ΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ.
Ο ΛΙΘΟΣ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΞΕΧΑΣΑΝ ΟΙ ΘΕΟΛΟΓΟΥΝΤΕΣ.
Συνέχεια από: Παρασκευή, 23 Δεκεμβρίου 2016
8. Αλλά τώρα και
από εμάς εξαγγέλλεται ο Λόγος, τα ρήματα του Κυρίου, διότι λέει ο Δαυίδ «με τα
χείλη μου εξήγγειλα όλα τα κρίματα του στόματός σου». Άραγε λοιπόν εκπορεύεται και
από εμάς το Άγιον Πνεύμα;
Αλλά και εξερευνώνται
και μελετώνται και τηρούνται και πράττονται και κατανοούνται, όλα εκείνα (τα ρήματα του Κυρίου) στα όποια οδηγεί το
Πνεύμα -κατ' αυτόν που ερμηνεύει τα του Πνεύματος όχι διά Πνεύματος- καθώς και εκείνα
τα όποια εκφράζουν την ποικιλία των λόγων του Κυρίου: εντολές, νόμοι, μαρτύρια,
δικαιώματα, κρίματα. «Καί απευθύνθηκε λόγος Κυρίου προς τον Ιωάννη του
Ζαχαρίου», κατά τον θείον ευαγγελιστήν Λουκάν, και «καθώς ελάλησεν ό Κύριος διά
των αγίων προφητών του ότι θα ενεργήσει με έλεος», λέγει ό Ζαχαρίας, και «προς τον
Ιωνάν τον υιόν του Αμαθή απευθύνθηκε λόγος Κυρίου» και «ὁ Λόγος ὁ γενόμενος
πρός Ησαΐαν» και άλλοτε προς άλλον, και «εἶπε Κύριος πρός Μωϋσῆν» και τον δείνα
και τον δείνα, οι όποιοι είναι τόσοι ώστε δεν είναι τώρα εύκολο ούτε να τούς
αριθμήσουμε.
Τί λοιπόν; Όλα
αυτά ήταν το Πνεύμα το άγιον και δεν ελάλησεν αυτό δια των προφητών κατά το
γεγραμμένον, αλλ’ αυτό ελαλήθη δι' αυτών ή ελαλήθη προς αυτούς; Άπαγε της
βλασφημίας. Εάν δε αυτά τα λεγόμενα ασωμάτως εκ του ασωμάτου Θεού δεν ήταν το
άγιον Πνεύμα, πολύ περισσότερο δεν ήταν τα ρήματα του Χριστού τα σωματικώς
προφερόμενα. Εάν δε δεν ήταν αυτά, δεν ήταν ούτε η αναπνοή δια της οποίας αυτά
τυπώνονται και εκφέρονται. Εάν δε δεν ήταν αύτη, ούτε το εμφύσημα, το όποιον
έγινε μέσω αυτής. Έκτος δε αυτού, ούτε το υπ’ αυτό υπαινισσόμενο.
Όμως, εάν και
είναι εντελώς αδύνατο, έστω ότι το εμφύσημα δεν είναι της σαρκός αλλά της
θεότητος του Υιού. Μάλλον δε, για να προβάλουμε αυτό το όποιο λέγεται από τούς
Λατίνους, έστω ότι μέσω του αισθητού σημαίνεται υπό του Σωτήρος εκείνο το
νοητόν. Αλλά ενεφύσησεν αυτός και κατά την αρχήν εις το πρόσωπον του πρώτου
πλάσματος. Τί δε ενεφύσησε; Πνοή ζωής. Τί είναι η πνοή Ζωής; Ψυχή ζώσα.
Ας σε διδάξει
ο Παύλος: «ἐγένετο ὁ πρῶτος ἄνθρωπος εἰς ψυχήν ζῶσαν». Τί σημαίνει ζώσαν; Αείζωον,
αθάνατον, δηλαδή λογικήν (διότι η αθάνατος είναι λογική), και όχι μόνον τούτο,
αλλ’ έπίσης χαριτωμένη θείως. Πράγματι τέτοια είναι η όντως ζώσα ψυχή. Τούτο δε
είναι ταυτόν με το κατ’ εικόνα, εάν δε θέλεις, και με το καθ’ όμοίωσιν. Ω ζημία,
από τί και εις τί μεταβληθήκαμε (λόγω της
πτώσης)!
9. Οι οφθαλμοί των
αγγέλων έβλεπαν τότε την ψυχή του ανθρώπου συνημμένη σε αίσθηση και σάρκα και έβλεπαν
ένα άλλον θεόν, όχι απλώς δημιουργημένο επί γης λόγω θείας αγαθότητας, νουν και
σάρκα τον ίδιον, άλλα λόγω της υπερβολικής αγαθότητας μεταμορφωμένο κατά την
χάριν του Θεού, ώστε ο ίδιος να είναι σαρξ και νους και πνεύμα, και η ψυχή να
έχει εντελώς το κατ' εικόνα και ομοίωσιν θεία ως ούσα ενιαία εις νουν και λόγον
και πνεύμα.
Αλλά είδε
επίσης ο φθονερός οφθαλμός, δεν εβάσταξε ο αρχέκακος όφις. Εκαρτέρησε, όπως
νομίζω, τόσο, ώστε να ετοιμάσει δραστικότερο τον ιό κάτω από τη γλώσσα, τρόπον
τινά να συσκευάσει και αναμίξει με δόλο, με τον γλυκερό λόγο, το δηλητήριο της
ακοής. Επήλθεν, έθελξεν, ετραυμάτισε -εξαιτίας και της δικής μου ευκολίας και της εκείνου
κακίας-, έχυσε μέσα στην ψυχή τον ιό, θανάτωσε το στοιχειό το όποιο ζει από αυτή,
το σώμα δηλαδή, την δε -ζώσα αφ' εαυτής- ψυχή αμαύρωσε. Χάσαμε το θείον κάλλος, στερηθήκαμε
την θεία μορφή, αποβάλαμε το φως, διαφθείραμε την ομοιότητα προς το ύψιστο φώς.
Φορέσαμε τον ζόφο ως ιμάτιο, αλίμονο, και ως δεύτερο ρούχο φορέσαμε το σκότος.
Αμέθυστος
Το αρχαίο κείμενο:
8. Πρός ὅ δέ νῦν ὁ Λόγος καί παρ᾿ ἡμῶν τά τοῦ Κυρίου ρήματα
ἐξαγγέλλεται˙ «ἐν γάρ τοῖς χείλεσί μου», φησίν, «ἐξήγγειλα πάντα τά κρίματα τοῦ
στόματός σου». Ἄρ᾿ οὖν καί ἐξ ἡμῶν ἐκπορεύεται τό Πνεῦμα τό ἅγιον; Ἀλλά καί
ἐξερευνῶνται καί μελετῶνται καί τηροῦνται καί πράττονται καί κατανοοῦνται, εἰς
ὅσα κατάγει τό Πνεῦμα ὁ τά τοῦ Πνεύματος ἑρμηνεύων οὐ διά τοῦ Πνεύματος, ὅση δέ
καί ἡ διαφορά τῶν τοῦ Κυρίου λόγων˙ ἐντολαί, νόμοι, μαρτύρια, δικαιώματα,
κρίματα. «Καί ἐγένετο ρῆμα Κυρίου ἐπί Ἰωάννην τόν Ζαχαρίου», κατά τόν θεῖον
εὐγγελιστήν Λουκᾶν, καί «καθώς ἐλάλησε Κύριος διά τῶν ἁγίων αὐτοῦ προφητῶν
ποιῆσαι ἔλεος», ὁ Ζαχαρίας φησί, καί «ἐπί Ἰωνᾶν τόν τοῦ Ἀμαθῆ Λόγος Κυρίου
ἐγένετο», καί «ὁ Λόγος ὁ γενόμενος πρός Ἡσαΐαν» καί ἄλλοτ᾿ ἐπί ἄλλον, καί «εἶπε
Κύριος πρός Μωϋσῆν» καί τόν δεῖνα ἤ τόν δεῖνα καί ἐφ᾿ ὅσους ἀρτίως οὐδέ
ἀριθμῆσαι ρᾴδιον.
Τί οὖν, ταῦτα πάντα τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἦν καί οὐκ ἐλάλησεν αὐτό
διά τῶν προφητῶν κατά τό γεγραμμένον, ἀλλ᾿ αὐτό ἐλαλήθη δι᾿ αὐτῶν ἤ ἐλαλήθη
πρός αὐτούς; Ἄπαγε τῆς βλασφημίας. Εἰ δέ μή ταῦτα τά ἐκ τοῦ ἀσωμάτου Θεοῦ
ἀσωμάτως λεγόμενα τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἦν, πολλῷ μᾶλλον οὐδέ τά τοῦ Χριστοῦ
ρήματα σωματικῶς προφερόμενα. Εἰ δέ μή ταῦτα, οὐδέ ἡ ἀναπνοή ἐν ᾗ τυποῦται αὐτά
καί προάγεται. Εἰ δέ μή αὕτη, οὐδέ τό ἐμφύσημα τό γεγονός δι᾿ αὐτῆς. Πρός δέ
τούτῳ, οὐδέ τό παρ᾿ αὐτοῦ αἰνιττόμενον. Εἰ γοῦν καί παντάπασιν ἀδύνατον, ὅμως
ἔστω μή τῆς σαρκός εἶναι, ἀλλά τῆς θεότητος τοῦ Υἱοῦ τό ἐμφύσημα˙ μᾶλλον δέ,
ἵν᾿αὐτό θῶμεν τό παρά τῶν Λατίνων λεγόμενον, ἔστω παρά τοῦ αἰσθητοῦ τό νοητόν
ἐκεῖνο παρά τοῦ Σωτῆρος σημαίνεσθαι. Ἀλλ᾿ ἐνεφύσησεν οὗτος καί τήν ἀρχήν εἰς τό
πρόσωπον τοῦ πρώτου πλάσματος. Τί δέ ἐνεφύσησε; Πνοήν ζωῆς. Τί ἐστι πνοήν ζωῆς;
Ψυχήν ζῶσαν. Διδασκέτω σε Παῦλος˙ «ἐγένετο ὁ πρῶτος ἄνθρωπος εἰς ψυχήν ζῶσαν».
Τί δέ ἐστι ζῶσαν; Ἀείζωον, ἀθάνατον, ταὐτόν δ᾿ εἰπεῖν λογικήν - ἡ γάρ ἀθάνατος
λογική – καί οὐ τοῦτο μόνον, ἀλλά καί κεχαριτωμένην θείως. Τοιαύτη γάρ ὄντως
ζῶσα ψυχή. Τοῦτο δέ τῷ κατ᾿ εἰκόνα ταὐτόν, εἰ δέ βούλει καί καθ᾿ ὁμοίωσιν.
Ὤ τῆς ζημίας, ἐκ τίνος εἰς τί μετεβάλομεν.
9. Ἑώρων οἱ τῶν ἀγγέλων ὀφθαλμοί τότε τήν αἰσθήσει καί σαρκί
συνημμένην τοῦ ἀνθρώπου ψυχήν καί Θεόν ἄλλον ἑώρων, μή γεγενημένον μόνον ἐπί
γῆς δι᾿ ἀγαθότητα θείαν, νοῦν τε καί σάρκα τόν αὐτόν, ἀλλά δι᾿ ὑπερβολήν
ταύτης καί κατά Θεοῦ χάριν μεμορφωμένον, ὡς εἶναι τόν αὐτόν σάρκα καί νοῦν καί
Πνεῦμα καί τό κατ᾿ εἰκόνα καί ὁμοίωσιν θείαν τήν ψυχήν ἔχειν ἐντελῶς ὡς ἑνιαίαν
οὖσαν ἐν νῷ καί λόγῳ καί πνεύματι. Ἀλλ᾿ εἶδε καί ὁ βάσκανος ὀφθαλμός, οὐκ
ἤνεγκεν ὁ ἀρχέκακος ὄφις˙ τοσοῦτον ἐκαρτέρησεν, οἶμαι, ὅσον δραστικώτερον τόν
ἰόν ὑπό τήν γλῶσσαν κεράσαι καί οἷον συσκευάσαι καί μῖξαι δόλῳ, γλυκερῷ λόγῳ,
τό δι᾿ ἀκοῆς δηλητήριον˙ ἐπῆλθεν, ἔθελξεν, ἔτρωσεν - ὤ καί τῆς ἐμῆς εὐκολίας
καί τῆς ἐκείνου κακίας – εἰσέχεε τῇ ψυχῇ τόν ἰόν, ἐθανάτωσε τό ζῶν ἐκεῖθεν, τό
σῶμα λέγω, τήν δ᾿ ἀφ᾿ ἑαυτῆς ζῶσαν ψυχήν ἠμαύρωσεν˙ ἀφῃρήμεθα τό θεῖον κάλλος,
ἐστερήμεθα τῆς θείας μορφῆς, τό φῶς ἀπεβάλομεν, τήν πρός αὐτό τό ἀνωτάτω φῶς
ὁμοιότητα διεφθείραμεν˙ περιβαλόμεθα τό ζόφον ὡς ἱμάτιον, φεῦ, καί ὡς διπλοΐδα
τό σκότος ἐνεδεδύμεθα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου