Συνέχεια απο : Κυριακή, 27 Μαΐου 2012
Antonio Aguirre
ΙΙ. 2
Ας παρακολουθήσουμε τώρα τον δεύτερο προσδιορισμό τού Husserl για την καντιανήν Ιδέα. Μας προσφέρει ο Husserl μιαν εκτενέστερη περιγραφή στο τέταρτο κεφάλαιο των «Ιδεών Ι», και προπάντων στις προαναφερθείσες παραγράφους. Ενώ εξηγεί και στις «Αναλύσεις στην παθητική σύνθεση», στη «Φαινομενολογική ψυχολογία», στην «Ομιλία για τον Καντ» της «Πρώτης φιλοσοφίας Ι», αλλά και σε πολλά άλλα σημεία, τη φαινομενολογία του τού πράγματος ως Ιδέα. Πρέπει να σημειώσουμε, πως δεν παρατηρείται εδώ πάντοτε η προσθήκη «με την καντιανήν έννοια». Μπορούμε πάντως να εξετάσουμε καλύτερα την επάρκεια της εμπειρίας των πραγμάτων και τη σημασία της στο γεγονός της συστάσεώς τους, ξεκινώντας απ’ το αντίθετό της, την ανεπαρκή δηλ. αντίληψη των πραγμάτων. Θα παρουσιάσουμε λοιπόν στη συνέχεια τα βασικά χαρακτηριστικά των θέσεων που εκφράζει ο Husserl στις «Ιδέες Ι».
Antonio Aguirre
ΙΙ. 2
Ας παρακολουθήσουμε τώρα τον δεύτερο προσδιορισμό τού Husserl για την καντιανήν Ιδέα. Μας προσφέρει ο Husserl μιαν εκτενέστερη περιγραφή στο τέταρτο κεφάλαιο των «Ιδεών Ι», και προπάντων στις προαναφερθείσες παραγράφους. Ενώ εξηγεί και στις «Αναλύσεις στην παθητική σύνθεση», στη «Φαινομενολογική ψυχολογία», στην «Ομιλία για τον Καντ» της «Πρώτης φιλοσοφίας Ι», αλλά και σε πολλά άλλα σημεία, τη φαινομενολογία του τού πράγματος ως Ιδέα. Πρέπει να σημειώσουμε, πως δεν παρατηρείται εδώ πάντοτε η προσθήκη «με την καντιανήν έννοια». Μπορούμε πάντως να εξετάσουμε καλύτερα την επάρκεια της εμπειρίας των πραγμάτων και τη σημασία της στο γεγονός της συστάσεώς τους, ξεκινώντας απ’ το αντίθετό της, την ανεπαρκή δηλ. αντίληψη των πραγμάτων. Θα παρουσιάσουμε λοιπόν στη συνέχεια τα βασικά χαρακτηριστικά των θέσεων που εκφράζει ο Husserl στις «Ιδέες Ι».
Διαβάζουμε στις πργρφ. 143 και 149: Δεν μπορεί να είναι, στη «μεμονωμένη του εμφάνιση», βασικά ποτέ πλήρως δεδομένο, σε όλες τις απόψεις και τις πλευρές του ένα πράγμα. «Δεν είναι καμμιά αντίληψη του πράγματος εντελώς απομονωμένη, μένει πάντοτε χώρος για καινούργιες αντιλήψεις». Κι αυτή η επεκτατική ικανότητα του εμπειρικού γεγονότος αποτελεί μιαν «ουσιαστική» του «άποψη», ένα Apriori (εκ των προτέρων…). Γιατί παραπέμπει η μια πλευρά, ακριβώς ως πλευρά, σε άλλες πλευρές, που κάνουν κι αυτές πάλι το ίδιο, σ’ ένα ατέλειωτο «κ.τ.λ.», που ανήκει, «απολύτως απαραιτήτως», στην πραγματικήν εμπειρία. Κι εντούτοις: Όταν βρισκόμαστε μπροστά σε μιαν πλευρά, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα πράγμα, το οποίο περιέχει στον εαυτό του εκείνο το «κ.τ.λ.», έναν ορίζοντα δηλ., ενώνοντας έτσι το ατελεύτητο ή το άπειρο ενός «σύμπαντος» εμφανίσεων του ιδίου πράγματος στον εαυτό του. Μπορεί να προκύψουν ίσως τότε, διανύοντας αυτό το σύμπαν, και διαφορετικές γραμμές, που προσδιορίζουν όμως εγγύτερα, «σύμφωνα με το ουσιαστικό περιεχόμενο του πράγματος», «συνεχομένως ομόφωνα», και ποτέ «διαφορετικά» το πράγμα. Ενώ λέει και στην «Κρίση…»: «Δημιουργείται στην ιδεώδη διαδρομή αυτής της ατελεύτητης ολότητας μια ιδεώδης (στον άνθρωπο…) γνώση του πράγματος», σαν να είχα βιώσει πραγματικά το άπειρο. Το πράγμα δεν μπορεί να είναι δεδομένο ολόκληρο σε καμμιά συγκεκριμένη και αποκλειστικήν αντίληψη, αλλά να προσεγγίζεται μόνον, ως μια ιδανική παράσταση, στον ανοιχτόν ορίζοντα μιας περαιτέρω εμπειρίας – ως μια Ιδέα δηλ., έτσι όπως εννόησε την Ιδέα του Πλάτωνα, και προπάντων τον δρόμο προς αυτήν ο Καντ: σε μιαν ατελεύτητη προσέγγιση στον εαυτό της, ως πλήρη και επαρκή ολότητα όλων των εμφανίσεών της.
Είναι διπλή λοιπόν η έννοια της προσέγγισης: Όταν σκεφτόμαστε την ιδανική φύση των μαθηματικών εννοιών, σημαίνει η προσέγγιση την αδυναμία να φτάσουμε, όσα κι αν γνωρίζουμε, στην εκπροσωπούμενη απ’ αυτές τις έννοιες ακρίβεια – το ανέφικτο των ορίων. Αναφορικά προς τα αντικείμενα της εξωτερικής εμπειρίας, σημαίνει η προσέγγιση επίσης το ανέφικτο, αναφερόμενο όμως στην ολότητα όλων των εμφανίσεων (ενός συγκεκριμένου πράγματος…), στην οποίαν και παραπέμπει το οριζόντιο «κ.τ.λ.». Μένει δηλ. μια κοσμική και μόνιμη απόσταση ανάμεσα σε κείνην την ολότητα και την κατάσταση της γνώσης μας ή της εμπειρίας μας.
Η απόσταση αυτή γεφυρώνεται απ’ την Ιδέα. Γιατί η Ιδέα, γράφει ο Husserl στις «Αναλύσεις», συνεχίζοντας τις σκέψεις των «Ιδεών Ι», έχει την ίδια σημασία με τον πλήρη προσδιορισμό του αντικειμένου, «χωρίς τίποτα το περαιτέρω πια να προσδιοριστή», χωρίς κανέναν δηλ. ορίζοντα, που θα μπορούσε να τον εκπληρώση κανείς. Κι αν συμβαίνη αυτό, έχει καταργηθή τότε η διαφορά μεταξύ τών «προσδιορισμών» και «καθεαυτού» τού αντικειμένου», την οποίαν και είχε εισάγει στις «Ιδέες Ι» ο Husserl. Ενώ γράφει ο ίδιος, στην «Τυπική και μεταφυσική λογική», για την εξωτερική εμπειρία, ότι «φέρει στον εαυτό της, περιλαμβάνοντάς την σκοπίμως, την Ιδέα ενός ατελεύτητου, και κλεισμένου στον εαυτό του συστήματος πιθανών εμπειριών». Αυτό το σύστημα είναι, κατά τον Husserl, μια «ατελεύτητη πρόβλεψη», που τη συμπληρώνει «απ’ την πλευρά του το… πράγμα ως μια Ιδέα». Παραπέμποντας μ’ αυτήν την έννοια, στις «Ιδέες Ι», στην «Ιδέα με την καντιανήν έννοια» (( Στο βιβλίο της για τον Husserl – Edmund Husserl, Zeitlichkeit und Intentionalität (Χρονικότητα και σκοπιμότητα…), Freiburg i. Br. 2000 – θεωρεί η Sonja Rinofner-Kreidl την εξιδανίκευση της δομής του ορίζοντα των πραγμάτων στον Husserl, ως τη «γενετική προϋπόθεση» της «ιδεώδους μεταφυσικής» λογικο-μαθηματικών αντικειμένων (671). Αφού χαρακτηρίζονται όμως ουσιωδώς τα πραγματικά αντικείμενα απ’ τη διαφορά τού «πώς, με ποιόν τρόπο» και του «αυτόχρημα ή εντελώς», ενώ «δεν έχουν» τα λογικά «ορίζοντα» (670), θα ήταν αναγκαία για εκείνην την προϋπόθεση μια αλλαγή τής έννοιας του ορίζοντα, κάτι που δεν μπορεί να κάνη όμως «αξιόπιστα» ο Husserl (671 κ.ε.). Και καταλήγει αυτή η σκέψη με τη θέση τής Sonja R.-K., πως «δεν μπορεί να εξηγήση (λογικά και μαθηματικά) την αντίληψη ιδεωδών αντικειμένων» ο Husserl (673). Δείξαμε, πώς αναιρεί ο Husserl με τη θεωρία του για το πράγμα ως Ιδέα, εκείνη τη διαφορά στη δομή τού ορίζοντα. Το τραπέζι, το οποίο βλέπω εδώ και τώρα, αυτό το «ταυτόσημο και προσδιορισμένο Χ», δεν διαθέτει, στην ίδια του τη στοχευμένα προβλεπόμενη πληρότητα, ορίζοντα, όπως ακριβώς και ένας μαθηματικός τύπος. Στο πλαίσιο αυτής λοιπόν τουλάχιστον της σκέψης, για το πώς συστήνεται φαινομενολογικά δηλ. το πράγμα, δεν δικαιώνεται η θέση αυτή τής συγγραφέως )) .
Ας συγκρίνουμε αυτά που είπαμε, με τις περιγραφές του Καντ: Μιλά και ο Καντ για την επάρκεια στην «Κριτική…». Λέει, προσδιορίζοντας την έννοια της Ιδέας, πως «δεν μπορεί να υπάρξη ποτέ ένα αντικείμενο» της εμπειρίας, «που θα επαρκούσε στη μεταφυσική Ιδέα». Η λέξη «αντικείμενο» σημαίνει βέβαια σ’ αυτήν τη φράση μια μεμονωμένη εμφάνιση πράγματος, το οποίο και έχουμε, φυσικο-επιστημονικά ή άλλως πως, προοδευτικά γνωρίσει, αλλά την προσέγγιση που περιλαμβάνεται εδώ ως προς την Ιδέα, δεν την αποδίδει ο Καντ στο πράγμα, αλλά στον εμπειρικόν κόσμο. Αυτός είναι που επεκτεινόμενος «κινείται». Δεν διανοείται μιαν εξιδανίκευση του πράγματος ο Καντ. Μια τέτοια εξιδανίκευση συναντάται, όπως δείξαμε, κατ’ αρχάς στον Husserl.
Σε μιαν περιεχόμενη στην «Πρώτη φιλοσοφία Ι» πραγματεία για τον Καντ («Ομιλία για τον Καντ») μιλά ο Husserl και για τον κόσμο ως μιαν «ευρισκόμενη στο Άπειρο Ιδέα». Δεν διαφέρει εντούτοις η περιγραφή που ακολουθεί για την ιδεατότητα του κόσμου σε κανένα σημείο από εκείνην, με την οποίαν και προσδιορίζει το πράγμα ως Ιδέα. Πρόκειται βασικά για τη συνεχώς προοδεύουσα, με την εκπλήρωση του κενού ορίζοντα, εμπειρία. Διαβάζουμε π.χ.: «Η συνεχής πρόοδος της γνώσης είναι, όπως για τα μεμονωμένα αντικείμενα, έτσι και για το σύμπαν, μια… συνολική λειτουργία εκπληρώσεως». Στην Ιδέα τού κόσμου αντιστοιχεί «η Ιδέα τής νοητής ολότητας των αναγνωριζομένων στο Άπειρο αληθειών». Το επαρκές δεδομένο ενός πράγματος θα περιέγραφε και το σύνολο των εμφανίσεών του, όπως δείξαμε. Και επιβεβαιώνεται έτσι αυτό, το οποίο είπαμε στο τέλος τής προηγουμένης παραγράφου. Ο προσδιορισμός τού κόσμου ως ανέφικτο όριο απ’ τον Καντ, μετατίθεται απ’ τον Husserl πίσω στον τόπο, απ’ όπου και ξεκινά αυτός ο δρόμος προς το όριο, στο μεμονωμένο πράγμα.
Σ’ αυτήν τη διαφορά στον προσδιορισμό τού ιδεώδους, προστίθεται και μια άλλη, που είναι ίσως ακόμα πιο βαθειά. Η εξιδανίκευση του Καντ προέρχεται απ’ το ότι πρέπει να φανερωθούν, κατά την αναζήτηση των προϋποθέσεων, οι προηγούμενοι παράγοντες τού εκάστοτε προκαθορισμένου. Η εξιδανίκευση τελείται στο παρελθόν, όπως είπαμε, για τον Καντ. Παίζει και στον Husserl το παρελθόν έναν θεμελιακό ρόλο, σ’ ένα άλλον όμως τόπο των φαινομενολογικών προσδιορισμών. Πρόκειται εδώ για το ερώτημα περί της αιτίας, για την οποίαν και αναγνωρίζεται, ως αυτό το εκάστοτε συγκεκριμένο Όν, ένα Όν – για την ταυτοποίησή του δηλαδή. Ενδιαφερόμαστε τώρα για τη Γένεση (Genesis) (του συγκεκριμένου Όντος…). Το ότι αναγνωρίζω κάτι που υπάρχει μπροστά μου ως σπίτι ή δέντρο, ή ως ερυθρό ή γαλάζιο, σημαίνει, ότι απέκτησα στο παρελθόν εμπειρίες αυτού του ίδιου ή ενός παρόμοιου (πράγματος…), που προϋποθέτουν απ’ την πλευρά τους άλλες ίσως, προηγούμενες εμπειρίες κ.τ.λ. Δεν επεκτείνεται εντούτοις αυτό το «κ.τ.λ.» της επαναχωρήσεως (regressus) στο ατελεύτητο (infinitum)· υπάρχει μια αρχή τής σειράς, μια επιτελεσθείσα «για πρώτη φορά» εμπειρία ενός Όντος, που διαφυλάσσεται στις επαναλήψεις του με την επανενθύμιση. Χωρίς αυτό, δεν θα μπορούσα ποτέ να γνωρίζω, με τί έχω εμπειρικά να κάνω (( Σημ τ. μετ.: Είναι φανερό, πως όλα ξεκινούν απ’ τον άνθρωπο!... )). Και λέμε τότε, πως αυτό που βρίσκεται εδώ μπροστά μας, είναι ένα σπίτι. Στην πραγματικότητα είναι όμως για μένα μόνον μια πλευρά του, από έναν προσανατολισμό και μιαν προοπτική, (κάθε φορά…) δεδομένη. Βρισκόμαστε έτσι μπροστά σ’ αυτό, το οποίο και γνωρίσαμε προηγουμένως, μέσα απ’ την ουδέποτε ολοκληρωμένη λειτουργία τής εμπειρίας. Ισχύει λοιπόν βασικά, πως μπορούμε να ταυτοποιήσουμε μεν γενετικά, βασισμένοι στην εκάστοτε δεδομένη πλευρά, το συγκεκριμένο αντικείμενο· αυτή όμως η πλευρά είναι μόνο γι’ αυτό μια πλευρά, επειδή παραπέμπει σε άλλες πλευρές, που παραπέμπουν απ’ τη μεριά τους σε μελλοντικές κάθε φορά αντιλήψεις. Αυτή η ατελείωτη συνάφεια των παραπομπών, κατά την οποία συνειδητοποιούμε ταυτόχρονα, ότι έχουμε ένα πράγμα στην ολότητά του μπροστά μας, είναι και ο λόγος, όπως δείξαμε, για τον οποίον και ονομάζει ένα πράγμα Ιδέα ο Husserl. Διαφορετικά εντούτοις απ’ ό,τι στον Καντ, είναι μελλοντικός εδώ ο τόπος της εξιδανίκευσης. Κι αυτό φαίνεται συγκεκριμένα, απ’ το ότι ονομάζει επανειλημμένα την εμπειρία μιαν «τελειοποιητική» λειτουργία ο Husserl.
Κλείνουμε αυτές τις σκέψεις για την καντιανήν έννοια της Ιδέας με μια ματιά σ’ ένα κείμενο του Husserl, όπου και παρουσιάζει μια γενική περιγραφή της διδασκαλίας των Ιδεών του Πλάτωνα. Πρόκειται για το Παράρτημα VI της «Πρώτης φιλοσοφίας Ι». Διαβάζουμε λοιπόν εκεί: «Η σχετική εκπλήρωση – ο Πλάτων βλέπει, ότι η εμπειρία είναι πάντοτε απλώς δόξα (=γνώμη)· αυτή είναι η πραγματικότητά της – ως παντοτινά ανεκπλήρωτη πρόθεση ή σκοπός». Η δόξα δεν ταυτίζεται (ακόμα) με τον ζωντανόν κόσμο, αλλά με τη φαινομενολογική γενικώς πάροδο ή ροή των εμπειριών. Η δόξα διαθέτει εδώ (κι αυτή…) έναν ορίζοντα.
Περιγράψαμε την ατελή εμπειρία των πραγμάτων, και την προσδιορίσαμε ως Ιδέα, ως το αντίθετο της δόξας. Η Ιδέα εννοείται βέβαια με την καντιανήν της έννοια, γνωρίζουμε όμως πως ο Καντ αναφέρεται κατηγορηματικά στον Πλάτωνα, εισάγοντας τις Ιδέες. Δικαιούμαστε άρα να συμπεράνουμε, ότι τα εμπειρικά δεδομένα, τα οποία και ονομάζει «Ιδέες με την καντιανήν έννοια» ή και μόνον «Ιδέες» ο Husserl, δεν φτάνουν ποτέ, «καντιακώς», στην ολότητα, αλλά μένουν στη δόξα (=γνώμη). Κάθε πράγμα είναι λοιπόν μια καντιανή Ιδέα και μια πλατωνική δόξα (( !!! )). Και το αποδεικνύει το κείμενο· μιλώντας για το «πρόβλημα της προσέγγισης ως βαθμιαίας μεθέξεως (méthexis)», καθώς και για το ότι αποτελούν οι εμπειρικές εκφράσεις την «απαίτηση μιας αλήθειας», μιας αλήθειας, που βρίσκεται (ωστόσο…) σε μιαν «ανέφικτη απόσταση», ως ένα «ανέφικτο ιδεώδες».
( συνεχίζεται )
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου