Οι θρησκείες στην προοπτική της Χριστιανικής Θεολογίας
Και η αυτοκατανόηση τού Χριστιανισμού στην σχέση του με τίς εξωτερικές στήν Εκκλησία Θρησκείες.
Του Wolfhart Pannenberg.
Στην σημερινή παγκόσμια κατάσταση ο διάλογος ανάμεσα στις θρησκείες είναι μία απαραίτητη προσφορά στην δημιουργία συνθηκών τέτοιων ώστε να επιτρέψουν την ειρηνική συνύπαρξη ανάμεσά στους λαούς και τις κουλτούρες. Αυτό έχει τονιστεί πολύ σωστά απο πολλά μέρη και οπωσδήποτε ο διάλογος δέν θα πρέπει να λυθεί ελαχιστοποιώντας τις διαφορές, τις αντιθέσεις και τις συγκρούσεις ανάμεσα στις θρησκείες. Σαν αποτέλεσμα θα είχαμε μόνον μία ψευδαίσθηση συνάντησης, η οποία θα μπορούσε να εμποδίσει την ανάδυση ενός αυθεντικού διαλόγου με αληθινό βάθος και θα ξεσήκωνε αντιδράσεις οι οποίες θα οδηγούσαν στην παραίτηση απο κάθε διάλογο διαθρησκειακό, στο όνομα τής διατηρήσεως τής ταυτότητος τών ξεχωριστών θρησκειών: αντιδράσεις οι οποίες θα ήταν ακόμη και δικαιολογημένες απέναντι στην κοροΐδία τής ψευδαίσθησης μιάς συναντήσεως ανάμεσα στις θρησκείες η οποία θα εξασφαλίζετο υποχρεώνοντας στην σιωπή εκείνες τις αντιθέσεις και τις συγκρούσεις οι οποίες θεμελιώνονται στην ίδια τους την ουσία. Υπάρχουν οπωσδήποτε άχρηστες διαμάχες, οι οποίες δέν σχετίζονται με την ιδιαιτερότητα τών ξεχωριστών θρησκειών, οι οποίες οφείλονται ώς επί το πλείστον σε προκαταλήψεις ή σε άλλους μή-θρησκευτικούς παράγοντες. Υπάρχουν όμως και αντιθέσεις και διαφωνίες οι οποίες βασίζονται στην ιδιαίτερη φύση των ίδιων τών θρησκειών και συγκεκριμένα στις σχετικές απαιτήσεις τής τάξεως τής αλήθειας. Και οι διαμάχες που προκύπτουν αναδύονται με καθαρότητα πάνω απ'όλα στην περίπτωση των θρησκειών οι οποίες πραγματοποιούν ιεραποστολικές δραστηριότητες. Εάν στο όνομα τού διαλόγου απαιτείτο η παραίτηση αυτών των ισχυρισμών περί αληθείας, σε μερικές περιπτώσεις αυτό θα επέφερε αυτομάτως την εξαίρεση τής θρησκευτικής ιδιαιτερότητος πολύ πρίν αρχίσει ο διάλογος κάτι ανώφελο ίσως για τον διάλογο, διότι ακριβώς οι διαφορές αυτές και οι διαφωνίες ανάμεσα στις θρησκείες πρέπει να είναι το αντικείμενο του διαλόγου! Ένας από τους σκοπούς τού διαλόγου θα έπρεπε να είναι η αλληλοκατανόηση εκεί όπου παρουσιάζονται διαφωνίες βασισμένες στο ίδιο το πράγμα, και όπου βρίσκονται όμως μόνον προκαταλήψεις και ασυνεννοησία. Ούτε μοιάζει να βοηθά πάρα πολύ η ιδέα ότι οι θρησκείες πρέπει να κρύψουν τις διαφορές τους διότι σε όλες κατοικεί ή ίδια και μοναδική θεία πραγματικότης. Οι θρησκείες δέν είναι απλώς διαφορετικοί τρόποι (οδοί) που οδηγούν στον μοναδικό Θεό, λές και όλες, χωρίς καμμία σύγκρουση αμοιβαία, κινούνται γύρω απο ένα μοναδικό και κοινό Θείο Κέντρο. Και δέν είναι τυχαίο ότι, στην ιστορία, οι μέν αμφισβήτησαν συνεχώς στις άλλες την αλήθεια τών αντίστοιχων δογμάτων τους και την νομιμότητα τής αντίστοιχης λατρείας τους! Οι διαμάχες ανάμεσα στις θρησκείες προσέλαβαν συχνά βίαιες μορφές οι οποίες στις πιό υψηλές και αυθεντικές εκφράσεις, δέν μπορούν να βρούν κανένα σημείο επαφής με το πνεύμα τής αντιπάλου θρησκείας. Πρόκειται όμως για διαμάχες οι οποίες δέν μπορούν απλώς να αποσιωπηθούν, καθότι ριζώνουν πολύ βαθειά στην ίδια την αυτοκατανόηση τών θρησκειών. Είναι δυνατόν μόνον να μάθουν να σχετίζονται με πολιτισμένο τρόπο οι μέν στους δέ, ακόμη και στην παρουσία αυτών των αντιθέσεων. Και ο διάλογος μπορεί να βοηθήσει σ'αυτό, καθώς προσφέρει καλές ευκαιρίες για να κατανοηθεί ότι η πολιτισμένη σχέση με ανθρώπους οι οποίοι ομολογούν μία άλλη πίστη είναι για τον καθένα σε τέλεια συμφωνία με τις καλύτερες αρχές της δικής του θρησκευτικής παραδόσεως.
Πραγματολογικώς, ο διαθρησκειακός διάλογος δέν μπορεί να έχει σαν σκοπό του την πραγματοποιηση μίας θεσμικής ενώσεως των θρησκειών ή ακόμη και την μετάλλαξη, την αυτοκατανόησή τους με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορούν να κατανοηθούν σαν διαφορετικές εκδοχές τού μοναδικού και ίδιου ανθρώπινου θέματος, με την έννοια ότι πρέπει να υπολογισθούν μεταξύ τους όλες ίσης αξίας και εξίσου θεμελιωμένες. Όπως προείπαμε μπορούν να φθάσουν μόνον στον πολιτισμένο χειρισμό τών αναπόφευκτων διαφωνιών. Αυτό το σημείο διαφοροποιεί τον διαθρησκειακό διάλογο απο τον οικουμενικό διάλογο ανάμεσα στις χωρισμένες Χριστιανικές εκκλησίες. Εδώ υπάρχει στην βάση του μία κοινή πίστη στον μοναδικό Κύριο Ιησού Χριστό και για την αυτοκατανόηση όλων τών Χριστιανικών Εκκλησιών γεννάται η επείγουσα ευθύνη τής ενότητος των Χριστιανών. Το ότι στο μεταξύ αυτή η απλή συνέπεια είναι τόσο δύσκολο να πραγματοποιηθεί πρακτικά, είναι κάτι στο οποίο δέν μπορούμε να σταθούμε τώρα! Εκείνο που έχει σημασία είναι μόνον το γεγονός ότι στον διάλογο τον οικουμενικό ανάμεσα στους Χριστιανούς υπάρχουν ήδη απο πάντοτε, μία κοινή βάση και ένα κατηγορικό χρέος ενότητος, ενώ τα πράγματα είναι διαφορετικά στην περίπτωση τού διαθρησκειακού διαλόγου.
Οπωσδήποτε και στον διαθρησκειακό διάλογο υπάρχει ένα κοινό θέμα : η σχέση του ανθρώπου με την πραγματικότητα που υπερβαίνει την ύπαρξή του, η οποία στο μεγαλύτερο μέρος των θρησκειών αναγνωρίζεται σαν Θεία πραγματικότης. Και όμως παρ'όλα αυτά αυτό το κοινό θέμα διακλαδώνεται στις διάφορες θρησκείες με αντιφατικούς τρόπους! Υπάρχουν βεβαίως και κοινά στοιχεία μεταξύ τους και σε διαφορετικό μέτρο: οι τρείς βιβλικές θρησκείες ιδιαιτέρως, δείχνουν έναν μεγάλο αριθμό ομοιοτήτων και όμως σε κάθε μιά τους η αρχή γύρω απο την οποία οργανώνονται όλα είναι τόσο διαφορετική ώστε η διαφωνία η οποία θεμελιούται αλλοιώνει και διεισδύει σε όλες εκείνες τις κοινές πλευρές. Γι'αυτό, σύμφωνα με το αντικείμενο, μπορεί να είναι πιό κοντά ο Χριστιανισμός απέναντι σε συγκεκριμένες μορφές θρησκείας τής Ανατολικής Ασίας, παρά το ότι οι μορφές τής αναπαραστάσεως και της ζωής είναι πολύ διαφορετικές και απουσιάζει σ'αυτή την περίπτωση, η κοινή ιστορική καταγωγή. Ο διάλογος λοιπόν μπορεί να είναι χρήσιμος για να βρεθεί κάτι κοινό, ιδιαιτέρως σ'αυτό που είναι ξένο και φαινομενικώς αντίθετο. Παρ'όλα αυτά όμως,μένοντας στην προϋπόθεση ότι όλες οι θρησκείες αντιμετωπίζονται στον διάλογο, θα αναδυθεί με ακόμη μεγαλύτερη δύναμη η διαφωνία, βασισμένη στην διαφορά τού κέντρου το οποίο καθορίζει και οργανώνει την ταυτότητα μιας ιδιαίτερης θρησκείας.
Αυτοί οι εισαγωγικοί υπολογισμοί μου φάνηκαν απαραίτητοι σαν προετοιμασία σε σχέση μ'αυτό που ακολουθεί και το οποίο πρέπει να διαπραγματευθεί την αυτοκατανόηση τής Χριστιανικής πίστης στην αναφορικότητά της στις άλλες θρησκείες, σύμφωνα με τρείς γραμμές προβλημάτων: Η πρώτη ερώτηση ακούγεται: μέχρι ποιού σημείου η Χριστιανική Θεολογία μπορεί να αναγνωρίσει ότι έχει ένα κοινό θέμα με άλλες θρησκείες; Η Χριστιανική πίστη έχει σχέση με την ίδια θεϊκή πραγματικότητα στην οποία αναφέρονται, κάτω απο διαφορετικά ονόματα, άλλες θρησκείες ; Σ'αυτό συνδέεται η δεύτερη ερώτηση : η Χριστιανική Θεολογία μπορεί να αναγνωρίσει οτι και άλλες λατρείες και θρησκείες προσφέρουν στους πιστούς τους μία σχέση με την Θεότητα και μία συμμετοχή στην σωτηρία παρόμοια μ'αυτή, η οποία σύμφωνα με το μήνυμα και το δόγμα των Χριστιανών, δίνεται με την πίστη στον Ιησού Χριστό και χάρη στα Μυστήρια; Εδώ υπεισέρχεται η τρίτη ερώτηση : η οποία ερωτά εάν οι Χριστιανοί και η Χριστιανική Θεολογία μπορούν να μάθουν κάτι απο τους αντιπροσώπους άλλων θρησκευτικών παραδόσεων και επομένως και μέσω τού διαθρησκειακού διαλόγου-όσον αφορά την Θεία πραγματικότητα και την σχέση τού ανθρώπου μ'αυτή!
Συνεχίζεται
Sola ανθρωπολογία
Αμέθυστος
Η ΑΓΙΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΟΠΩΣ ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΕ ΝΑ ΙΔΡΥΣΕΙ ΜΙΑ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ ΜΕΡΣΕΝΤΕ. ΕΤΟΙΜΕΣ ΠΕΤΥΧΗΜΕΝΕΣ ΙΔΕΕΣ ΚΑΙ ΕΡΕΥΝΕΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου