στὴν ἠθικὴ πράξη ἀκριβῶς μὲ τὴν ἀριστοτελικὴ ἔννοια, μόνο ποὺ τὴν ἀντιλαμβάνεται καὶ τὴν ἐκφράζει ἀκριβέστερα. Όπως ὁ ἕλληνας φιλόσοφος (ὁ ᾿Αριστοτέλης) ἔτσι καὶ ὁ χριστιανός θεολόγος (᾿Ακινάτης) εἶναι ἐξίσου βεβαιωμένος ὅτι μιὰ ἰσχυρὴ θέληση καθεαυτὴν προηγεῖται τοῦ πάθους καὶ ὅτι μιὰ τέτοια συνύπαρξη ἐξυψώνει τὴν ἀξία τῆς ἠθικῆς θελήσεως καὶ πράξεως. Ἡ ἀρετὴ δὲν ἐξαφανίζει τὰ πάθη, ἀλλὰ τὰ ἱεραρχεῖ» (σελ. 198).
2. ΚΣΤ΄ μα΄ 131.
3. Γεν. 1, 31.
4. ΚΣΤβ΄ μα΄ 142.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Αμέθυστε το τελευταίο σου σχόλιο [ΤΙΠΟΤΕ ΑΓΑΘΟ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ, ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΕΔΑΦΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΩΝ ΠΑΝΤΩΝ. Η ΜΗΤΡΑ ΤΩΝ ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΕΧΝΗΤΩΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΩΝ] δεν το πιάνω. Πώς συνδέεται μ' αυτό που λέει ο Γιανναράς για τα τὰ πάθη που εἶναι «συστατικὰ τῆς φύσεως ἰδιώματα» καταρχήν θετικά και μ' αυτό που γράφεις "ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΚΑΛΑ ΛΙΑΝ ΔΕΝ ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ ΠΛΕΟΝ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟ ΑΛΛΟΙΩΜΕΝΟ ΚΑΤ' ΕΙΚΟΝΑ (μετά την πτώση)";

amethystos είπε...

Λογικώς δέν ταυτίζεται η Φύση μέ τήν φύση τού ανθρώπου, διότι υπάρχει στή μέση ο νούς, ο οποίος απορρίπτεται από τήν νεωτερικότητα. Συνέπεια τής ταυτίσεως είναι η ταύτιση τής φυσικής μέ τήν μεταφυσική όπως διαμορφώθηκε από τόν ΓΑΛΙΛΑΊΟ. Ο οποίος εισήγαγε στήν θέση τής φύσεως τού ανθρώπου τήν βαρύτητα τής φύσεως. Ο Κύριος έλαβε τά αδιάβλητα πάθη δηλ. στήν περίπτωση τής γνώσεως δέν ισχύει τό πάθος τής γνώσεως αλλά η όρεξη τού ειδέναι. Τό πάθος είναι άμετρο, ασίγαστο, όπως ο πλούτος, η τέχνη γιά τήν τέχνη, όπως πραγματοποιήθηκε από τόν Λεονάρντο στήν Αναγέννηση.Ερευνούσε τά πτώματα, τήν δυνατότητα τού ανθρώπου νά πετάξει, όρισε τόν homo universalis. Tό χαμόγελο τής Τζοκόντα είναι ζωής ή θανάτου; τού Λουδοβίκου;. Πάθη σημαινουν πάθη ψυχής, έλλειψη μέτρου, ακόρεστη δύναμη, οι πειρασμοί τής ερήμου. Η ορεξη έιναι κατά φύσιν καί η φύση έχει κορεσμό τής ορέξεως.Αποκατάσταση σημαίνει επιστροφή στό κατά φύσιν, στό όριο, όπως αποκαλύπτει η αρχή τής μή αντιφάσεως τήν οποία κατήργησε η Αναγέννηση καί σήμερα ο Πόππερ. Ο Σόρος υπήρξε η τζοκόντα τού Πόππερ. Ο Γιανναράς η τζοκόντα τού Κουτρουμπή. Ο δικός μας homo universalis. Oπως δοξάζεται. Η ταύτιση καλού καί κακού ΄φερει στήν ύπαρξη τό άπειρο καί τό αιώνιο, τά δύο a priori τού Καντ, τίς αρχές τής δημιουργικότητος, τόν χώρο καί τόν χρόνο. Τά οποία δέν υπάρχουν παρά στήν διάνοια. Υφίστανται τής Δημιουργίας ένεκεν.