Συνέχεια από: Τρίτη 29 Απριλίου 2025
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΣΗΜΕΡΑ
§ 11. Κρίση καὶ δυνατότητες τῆς οἰκουμενικῆς κίνησης (2η συνέχεια)
Ἕνα «πρακτικώτερο» καὶ γι' αὐτὸ πιὸ προσιτὸ ἐρώτημα θὰ μποροῦσε νὰ προκύψη ἀπὸ τὰ παραπάνω. Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁπωσδήποτε μιὰ ὑπαρκτικὴ ἀλήθεια, ἡ ἀλήθεια τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, ὁ τριαδικός τρόπος τῆς ὑπάρξεως ποὺ μᾶς χαρίζεται μὲ τὴν ἐνανθρώπιση τοῦ Θεοῦ. ᾿Αλλὰ ἀκριβῶς ἐπειδὴ μᾶς χαρίζεται, δὲν εἶναι καταρχὴν ἕνα ἀνθρώπινο κατόρθωμα, ἀλλὰ καταρχὴν ἕνα θαῦμα ζωοποίησης τῆς νεκρῆς μας ὕπαρξης ἀπὸ τὸν Θεό, «τὸν ἐγείροντα τοὺς νεκρούς». Δὲν θὰ μποροῦσαν λοιπὸν καὶ οἱ ἰσχνὲς μας προσπάθειες γιὰ τὴν ἑνότητα στὰ πλαίσια τῆς οἰκουμενικῆς κίνησης νὰ εἶναι ἡ ἱστορικὴ ἀφορμὴ καὶ ἀναιμική δική μας ἑτοιμότητα γιὰ ἕνα θαῦμα τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν ἀπαρχὴ μιᾶς χαρισματικῆς ἑνότητας τῆς κατατεμαχισμένης σήμερα χριστιανοσύνης;Ἡ ἀπάντηση πρέπει νὰ εἶναι ὑπωσδήποτε θετική. Ναί, ἡ ἑνότητα μπορεῖ νὰ εἶναι ἕνα ἀπρόσμενο θαῦμα, ἀρκεῖ αὐτὸ ποὺ ὅλοι ζητάμε μέσα στὴν οἰκουμενικὴ κίνηση νὰ εἶναι ἡ ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, τὸ θαῦμα-χάρισμα τοῦ καινούργιου τρόπου τῆς ὑπάρξεως ποὺ συγκροτεῖ τὴν κοινωνία τῶν ἁγίων. Αν ὅμως οἱ δικές μας ἐπιδιώξεις ἀποπροσανατολίζουν τὴν προσπάθεια ἀπὸ αὐτὸ τὸν οὐσιώδη σκοπὸ ἢ «τέλος» της καὶ μαζὶ τὴν ὑπαρκτικὴ δίψα τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὴ μοναδικὴ ἐλπίδα τῆς σωτηρίας, τότε θὰ εἶναι βιασμὸς τῆς ἐλευθερίας μας ἡ στανική χειραγώγηση τῆς οἰκουμενικῆς κίνησης στὸ χαρισματικό πλήρωμα τῆς ἑνότητας. Ἡ Χάρη ἢ τὸ θαῦμα ἀναπληρώνει «τὰ ἐλλείποντα» τῶν δικῶν μας ἀτελέσφορων προσπαθειῶν, ἀναιρεῖ τὴν ἁμαρτία καὶ ἀποτυχία μας καὶ μεταμορφώνει τὸ σταυρὸ καὶ θάνατό μας σὲ ἀνάσταση, ὅταν αὐτὸ ποὺ ζητᾶμε εἶναι ἡ σωτηρία μας καὶ ὄχι ἡ «βελτίωση» τῶν καταστάσεων τῆς πτώσης μας βελτίωση ποὺ ἀλλοιώνει τὴν ἴδια τὴν ἀλήθεια τῆς σωτηρίας.

Γιὰ νὰ μὴ μείνη αὐθαίρετη καὶ σχηματικὴ αὐτὴ ἡ διαπίστωση, θὰ ἦταν ἴσως χρήσιμο νὰ προσδιορίσουμε καταρχὴν κάποιους οὐσιώδεις παράγοντες ποὺ ἔπαιξαν ρόλο ἀποφασιστικὸ ἢ καὶ «λανθάνοντα» στη δημιουργία καὶ ἐξέλιξη τῆς οἰκουμενικῆς κίνησης, ἀλλὰ καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ διαμορφώνουν τὸ χαρακτήρα καὶ τὴ φυσιογνωμία της. Μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀπαρίθμηση καὶ καταρχὴν διερεύνηση θὰ πρέπει νὰ διαφανοῦν σαφέστερα οἱ αἰτίες τῆς κρίσης, ἀλλὰ καὶ οἱ δυνατότητες τῆς οἰκουμενικῆς κίνησης σήμερα.
Α. Σὰν πρῶτο βασικό παράγοντα θὰ πρέπει νὰ σημειώση κανεὶς τὸ εὐγενικὸ ὅραμα, τὸν ἀνιδιοτελὴ ζῆλο καὶ τὴν ἐργώδη, ἴσως καὶ θυσιαστικὴ πολλὲς φορὲς προσπάθεια συγκεκριμένων προσώπων γιὰ τὴν ὑπέρβαση τῶν χριστιανικῶν διαιρέσεων. Τὰ ὀνόματα τοῦ John Mott, τοῦ ἐπισκόπου Brent, τοῦ ἀρχιεπισκόπου Söderblom ἢ τοῦ Visser 't Hooft εἶναι ἄμεσα συνδεδεμένα μὲ τὴν ἴδια τὴν ὕπαρξη τῶν ἐπιμέρους κλάδων τῆς οἰκουμενικῆς προσπάθειας ποὺ ὁδήγησαν στὴ διαμόρφωση τοῦ Π.Σ.Ε. Ἡ ὁλόψυχη πίστη στοὺς σκοποὺς τῆς προσπάθειας, ὁ δημιουργικὸς ἐνθουσιασμὸς καὶ ἡ ἐμπνευσμένη πρωτοβουλία πολλῶν ἐργατῶν τῆς οἰκουμενικῆς κίνησης ἐξακολουθεῖ νὰ σφραγίζη τὴν πορεία καὶ ἐξέλιξη τοῦ Π.Σ.Ε.156 – παρὰ τὴ γραφειοκρατική σκλήρυνση τῶν τελευταίων ἐτῶν, τὴν ὑπαλληλική νοοτροπία ἢ καὶ τὸν κάποιο ἐπαγγελματισμὸ ποὺ ἐμφανίζεται παράλληλα στὸν οἰκουμενικὸ αὐτὸ ὀργανισμό.
Β. ᾿Αντίστοιχο μὲ τὸ ἐνδιαφέρον καὶ τὸν ἐνθουσιασμὸ τῶν συγκεκριμένων προσώπων ήταν καὶ τὸ ἐνδιαφέρον πολλῶν ἐπιμέρους ἐκκλησιαστικῶν καὶ ὁμολογιακῶν ὀργανισμῶν. Παρὰ τὸν θεσμοποιημένο ἀπομονωτισμὸ καὶ τὶς σκληρυμένες προκαταλήψεις αἰώνων, ἀποδείχτηκε πραγματικὰ συγκινητική ἡ εἰλικρινὴς καὶ ἔμπρακτη ἐπιθυμία γιὰ τὴν ἐξεύρεση δυνατοτήτων προσέγγισης, ἀλληλογνωριμίας καὶ συνεργασίας, προσδιορισμοῦ τῶν θεολογικῶν διαφορῶν, ἀλλὰ καὶ τῆς κοινῆς πίστης καὶ κοινῆς μαρτυρίας τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας στὸ σύγχρονο κόσμο.
Γ. Στὴν καλλιέργεια τῆς ἰδέας γιὰ τὴν οἰκουμενική συνεργασία τῶν ἐκκλησιῶν καὶ στὸν προσδιορισμὸ τοῦ προτύπου γιὰ τὴν ἵδρυση τοῦ Π.Σ.Ε. πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ συνέβαλαν καὶ ἀντίστοιχες πολιτικές προσπάθειες ποὺ ἐμφανίστηκαν στὸν αἰώνα μας: Προσπάθειες γιὰ τὴν προσέγγιση τῶν κρατῶν καὶ τὴ δημιουργία διεθνῶν ὀργανισμῶν μὲ σκοπὸ τὴν προαγωγὴ τῆς παγκόσμιας εἰρήνης καὶ συνεργασίας. ῾Η ἀναφορὰ τοῦ συνοδικοῦ Διαγγέλματος τοῦ 1920 στὸ ὑπόδειγμα τῆς «Κοινωνίας τῶν Ἐθνῶν» ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ μιμηθοῦν οἱ ἐκκλησίες (ὑπόδειγμα πολιτικῆς συνεργασίας καὶ ὀργανωτικῆς ἀποτελεσματικότητας), ὅπως καὶ ἡ ἀπομίμηση τῆς ὀργάνωσης καὶ λειτουργίας τοῦ ᾿Οργανισμοῦ Ἡνωμένων Ἐθνῶν ἀπὸ τὸ Π.Σ.Ε. εἶναι ἐλάχιστα ἀλλὰ χαρακτηριστικά τεκμήρια αὐτοῦ τοῦ ἐπηρεασμοῦ.
Δὲν ὑπάρχουν ἐνδείξεις ποὺ νὰ πείθουν ὅτι τὰ κριτήρια καὶ οἱ σκοπιμότητες τῆς διεθνοῦς πολιτικῆς (τοῦ ἀνταγωνισμοῦ τῶν κρατικών κυβερνήσεων ἢ τῶν εὐρύτερων συνασπισμῶν) ἐπηρέασαν τὴ δημιουργία καὶ ἐξέλιξη τῆς οἰκουμενικῆς κίνησης. Οπωσδήποτε, ἡ ἀνάδειξη τοῦ Π.Σ.Ε. σὲ διεθνὴ ὀργανισμὸ μὲ εὐρύτατη προβολὴ καὶ δυνατότητα παρεμβολῆς του σὲ κρίσιμα διεθνή θέματα μὲ τὸ κύρος μιᾶς οἰκουμενικῆς χριστιανικῆς ἐκπροσώπησης, δὲν πρέπει νὰ ἄφησε καὶ νὰ ἀφήνη ἀδιάφορη τὴν πολιτικὴ τοῦ ἀνταγωνισμοῦ κρατῶν καὶ συνασπισμῶν. Μένει ὡστόσο ἀναπόδεικτη ἡ κατὰ καιρούς διάχυτη ὑποψία γιὰ ἐκμετάλλευση τῆς οἰκουμενικῆς κίνησης ἀπὸ τὴ διεθνή πολιτική.
᾿Αν ἀναφέρεται ἐδῶ ἕνα τέτοιο ἐνδεχόμενο καὶ ἂν ἐνδιαφέρει μιὰ θεολογική μελέτη, εἶναι μόνο γιὰ τὸ ποσοστὸ ποὺ ἡ οἰκουμενική κίνηση, μὲ τὴν ἐκκοσμίκευση τῶν στόχων καὶ ἐπιδιώξεών της, προσφέρει ἐρείσματα σὲ μιὰν ἄμεση πολιτικὴ ἐκμετάλλευση καὶ ἀλλοτρίωση τῶν καινῶν ἀναζητήσεων ἑνότητας τῶν χριστιανῶν. Καὶ εἶναι γεγονὸς ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τὴν προβολή, μὲ τὸ Διάγγελμα τοῦ 1920, τοῦ προτύπου τῆς πολιτικῆς συνεργασίας καὶ ὀργανωτικῆς ἀποτελεσματικότητας ποὺ ἐνσάρκωνε ἡ «Κοινωνία τῶν Ἐθνῶν», ὑπάρχει καὶ μιὰ μεταγενέστερη ένδειξη τῶν ἐκκοσμικευμένων κριτηρίων μὲ τὰ ὁποῖα τουλάχιστον τὸ Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως ἀπέβλεψε κατὰ καιρούς στὴν οἰκουμενική κίνηση: Πρόκειται γιὰ τὴν Ἐγκύκλιο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη ᾿Αθηναγόρα, τὸ 1952, «πρὸς τὰς αὐτοκεφάλους Ορθοδόξους Ἐκκλησίας», τὶς ὁποῖες προτρέπει νὰ μετάσχουν στο Π.Σ.Ε., τονίζοντας τὴν ἀνάγκη «ἐμφανίσεως τῆς ἑνότητος τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου ἔναντι τῶν ἐν τῷ κόσμῳ ἀντιχριστιανικῶν τάσεων καὶ κατευθύνσεων πρὸς ἀνύψωσιν καὶ ἐπικράτησιν τῶν πνευματικῶν ἀξιῶν τοῦ ἀνθρώπου ἐντὸς τοῦ γενικωτάτου χριστιανικοῦ πλαισίου»157.
Οἱ νύξεις αὐτὲς ἔδωσαν ἀφορμὴ νὰ συσχετισθῆ ἡ σύσταση τοῦ Π.Σ.Ε. μὲ τὴν περίπου ταυτόχρονη ἐμφάνιση τῶν λεγόμενων «χριστιανοδημοκρατικῶν» πολιτικών κομμάτων στη Δύση, στὰ πλαίσια μιᾶς διαφαινόμενης εὐρύτερης προσπάθειας νὰ ἐπιστρατευθῆ ἡ χριστιανική «ιδεολογία» (οἱ «ἀξίες τοῦ δυτικοχριστιανικού πολιτισμοῦ») γιὰ τὴ δημιουργία ἑνὸς παγχριστιανικοῦ «μπλόκ» ἀπέναντι στὸ «ἄθεο» κομμουνιστικό «μπλόκ» που προέκυψε ἀπὸ τὶς ἀνακατατάξεις τοῦ Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου158.
Αὐτὴ τὴ διάχυτη, ἀλλὰ ἀναπόδεικτη ὑποψία πολιτικῆς ἐκμετάλλευσης ἐνισχύει ἡ ὁπωσδήποτε εὐαίσθητη σὲ πολιτικοὺς ἐπηρεασμούς οἰκονομικὴ καὶ γενικώτερα γραφειοκρατικὴ ὑποδομὴ τῆς οἰκουμενικῆς κίνησης, καὶ εἰδικώτερα τὸ γεγονὸς τῆς οἰκονομικῆς ἐξάρτησης τοῦ Π.Σ.Ε. ἀπὸ τὶς ἐκκλησίες μιᾶς καὶ μόνης «μεγάλης δυνάμεως», τῆς ᾿Αμερικῆς· (: τὰ 70% τοῦ βασικοῦ προϋπολογισμοῦ τοῦ Συμβουλίου καλύπτονται ἀπὸ τὶς προσφορὲς τῶν μελῶν - ἐκκλησιῶν τῆς ᾿Αμερικῆς ποὺ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ μποροῦν νὰ ἐπηρεάσουν ἔμμεσα τὰ προγράμματα καὶ τοὺς στόχους του 159. Παρόμοιες ἐπιφυλάξεις ἐπιτρέπει καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι τὰ κέντρα λήψεως οὐσιωδῶν ἀποφάσεων παραμένουν συχνά ἀφανή : Τὰ μέλη λ.χ. τῆς Κεντρικῆς Ἐπιτροπῆς ἐκλέγονται ἀπὸ τὴ Γενική Συνέλευση ποὺ ἐγκρίνει ἕνα κατάλογο ὀνομάτων, δίχως οὐσιαστικές δυνατότητες ἀλλαγῶν· ἐνῶ ἡ συγκρότηση τοῦ καταλόγου ἀποφασίζεται ἀπὸ τὸ λεγόμενο Νοmination Committee (που συμβουλεύεται τις σχετικὲς προτάσεις τῶν ἐκκλησιῶν χωρὶς νὰ δεσμεύεται ἀπὸ αὐτές), τὸ ὁποῖο συγκροτείται μὲ ἀπόφαση καποιου ἀπροσδιόριστου καὶ ἀφανοῦς Preparatory Committee. Tὸ ἴδιο ἀφανῶς καθορίζονται καὶ τὰ προεδρεῖα τῶν ἐπιμέρους ἐπιτροπῶν καὶ ὁμάδων ἐργασίας σὲ κάθε συνέδριο καὶ συνέλευση, ἐνῶ ὁ ρόλος τους εἶναι οὐσιαστικὸς γιὰ τὴν πορεία τῶν ἐργασιῶν καὶ τὴ σύνταξη τῶν ἀποφάσεων ἢ κειμένων.
Σημειώσεις
156. Πρβλ. καὶ τὸ Διάγγελμα τοῦ Οἰκουμενικού Πατριαρχείου ἐπὶ τῇ εἰκοσιπενταετηρίδι του Π.Σ.Ε. § 5: Εν εὐγνώμονι μνήμη (ἡ ᾿Αποστολική Εκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως) στρέφουσα τὴν σκέψιν αὐτῆς πρὸς τοὺς ἀναλώσαντας ἑαυτοὺς ὑπὲρ τῆς ἰδέας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ μεταλλάξαντας ἤδη τὴν παροῦσαν ζωὴν πρὸς τὴν μέλλουσαν ἐν τῇ ἐλπίδι καὶ τῷ ὀδράματι τῆς ἑνώσεως, ἐν πεκτείνει τὴν χριστιανικὴν αὐτῆς ἐκτίμησιν καὶ πρὸς πάντας τοὺς ἐν τῷ νῦν καιρῷ ἀκαμάτους σκαπανεῖς τοῦ πνεύματος τῆς ἐνότητος, ὅσοι διὰ τῆς φιλοτίμου αὐτῶν ἐργασίας, ἀπὸ πάσης βαθμίδος τῆς οἰκουμενικῆς εὐθύνης καὶ δραστηριότητος, συντελοῦσιν εἰς τὴν προαγωγὴν τοῦ ἔργου του Π.Σ.Ε.
157. Βλ. Ιωάν. ΚΑΡΜΙΡΗ, Τὰ δογματικά καὶ συμβολικά μνημεία τόμος 11, σελ. 1059. Βλ. καὶ Β. ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ, Ιστορία τῆς Οἰκουμενικής Κινήσεως, σελ. 2 καὶ 24 : «Μερικά ἐκ τῶν αἰτίων, εἰς τὰ ὁποῖα ὀφείλεται ἡ γένεσις τῆς κινήσεως ταύτης ὑπῆρξαν ... Ἡ ἀνάγκη ἀντιδράσεως τῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν ἔναντι τῶν θεωριῶν τῆς ἐξελίξεως, τοῦ ἱστορικοῦ ὑλισμοῦ, τοῦ μαρξισμοῦ καὶ τοῦ ὀρθολογισμοῦ ... ἡ ἀποφασιστική θέλησις τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς ᾿Ανατολῆς ὅπως ἐπανευρεθώσιν ἐν ἐπαφῇ μετὰ τοῦ δυτικοῦ κόσμου».
158. Πρβλ. Μ. P. FOGARTY, Christliche Demokratie in Westeuropa, Freiburg i. B. (Herder) 1959. J. ROVAN, στη σειρά: Histoire de la démocratie chrétienne: I. France, Belgique, Italie II. Le catholicisme politique en Allemagne, Paris (Seuil) 1956. V. G. GALATI, La Democrazia Cristiana in Europa, 1950.E. ALBRECHT, Der Antikommunismus-Ideologie des Klerikalmilitarismus, Berlin, (Dt. Verlag d. Wiss.) 1961. 8. HOFFMANN, Organizations internationales et pouvoirs politiques des états, Paris 1954.
159. Βλ. Βασ. ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ, Ιστορία τῆς Οἰκουμενικής Κινήσεως, σελ. 96.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου